Τίποτα δεν θέτει σε μεγαλύτερη δοκιμασία τη δύναμή μας να ζήσουμε, όσο ο θάνατος – και τούτο, πάνω απ’ όλα, εξαιτίας της οδύνης μας για το ότι πρέπει να ζήσουμε δίχως εκείνους που φεύγουν πριν από μας…

Δεν έχουμε τίποτα δικό μας, παρά μόνο τον χρόνο, τον οποίο μπορούν να απολαύσουν και όσοι δεν έχουν που την κεφαλήν κλίνει …

Μπαλτάσαρ Γκρασιάν , Ισπανός συγγραφέας της Χρυσής Εποχής που καλλιέργησε διδακτική και φιλοσοφική πεζογραφία.

Η Εκστρατεία στην Ουκρανία

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με προτροπή των Γάλλων, αποστέλλει χιλιάδες έλληνες στρατιώτες στη μεσημβρινή Ρωσία (σημερινή Ουκρανία) στις αρχές του 1919, για να καταπνίξουν την επανάσταση των Μπολσεβίκων. Η επιχείρηση θα σημειώσει παταγώδη αποτυχία.

Την περίοδο εκείνη, στη Ρωσία μαινόταν ο Εμφύλιος Πόλεμος. Οι Μπολσεβίκοι είχαν υπό την κυριαρχία τους τις μεγάλες πόλεις (Πετρούπολη, Μόσχα κλπ), αλλά στην ύπαιθρο συναντούσαν ισχυρή αντίσταση από τις τσαρικές και εν γένει αντικομμουνιστικές δυνάμεις. Οι μεγάλες χώρες της Δύσης βρήκαν τότε την ευκαιρία να επέμβουν στο πλευρό των αντεπαναστατών, έχοντας ξεμπερδέψει από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

https://c23dbcb6a99d268fab534083032d98dd.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-40/html/container.html

Στην περιοχή της Ουκρανίας, που μας αφορά, η κατάσταση ήταν αρκετά περίπλοκη. Ουκρανοί εθνικιστές, οπαδοί του Τσάρου, τοπικοί οπλαρχηγοί, στρατηγοί και πρίγκιπες με προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες, ένοπλες οργανώσεις, πολιτικοί και στρατιωτικοί σχηματισμοί των Μπολσεβίκων δημιουργούσαν μια κατάσταση γενικευμένης σύγχυσης. Μέτωπο δεν υπήρχε, ούτε κανείς γνώριζε ποιος είναι ακριβώς ο εχθρός.

Οι γαλλικές δυνάμεις ήταν παρούσες στην περιοχή από τις 5 Δεκεμβρίου του 1918. Ο γάλλος πρωθυπουργός, Ζορζ Κλεμανσό, ζήτησε από τον ομόλογό του Ελευθέριο Βενιζέλο τη συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις, με αντάλλαγμα την ευμενή στάση της χώρας του υπέρ των εθνικών διεκδικήσεων σε Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων. Ο Βενιζέλος ζύγισε την κατάσταση, καθώς στις περιοχές αυτές υπήρχε ισχυρή ελληνική παρουσία και προβλέψιμος ο κίνδυνος αντεκδικήσεων από τους Μπολσεβίκους, και απάντησε θετικά στο αίτημα του Κλεμανσό.

Την αποστολή θα έφερνε σε πέρας το Α’ Σώμα Στρατού υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Κωνσταντίνου Νίδερ, που μόλις είχε ολοκληρώσει την αποστολή αποκατάστασης της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μακεδονία. Η μεταφορά των ελληνικών δυνάμεων (2η και 13η Μεραρχία) άρχισε στις 2 Ιανουαρίου 1919, ενώ η 1η Μεραρχία παρέμεινε στην Καβάλα αναμένοντας διαταγές.

Οι πρώτοι έλληνες στρατιώτες άρχισαν να αποβιβάζονται στην Οδησσό στις 7 Ιανουαρίου και στο επόμενο διάστημα το εκστρατευτικό σώμα αριθμούσαν 23.551 άνδρες. Ανάμεσα στους διοικητές των μονάδων γνωστοί στρατιωτικοί, με σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας αργότερα, όπως ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Οθωναίος (επιτελάρχης του Α’ Σώματος Στρατού) και οι αντισυνταγματάρχες Γεώργιος Κονδύλης (διοικητής του 3ου Συντάγματος Πεζικού) και Νικόλαος Πλαστήρας (διοικητής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων).

Οι ελληνικές δυνάμεις τέθηκαν αμέσως υπό τη διοίκηση της Α’ Συμμαχικής ομάδας μεραρχιών, δυνάμεως 70.000 ανδρών, την οποία διοικούσε ο γάλλος στρατηγός Ντ’ Ανσέλμ. Οι Έλληνες ήταν το πιο αξιόμαχο τμήμα της συμμαχικής δύναμης, καθώς οι γάλλοι στρατιώτες ήταν εμφανώς καταπονημένοι από την περιπέτεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και πολλοί από αυτούς έβλεπαν με συμπάθεια το κομμουνιστικό καθεστώς του Λένιν. Κλήθηκαν, όμως, να συμμετάσχουν σ’ έναν πόλεμο σκοπιμότητας, «αδικαιολόγητο και πρόχειρα προετοιμασμένο», σύμφωνα με μεγάλη μερίδα ιστορικών.

Εναντίον του συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος, οι Σοβιετικοί διέθεσαν τρεις στρατιές, με δύναμη 217.000 ανδρών. Ο στρατός αυτός, αφού συνέτριψε το ουκρανικό αυτονομιστικό κίνημα τον Ιανουάριο του 1919, στράφηκε στη συνέχεια κατά των Συμμάχων στην Οδησσό και την Κριμαία. Με τη συντριπτική του υπεροχή τους ανάγκασε σε μάχες οπισθοφυλακών, στις οποίες οι ελληνικές δυνάμεις διακρίθηκαν για την αυταπάρνηση και την πειθαρχία τους.

Η πρώτη μάχη με την εμπλοκή ελληνικών δυνάμεων δόθηκε στις 25 Φεβρουαρίου, όταν το 1ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον αντισυνταγματάρχη Νικόλαο Ρόκα, απελευθέρωσε τη φρουρά της Χερσώνας, την οποία πολιορκούσε ο Κόκκινος Στρατός. Στη συνέχεια, οι έλληνες στρατιώτες έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες, έως τις 20 Μαρτίου 1919, όταν έπειτα από απόφαση των συμμάχων δόθηκε εντολή για το τέλος της εκστρατείας και την εκκένωση της Οδησσού.

Οι ελληνικές μονάδες υποχώρησαν με υποδειγματική τάξη και παρατάχθηκαν στη δυτική όχθη του ποταμού Δνείστερου για να υπερασπίσουν την περιοχή της Βεσσαραβίας (σημερινή Μολδαβία) από τις επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού. Στην περιοχή της Κριμαίας παρέμεινε έως τις 14 Απριλίου 1919 το 2ο Σύνταγμα Πεζικού, όπου αντιμετώπισε αλλεπάλληλες επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού και κατέστειλε την εξέγερση των εργατών της Σεβαστούπολης, ενισχυμένους με γάλλους ναύτες, οι οποίοι είχαν στασιάσει. Τον Ιούνιο του 1919 το Α’ Σώμα Στρατού προωθήθηκε στη Σμύρνη, όπου ο ελληνικός στρατός επιχειρούσε από τον Μάιο. Οι συνολικές απώλειες του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη μεσημβρινή Ρωσία ανήλθαν σε 398 νεκρούς και 657 τραυματίες.

Η επιλογή του Ελευθέριου Βενιζέλου για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας δεν δικαιώθηκε από τα πράγματα. Οι εθνικές διεκδικήσεις σε Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία δεν ευοδώθηκαν, αφού μεσολάβησε η Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ κόστισε βαρύτατα στις ελληνικές κοινότητες της νότιας Ρωσίας, που θεωρήθηκαν αμφίβολης νομιμοφροσύνης από τις σοβιετικές αρχές και πολλά μέλη της αναγκάσθηκαν να καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/

Όταν καβαλάς το καλάμι…..

ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ: Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ ΠΕΘΑΝΕ ΑΠΟ ΑΣΙΤΙΑ ΣΕ ΝΑΟ


Άδοξο ήταν το τέλος και του νικητή της μάχης των Πλαταιών (479 π. Χ.), Παυσανία.
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς γεννήθηκε, πιθανότατα όμως, μεταξύ 515 π. Χ. και 510 π. Χ. Μετά τη νίκη στις Πλαταιές, οδήγησε τον ελληνικό στόλο πρώτα στην Κύπρο, της οποίας κατέλαβε ένα μεγάλο μέρος και στη συνέχεια στο Βυζάντιο, οχυρότατη και πλούσια σε εφόδια περσική βάση. Η επιτυχία που σημείωσε εκεί ήταν εύκολη. Παράλληλα, αποκόμισε πολλούς θησαυρούς και αιχμαλώτισε επιφανείς Πέρσες.
Έτσι όμως, έγινε αλαζόνας και υπερβολικά φιλόδοξος.

Θέλησε να ζει ως Πέρσης μεγιστάνας, εγκατέστησε γύρω του σωματοφυλακή από Αιγύπτιους και Πέρσες, φορούσε βαρύτιμα περσικά ρούχα και ζούσε μέσα στη χλιδή. Έστειλε επιστολή στον Ξέρξη, την οποία διασώζει ο Θουκυδίδης, και του ζητούσε να τον παντρέψει με την κόρη του. Του έδινε παράλληλα την υπόσχεση ότι θα μετέβαλε τη Σπάρτη και την υπόλοιπη Ελλάδα σε περσική επαρχία. Ο Ξέρξης δέχτηκε ασμένως τις προτάσεις του Παυσανία, ο οποίος μεταμορφώθηκε σε τύραννο. Αυτό ενόχλησε πολύ τους Έλληνες συμμάχους και οι Σπαρτιάτες έφοροι ανακάλεσαν τον Παυσανία. Παράλληλα, οι Ίωνες της Μικράς Ασίας εγκατέλειψαν τη Σπάρτη και πρόσφεραν την ηγεσία των ενωμένων δυνάμεών τους στην Αθήνα, κάτι που αποτέλεσε την απαρχή της κατοπινής ναυτικής αθηναϊκής ηγεμονίας.
Στην πατρίδα του, ο Παυσανίας κατηγορήθηκε ως προδότης. Βρέθηκε ένοχος για ορισμένα μικρά παραπτώματα, ωστόσο απαλλάχτηκε από την κατηγορία της προδοσίας, είτε γιατί δωροδόκησε τους δικαστές με χρυσάφι, είτε γιατί έγιναν πιστευτά τα επιχειρήματά του, ότι οι επαφές του με τον Ξέρξη ήταν ένα πολεμικό τέχνασμα, παρόμοιο μ’ εκείνο του Θεμιστοκλή στη Σαλαμίνα.
Αργότερα, ο Παυσανίας πήγε πάλι στο Βυζάντιο, ως ιδιώτης αυτή τη φορά και συνέχισε τις συνεννοήσεις του με τον Ξέρξη. Οι Αθηναίοι τον υποχρέωσαν να καταφύγει στις Κολωνές της Τροίας. Από εκεί, ανακλήθηκε πάλι στη Σπάρτη, καθώς οι συμπολίτες του είχαν πληροφορηθεί τις ενέργειές του. Οι έφοροι είχαν ισχυρές ενδείξεις εναντίον του αλλά καμία απόδειξη. Τον κατηγόρησαν επίσης ότι προσπάθησε να υποκινήσει επανάσταση των ειλώτων, στους οποίους υποσχέθηκε την ελευθερία τους και πολιτικά δικαιώματα. Η μαρτυρία ενός είλωτα, ήταν δύσκολο να γίνει αποδεκτή, σε βάρος μάλιστα ενός διακεκριμένου Σπαρτιάτη. Ο Παυσανίας θα αθωωνόταν ξανά, αν ένας δούλος του, που εκτελούσε χρέη αγγελιοφόρου στις επαφές του με τον Αρτάβαζο, δεν παρουσίαζε μία επιστολή του Παυσανία που θα παρέδιδε στον Πέρση σατράπη. Και πάλι, οι έφοροι διατήρησαν τις επιφυλάξεις τους, μέχρι που άκουσαν τη συνομιλία του Παυσανία με τον αγγελιοφόρο του, κρυμμένοι στο ιερό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο.
Από αυτή, προέκυπτε η σαφής ενοχή του στρατηγού. Αποφάσισαν να τον συλλάβουν. Όμως εκείνος ξέφυγε και ζήτησε άσυλο στο ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Οι πόρτες του ιερού χτίστηκαν για να πεθάνει ο Παυσανίας από ασιτία. Για να μην βεβηλωθεί ο ναός από τον θάνατό του, γκρέμισαν τη στέγη του και έβγαλαν από αυτή τον νικητή των Πλαταιών λίγο πριν ξεψυχήσει. Ο Ηρόδοτος που αναφέρει τα γεγονότα, αμφιβάλλει για την ενοχή του Παυσανία ενώ αντίθετα ο Θουκυδίδης την θεωρεί δεδομένη. Νεότερες έρευνες, έδειξαν ότι όντως ο Παυσανίας είχε παρεκτραπεί αλλά πλήρωσε ουσιαστικά την απώλεια της ηγεμονίας της Σπάρτης στον ελλαδικό χώρο.

«Είναι θαυμάσιο πράμα, λοιπόν, η υγεία. Τόσο θαυμάσιο, ώστε δε σε ειδοποιεί καν όταν είναι κοντά σου. Σαν μας αφήσει μονάχα πληροφορούμαστε για την ύπαρξή της… αναδρομικώς. Δεν είναι παράξενο»;*

*Στράτης Μυριβήλης – Ευστράτιος Σταματόπουλος- γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου 1892 στην τουρκοκρατούμενη Συκαμία της Λέσβου. Από τους σημαντικότερους πεζογράφους της Γενιάς του ’30.