Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ βιβλίο:«Ὁ θάνατος τοῦ ἀστρίτη καὶ ἄλλες ἱστορίες», Ἐκδόσεις Κίχλη,
Κρατικὸ Βραβεῖο Διηγήματος, 2019
ΟΤΑΝ ΣΗΚωΘΗΚΕ δὲν εἶχε χαράξει ἀκόμη. Εἶχε ν’ ἀλέσει τὰ γεννήματα κάτι Κουμαναίων, ποὺ τά ’χαν στείλει μὲ τὰ παιδιά τους ἀποβραδίς. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια δὲν εἶχε μύλο στοῦ Κούμανη, κι ἔρχονταν παρέες παρέες τὰ παιδιὰ μὲ τὰ γεννήματα ν’ ἀλέσουν στὴ Νεμούτα. Ἔψησε καφὲ στὴ θράκα, τὸν ἤπιε,ἔβαλε τὴ μαύρη χλαίνη καὶ βγῆκε στὸ μπαλκόνι. Γυαλὶ τὸ ρημάδι, τὸ χιόνι εἶχε τυλίξει ὅλο τὸν τόπο. Ἀπὸ τὸ ’49 εἶχε νὰ κάνει τέτοιο κρύο. Κοντοστάθηκε, πιάστηκε ἀπὸ τὴν κουπαστὴ καὶ κατέβηκε τὴ σκάλα μὲ προσοχή. μ’ ἕνα παλούκι, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴ στοίβα μὲ τὰ ξύλα, χτύπησε τὴν πόρτα τοῦ κατωγιοῦ. Ντάκ, ντάκ, ντάκ. Ὕστερα εἶπε:
– Σηκωθεῖτε, ρὲ Κουμαναῖοι… Ἄιντε κι ἔριξε ἕνα μέτρο χιόνι… Ἔσυρε τὴ λεσιὰ καὶ κίνησε γιὰ τὸ μύλο. Στὸ δρόμο ψυχή. Περπατοῦσε μὲ δυσκολία, τὸ χιόνι ὣς τὸ γόνατο, ἡ ἀνάσα πάγωνε. μιὰ χαψιὰ δρόμος ἤτανε μέχρι τὸ μύλο, κι ἔκανε δυὸ φορὲς περισσότερο νὰ φτάσει. Στὸ φράχτη τοῦ Νώντα γλίστρησε. Κρατήθηκε, δὲν ἔπεσε. Στάθηκε στὴν πλαϊνὴ πόρτα, ἔβγαλε τὸ βαρύ, σιδερένιo κλειδὶ κι ἄνοιξε. Δυσκολεύτηκε νὰ βάλει μπροστὰ τὴ μηχανὴ τοῦ μύλου, εἴχανε παγώσει τὰ μπέκ. Mετά, ἔπιασε νὰ ρίξει τὰ στάρια στὴν καταπακτὴ κι ἄρχισε ν’ ἀλέθει. Ξεκλείδωσε καὶ τὴν μπροστινὴ πόρτα, ἀλλὰ τὴν ἄφησε κλειστή –θὰ πάθαινε πνευμονία ἂν τὴν ἄνοιγε. Ἄναψε τὸ μαγκάλι, συγύρισε ἕνα γύρο κι ἔκατσε στὴ γωνιά. Τὰ λιθάρια βροντοῦσαν σὰν ἔρχονταν γύρω μὲ ταχύτητα, κι ἡ μηχανὴ ἔσπαζε τὴν ἡσυχία τοῦ πρωινοῦ. Ἡ γλυκιὰ μυρουδιὰ τοῦ ἀλεσμένου σταριοῦ ἔμπαινε ἀπὸ τὰ ρουθούνια του καὶ κατακάθιζε στὴν ψυχή του. Ἔβγαλε ἀπ’ τὴν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ του τὸ χρυσὸ ρολόι ποὺ τοῦ ’χε στείλει ἀπὸ τὸ Κλίβελαντ ὁ μαυρο-Νιόνιος, ὁ ἀδερφός του, καὶ κοίταξε τὴν ὥρα. Ὀχτὼ παρὰ δέκα. Πῆρε ταμπάκο ἀπὸ τὴ σακούλα κι ἔστριψε τσιγάρο. Ἀπέξω ἀκούγονταν οἱ φωνὲς τῶν παιδιῶν πού, πρὶν πᾶνε σχολεῖο, ἔπαιζαν χιονοπόλεμο. Σὲ λίγο ἦρθαν κι οἱ Κουμαναῖοι, καμιὰ δεκαριὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια.
– Νά, φτιάχτε καφὲ στὴ θράκα, τοὺς εἶπε. Mοναχὰ μὴ σωθεῖ ἡ ζάχαρη, ποῦ νὰ φέρει ἀπ’ τὸν Πύργο ὁ Μπάμπης μὲ τέτοιον καιρό.
– Ἐντάξει, μπάρμπα, ἀπάντησε ἡ Γιαννούλα τοῦ Σαντάρμη, θὰ κάνω ἐγὼ τοὺς καφέδες.
– Πᾶρε νερὸ ἀπ’ τὴ βίκα, τῆς εἶπε ὁ μπαρμπα Σταῦρος.
– Μὲ πονεῖ ὁ ἀκούτραφας, δὲν κοιμήθηκα καλά, πετάχτηκε ὁ Δημητράκης ὁ Μπελόκας.
– Τί νὰ σοῦ κάνω, ἀπάνου στὴ σάλα κοιμηθήκανε οἱ τσοῦπες. Βάλατε κούτσουρα στὸ τζάκι ἢ τὴν ἀφήκατε τὴ φωτιὰ κι ἔσβησε;
–Δὲνεἶναι ἡ φωτιά, μπάρμπα, οὕλη νύχτα ἔκαιγε. μὲ τὴν ὑγρασία μὲ πιάνει. Ὁ μπαρμπα-Σταῦρος κατέβαζε τὰ πρῶτα τσουβάλια ζεστὸ ἀλεύρι καὶ τὰ παιδιὰ τὰ ζύγιαζαν μὲ τὸ καντάρι. μετά, τὰ βάνανε στὴ γωνιά, χωριστὰ τοῦ καθενός. Ποῦ καὶ ποῦ ἔκανε καὶ παρατηρήσεις:
– Σπήλιο, μὴν φορτώσεις τὸ τσουβάλι ἀνάγερτα καὶ σπείρεις τ’ ἀλεύρι στὴν Κάπελη… Γελάγανε ὅλα, ἀγόρια καὶ κορίτσια.
– Μπάρμπα, ὁ Μπουτσαὴς ἔφαγε ἄνταφλα ἐψὲς κι οὕλη νύχτα εἶχε ἀνακαψίλα ὁ μαῦρος.
– Μωρ’ ρουφιάνε, οὖλα θὰ τὰ μαρτυρήσεις;
– Ἀμέ, μπάρμπα, λέγανε τ’ ἄλλα, κι οὖλο ἔκλανε ἀπὸ κὰ τὴν ἀντρομίδα.
–Τ’ ἄκουγα τὰ σκαουμπάρντα ποὺ πέφταν στὸ κατώι, ἔλεγε ὁ μπαρμπα-Σταῦρος καὶ ξεκαρδιζότανε ὅλη ἡ παρέα στὰ γέλια.
– Ρὲ χαϊμένε, μήν τονε λὲς κλανιάρη, θὰ σ’ τὴ χώσει πέρα κεῖ στὴ γάγκλα, στοῦ Χαρατσάρη τὸ ρέμα…
– Ἄιντε, μωρὴ ἀλουποπορδή, θὰ σὲ σιάξω ἐγώ. Τὰ γέλια τά ’σβηνε ὁ θόρυβος ἀπ’ τὰ λιθάρια τοῦ μύλου ποὺ γύριζαν κι ἀλέθανε τὸ στάρι. Κατὰ τὶς δέκα, ἡ θεια-Καλομοίρα ἔφερε ζεστὴ μπομπότα, αὐγά, ἐλιὲς καὶ λίγες τσιγαρίδες.
– Πά, πά, πά, τοῦ διαόλ’ τὸ κρύο… Ποῦ θὰ πᾶτε, παιδάκια μου, πίσω στοῦ Κούμανη μὲ τέτοιο χιόνι, ἔλεγε ἁπλώνοντας τὶς πετσέτες πάνω στὰ κασόνια γιὰ ν’ ἀκουμπήσει τὰ τσίγκινα πιάτα.
– Βάλε καὶ τσίπουρα, γριά,νὰ ζεσταθοῦμε, θὰ φύγουν τὰ παιδιά. Τίνὰ κάνουνεἐδῶ μὲ μένα,ἐγὼ ἔδιωξα τὰ δικά μου, τῆς ἔλεγε ὁ μπαρμπα-Σταῦρος.
–Θὰ μεθύσουνε, ρέ, κι ἀντὶ νὰ πᾶνε πὰ τὴν Κάπελη θὰ πέσουνε κατὰ τὴν Ντοάνα. Φᾶτε, ρὲ διακονιάρικα, νὰ καρδαμῶστε. Ἄιντε νά ’χετε πινογά, πῶς θ’ ἀνεβεῖτε τὸ βουνὸ ἴσαμε πάνου ;
Ἐκεῖνα σὰν τὸ μελίσσι πέφτανε πάνω στὰ καλούδια. μὲ γέλια καὶ μὲ τραγούδια ἀλέθανε, καὶ κατὰ τὶς ἑντεκάμισι τελειώσανε.
–Ἄιντε, παιδιά, σαμαρῶστε τ’ ἄλογα νὰ φορτώσουμε, νὰ φύγετε, μᾶς πῆρε τὸ γιόμα. Ὅταν τελειώνανε τὸ ζύγιασμα τοῦ καθενός, ὁ μπαρμπα-Σταῦρος ρώταγε:
–Νὰ κρατήσω τὸ δικαίωμα, ἢ νὰ τὸ γράψω στὸ τεφτέρι;
– Κράτα το, μπάρμπα, τοῦ ’λεγε ὁ ἕνας.
– Γράφ’ το, μπάρμπα, ἔλεγε ὁ ἄλλος. Μετὰ ποὺ τελειώσανε, πήγανε νὰ φέρουν τὰ ζῶα. Τά ’χανε λίγο πιὸ πέρα, στὸ κατώι τοῦ πατρικοῦ τοῦ μπαρμπα-Σταύρου. μπαίνανε ἀπὸ τὴν πορτοπούλα πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι. Τ’ ἀγόρια βγήκανε στὸ χιόνι, τὰ δυὸ κορίτσια, ἡ Κυριακούλα κι ἡ Μαρίτσα, κάτσανε στὸ μύλο.
– Νά, τσοῦπες μου, πάρτε μπομπότα καὶ τυρὶ γιὰ τὸ δρόμο, εἶπε ἡ θεια-Καλομοίρα. Τὰ κοριτσάκια τὴν εὐχαρίστησαν καὶ τὴ φίλησαν:
– Θὰ σοῦ φέρουμε μέλι, θείτσα, ὅταν ξανάρθουμε. Δὲν πέρασαν πέντε λεπτὰ καὶ τὰ παιδιὰ γύρισαν ἔντρομα πίσω.
– Μπάρμπα, φώναζαν, τρέχα, ψόφησε ἕνα ἄλογο ὄξω ἀπ’ τὸ κατώι… μπάρμπα!
Ὁ μπαρμπα-Σταῦρος πετάχτηκε ἀνήσυχος. Ἴσα ποὺ πρόλαβε νὰ κατεβάσει τὸ διακόπτη τῆς μηχανῆς. Βγῆκε στὸ χιόνι χωρὶς νὰ ρίξει ἀπάνω του τὴ χλαίνη. Περάσανε ἀπὸ τὸ φράχτη τοῦ Νώντα καὶ πήγανε ἴσια στὸ πατρικό του. Οἱ κῆποι κατάλευκοι, μέχρι τὸ ποτάμι. Μπροστὰ στὸ κατώι τοῦ πατρικοῦ, τὸ χιόνι εἶχε γίνει βουνό. Ὁ μπαρμπα-Σταῦρος πλησίασε. Τί νὰ δεῖ; Ἕνα ἄλογο καταγῆς, σκεπασμένο ἀπὸ τὸ χιόνι, μὲ τὸ κεφάλι του ἁπλωμένο πάνω στὸ σκαλοπάτι, μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ κατωγιοῦ. Πλησίασε ἀκόμη περισσότερο. Ἦταν ὁ Ψαρής, τ’ ἄλογο πού ’χε τάξει ἡ γυναίκα του, ἡ θεια-Καλομοίρα, στὴν Ἁγια-Τριάδα γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐκτελέσουνε τὸ ’48. Ἦταν κρατούμενος τότε στὸ στάδιο τῆς Πάτρας. Ὁ Ψαρής ἦταν τὸ ἄλογό του. Τὸ εἶχε ἀγοράσει ἀπὸ ἕνα φίλο του, γύφτο τσαμπάση ἀπὸ τὴν μπαρμπάσαινα, τὸ ’42. Τὸ εἶχε μεγαλώσει. Αὐτὸν γνώριζε μονάχα γι’ ἀφεντικό του. Ὁ Διαρρήκτης τό ’χε ἀγοράσει τρία ἑκατομμύρια ὅταν βγῆκε στὸν πλειστηριασμὸ ὑπὲρ τῆς ἐκκλησίας. Πῆρε τὰ λεφτὰ ὁ παπὰς κιἔδωσε τὸ ἄλογο. Μετὰ ποὺ ὅλα τελειώσανε, πῆγε ὁ Σταῦρος στὸν Διαρρήκτη καὶ ζήτησε νὰ τὸ ἀγοράσει πίσω. Χωρὶς οὔτενὰ τὸν κοιτάξει, ὁ Διαρρήκτης εἶπε:
– Οὔτε κουβέντα, δὲν τὸ πουλάω σὲ σένα. Ὄξω ἀπ’ τὸ σπίτι μου! Πρὶν τελειώσουνε, τὸ ἄλογο μύρισε τὸ πρώην ἀφεντικό του κι ἄρχισε νὰ χλιμιντρίζει μέσα στὸ κατώι. Ὁ Διαρρήκτης πῆρε ἕνα παλούκι κι ἔκανε νὰ μπεῖ μέσα.
–Νὰ χαρεῖς, εἶπε ὁ Σταῦρος, μὴν τὸ βαρέσεις. Πούλησέ το μου ἂν δὲ σοῦ κάνει.
– Φύγε, ἔσκουξε ὁ ἄλλος, φύγε, θὰ σοῦ κάνω μήνυση. Ἔφυγε. Κι ὁ Διαρρήκτης σάπισε τὸ ἄλογο στὸ ξύλο. Πολλὲς φορές, ὅταν πέρναγε μπροστὰ ἀπὸ τὸ μύλο ἢ ἀπὸ τὸ πατρικὸ τοῦ Σταύρου, τὸ ἄλογο στύλωνε τὰ πόδια καὶ χλιμίντριζε. Ὁ Διαρρήκτης τὸ χτυποῦσε ἀλύπητα γιὰ νὰ προχωρήσει. Κι ὁ Σταῦρος, μέσα στὸ μύλο, ἦταν σὰν νὰ πέθαινε κάθε φορὰ ποὺ ὁ μουσαβέτσης βασάνιζε τὸ ἄτυχο ζῶο.
Με μιᾶς κινήθηκε ὁ μπαρμπα-Σταῦρος. Ἄρχισε νὰ διώχνει τὸ χιόνι μὲ τὰ χέρια, βόηθαγαν καὶ τὰ παιδιά.
– Ἔ, κακοπόπαθα, φώναξε, πάει τὸ ζωντανό. Καθὼς τὸ εἶχε ξεσκεπάσει, παγωμένο κρύσταλλο, ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι του ποὺ ἀκουμποῦσε στὸ σκαλοπάτι. μιὰ λίμνη παγωμένο αἷμα ἁπλωνόταν πάνω στὸ τσιμέντο. Τὰ παιδιὰ πήγανε στὸ καφενεῖο τοῦ Χαραλάμπη καὶ τὸ εἴπανε στὸν κόσμο. Βγῆκαν ὅλοι ἔξω καὶ τρέξανε στὸ πατρικὸ τοῦ Σταύρου. μαζεύτηκε κόσμος πολύς. Γύρισε κι ἡ θεια-Καλομοίρα, ποὺ τὴν εἰδοποίησε ἡ γρια-Δημοστέναινα. Μόλις εἶδε τὸν Ψαρὴ καταγῆς, ἔβγαλε μιὰ κραυγὴ καὶ λιποθύμησε· τό ’χε μεγαλώσει μὲ τὸν ἄντρα της ἀπὸ μικρὸ πουλάρι. Ὁ Κουκοβαγγέλης, ποὺ μόλις εἶχε φτάσει ἐκεῖ μὲ τὶς φωνές, εἶπε:
– Οὕλη νύχτα τὸ βάραγε τὸ μαῦρο, οὕλη νύχτα. Ἄνοιξα τὰ σκοῦρα, μὰ δὲν ἔβλεπα. Ἄκουγα μονάχα. μετὰ, φαίνεται τ’ ἄλογο ἔκοψε τὸ λουρὶ καὶ τοῦ ’φυγε. Βγῆκα στὰ σκοτεινά, τὸν εἶδα μὲ τὸ ξύλο στὸ χέρι. Κάποιος πῆγε νὰ τὸν φωνάξει. Ἡ γριά, στὸ πλάι, συνῆλθε κι ἀμέσως ἔπιασε τὸ κλάμα.
Σιγομουρμούριζε τὰ βάσανά της ποὺ τὴν ἔκαναν νὰ τάξει τ’ ἄλογο στὴνἐκκλησιά. Τὴ μαύρη τύχη του ποὺ ἔπεσε σὲ κακὰ χέρια. Ξανάρχισε νὰ χιονίζει. Τὸ τραβήξανε καὶ τὸ βάλανε κάτω ἀπὸ τὴν κρεβάτα. Τὸ κοίταζαν ὅλοι λυπημένοι. Κάτι γυναῖκες ἤρθανε καὶ πήρανε τὴ δόλια θειά.
Ἡ ὥρα περνοῦσε, μὰ ὁ Διαρρήκτης δὲ φαινόταν. Κόσμος πολύς. Βάρεσε ἡ καμπάνα γιὰ τ’ ἀπογευματινὸ μάθημα, μαζεύτηκαν καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ πήγαιναν σχολεῖο. Κανεὶς δὲ μιλοῦσε, μιὰ μαύρη στεναχώρια. Κάποιος εἶπε:
–Δὲν πᾶμε πάλι νὰ τὸν φωνάξουμε, μὴν ἔπαθε τίποτα ἀπὸ τὴ στεναχώρια του;
Ὁ μπαρμπα-Σταῦρος ἀμίλητος, φαρμακωμένος. Γύρω του τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοῦ Κούμανη.
–Ἄιντε, παιδάκι μου, φυγέτε, μὴ σᾶς πιάσει τὸ βράδυ, τοὺς εἶπε. Ἄιντε, τώρα ποὺ ἄνοιξε λίγο ὁ καιρός.
Τὰ παιδιὰ ἄρχισαννὰ φορτώνουν τ’ ἄλογα. Χαιρέτησαν τὸν μπαρμπα-Σταῦρο καὶ κίνησαν. Ὁ κόσμος εἶχε ἀραιώσει. Ἐκείνη τὴν ὥρα φάνηκε ὁ Διαρρήκτης πάνω στὸ γαϊδούρι του. Ἤτανε τυλιγμένος μ’ ἕνα ἁπλάδι, ἀπὸ μπροστὰ προεξεῖχε ἡ κάννη τῆς καραμπίνας. Παραξενεύτηκαν. Πενήντα μέτρα πιὸ πέρα ἦταν τὸ σπίτι του, μὲ τὸ γαϊδούρι καβάλα θὰ ’ρχόταν; Χωρὶς νὰ σταματήσει, γύρισε καὶ εἶπε τοῦ μπαρμπα-Σταύρου:
–Δικό σου δὲν ἤτανε τὸ μπάσταρδο; Ἔ, πάρ’ το τώρα ἐσὺ νὰ τὸ πετάξεις στὴ λάκκα, τ’ ἀκοῦς; Γύρισε τὸ κεφάλι του τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του.
Ὅλοι ἔμειναν μαρμαρωμένοι. Κανεὶς δὲν εἶπε λέξη. Μονάχα σὰν χάθηκε πέρα κατὰ τὰ Γυφτιάνικα, ὁ Λάκης τοῦ Φουζιάνη εἶπε:
– Μπαρμπα-Σταῦρο, νὰ σὲ βοηθήκουμε.
– Ναί, παιδάκι μου, μὴν τὸ σύρετε το δόλιο. Σηκωτὸ νὰ τὸ πᾶτε, μοναχός μου δὲν μπορῶ.
Σηκώσανε τὸ ζωντανό, μεγάλο τὸ βάρος. Τὸ φέρανε πίσω ἀπὸ τὸ μύλο, χιόνι παντοῦ, τὸ πήγανε μὲ δυσκολία παρακάτω ἀπὸ τὸν ὄχτο.
– Ἐδῶ, τοὺς εἶπε, ἐδῶ σκάφτε νὰ τὸ χώσουμε.