Κάποτε…
ΝΑ ΣΑΣ ΤΟΝ ΤΥΛΊΞΩ Ή ΘΑ ΤΟΝ ΦΆΤΕ ΕΔΏ; (Διήγημα της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΛΤΣΑ)
*
της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΛΤΣΑ
Ο Βαγγέλης είναι 39 Μαΐων ή, για την ακρίβεια, Απριλίων και εργάζεται ως ντελιβεράς στο σουβλατζίδικο: «Καλύτερα σουβλάκι παρά παξιμαδάκι», τίτλος εμπνευσμένος από το επάγγελμα του πατέρα του ιδιοκτήτη, ο οποίος ήταν νεκροθάφτης και ως εκ τούτου στωικός φιλόσοφος.
Ο Βαγγέλης είναι ένας σύγχρονος νέος με παραδοσιακές καταβολές. Τελεί μνημόσυνο ανυπερθέτως κάθε χρόνο στους εκλιπόντες Καζαντζίδη-Παντελίδη, αλλά, όταν γνωρίζει καινούργια άτομα –και δη γυναίκες– ισχυρίζεται ότι αγαπά τη ραπ. Έχει μάθει και τα ονόματα δύο συγκροτημάτων από τον δεκατετράχρονο ανηψιό του και είναι κομπλέ.
Στην ερωτική του ζωή, ο Βαγγέλης υπήρξε επανειλημμένως το θήραμα γυναικών που ήθελαν να τον παντρευτούν. Εξαιτίας όλων αυτών των τραυματικών εμπειριών απέκτησε τη λεγόμενη «φοβία του τυλίγματος», την οποία και δεν κατάφερε να ξεπεράσει αν και ακολουθώντας τις συμβουλές της ψυχολόγου του, εκτέθηκε για ένα τρίμηνο στις εξαιρετικά στρεσογόνες συνθήκες του τυλίγματος σουβλακίων και γύρου ως άλλη ψυχολογική ομοιοπαθητική μέθοδο. Τα χέρια του έτρεμαν κάθε φορά που τύλιγε το σουβλάκι με την πίτα.Με τον γύρο, άγνωστο γιατί, ένιωθε κάπως καλύτερα. Ίσως επειδή ο γύρος τού άρεσε περισσότερο. Από όλη αυτή την τραυματική εμπειρία, ο Βαγγέλης αποκόμισε δεκαεφτά επιπλέον κιλά που προστέθηκαν στα 108 που ήδη κουβαλούσε.
Η προτελευταία σχέση του ήταν με την 41 Μαΐων, κυριολεκτικά αυτή, Τίνα. Μια σχέση που κράτησε δύο χρόνια. Η Τίνα ήταν δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών με χόμπι την συλλογή φακέλων (κατά προτίμηση γεμάτων με χαρτονομίσματα) και το χάζεμα πουλιών (bird watching) αλλά εσωτερικών χώρων.
Τα πράγματα κυλούσαν ομαλά μεταξύ τους για περίπου δύο χρόνια, στη διάρκεια των οποίων μάλιστα, η Τίνα εγκατέλειψε το δεύτερο από τα χόμπι της προκειμένου να στοχοπροσηλωθεί στον Βαγγέλη. Διατήρησε, ωστόσο, το πρώτο, χάρη στο οποίο πέρασαν τα Χριστούγεννα σε παραδοσιακό ξενώνα στον παλαιό Παντελεήμονα και την Πρωτομαγιά στο Λονδίνο.
Η υπόθεση στράβωσε, όταν η Τίνα πρότεινε τη γνωριμία του Βαγγέλη με την οικογένειά της. Αυτομάτως, ο Βαγγέλης έπαθε κρίση πανικού, ανέβασε πίεση και του βάλανε για ένα 24ωρο holter, το οποίο και κατέγραψε κατακόρυφη άνοδο των σφυγμών στο άκουσμα των λέξεων: «δέσμευση», «γάμος», «παντρεμένος». Προκειμένου να σώσει τη ζωή του, ο Βαγγέλης αναγκάστηκε να χωρίσει την Τίνα ως ωφέλιμη για την τσέπη του μεν, πλην επικίνδυνη για την υγεία του.
Τους τελευταίους έξι μήνες, διατηρεί σχέση με την 32χρονη Μάνια, ιδιοκτήτρια καταστήματος καλλυντικών. Όλα κυλούσαν μαγικά μέχρι που προχτές η Μάνια ανέφερε ότι παντρεύεται η κολλητή της το καλοκαίρι και θα ήθελε να γίνει κουμπάρος μαζί της ο Βαγγέλης. Σκοτοδίνη τον κατέλαβε.Στα αυτιά του ήχησαν τα λόγια της μαμάς του όταν ήταν μόλις τριων ετών και τον αποκαλούσε «άντρακλά μου εσύ» και η εικόνα του πατέρα του αραχτού στην τηλεόραση να ρωτά «τι φαΐ έχουμε σήμερα»; Μετά θυμάται τον εαυτό του στα επείγοντα του Ευαγγελισμού και έναν γιατρό να του λέει ότι δεν έπρεπε να είχε φάει μόνος του μισό κατσίκι και να ’χει πιει τρία λίτρα από το χύμα κρασί στην ταβέρνα «το σέξι γουρουνόπουλο», όπως και το ότι πρέπει επειγόντως ν’ αδυνατίσει.
Τι ξέρει τώρα το γιατρουδάκι; Αυτός ξέρει ότι το πρόβλημα, για άλλη μια φορά στη ζωή του, είναι η πιεστική επιθυμία μιας γυναίκας να τον δεσμεύσει και να τον παντρευτεί. Έλα, όμως που αυτός δεν είναι από τα παιδάκια που πιάνονται κορόιδο! Απόψε θα πάει για ένα αποχαιρετιστήριο πήδημα με την Μάνια κι αύριο της σκάει το παραμύθι ότι της αξίζει κάποιος πολύ καλύτερός του (και καλά, χε χε χε, κόλπο από τα λίγα) και πάει γι’ άλλα.
Αυτά σκεφτόταν ο κατά φαντασίαν περιζήτητος Βαγγέλης, την ώρα που το αφεντικό του σκεφτόταν να τον απολύσει, επειδή το μηχανάκι για το ντελίβερι αγκομαχούσε πλέον από τα κιλά του Βαγγέλη. Άσε που όλο λάθη έκανε στις παραγγελίες. Θα του έλεγε ότι είναι πολύ καλός, για να χαραμίζεται με τόσα λίγα χρήματα (παλιό κόλπο, χε χε).
Η πιο θλιβερή μορφή απάτης είναι η αυταπάτη.
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΤΣΑ
Η ερήμωση των χωριών της Μεσσηνίας
Μέσα σε μια δεκαετία οι ποτιστικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις στη Μεσσηνία μειώθηκαν κατά 51,20%, από 208.572 στρέμματα το 2013 σε 95.309 στρέμματα το 2022.
Ειδικότερα και σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής οι ποτιστικές αροτραίες εκτάσεις μειώθηκαν κατά 75,04% (από 58.748 στρέμματα σε 14.662 στρέμματα), η ποτιστική κηπευτική γη κατά 77,87% (από 23.790 στρέμματα σε 6.062 στρέμματα), τα ποτιστικά αμπέλια και οι σταφίδες κατά 69,7% (από 2.989 στρέμματα σε 904 στρέμματα) και οι δενδρώδεις ποτιστικές καλλιέργειες κατά 38,3% (από 119.445 στρέμματα το 2013 σε 73.681 στρέμματα το 2022).
Ανοίγοντας παρένθεση, αξίζει να επισημάνουμε για τους οικολόγους και τους οικονομικούς σχεδιαστές του Κολωνακίου ότι η μείωση των ποτιστικών καλλιεργήσιμων εκτάσεων στη Μεσσηνία δεν οφείλεται ούτε στην κλιματική αλλαγή ούτε στη μείωση των υδάτινων πόρων. Η μείωση των ποτιστικών καλλιεργήσιμων εκτάσεων της Μεσσηνίας οφείλεται στη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ερήμωση της υπαίθρου, καθώς ο μικρός κλήρος και η έλλειψη κοινωνικών υποδομών διώχνει και τους τελευταίους νέους από τα χωριά.
Εννοείται ότι τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής απλώς επιβεβαιώνουν όσα διαπιστώνει οποιοσδήποτε κάνει μια βόλτα στην αρδευόμενη πεδιάδα του Παμίσου, που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το αστικό κέντρο της Καλαμάτας και τη διασχίζει ο αυτοκινητόδρομος Α7, που συνδέει τη Μεσσηνία με την Αττική. Τα περισσότερα κτήματα με τα εσπεριδοειδή έχουν εγκαταλειφθεί, η κηπευτική γη έγινε βοσκότοπος για γιδοπρόβατα και στην εύφορη πεδιάδα συναντάς μόνο αργόσχολους Ρομά, που κάνουν βόλτες με τα αγροτικά τους. Η εντατική καλλιέργεια της αρδευόμενης πεδιάδας του Παμίσου με σύγχρονες μεθόδους (θερμοκήπια, υδατοκαλλιέργειες κ.λπ.) αρκεί όχι μόνο για τη διατροφική επάρκεια της Μεσσηνίας, αλλά και για την εξαγωγή προϊόντων στην Αττική και στην Ευρώπη. Η Πολιτεία όμως αντί να κάνει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την πραγματική αναδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα, πετά λεφτά στο άπατο βαρέλι των εργολαβικών συμφερόντων, το οποίο με πρόσχημα την κλιματική αλλαγή ετοιμάζεται να κατασκευάσει αρδευτικά φράγματα σε ακατοίκητα χωριά.
Με απλά λόγια: Ενώ παραμένει στα αζήτητα η αρδευόμενη γη δίπλα στην Καλαμάτα, κεντρική κυβέρνηση και αυτοδιοίκηση σχεδιάζουν φράγματα σε χωριά που έχουν πεθάνει δημογραφικά και δεν έχει ανακοινωθεί μόνο ο θάνατός τους. Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι…
Λόγια του τοίχου
τοπία Βοιωτίας!
«Νομίζω ότι γενικά οι γυναίκες διαλέγουν τους άντρες τους. Οι γυναίκες θέτουν -έστω και άρρητα- τους όρους της σχέσης. Και οι γυναίκες κατά κανόνα αποφασίζουν πότε μια σχέση έχει τελειώσει. Τα αρσενικά -τί τα θέλετε;- είμαστε όντα ατελέστερα και αφελέστερα. Θέλουμε να νομίζουμε πως κρατάμε τα γκέμια. Κούνια που μάς κούναγε!»
χ. χωμενίδης συγγραφέας
Κορεκτίλα!
*
Α! κύριε, κύριε Καραγάτση,
ποιός θα βρεθεί να σας την κάτσει,
μικρός εσείς και μεις μεγάλοι
κράχτες στα σόσιαλ παπαγάλοι!
Τους τρόπους και τους χαρακτήρες,
λασπόνερα σε ανεμιστήρες
σας έχουν προ πολλού λερώσει
μα σεις στέκεστε εκεί στο πλάι
δίχως το αυτί σας να ιδρώσει.
Σεις, ζηλευτή αρρενωπότης
και περιποιημένη φάτσα.
Την αφοπλιστική γκριμάτσα
από τη μια μεριά θα βάλω
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα ανάλαφρη αρβύλα
την πανηλίθια κορεκτίλα
πάτημα, βήματος αιόλου
του κάθε πικραμένου κώλου.
Α! κύριε, κύριε Καραγάτση,
ποιός τελευταίος θα γελάσει;ΑΛΕΞΗΣ ΓΟΥΔΑΣ
Πηγή:neoplanodion.gr
η λίμνη του Μόρνου απο ψηλά!
photo by lalas p.
Δεκαετία 90.
Πολιτικά ορθότητα:η νέα εκδοχή του φασισμού
Σχετικά με το κείμενο της Λένας Λούνα , “Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η «Μεγάλη Χίμαιρα» και οι έμφυλες ταυτότητες. Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, έστω με τους λογοτέχνες, μπορεί να σταματήσει εδώ”.
Επειδή παρενέβησαν οι ειδικές δυνάμεις να υπερασπιστούν την νεότητα και το δικαίωμά της στην άγνοια να μιλά για θέματα που δεν κατέχει διευκρινίζουμε ότι ο καθείς μπορεί να ασκήσει κριτική στον Καραγάτση και στην Βίβλο όχι ως δικαίωμα στη άποψη αλλά ως υποχρέωση να γνωρίζεις επαρκώς το αντικείμενό σου.
Έχουμε να κάνουμε με καραμπινάτη περίπτωση της της Πολιτικής Ορθότητας και της Woke Culture
Είναι προφανές ότι έχει ξεκινήσει μια νέα σκοταδιστική περίοδος του προοδευτικού ολοκληρωτισμού. Το σκεπτικό προκαλεί τρόμο καθώς δεν πρόκειται για μια παραδοξότητα ενός εναλλακτικού πανεπιστήμιου, ούτε μια από τις συνήθεις μπουρδολογίες που δοκιμάζουν στην αγορά ιδεών διάφοροι πανεπιστημιακοί. Η λογική της απόφασης είναι σαφής όσο και τρομαχτική: επειδή ο πολιτισμός είναι …ρατσιστικός, θα καταργήσουμε τον πολιτισμό. Οι ιεροεξεταστές της πολιτικής ορθότητας, αυτής της νέας εκδοχής του φασισμού, προτείνουν απλά να καταργηθεί το παρελθόν, να σβήσουν οι πολιτισμικές μνήμες, να σφραγιστούν οι κλασικές βιβλιοθήκες με τα μιαρά αναγνώσματα που προωθούν το δομικό ρατσισμού.
Οι ευλαβείς κομισάριοι της πολιτικής ορθότητας ανακαλύπτουν πίσω από κάθε διαφορά και μιαν ανισότητα – και η πολιτική ορθότητα δεν ανέχεται καμιάν ανισότητα στον θαυμαστό ιδεατό της κόσμο. Εκεί που δεν θα υπάρχουν αρσενικό και θηλυκό, άσπρο και μαύρο, ωραίο και άσχημο. Όλα θα είναι πανομοιότυπα για να μην διαταραχθεί ο μηχανιστικός ψυχισμός του τέρατος που ονειρεύεται η πολιτική ορθότητα.
Προτείνει, λοιπόν, να αντικατασταθεί το παρελθόν. Αρχικά, να γίνει προαιρετικό και στη συνέχεια να καταργηθεί ώστε να δικαιωθεί η ζωή δίχως δομικό ρατσισμό. Πρόκειται για σκεπτικό τρομαχτικότερο του Γιόζεφ Μένγκελε. Ενοχοποιείται το πολιτισμικό παρελθόν του δυτικού κόσμου καθώς η ανθρωπότητα υπέπεσε στο ολίσθημα να αποδειχθεί δομικά ρατσιστική.
Είναι γνωστό ότι η Πολιτική Ορθότητα κατάφερε να αποκτήσει απήχηση γιατί απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν ροπή στον αυταρχισμό, με σοβαρά προβλήματα κοινής λογικής και κριτικής σκέψης, δυστυχώς σε πολύ κόσμο. Κόσμο που αδυνατεί ή βαριέται να σκεφτεί αυτόνομα, που καταπίνει εύκολα πιασάρικες, ψευτο-ανθρωπιστικές ατάκες, ακολουθεί πιστά οδηγίες αγελαίας συμπεριφοράς, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται μοναδικός, διαφωτισμένος, ανώτερος και ιδιαίτερος.
Ξενοφών Μπρουντζάκης συγγραφέας, δημοσιογράφος.
«Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος —αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος— σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται»
Νίκος Καζαντζακης
Πελοποννησιακά τοπία
Το πανηγύρι (Πάνος Ζέρβας)
Σήμερα είναι το πανηγύρι του χωριού μου, η εκκλησία του οποίου εορτάζει «της Αγιατριάδος» (ποιο Πνεύμα;).
Έχω να βρεθώ στο πανηγύρι πάνω από 30 χρόνια. Δεν ξέρω αν σήμερα γίνεται καν πανηγύρι. Θυμάμαι όμως πολύ ζωηρά εικόνες του πανηγυριού από πιο παλιά – ουσιαστικά της δεκαετίας του ’70, από την αρχή μέχρι το τέλος της.
Τα πανηγύρια τότε ήταν οικογενειακή υπόθεση, την οποία πλήρωναν… τα κατσίκια. Για παράδειγμα, στο πανηγύρι της Σχινόλακας (Πέτρου + Παύλου) ο παππούς Παντελής και η γιαγιά Αγγελική είχαν μουσαφιραίους παιδιά, εγγόνια, νύφες, γαμπρούς, αδέρφια και πρωτοξάδερφα – το σύνολον όχι μικρότερο από τριάντα νοματαίους. Η γιαγιά και οι τέσσερις κόρες της (άπασες προκομμένες και άριστες νοικοκυρές) πηγαινοέφερναν αβέρτα τα ταψιά με τα κατσίκια με τις πατάτες στο φούρνο, στη γωνιά της αυλής με το κοκκινόχωμα, έκοβαν σαλάτες και σέρβιραν στους άντρες τους πρώτους μεζέδες, δηλαδή τις τηγανισμένες συκωταριές. Το κρασί, σπιτικό, από το βαρέλι, έρρεε άφθονο από (σχεδόν) πρωίας.
Οι άντρες απολάμβαναν την ημερήσια βασιλεία τους και τη συνάντησή τους: τρωγόπιναν και συζητούσαν, ενώ τα παιδιά αλωνίζαμε στις αυλές με τις αγγινάρες, τα κουνέλια, τις μουριές. Σε μια από αυτές κρεμόντουσαν 4-5 δέρματα από τα σφαχτά, κόκκινα και υγρά ακόμα.
Κάποια στιγμή εμφανίζονταν και τα όργανα, ήτοι μια ορχήστρα δυναμική από κλαρίνο και νταούλι, υπό τη διεύθυνση του μπαρμπα Γιώργη (αν θυμάμαι καλά) του Βουλωμένου. Με (πάγια) εντολή του παππού, η ορχήστρα… έτρωγε πριν αποχωρήσει.
Μέχρι να συμβούν αυτά, η κρασοκατάνυξη είχε τα πρώτα της θύματα, τα οποία συνήθως αποχωρούσαν ειρηνικά για τα κρεβάτια στο πάνω πάτωμα ή για τις αγκινάρες, στην κατωφέρεια της αυλής. Οι πιο ανθεκτικοί δε σχολούσαν μέχρι το βράδυ, με τελευταίους τον πατέρα μου και τον Πέτρο, ένα γείτονα που ερχόταν για να τα πούνε και να τα πιούνε.
Το βράδυ είχε πλατεία, όπου τα όργανα (όχι τα μεσημβρινά) συγκέντρωναν όλο το χωριό και τους επισκέπτες. Οι μπύρες έβγαιναν παγωμένες από τα πλαστικά βαρέλια με τον πάγο (ω ναι, ακόμα δεν υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία στα χωριά μας) ενώ το μενού ήταν εξαιρετικά απλό: γουρνοπούλα στη λαδόκολλα, εννοείται χωρίς σαλάτες και λοιπά περιττά. Τα παιδιά, πορτοκαλάδες.
Οι χοροί ήταν οικογενειακοί. Έπαιρνες σειρά και όταν ερχόταν η ώρα σου η οικογένεια ανέβαινε στην πίστα, οι γυναίκες χόρευαν συρτά, ο νοικοκύρης τροφοδοτούσε τα όργανα με κόκκινα κατοστάρικα, ώσπου νάρθει η ώρα να ρίξει κι αυτός το τσάμικο. Κι αν η ορχήστρα ήξερε το «δικό του» και τον μεράκλωνε, είχε πιάσει την καλή…
Επωφελούμαι από το τσάμικο που παίζει η ορχήστρα για να επιστρέψω από τη Σχινόλακα στο Μεσοπόταμο, που είχε σαν σήμερα το πανηγύρι του. Χόρευε λοιπόν ο Μέγας, ένας γλυκός άνθρωπος και ανοικονόμητος γλεντζές, ήτανε και δυο τρεις τραγουδίστριες στο πάλκο, χραπ, κάνει ο δικός σου και αδειάζει το πορτοφόλι του τίγκα στα χιλιάρικα, πάνω τους, χαρτοπόλεμο. Και φεύγει, κύριος.
Μόλις πήγε στο σπίτι και τον χτύπησε κρύος αέρας, επέστρεψε και ζητούσε το ποσόν (το οποίο είχε συγκεντρώσει οργώνοντας για μήνες νυχθημερόν με το τρακτέρ) αλλά εις μάτην.
Λίγο αργότερα ακούστηκε ένα άγριο μαρσάρισμα, στην άκρη της πλατείας: είχε καταφθάσει ο Μέγας με το τρακτέρ και την υδροφόρα και υπό την πειστική απειλή ότι θα τα κάνει όλα μούσκεμα πήρε πίσω κάποια από τα χαρτονομίσματα…
Κατά τα λοιπά, όποιος καφετζής αποφάσιζε να κάνει πανηγύρι γύριζε με το σκαπτικό, «την Άγκρια» (και την καρότσα) στα γύρω χωριά και μάζευε από τα άλλα καφενεία… καρέκλες και τσίγκινα τραπέζια. Φρόντιζε νάχει αρκετά πλαστικά βαρέλια (υπό φυσιολογικές συνθήκες τα χρησιμοποιούσαν στο ράντισμα της σταφίδας) και τις ανάλογες παγοκολώνες. Ως βοηθοί επιστρατεύονταν μικροί μεγάλοι του σπιτιού – και όποιοι στενοί συγγενείς ήταν διαθέσιμοι.
Σημειωτέον ότι τα γερόντια δεν έπιναν μπύρα. Ένας γεροντάκος εξηγούσε «μου βγάνει καντήλες, παιδάκι μ’» και έδειχνε το χέρι του από τον αγκώνα και κάτω, εννοώντας ότι η μπύρα είναι πολύ ακριβή.
Το θρησκευτικόν μέρος του πράγματος αφορούσε αποκλειστικά τις γυναίκες (όχι όλες και σίγουρα όχι τις νέες νοικοκυρές) και τους πολύ γέρους. Ωστόσο, η εκκλησία του χωριού, η Αγιατριάδα ντε, πλημμύριζε από κόσμο. Στην πραγματικότητα το μόνο που ενδιέφερε τους χωρικούς ήταν το πανηγύρι – το οποίο όμως χρειαζόταν, ανέκαθεν, το άλλοθί του.
Οι επισκέψεις στα σπίτια από τα γειτονικά χωριά δεν αναγγέλλονταν, απλά γίνονταν. Απαραιτήτως από τους συγγενείς (μέχρι τριακοστού βαθμού) και τους κουμπάρους, κατά βούληση από τους φίλους και γνωστούς. Συνήθως ο επισκέπτης πήγαινε στου συγγενή του και μετά έσμιγε τους άλλους χωρικούς στα καφενεία, όπου εξελίσσονταν πάμπολλοι γουστόζικοι καυγάδες με αντικείμενο «όχι, ‘γω θα πλερώσω, δεν ακώ τίποτα, κουμπάρε!», τις δώδεκα και σαράντα που έφτανε ο λογαριασμός με τους καφέδες, τις πορτοκαλάδες και τα γλυκά του κουταλιού.
(Ένας μπάρμπα Γιάννης από διπλανό χωριό δεν παρέλειπε να κερνάει ένα λουκουμάκι το… γάιδαρό του. Μια φορά, μεθυσμένος στην πλατεία της Πύλου είχε φωνάξει «χ.ζω μες το Γέρο τον αφαιρεμένο» και τον βούτηξαν οι χωροφύλακες, για προσβολή του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Την άλλη μέρα στο αυτόφωρο είπε με αμίμητο ύφος «ε, είπα, κύριε Πρόεδρε, είπα… αλλά δεν έκαμα κιόλας!» και αθωώθηκε «λόγω βλακείας» – δεν υπήρχε άλλος τρόπος…)
Οι γυναίκες είχαν το δικό τους τρόπο να συνευρίσκονται στις αυλές μπροστά από τους φούρνους, φουρνίζοντας κατσίκια και φρέσκο ψωμί και γαλόπιττες (γαλατόπιττες) – και τα παιδιά, μιλιούνια από δαύτα, αλώνιζαν τα δρομάκια και την πλατεία του χωριού, μαζεύονταν όμως σαν τις μύγες μπροστά στους γυρολόγους που άπλωναν τα παιχνιδάκια και τα μπιχλιμπίδια ή τα παγωτά λαχταριστά μπροστά στα παιδικά μάτια. «Δομ’ ένα φράγκο!» απαιτούσε ο πιτσιρικάς από τη μάνα του – και το έπαιρνε για να απολαύσει παγωτό και καραμέλες και στραγάλια. Κατά τη διάρκεια της μέρας θα έπαιρνε πολύ περισσότερα από μπαρμπάδες και παππούδες και νονούς.
Αλλά η κορύφωση ήταν πάντα τα «όργανα». Δυστυχώς, δεν έχω συγκρατήσει στη μνήμη μου τον ήχο που έβγαζαν εκείνες οι ορχήστρες. Λίγο αργότερα, στη δεκαετία του ’80 που θυμάμαι καλά, επρόκειτο περί πραγματικής τραγωδίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος γλεντούσε με την ψυχή του. Και την άλλη μέρα επέστρεφαν όλοι στις σταφίδες, στα περιβόλια και στα ζωντανά.
Πάνος Ζέρβας