Καλό μήνα!!
ΟΙ ΦΡΑΚΑΣΑΝΕΣ (διήγημα)
ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ* (1930-2024)
*
ΟΙ ΦΡΑΚΑΣΑΝΕΣ
Καθὼς γύριζα ἀπὸ τὸ σχολεῖο ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι, ἔπιασε ξαφνικὰ μιὰ μπόρα καὶ ἔγινα μούσκεμα. Φοβήθηκα νὰ ἀκολουθήσω τὸν συνηθισμένο μου δρόμο κάτω ἀπὸ τὶς μεγάλες πεῦκες καὶ ἔτσι πῆρα τὴν γυμνὴ δημοσιά, ποὺ καταλήγει στὸ χωριό. Στὸ χτῆμα ἔφτασα τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαινε πάλι ὁ ἥλιος, καὶ μπῆκα μέσα σκαρφαλώνοντας πάνω ἀπὸ τὸ μεγάλο πορτόνι μὲ τὶς βρεμένες ροδοδάφνες. Στὸ περιβόλι ὅλα ἦταν γαλήνια, φρεσκοπλυμένα καὶ καταπράσινα, οἱ ἀχλαδιές εἶχαν ἀκόμα μερικὰ ἄνθη, στὰ φύλλα τους κρατοῦσαν χοντρὲς σταγόνες τῆς βροχῆς ποὺ γιάλιζαν σὰν χάντρες. Ἡ τελευταία βροχὴ τῆς χρονιᾶς, σκέφτηκα. Τότε εἶδα τὴν Ἑλένη. Ἔβγαινε ἀπὸ τὸν κῆπο κρατώντας στὸ χέρι ἕνα μεγάλο ἄσπρο τριαντάφυλλο. Ἐρχόταν πρὸς τὸ μέρος μου ἀργά, ὁ ἥλιος στεφάνωνε τὰ μαλλιά της, κάτω ἀπὸ τὴν μαύρη ποδιά της πρόβαλαν δυὸ ὁλοστρόγγυλα βυζιά.
Γύρεψα μιὰ πρόφαση νὰ τὰ πιάσω. Ἑλένη, τῆς εἶπα, γιατὶ δὲν ἔρχεσαι νὰ σοῦ δίνω τριαντάφυλλα, πίσω ἀπὸ κείνη τὴν πασχαλιὰ ὁ πατέρας μου ἔχει φυτέψει μιὰ τριανταφυλλιὰ κατακίτρινη. Θέλω, μοῦ λέει, τὸ τετράδιό σου τῆς Γεωλογίας, θὰ σοῦ τὸ φέρω τὴν Παρασκευή. Τὸ πῆρε κι ἔφυγε λέγοντας σὲ εὐχαριστῶ πολὺ καὶ τὴν Παρασκευὴ μοῦ τὄφερε ὁ ἀδελφός της, ἕνας τσόγλανος καμιὰ δωδεκαριὰ χρονῶν, ψηλότερος ἀπὸ μένα δυὸ κεφάλια, μαλλιαρός, μὲ μιὰ χοντρὴ μονοκόμματη φωνή.
Ἕνα μεσημέρι καθόμουν κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο καὶ διάβαζα. Δίπλα μου εἶχα μιὰ στάμνα μὲ νερό, ἔκανε ζέστη, κάθε τόσο ἔπινα λίγο νερὸ καὶ ὕστερα κατάβρεχα λίγο τὴ γῆ. Τὸ χῶμα εἶχε σκάσει σὲ μεγάλα κομμάτια, ὅταν τὸ πότιζα θρυμματιζόταν ἀφήνοντας μιὰ εὐχάριστη, βαρειὰ μυρουδιά.
Ἄκουσα βήματα στὰ χαλίκια κι ὅταν σήκωσα τὸ κεφάλι μου, εἶδα νὰ ἔρχεται ἡ Ἑλένη, ντυμένη μὲ ἕνα περίεργο φόρεμα γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια. Θέλω πάλι ἐκεῖνο τὸ τετράδιο τῆς Γεωλογίας, μοῦ εἶπε καὶ μὲ κοίταξε μὲ ἕνα ἀπλανὲς χαμόγελο, ἐνῶ ταυτόχρονα πλανιόταν πέρα δῶθε κι ἅπλωνε τὰ χέρια της νὰ φθάσει ἕνα κλαδὶ τοῦ δέντρου. Δὲν τὸ ἔχω, τῆς εἶπα, θὰ μοῦ τὸ φέρει ὁ Τάκης τὸ ἀπόγευμα, ἔλα νὰ διαβάσουμε μαζί. Ἡ Ἑλένη ἔπιασε τὸ κλαδί, τὸ ἅρπαξε μὲ τὰ δυό της χέρια καὶ ἔκανε μιὰ μᾶλλον ἀδέξια ἕλξη, τεντώνοντας νωχελικὰ τὸ κορμί της. Ὕστερα πήδησε, τίναξε τὸ κεφάλι νὰ διορθώσει τὰ μαλλιά της κι ἔφυγε. Μὴ μὲ περιμένεις, μοῦ φώναξε.
Τὸ ἀπόγευμα πῆρα τὰ βιβλία μου καὶ πῆγα στὸ ἀμπέλι. Ἄρχισε κιόλας νὰ παίρνει τὴ γνώριμη μυρουδιά του τὸ κλῆμα. Τῆς Ἁγια Μαρίνας ρόγα καὶ τ’ Ἁηλιὸς σταφύλι, ἔλεγε ἡ γιαγιά μου. Ἔφερα στὸ μυαλό μου τὶς ρόγες τῆς Ἑλένης. Ἐκείνη ἦρθε σὲ λίγο φορώντας μιὰ στενὴ χακὶ φούστα καὶ ἄσπρο πουκάμισο χωρὶς σουτιέν. Θέλεις νὰ φᾶμε κανένα σύκο, τῆς εἶπα καὶ τὴν πῆγα στὴν ἄκρη τοῦ ἀμπελιοῦ. Τὰ πρῶτα σύκα εἴχανε ἤδη γίνει, οἱ φρακασάνες ὅπως τὰ ἔλεγαν. Μεγάλα ἴσαμε ἕνα πορτοκάλι, ἀπὸ τὴν τρύπα τους κρεμόταν μιὰ σταγόνα πηχτὸ μέλι μὲ καφὲ χρῶμα. Ἔβαλα τὴν Ἑλένη νὰ καθήσει, τῆς ἔφερα σύκα καὶ τῆς ἄνοιξα τὸ κουμπὶ ἀπὸ τὸ ἄσπρο της πουκάμισο. Τὸ δεξί της βυζὶ γλίστρησε ἔξω, ἦταν λιγότερο στρογγυλὸ ἀπ’ ὅσο τὸ φαντάστηκα, ἡ ρόγα του κάπως κωνική. Ἅπλωσα τὸ χέρι μου καὶ κείνη ἔσκυψε ὁλότελα πρὸς τὸ μέρος μου. Φράπ, ἀκούστηκε τότε στὸ φράχτη καὶ φάνηκε ὁ τσόγλανος, ὁ ἀδελφός της, ψηλὸς καὶ κακοβιδωμένος. Ἡ Ἑλένη κουμπώθηκε βιαστικά, ἄνοιξε ἕνα βιβλίο καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει, ἐμένα τὰ πόδια μου ἔτρεμαν. Ὁ ἀδελφός της μᾶς χαιρέτησε μεθ’ ὑποκλίσεως, σάλταρε στὴ συκιὰ κι ἄρχισε νὰ τρώει φρακασάνες. Ἡ Ἑλένη ἀπόφευγε νὰ μὲ κοιτάξει, γύριζε τὶς σελίδες τοῦ βιβλίου καὶ κάθε τόσο ἴσιωνε τὴ φούστα της. Ἀργότερα σηκώθηκε καὶ περπατήσαμε μαζὶ πιὸ πέρα. Μπήκαμε σὲ ἕνα μεγάλο λάκκο ἀνάμεσα σὲ κλήματα, τὸν εἴχαμε σκάψει στὴν Κατοχὴ καὶ κρύψαμε μέσα χαλκώματα καὶ ὅπλα. Δοκίμασα νὰ πιάσω πάλι τὸ βυζὶ τῆς Ἑλένης, ἐκείνη τραβήχτηκε, γιατὶ παρασύρεσαι, μοῦ εἶπε. Μάζεψε τά βιβλία της, φώναξε τὸν ἀδελφό της καὶ ἔφυγε. Ἐκεῖνος πήδησε ἀργὰ ἀπὸ τὸ δέντρο, μὲ παρατήρησε μὲ βλέμμα κάπως μυστήριο κι ἀπομακρύνθηκε χωρὶς νὰ μὲ χαιρετήσει, τρώγοντας φρακασάνες.
(1962, πρόκειται για το πρώτο διήγημα που έγραψε ο Η.Χ.Π.)
Πηγή: Ἱστορίες Μπονζάι
(ἀπὸ τὸ βιβλίο Ὀδοντόκρεμα μὲ χλωροφύλλη, 1973)
*Στρατιωτικός γιατρός, συγγραφέας, αρθρογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και κινηματογράφου και φωτογράφος ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος συγκέντρωσε έναν πλούτο τεκμηρίων με ιδιαίτερη πολιτιστική και ιστορική αξία, τον οποίο αποφάσισε πριν περίπου έναν μήνα να δωρίσει στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας.
Γεννηθείς στον Πύργο Ηλείας, σπούδασε στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στην παθολογία και μετεκπαίδευση στην υγιεινολογία. Παραιτήθηκε το 1958, υποχρεώθηκε ωστόσο να επιστρέψει και από το 1959 ως το 1968 έζησε στην Καβάλα.
Έναυσμα για τα πρώτα του πεζά, που διακρίνονται για το χιούμορ, την λιτότητα, την αγάπη για τη φύση, την οξύτατη σάτιρα για τη στρεβλή σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον, την έντονη και πηγαία ερωτική διάθεση, την προσήλωση στον κόσμο των αφανών, παραγκωνισμένων και συχνά καταδιωγμένων πλασμάτων, αποτέλεσαν τα παιδικά και νεανικά του βιώματα στην Ηλεία που αργότερα πλουτίστηκαν από τις διαμονές και διαρκείς περιπλανήσεις του στην ελλαδική ενδοχώρα, αλλά και στον νησιωτικό χώρο.
Oι Σοβιετικοί ήταν σοβαροί, συντηρητικοί άνθρωποι….
Είναι εντελώς διαφορετικό να διαβάζεις πώς ξετυλίχθηκαν τα γεγονότα από το να βλέπεις τους πρωταγωνιστές τους στην τηλεόραση να τα διηγούνται. Λίγο η σύσπαση του προσώπου τους, λίγο κάποιος μορφασμός ή μια πλάγια ματιά, λίγο μερικές χειρονομίες, δίνουν την αίσθηση της αμεσότητας στον θεατή, ο οποίος έτσι σχηματίζει πληρέστερη εικόνα για όλους αυτούς που κάποτε έγραψαν Ιστορία. Το βιβλίο σού προσφέρει, μέσω της αφής, μιαν οικειότητα, η ανάγνωση απαιτεί συγκέντρωση και μνήμη, όμως η εικόνα εγγράφεται πολύ πιο έντονα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αλλο είναι να διαβάζεις τι είπε ο Παλαΐνης και άλλο είναι να τον βλέπεις να διηγείται τα γεγονότα.
Το τέλος της τηλεοπτικής ιστορικής σειράς «Σκοτεινή δεκαετία 1964-1974» φανέρωσε πανηγυρικά αυτό που όλοι φανταζόμασταν: απίθανα, ευθυνόφοβα ανθρωπάκια, ικανά μόνον για συνωμοσίες, λύγισαν μπροστά στο βάρος των γεγονότων που αυτά προκάλεσαν. Πίστεψαν πως κηρύσσοντας γενική επιστράτευση θα φοβέριζαν την Τουρκία και είχαν αποφασίσει να κηρύξουν τον πόλεμο, χωρίς όμως να πολεμήσουν. Και το εξίσου τραγικό: Υπήρχε επιχειρησιακός σχεδιασμός να σταλούν σύγχρονα αεροπλάνα στην Κύπρο για να πλήξουν το πρώτο κύμα εισβολής και στη συνέχεια ή να προσγειωθούν σε αεροδρόμια της Μ. Ανατολής ή να πέσουν στη θάλασσα, στερώντας τον εθνικό εναέριο χώρο από σημαντική δύναμη πυρός.
Το τέλος της τηλεοπτικής ιστορικής σειράς «Σκοτεινή δεκαετία 1964-1974» φανέρωσε πανηγυρικά αυτό που όλοι φανταζόμασταν: απίθανα, ευθυνόφοβα ανθρωπάκια λύγισαν μπροστά στο βάρος των γεγονότων.
Αλλά το «κλου» του τελευταίου επεισοδίου ήταν η αποκάλυψη ότι ο δικτάτορας Δημ. Ιωαννίδης προσέφυγε ικέτης στη σοβιετική πρεσβεία ζητώντας την άμεση παρέμβαση της Σοβιετικής Ενωσης για να αντιμετωπιστεί η τουρκική εισβολή. Και το ελληνικό αντίδωρο θα ήταν ναυτικές βάσεις σε νησιά του Αιγαίου. Αδυνατώ να μετρήσω τον βαθμό απόγνωσης αυτού του ανθρώπου όταν έβλεπε πού είχε οδηγήσει την πατρίδα του και το καθεστώς του. Διότι μόνον σε κατάσταση απερίγραπτης απόγνωσης, αυτός, ένας συνειδητός αντικομμουνιστής, θα ζητούσε βοήθεια από τη Μέκκα του κομμουνισμού.
Φυσικά, ο αεροπορικός ακόλουθος της σοβιετικής πρεσβείας στον οποίον απευθύνθηκε υπενθύμισε στον Δ. Ιωαννίδη πως ο κόσμος είναι χωρισμένος σε δύο στρατόπεδα και η Ελλάδα επέλεξε να ενταχθεί στο αντίπαλο στρατόπεδο. Και κάπως έτσι έκλεισε κάθε συζήτηση επί του θέματος. Το πώς αντιμετώπισε η Σοβιετική Ενωση την τουρκική εισβολή είναι ένα μεγάλο ζήτημα που δεν μπορεί να εξεταστεί παρεμπιπτόντως. Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ένας γνήσιος Homo Sovieticus, σεβάστηκε και αυτός τις σφαίρες επιρροής και αρνήθηκε το δάνειο των 5 δισ. που του ζήτησε ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Και δεν έμεινε εκεί. Ενημέρωσε τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ για το αίτημα του Ελληνα πρωθυπουργού.
Να θυμίσω ότι και, πολύ παλαιότερα, ο Στάλιν τήρησε μια συμφωνία που μονόγραψε μαζί με τον Τσώρτσιλ σε μια χαρτοπετσέτα και παρακολουθούσε μακρόθεν και αδιάφορος τη μάχη της Αθήνας. Τελικά οι Σοβιετικοί ήταν σοβαροί άνθρωποι, σέβονταν τη μοιρασιά του κόσμου και έπαιζαν μπαλίτσα εκεί όπου τους έπαιρνε.
Σάκης Μουμτζής/Καθημερινή
Όταν ξέρεις την τέχνη!
Καλός φίλος είναι εκείνος που σε σηκώνει όταν έχεις πέσει. Αληθινός όμως είναι εκείνος που κάθεται πλάι σου όταν δεν μπορεί να σε σηκώσει…
Πριν 30 χρόνια…
Χθεσινές κοπελιές, σημερινές γιαγιάδες!
Ρούσος Καμαριανάκης
Ώρα ασφάλισης
Πριν 10 χρόνια..
Το χάνι του Γκέκα
Τώρα στο βυθό της λίμνης του Μόρνου.
Κάλλιον (Βελούχι) τώρα βυθισμένο στα νερά της λίμνης του Μόρνου.
Στην Κωνσταντινούπολη το 2004 με τον αείμνηστο Γιώργο Σκούρτη.
Οι κουρούνες παίρνουν το μερτικό τους….
Μάχιμοι!
Tο άχρονο
Πολλοί αν όχι όλοι μας κάποτε νιώσαμε να σταματά ο χρόνος. Πολλοί λογοτέχνες, και ποιητές και πεζογράφοι, περιγράφουν στιγμές στις οποίες ένιωσαν αυτό το σταμάτημα.
1. Ποιος όμως κοιτούσε
2. όταν παρατηρούσες τις απάτες των φωτωνίων;-
3. κορίτσια ζύμωναν και ζύμη δεν αγγίζαν
4. γυναίκες γνέθανε τ’ αδράχτια δεν γυρίζαν:
5. στράφηκες για να δεις κι εξαφανίστηκες από παντού
6. στην άδεια, γαλανή ματιά του ουρανού ….
Ο στιχουργός θεωρεί διανοητικά πως το θέαμα είναι απατηλό (1-2) και ξάφνου δεν υπήρχε κίνηση (3-4). Σε σημείωσή του (Ν. Καζάνας 1990 Σώμα της Άνοιξης σ 82) μας πληροφορεί πως οι δυο γραμμές 3-4 είναι από το Έγκωμη του Σεφέρη, ο οποίος τις παίρνει από το (απόκρυφο) Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, 18. Εδώ συγκεντρώνονται τρεις μαρτυρίες σε μεγάλο βάθος χρόνου. Ο στιχουργός λέει εδώ (5-6) πως ήταν σαν να εξαφανίστηκε ο ίδιος και κοιτούσε μόνο από τον ουρανό – και αυτό ακούγεται ως γνήσια εμπειρία. (Σχεδόν πάντα σε Εξωσωματικές Εμπειρίες – OBE =Out of Body Experiences – οι άνθρωποι νιώθουν να κοιτούν από πίσω τους και από ψηλά.)