Η εξαγορά του Μανχάταν

Οι ρίζες της ονομασίας του Μανχάταν χάνονται στα βάθη των αιώνων. Πιστεύεται ότι προέρχεται από τη γλώσσα των Αλγκονκούιαν -των παλαιότερων γνωστών κατοίκων της περιοχής- και σημαίνει «λοφώδες νησί». Επί αιώνες, αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες περιοχές αλιείας και κυνηγιού για τους ιθαγενείς.

Από την πρώτη στιγμή που οι Ευρωπαίοι πάτησαν το πόδι του στο Νέο Κόσμο, το Μανχάταν τράβηξε την προσοχή τους. Είδαν ένα τεράστιο λιμάνι, φυσικά προστατευμένο από τις θύελλες του βόρειου Ατλαντικού, αλλά και από κάθε επίδοξο εισβολέα, χωρίς ακραίες καιρικές συνθήκες και με πρόσβαση στο εσωτερικό της αμερικανικής ηπείρου, μέσω του ποταμού Χάντσον.

Το 1624 η ολλανδική εταιρία Dutch West India Company ίδρυσε στο νότιο τμήμα του νησιού το Νέο Άμστερνταμ, ως ένα σταθμό εμπορικών συναλλαγών. Δύο χρόνια αργότερα, έφτασε στην περιοχή ως νέος κυβερνήτης ο Πίτερ Μίνουιτ και η πρώτη ενέργειά του ήταν να αγοράσει το Μανχάταν από τους Ινδιάνους, στις 24 Μαΐου. Ως αντάλλαγμα, προσέφερε εμπορεύματα, αξίας 60 φιορινιών (24 δολαρίων).

Το γεγονός μάς είναι γνωστό από μία επιστολή προς τη διοίκηση της ολλανδικής εταιρίας. Συχνά, τα εμπορεύματα προσδιορίζονται ως μπρελόκ, χάντρες και άλλα φανταχτερά μπιχλιμπίδια, αυτό όμως μπορεί και να μην είναι ακριβές, αλλά να οφείλεται στη φαντασία των συγγραφέων του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία μίας άλλης αγοραπωλησίας, του νησιού Στάτεν, στην οποία συμμετείχε επίσης ο Μίνουιτ, ως αντάλλαγμα δόθηκαν πανωφόρια, κατσαρόλες, τσεκούρια, φτυάρια, βελόνες και άλλα αγαθά.

Σύμφωνα, πάντως, με τους σύγχρονους ερευνητές, οι ιθαγενείς πρέπει να αγνοούσαν την έννοια της μόνιμης ιδιοκτησίας γης, δεδομένου ότι κινούνταν διαρκώς… Δημιουργούσαν καταυλισμούς όπου έβρισκαν τροφή και όταν η εποχή άλλαζε εγκατέλειπαν την περιοχή. Όταν συμφώνησαν στην πώληση του Μανχάταν, στην καλύτερη περίπτωση -λένε οι ιστορικοί- θεώρησαν ότι παραχωρούσαν τα δικαιώματα κυνηγιού και αλιείας στους Ολλανδούς, οι οποίοι με τη σειρά τους κάποια στιγμή θα έφευγαν, όπως έκαναν οι ίδιοι.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/

Για να κερδίζεις λεφτά χρειάζεται ταλέντο, αλλά για να ξοδεύεις λεφτά χρειάζεται κουλτούρα.
Alberto Moravia, 1907-1990, Ιταλός συγγραφέας

Το Σακί. Παράλληλες ἱστορίες. Ἡ Ἀναχώρηση τοῦ Γιώργη Παυλόπουλου

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Το Σακί. Παράλληλες ἱστορίες. Ἡ Ἀναχώρηση τοῦ Γιώργη Παυλόπουλου

Ἀρχὲς τοῦ 1960, μέναμε στὴν ὁδὸ Διονυσίου Ἐφέσσου, σ’ ἕνα μικρὸ ἰσόγειο δωμάτιο μὲ μιὰ κουζίνα. Πίσω ἀπὸ τὶς φυλακὲς Ἀβέρωφ. Ἦταν ἕνα μικρό, ὑγρὸ δωμάτιο. Ὁ τοῖχος, στὴν πίσω μεριὰ ἐφαπτόταν στὸ βουναλάκι ὅπως τὸ λέγαμε. Ἤμασταν τέσσερις. Ὁ μικρὸς δὲν εἶχε γεννηθεῖ ἀκόμη. Ἦταν τὸ δεύτερο σπίτι ποὺ μείναμε στὴν Ἀθήνα.
Τὸ χειμώνα μὲ τὰ κρύα, ἡ μάννα μου ἔστρωνε ἕνα ἁπλάδι ποὺ εἶχε φέρει ἀπὸ τὸ χωριὸ κι ἄναβε μία σόμπα πετρελαίου ποὺ εἴχαμε ἀγοράσει. Τὰ βράδια, καθόμασταν γύρω ἀπὸ τὴ σόμπα, οἱ τρεῖς μας γιατί ὁ πατέρας μου πάντα ἔλειπε. Δούλευε δυὸ δουλειὲς γιὰ νὰ μᾶς ζήσει. Τὸ πρωὶ ὁδηγὸς σ’ ἕνα σχολικὸ καὶ ἀπὸ τὸ ἀπόγεμα μέχρι τὸ ἄλλο πρωί, ὁδηγὸς στὸ ταξί ἑνὸς Ἀπέργη.
Ἐκεῖ, πλάι στὴ σόμπα ἡ μάνα μου μᾶς ἔλεγε ἱστορίες. Ἕνα βράδι, ἀφοῦ μᾶς τάϊσε, ἄρχισε νὰ διηγεῖται μία ἱστορία ποὺ ἔλαβε χώρα ὅταν ἦταν μικρὸ κοριτσάκι, στὴν Κατοχή.
Ἦταν μία ἡλιόλουστη ἀνοιξιάτικη μέρα. Τὴν ἔστειλε ὁ πατέρας της νὰ ποτίσει τὰ μαρτίνια, (τὰ πρόβατα) στὴ Γούβα. Ἡ Γούβα, ἦταν ἕνα ὄμορφο χωράφι τοῦ παππού μου, ὁλόϊσιο σὰν γήπεδο καὶ τετραγωνισμένο. Στὴ βορειανατολικὴ πλευρά του, τὸ ἔδαφος κατέβαινε ἀπότομα δυό-τρία μέτρα, σκιζόταν ἡ γῆ κι ἀπὸ τὰ σπλάχνα της ἔβγαινε νερό. Εἴχανε φτιάξει ἕναν ξύλινο κάνταλο, καὶ «πιάναμε» τὸ νερό. Τὸ μέρος τὸ λέγανε Παλιόβρυση. Ὅπως ἔλεγε ἡ γιαγιά μου, τὴ βρῆκε τὴ βρύση, ὅταν ἦταν μικρὸ κοριτσάκι. Ἐκεῖ, πῆγε ἡ μάνα τὰ μαρτίνια νὰ τὰ ποτίσει. Στὸ πάνω μέρος τοῦ χωραφιοῦ, περνοῦσε τὸ μονοπάτι τὸ ὁποῖο συνέχιζε ἀνηφορικὰ πάνω ἀπὸ τὴ βρύση, πρὸς τὸ μεγάλο ρέμα, τὸν Λεῦκο. Στὴ ρίζα ἑνὸς ὄχτου ποὺ γινόταν πλαγιὰ στὴν ἄκρη, ὑπῆρχαν δυὸ γκορτσιές (ἀγραπιδιές), ὅπου κάτω ἀπ’ αὐτές συνήθιζαν νὰ κάθονται. Ξαφνικά, ἄκουσε ποδοβολητό. Ἄφηκε τὰ ζῶα νὰ πίνουν νερὸ κι ἀνέβηκε πάνω στὸ χωράφι. Εἶδε μία ὁμάδα ἔφιππων ἀνταρτῶν νὰ ἔρχονται ἀπὸ τὸ χωριό, πρὸς τὴν Παλιόβρυση. Τότε, πάνω ἀπ’ τὸν ὄχτο, πρόβαλε ὁ Μαζαράκας, ὁ ὁποῖος μόλις εἶδε τοὺς ἀντάρτες, φώναξε: γειά σου Πέρδικα λεβέντη… Ὁ Πέρδικας τὸν χαιρέτησε σηκώνοντας τὸ χέρι του. Φτάσανε στὴ βρύση καὶ στάθηκαν νὰ ποτίσουν τ’ ἄλογα καὶ νὰ πιοῦν νερό. Ὁ μαυροντυμένος Πέρδικας, ξεπέζεψε, τῆς χάϊδεψε τὰ μαλλιὰ καὶ τὴ ρώτησε πῶς τὴν λένε. «Βασίλω», τ’ ἀπάντησε. Τότες, λέει ἡ μάνα μου, ἀφοῦ πρῶτα ἤπιε τὸ ἄλογο νερό, τῆς εἶπε ὁ Πέρδικας: «κράτα τὸ χαλινάρι» καὶ σκύβοντας, ἄδειασε μὲ τὴ φούχτα του τὸ νερὸ ἀπὸ τὸν κάνταλο, περίμενε λίγο μέχρι νὰ ξαναγεμίσει καὶ μετά, κρατώντας τὰ γένια του μὲ τὸ δεξὶ χέρι, ἔσκυψε κι ἄρχισε νὰ πίνει μ’ εὐχαρίστηση νερό. «Ἐκεῖ ποὺ καμάρωνα στὸ πλάϊ, εἶδα τὸ μάτι του. Τὸ ἀριστερό του μάτι, ἕνα λαμπερὸ πράσινο μάτι, ποὺ μὲ κοιτοῦσε, ὅσο ὁ ἀντάρτης ἔπινε νερό. Σὰ νὰ μοῦ χαμογελοῦσε τὸ μάτι, ὅπως μὲ κοίταζε λοξά, ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω… Κι ἀφοῦ πότισαν τ’ ἄλογα καὶ ἤπιαν νερό, πῆραν τὴν ἀνηφόρα καὶ σκαπέτηκαν πίσω ἀπ’ τὰ σύννεφα…».

ΤΟ ΣΑΚΙ

Ἤμουν παιδὶ ἀκόμη δὲν τοὺς καλοθυμᾶμαι.
Μπήκανε στὸ χωριό μου ἕνα πρωὶ
μὰ δὲ σταθήκανε. Περάσανε
ἀργὰ πάνω στὸ χιόνι. Τὰ γένια τους
ἀνάμεσα στὰ σύννεφα καὶ τὶς κοτρόνες
καθὼς τοὺς χώνευε τὸ βουνό.

Μονάχα ὁ τελευταῖος δὲ φεύγει ἀπ’ τὸ μυαλό μου.
Κράτα τὸ ἄλογο, μοῦ εἶπε
καὶ βάζοντας τὸ σκοῦφο του στὴν ἀμασχάλη
ἔσκυψε στὸ νερὸ νὰ πιεῖ
καὶ τὄνα μάτι του μὲ κοίταζε ἀπ’ τὸ πλάι.

Κοίταζε τὰ κουρέλια μου
τὰ πόδια μου μὲς στὶς λινάτσες
τὶς ξόβεργες στὰ ξυλιασμένα χέρια μου
καὶ πῶς τοῦ χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ ἄλογο μὲ περηφάνια.

Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο μάτι μὲ κοίταζε τὸν ἄλλο χρόνο
ἀχνὸ βασιλεμένο
ὅταν ἀδειάσαν ματωμένο τὸ σακὶ
καὶ κύλησαν στὴ μέση τῆς πλατείας
κομμένα τὰ κεφάλια τους.

Ἦταν ὁ χρόνος ποὺ κατέβηκα στὴν πόλη
καὶ πούλαγα τσιγάρα σὲ δρόμους καὶ πλατεῖες.

Αὐτὸ εἶναι τὸ ποίημα τοῦ Γώργη Παυλόπουλου. Ἡ παραπάνω ἱστορία κι ἄλλες παρόμοιες ἱστορίες, λέγονταν τὶς κρύες νύχτες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀπὸ τὴ μάνα μου. Δὲν εἴχαμε ἀκόμη ραδιόφωνο. Ἀργότερα ποὺ ἀποκτήσαμε, ἀρχίσαμε σιγά-σιγὰ νὰ μὴ μιλᾶμε. Ἀκούγαμε τὸ θέατρο τῆς Δευτέρας, μὲ κατάνυξη. Ἀργότερα ἦρθε ἡ τηλεόραση κι ἐκεῖ ξεχάσαμε ὁ ἕνας τὴ φωνὴ τοῦ ἄλλου….

Τὸν Γιώργη Παυλόπουλο, ἄργησα νὰ τὸν γνωρίσω. Τὰ ποιήματά του ὅμως τὰ ἤξερα. Εἶχα ἀκούσει ὅτι ἦταν φίλος τοῦ Σεφέρη κι ὅτι τὸν φιλοξενοῦσε στὸν Πύργο. Ὅταν ὅμως, πῆρα στὰ χέρια μου τὴν ποιητική του συλλογὴ Τὸ Σακὶ καὶ διάβασα τὸ ὁμότιτλο ποίημα, δάκρυσα. Γιατί, ἀνέβλυσε ἀπὸ τὴ μνήμη μου, ὅλη ἐκείνη ἡ ἀτμόσφαιρα τῶν παιδικῶν μου χρόνων καὶ οἱ ἱστορίες ποὺ ἄκουγα στὸ σπίτι γιὰ κείνους πού, κανεὶς δὲν τοὺς θυμᾶται πιά. Ἔμεινα ἐμβρόντητος μὲ τὸ ποίημα τοῦ Γιώργη. Ὁ πυρήνας τῆς ἱστορίας του, εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος, μὲ τὸν πυρήνα τῆς ἱστορίας ποὺ μᾶς ἔλεγε ἡ μάνα μου, ἐκεῖνο τὸ χειμωνιάτικο βράδυ τῆς δεκαετίας τοῦ ἑξήντα. Ἡ μάνα μου, δὲν εἶχε διαβάσει ποτέ της ποιήματα καὶ δὲν εἶχε ἀκούσει ποτέ της γιὰ τὸν Γιώργη.

Ὅταν τυπώθηκε τὸ περιοδικό, τοῦ τὸ πῆγα στὸ σπίτι του στὸν Πύργο. Πιάσαμε κουβέντα γιὰ τοὺς προγόνους μας καὶ γιὰ τὴν καταγωγή μας. Τοῦ εἶπα ὅτι ἡ μάνα μου κατάγεται ἀπὸ τὸ Νιχώρι τῆς Γορτυνίας, ποὺ βρίσκεται ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Νεμούτα. Μοῦ εἶπε «ὅλοι ἀρκάδες εἴμαστε καὶ μένα ὁ παππούλης μου, ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς μάνας μου, ἤτανε ἀπὸ τὸ Καρδαρίτσι…». Ἡ μιὰ κουβέντα ἔφερε τὴν ἄλλη καὶ τοῦ εἶπα τὴν ἱστορία πού μᾶς ἔλεγε ἡ μάνα μου. Κι ὁ Γιώργης ἐντυπωσιάστηκε καὶ συγκινήθηκε πολὺ καὶ μοῦ εἶπε “νὰ σὲ φιλήσω ρὲ Κανελλόπουλε…”.

Ἤμουν στὴ δουλειά, ὅταν χτύπησε τὸ τηλέφωνο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἦταν ὁ «Στρατηγός», ὁ ἀγαπημένος μου, ἀπὸ τὴν Πάρο. Μοῦ λέει: Ἔλα Μαστραπά, ἔφυγε ὁ Γιώργης… Ἤξερα ἀπὸ μέρες, ἡ κατάστασή του εἶχε ἐπιδεινωθεῖ κι ὅτι τὸν εἶχαν μεταφέρει στὴν κλινική.

«Ἔφυγε» ὁ Γιώργης γιὰ τὸ Βασίλειο τῆς Ἀνυπαρξίας. Θὰ τὰ κουβεντιάζει τώρα ἐκεῖ, μὲ τὸν Τάκη καὶ μὲ τὸν Φίλιππο τοῦ Τάκη κι ὅλους τους ἄλλους ποὺ ἔφυγαν πρωτύτερα ἀπ’ αὐτόν. Καὶ φτώχυνε ὁ τόπος μας καὶ ἡ πόλη μας κι ὁ κόσμος ὅλος, γιατί ὁ Γιώργης ἦταν μία φωνή. Ἦταν μία φωνὴ ξεχωριστή, ποὺ ἔκανε ποιήματα τὶς πίκρες καὶ τοὺς ἔρωτες καὶ τὸ φόβο καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. Μιὰ φωνὴ ποὺ ξυπνοῦσε τὴ μνήμη…

Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ

Πρέσπες.Φαρισαιοι κσι υποκριτές

•Εμείς είχαμε προειδοποιήσει για τις Πρέσπες δήλωσε ο Ακης Σκερτσος.Κρίμα πραγματικά τον θεωρούσα σοβαρό άνθρωπο.Δεν έχω αλλάξει γνώμη αλλά δυστυχώς η εξουσία φθείρει.
•Είχατε προειδοποιήσει;Αντί αυτοκριτικής γιατί ως παράταξη μπλέξατε τη χώρα σε ένα αδιέξοδο ολκής,σε μια άνευ προηγούμενου εθνική ήττα ,τώρα πάτε να βγείτε και αλώβητοι.Δεν φταίμε εμείς,φταινε οι άλλοι.Ολίγη συστολή δεν βλάπτει.
•Ας πούμε ότι οι Πρεσπες είχαν κατα ψηφισθεί.Τι θα συνεβαινε;Έστω ότι παρα τις πιέσεις των Αμερικανων τα Σκόπια δεν έμπαιναν στο ΝΑΤΟ.Ως εκεί.Σήμερα η πίεση που θα τρώγαμε θα ήταν ανυπέρβλητη.Αρον αρον θα αναγκαζόμασταν να το δεχθούμε .
Αλλά ως προς το προέχον.Το όνομα.Θα εξακολουθούσαν απτόητοι να ονομαζονται Μακεδονία.Διεθνώς είχε πια επικρατήσει στις περισσότερες χώρες του πλανήτη,εν αις Αμερική ,Ρωσία και Κίνα.Τίποτα δεν μπορούσε να το σταματήσει.Θα μέναμε μόνοι.Φαινόμασταν ήδη παγκοσμίως γραφικοί.Να τρεχουμε πίσω από τα σημαιάκια και τις ταμπελιτσες.Καταγέλαστοι.
•Τώρα τουλαχιστον έχουμε ένα ισχυρό επιχείρημα χαρις στις Πρέσπες.Ξέρετε τι λέει το Vmro;ότι ήταν ταπεινωτική συμφωνία.Αυτό που λέτε και σείς με τρισμέγιστη υποκρισία και ταρτουφισμο.Τους δωσαμε λέει εθνικότητα και γλώσσα.Η εθνικότητα είτε μας αρέσει είτε όχι ούτε δίνεται ούτε αφαιρείται.Προκύπτει μέσα στους δαίδαλους των ιστορικών συγκυριών.Καταλανοί,Βάσκοι,Κοσσοβάροι,
Σαμι ,Ινουιτ,Σιου,Ιογουροι.Η εθνογένεση ex novo.,συμβαίνει στην ιστορία.Και όσον αφορά τη σλαβική τους γλώσσα,τα μακεδονιτικα μου λέγαν κάτι γέροι στη Φλωρινα,που εμείς τη λέγαμε ιδιωμα,ας αφήσουμε τους Βούλγαρους να διαμαρτυρηθούν γιατί βουλγαρικα λένε ότι είναι.Δικη μας πάντως γλώσσα δεν είναι.
•Δεν τη θέλατε τη συμφωνία των Πρεσπών;λέτε αλήθεια;ολίγη ειλικρίνεια δεν υπάρχει;η μήπως παρακαλούσατε να ψηφιστει για να μη το «λουστείτε» μετεκλογικά.Άντε να μη πω τις ιστορίες μου. «η ζωή μου έχει γεμίσει μυστικά/στους διαδρόμους ψευδομάρτυρες καπνίζουν» τραγουδάει ο Σαββόπουλος.
•Βόρεια Μακεδονια λοιπόν.Η επιμονή σας σε αυτο είναι ορθή.Χαρις στις Πρέσπες.Τουλάχιστον διαθέτουμε ισχυρό συμβατικό θεμελιο και οι Αμερικανοι το στηρίζουν.Γιατί αν δεν σας αρέσει καταγγειλτε τη συμφωνία οπως σας λεει Βελοπουλος.Δεν θα το κανετε βεβαια.Δεν έχετε τρελαθεί.Μια χαρά το χειρίζεστε.Απλα θερμή παρακληση Ακη Σκέρτσο.Μη μας εμπαιζετε.Μη μας δουλεύετε.Έχουμε μνήμη τινες εξ ημων.Μην τη περιφρονειτε.

Πάνος Μπιτσαξής

φέναξ

Η ελληνική γλώσσα είναι γεμάτη με όμορφες και… δύσκολες λέξεις, οι οποίες μπορούν να αλλάξουν τη σημασία ολόκληρων προτάσεων.

Μια από τις πλέον σπάνιες και όμορφες είναι η λέξη «φενάκη». Δεν την ακούμε συχνά αλλά έχει ιδιαίτερη σημασία.

Η λέξη φενάκη στην κυριολεξία σημαίνει περούκα, αλλά χρησιμοποιείται και μεταφορικά και υποδηλώνει την ψευτιά, την εξαπάτηση, την παραπλάνηση, την απάτη.

φέναξ = απατεώνας

Με την φενάκη ως πρώτη έννοια οι αρχαίοι Έλληνες εννοούσαν και την περούκα. Η περούκα κρύβει μια ατέλεια, άρα απατά, εξαπατά, φενακίζει. Η φενάκη, η εξαπάτηση, ο φενακισμός είναι η παραπλάνηση αφελών και μη. Οι αρχαίοι Έλληνες τους Φένακες τους θεωρούσαν δαίμονες, που τους επικαλούνταν όταν ήθελαν να ξεγελάσουν ορισμένους.

Ο ισχυρός εχει σκλάβους, ο πλούσιος κόλακες και ο σοφός φίλους

Σωκράτης

«Πάσα τε επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται»

(Πλάτων: Μενέξενος 347 α)