Το πιο κάτω διήγημα είναι από το βιβλίο του Κ. Μπερτσιά:θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις (εκδόσεις οροπέδιο)
………Προσκύνημα στην Αγία Μονή
Η Αγία Μονή είναι ακριβώς μπροστά μας σε απόσταση εξακοσίων περίπου μέτρων. Δεν φαίνεται από το πτηνο- τροφείο του Μήτσου γιατί κρύβεται πίσω από την απόληξη ενός μικρού πυκνόφυτου γεώλοφου που ξεκινά λίγο ψηλό- τερα, στα βορειοανατολικά, παράλληλα σχεδόν με τον αμα- ξιτό δρόμο Λιδωρικίου – Ναυπάκτου.
Αυτός ο λόφος φέρει το όνομα Λίθος γιατί, ενώ όλη η έκτασή του είναι χωμάτινη, στο κέντρο του και λίγο πιο
153
ψηλά υπάρχει ένας μεγάλος βράχος που φαίνεται από όλη σχεδόν την κοιλάδα. Άγνωστο ποιος φύτεψε αυτό το λι- θάρι. Είναι από τα περίεργα της φύσης που οι άνθρωποι αδυνατούν να εξηγήσουν και προσφεύγουν στους μύθους. Μπορεί να είναι κάποιο απομεινάρι της μεγάλης Τιτανο- μαχίας, της μάχης δηλαδή, όπως λέει η ελληνική μυθολο- γία, μεταξύ των Τιτάνων και των Ολύμπιων θεών, ποιος να ξέρει; Ίσως να είναι κάποια λοξοδρομημένη πέτρινη ρουκέτα που οι Τιτάνες έστειλαν ενάντια στον Δία… Συμ- βαίνει και στις μέρες μας με τα πυραυλοκίνητα βλήματα…
Κοντά στον Λίθο υπήρχε ένα μεγαλούτσικο ξέφωτο όπου ο Χαράλαμπος είχε λιγοστά χωράφια και μια καλύβα με ένα στάβλο-μαντρί για τις ανάγκες ενός μικρού κοπα- διού αιγοπροβάτων. Ο Χαράλαμπος είχε καταγωγή από το απέναντι χωριό, τον Άβορο και ήταν σώγαμπρος εδώ. Πολυφαμελίτης και πολύ καλός άνθρωπος, με μια υπέροχη οικογένεια, λογιζόταν, παρόλο που ήταν στις παρυφές του κάμπου, μέλος της μικρής κοινότητας της κοιλάδας. Με τον παππού μου είχαν άριστες σχέσεις και πολλές φορές τα έλεγαν όταν συναντιόντουσαν με τα κοπάδια τους. Σε κά- ποιες συζητήσεις ήμουν παρών και τις θυμάμαι με νοσταλ- γία. Και τι δεν κουβέντιαζαν! ιστορίες του πολέμου, ιστο- ρίες της Αμερικής, ιστορίες από την κατοχή, για την ζωή ανθρώπων που δεν ζούσαν αλλά είχαν αφήσει έντονα το αποτύπωμά τους, είχαν γράψει κάποια ιστορία… Άκουγα και δεν χόρταινε τις ωραίες αφηγήσεις και η φαντασία με ταξίδευε σε χρόνους αλλοτινούς και σε μέρη μακρινά…
«Φτάσαμε», ακούγεται η φωνή του Ματσόλα, που διέ- κοψε τη αναπόλησή μου στου Χαράλαμπου τα χρόνια και τα μέρη.
Μπροστά μας και δεξιά, στο πλάτωμα ενός μικρού λό- φου, ξεχωρίζει η σκεπή της εκκλησίας και παραδίπλα, πίσω από δυο τρεις βελανιδιές κάποιοι ρημαγμένοι τοίχοι.
154
Βγαίνουμε από τον δρόμο και παίρνουμε το ανηφορικό μονοπάτι. Σε πέντε λεπτά φτάνουμε στο πλάτωμα και το πρώτο που αντικρίζουμε είναι κάποιες παλιές κολόνες και δυο μισογκρεμισμένους τοίχους. Στο βάθος, προς τα βό- ρεια, είναι χτισμένη μια μικρή εκκλησία. Σε όλο το χώρο βρίσκονται διάσπαρτες παλιές πελεκημένες πέτρες και σπασμένες μαρμάρινες και λίθινες κολόνες. Ανοίξαμε την πόρτα της εκκλησίας. Το δάπεδο ήταν χωμάτινο και λίγο χαμηλότερα, σχεδόν ένα σκαλί, από την βάση της πόρτας. Οι τοίχοι με πέτρες και άλλα υλικά, κυρίως κεραμικά, προ- ερχόμενα μάλλον από παλιότερα οικοδομήματα, χαμηλο- τάβανη και με ένα λιτό τέμπλο με λίγες παμπάλαιες εικόνες. Παρά την έλλειψη πλούσιου διάκοσμου και φανταχτερών εκκλησιαστικών κειμηλίων, ο χώρος εκπέμπει μια γαλήνη που ηρεμεί την ψυχή των προσκυνητών. Αυτή την ηρεμία και τη γαλήνη την αισθάνεσαι και στον εξωτερικό περίβολο.
Προσκυνήσαμε τις παμπάλαιες εικόνες και θελήσαμε να ανάψουμε ένα κερί και τα δυο καντήλια που κρέμονταν αρι- στερά και δεξιά του τέμπλου, αλλά δυστυχώς δεν είχαμε φω- τιά, το κουτί με τα σπίρτα ήταν άδειο. Αφήσαμε οφειλόμε- να από το τελευταίο προσκύνημα, το κεράκι ακόμη το χρω- στάμε στην Παναγιά μας, την προστάτιδα της Κοιλάδας. Τα νερά της λίμνης δεν επιτρέπουν τη διαγραφή της οφειλής.
Βγήκαμε έξω και καθίσαμε στις αρχαίες πέτρες, κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά. Από εδώ βλέπαμε όλη σχεδόν την κοιλάδα. Αγναντεύαμε την κοίτη του ποταμιού, που αυτή την εποχή είχε λιγοστό νερό, από το Στενό και το Κά- στρο του Βελούχοβου στα ψηλά μέχρι την συμβολή του με το Αβορόρεμα.
«Ελάτε εδώ», μας φωνάζει ο Κώστας, «αυτή η μαρμά- ρινη πλάκα έχει κάποια επιγραφή στα λατινικά.»
Πήγαμε κοντά και είδαμε πράγματι την λατινική επι- γραφή.
155
«Να, και αυτή εδώ η κολόνα έχει λατινικά», ακούμε τον Νίκο, που έψαχνε μέσα σε κάποια ερείπια που έμοιαζαν με ιερό εκκλησίας.
«Τόσα χρόνια ερχόμασταν εδώ στο πανηγύρι, στις 23 Αυγούστου, και ποτέ δεν είχαμε προσέξει τις λατινικές επι- γραφές», μας λέει ο Ματσόλα.
Στο πανηγύρι μόνο επιγραφές δεν κοιτάζαμε, είχε τόσα αλλά ενδιαφέροντα…
«Εγώ θυμάμαι κάποιον, πριν πέντε-έξι χρόνια, που ήρ- θε στο Χάνι και μας είπε πως είναι αρχαιολόγος ή κάτι τέ- τοιο και ζήτησε να του ετοιμάσουμε κάτι για φαγητό. Πιάσανε την κουβέντα με τον πατέρα μου και έλεγε πως καταγράφει παλιά μοναστήρια και έτσι είχε έρθει κι εδώ στην Αγία Μονή. Επίσης, είπε πως όταν η περιοχή είχε κατακτηθεί από τους Ενετούς ή τους Φράγκους, εδώ λει- τουργούσε καθολικό μοναστήρι.»
«Έτσι εξηγείται, Κώστα, γιατί υπάρχουν οι λατινικές επιγραφές», του απαντώ. «Όμως βλέπεις αυτές τις κολό- νες; Δεν μοιάζουν με κολόνες δωρικού ρυθμού; Κοίταξε πόσο λιτό είναι το κιονόκρανο. Ο δωρικός ρυθμός διακρί- νεται για την αυστηρή γραμμή και την έλλειψη περίτεχνων διακοσμήσεων, αυτά δεν μάθαμε στο Γυμνάσιο;»
«Πράγματι, μοιάζουν», συμφώνησαν και οι υπόλοιποι.
«Ποιος να ξέρει; μπορεί να προϋπήρχε και αρχαίος ναός…»
«Γεια σας, ρε παιδιά, τι κάνατε εδώ;» Ήταν ο Θεμιστο- κλής, που όλοι τον ξέραμε ως Μούστο. Ο Μούστος ήταν ο ακρίτας της κοιλάδας. Διέθετε ένα μεγάλο κοπάδι αιγο- προβάτων και είχε την βάση του στο τέλος της κοιλάδας, στη θέση Μαυρονέρι, εκεί που θα ανυψωνόταν το φράγμα για να γίνει η λίμνη.
«Φεύγουμε μεθαύριο για την Αθήνα και ήρθαμε να προ- σκυνήσουμε για τελευταία φορά», του απαντώ.
156
«Ναι, το ξέρω. Ακόμα δεν ξεκίνησαν τα έργα και άρχι- σαν οι αποχωρήσεις. Κι εγώ πρέπει να φύγω. Χθες έφτα- σαν κάποια μηχανήματα στο Μαυρονέρι, πολύ κοντά στην ταράτσα που έχω το μαντρί. Ήταν μεσημέρι και είχα ξα- πλώσει στη μεγάλη αριά όταν με ξύπνησαν κάτι περίεργοι θόρυβοι και τα γαυγίσματα των σκυλιών. Ήταν δυο μεγά- λοι γερανοί και μια μπουλντόζα. Σταμάτησαν κοντά στη γέφυρα, εκεί που είναι η πηγή. Φαίνεται σ’ αυτό το μέρος θα φτιαχτεί το φράγμα.»
«Να δω πού θα πάω με τα ζωντανά μέχρι να τα πουλή- σω. Τελείωσε το Μαυρονέρι για μένα…»
Το κοπάδι του μπάρμπα Μούστου κατηφόρισε προς την πλευρά του ποταμιού με τα σκυλιά να γαβγίζουν σε κάποια ξεκομμένα ζωντανά, για να πάνε μαζί με τα άλλα.
«Άντε, παιδιά, να σας χαιρετίσω και να πείτε στην Ευ- θυμία να μην μας ξεχάσει τώρα που θα γίνει πρωτευου- σιάνα». Η Ευθυμία, η μητέρα μου, ήταν πρώτη ξαδέλφη του Θεμιστοκλή.
«Παιδιά, εγώ πείνασα και θέλω και μια ώρα μέχρι να φτάσω στο Χάνι, δεν είναι καιρός να γυρίσουμε;»
Αμέσως συμφώνησαν και οι υπόλοιποι. Εγώ ήθελα να μείνω λίγο ακόμη και δεν τους ακολούθησα. Παρέμεινα μόνος, καθισμένος σε μια πεσμένη κολόνα στο άκρο του πλατώματος, απολαμβάνοντας την όμορφη θέα. Έβλεπα κάποιες εικόνες, που θαρρείς αντίκριζα για πρώτη φορά. Μπορεί να ήταν και η σκέψη μου που μου έλεγε: τελευταία σου ευκαιρία, παρατήρησε καλύτερα και κατάγραψε τα πάντα, αύριο δεν θα υπάρχουν… Παλιότερα δεν υπήρχε τέ- τοια απειλή, τα μάτια έβλεπαν αλλά το μυαλό δεν κατέ- γραφε, το ανέβαλλε για αργότερα, «και αύριο εδώ θα είναι, έχουμε καιρό να εμβαθύνουμε και να αποτυπώσουμε…» Τώρα όμως άλλαξαν τα πράγματα, δεν υπάρχει αύριο…
Έβλεπα με έκπληξη την ομορφιά του μικρού κάμπου 157
ακριβώς απέναντί μου, στολισμένου με αναβαθμίδες και περιτριγυρισμένου με μια πλούσια συστάδα πλατάνων στην συμβολή του Αβορορέματος με τον Μόρνο.
«Α, να και το άλλο, τι ομορφιά εκπέμπει! Πώς δεν το είχα προσέξει τόσο καιρό;» μονολογούσα. Αυτός ο μικρός ο γήλοφος σε σχήμα αβγού ακριβώς κάτω από το Σεβε- δίκο, και το μεγάλο ρέμα που έρχεται από ψηλά από τον Πύρνο να τρέχει περιμετρικά, να το κυκλώνει στην βάση του και να φεύγει μετά προς το ποτάμι, δίνοντας την αί- σθηση ενός μικρονησιού…
Πρέπει να είχε περάσει κανένα μισάωρο, που στεκόμουν σαν εκστασιασμένος, εκεί στην αρχαία κολόνα, και κατέ- γραφα εικόνες οικείες αλλά και εικόνες πρωτοφανέρωτες, όταν ο θόρυβος του λεωφορείου του ΚΤΕΛ με επανέφερε στην πραγματικότητα. Σε αυτό το μισάωρο μου φάνηκε πως άκουσα την απόλυση της Λειτουργίας και το δι ́ευχών από τον παπά Δημήτρη και αμέσως μετά ένα ανθρώπινο βουητό από ευχές για την μεγάλη γιορτή της Παναγίας. Άκουσα καθαρά το Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές, τραγούδι πρόκριμα για να ξεκινήσει ο χορός από τους μεγαλύτερους και, τελευταίο, Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται, με τον γλυκύτατο ήχο του κλαρίνου και του νταουλιού τον ξε- σηκωτικό ρυθμό. Κατόπιν απόλυτη σιγή κι έπειτα μια εξαίσια μουσική συνοδευόμενη από ανθρώπινη οχλοβοή με θύμισες από θίασο δαιμονικής συνέργιας που οι κάτοικοι του κάμπου πίστευαν, παραδόξως δεν μου προκάλεσε φόβο αλλά ήρθε στο νου μου το Απολείπειν ο θεός Αντώνιον, το καλύτερο για μένα ποίημα του Καβάφη:
Σαν έξαφνα, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές –… μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
158
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια πού φεύγει.
Ναι, και εφάνη έξαφνα ο αόρατος για μας θίασος να περνά και συνάμα ακούστηκαν οι αποκρουστικοί θόρυβοι από τις μπουλντόζες, τους γερανούς και τα γυποειδή φορ- τηγά. Ναι, αποχαιρετούμε την κοιλάδα των ανέμελων χρό- νων και της απέραντης ελευθερίας και φεύγουμε, χωρίς όμως να την ξεχνούμε.
Θαμμένη θα είναι πάντα στο μυαλό μας και στα όνειρα μας θα ξαναζωντανεύει συχνά – πυκνά στου ύπνου μας την σχόλη…
[Η Αγία Μονή παλιά βυζαντινή εκκλησία γιόρταζε στις 23 Αυγούστου, εδώ και πενήντα χρόνια είναι θαμμένη στα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου]