Τρύγος στα δερβενοχώρια
«Νέος θα πει να είσαι αυθόρμητος, να στέκεις κοντά στις πηγές της ζωής, να τραντάζεις τις αλυσίδες ενός φθαρτού πολιτισμού και να τολμάς αυτό που οι άλλοι δεν έχουν κουράγιο να επιχειρήσουν» (Τόμας Μαν*).
*Ο Thomas Mann (Τόμας Μαν) γεννήθηκε στο Λίμπεκ της Γερμανίας στις 6 Ιουλίου 1875. Καταγόταν από αστική οικογένεια εμπόρων. Λόγω της αντίθεσής του με το ναζισμό βρέθηκε στην εξορία, όπου έγραψε την τετραλογία Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τοποθετήθηκε απέναντι στα διλήμματα της Γερμανίας και της Ευρώπης με το Δόκτωρ Φάουστους, ενώ με το τελευταίο και ανολοκλήρωτο έργο του Φέλιξ Κρουλ, όπου αποτυπώνει εμπειρίες της νεότητάς του, διαπιστώνει για άλλη μια φορά τα περίπλοκα ζητήματα που θέτει ο πολιτισμός αλλά και η ίδια η ζωή. Το 1929 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται από τους κορυφαίους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το έργο του, μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα, όπου καταγράφονται η παρακμή της παλιάς ευρωπαϊκής τάξης που βυθίστηκε στην απανθρωπιά, παραμένει απαράμιλλο. Πέθανε στη Ζυρίχη τον Αύγουστο του 1955.
Προσκύνημα στην Αγία Μονή, διήγημα από το βιβλίο θαμμένα όνειρα ζωντανές αναμνήσεις.
Το πιο κάτω διήγημα είναι από το βιβλίο του Κ. Μπερτσιά:θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις (εκδόσεις οροπέδιο)
………Προσκύνημα στην Αγία Μονή
Η Αγία Μονή είναι ακριβώς μπροστά μας σε απόσταση εξακοσίων περίπου μέτρων. Δεν φαίνεται από το πτηνο- τροφείο του Μήτσου γιατί κρύβεται πίσω από την απόληξη ενός μικρού πυκνόφυτου γεώλοφου που ξεκινά λίγο ψηλό- τερα, στα βορειοανατολικά, παράλληλα σχεδόν με τον αμα- ξιτό δρόμο Λιδωρικίου – Ναυπάκτου.
Αυτός ο λόφος φέρει το όνομα Λίθος γιατί, ενώ όλη η έκτασή του είναι χωμάτινη, στο κέντρο του και λίγο πιο
153
ψηλά υπάρχει ένας μεγάλος βράχος που φαίνεται από όλη σχεδόν την κοιλάδα. Άγνωστο ποιος φύτεψε αυτό το λι- θάρι. Είναι από τα περίεργα της φύσης που οι άνθρωποι αδυνατούν να εξηγήσουν και προσφεύγουν στους μύθους. Μπορεί να είναι κάποιο απομεινάρι της μεγάλης Τιτανο- μαχίας, της μάχης δηλαδή, όπως λέει η ελληνική μυθολο- γία, μεταξύ των Τιτάνων και των Ολύμπιων θεών, ποιος να ξέρει; Ίσως να είναι κάποια λοξοδρομημένη πέτρινη ρουκέτα που οι Τιτάνες έστειλαν ενάντια στον Δία… Συμ- βαίνει και στις μέρες μας με τα πυραυλοκίνητα βλήματα…
Κοντά στον Λίθο υπήρχε ένα μεγαλούτσικο ξέφωτο όπου ο Χαράλαμπος είχε λιγοστά χωράφια και μια καλύβα με ένα στάβλο-μαντρί για τις ανάγκες ενός μικρού κοπα- διού αιγοπροβάτων. Ο Χαράλαμπος είχε καταγωγή από το απέναντι χωριό, τον Άβορο και ήταν σώγαμπρος εδώ. Πολυφαμελίτης και πολύ καλός άνθρωπος, με μια υπέροχη οικογένεια, λογιζόταν, παρόλο που ήταν στις παρυφές του κάμπου, μέλος της μικρής κοινότητας της κοιλάδας. Με τον παππού μου είχαν άριστες σχέσεις και πολλές φορές τα έλεγαν όταν συναντιόντουσαν με τα κοπάδια τους. Σε κά- ποιες συζητήσεις ήμουν παρών και τις θυμάμαι με νοσταλ- γία. Και τι δεν κουβέντιαζαν! ιστορίες του πολέμου, ιστο- ρίες της Αμερικής, ιστορίες από την κατοχή, για την ζωή ανθρώπων που δεν ζούσαν αλλά είχαν αφήσει έντονα το αποτύπωμά τους, είχαν γράψει κάποια ιστορία… Άκουγα και δεν χόρταινε τις ωραίες αφηγήσεις και η φαντασία με ταξίδευε σε χρόνους αλλοτινούς και σε μέρη μακρινά…
«Φτάσαμε», ακούγεται η φωνή του Ματσόλα, που διέ- κοψε τη αναπόλησή μου στου Χαράλαμπου τα χρόνια και τα μέρη.
Μπροστά μας και δεξιά, στο πλάτωμα ενός μικρού λό- φου, ξεχωρίζει η σκεπή της εκκλησίας και παραδίπλα, πίσω από δυο τρεις βελανιδιές κάποιοι ρημαγμένοι τοίχοι.
154
Βγαίνουμε από τον δρόμο και παίρνουμε το ανηφορικό μονοπάτι. Σε πέντε λεπτά φτάνουμε στο πλάτωμα και το πρώτο που αντικρίζουμε είναι κάποιες παλιές κολόνες και δυο μισογκρεμισμένους τοίχους. Στο βάθος, προς τα βό- ρεια, είναι χτισμένη μια μικρή εκκλησία. Σε όλο το χώρο βρίσκονται διάσπαρτες παλιές πελεκημένες πέτρες και σπασμένες μαρμάρινες και λίθινες κολόνες. Ανοίξαμε την πόρτα της εκκλησίας. Το δάπεδο ήταν χωμάτινο και λίγο χαμηλότερα, σχεδόν ένα σκαλί, από την βάση της πόρτας. Οι τοίχοι με πέτρες και άλλα υλικά, κυρίως κεραμικά, προ- ερχόμενα μάλλον από παλιότερα οικοδομήματα, χαμηλο- τάβανη και με ένα λιτό τέμπλο με λίγες παμπάλαιες εικόνες. Παρά την έλλειψη πλούσιου διάκοσμου και φανταχτερών εκκλησιαστικών κειμηλίων, ο χώρος εκπέμπει μια γαλήνη που ηρεμεί την ψυχή των προσκυνητών. Αυτή την ηρεμία και τη γαλήνη την αισθάνεσαι και στον εξωτερικό περίβολο.
Προσκυνήσαμε τις παμπάλαιες εικόνες και θελήσαμε να ανάψουμε ένα κερί και τα δυο καντήλια που κρέμονταν αρι- στερά και δεξιά του τέμπλου, αλλά δυστυχώς δεν είχαμε φω- τιά, το κουτί με τα σπίρτα ήταν άδειο. Αφήσαμε οφειλόμε- να από το τελευταίο προσκύνημα, το κεράκι ακόμη το χρω- στάμε στην Παναγιά μας, την προστάτιδα της Κοιλάδας. Τα νερά της λίμνης δεν επιτρέπουν τη διαγραφή της οφειλής.
Βγήκαμε έξω και καθίσαμε στις αρχαίες πέτρες, κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά. Από εδώ βλέπαμε όλη σχεδόν την κοιλάδα. Αγναντεύαμε την κοίτη του ποταμιού, που αυτή την εποχή είχε λιγοστό νερό, από το Στενό και το Κά- στρο του Βελούχοβου στα ψηλά μέχρι την συμβολή του με το Αβορόρεμα.
«Ελάτε εδώ», μας φωνάζει ο Κώστας, «αυτή η μαρμά- ρινη πλάκα έχει κάποια επιγραφή στα λατινικά.»
Πήγαμε κοντά και είδαμε πράγματι την λατινική επι- γραφή.
155
«Να, και αυτή εδώ η κολόνα έχει λατινικά», ακούμε τον Νίκο, που έψαχνε μέσα σε κάποια ερείπια που έμοιαζαν με ιερό εκκλησίας.
«Τόσα χρόνια ερχόμασταν εδώ στο πανηγύρι, στις 23 Αυγούστου, και ποτέ δεν είχαμε προσέξει τις λατινικές επι- γραφές», μας λέει ο Ματσόλα.
Στο πανηγύρι μόνο επιγραφές δεν κοιτάζαμε, είχε τόσα αλλά ενδιαφέροντα…
«Εγώ θυμάμαι κάποιον, πριν πέντε-έξι χρόνια, που ήρ- θε στο Χάνι και μας είπε πως είναι αρχαιολόγος ή κάτι τέ- τοιο και ζήτησε να του ετοιμάσουμε κάτι για φαγητό. Πιάσανε την κουβέντα με τον πατέρα μου και έλεγε πως καταγράφει παλιά μοναστήρια και έτσι είχε έρθει κι εδώ στην Αγία Μονή. Επίσης, είπε πως όταν η περιοχή είχε κατακτηθεί από τους Ενετούς ή τους Φράγκους, εδώ λει- τουργούσε καθολικό μοναστήρι.»
«Έτσι εξηγείται, Κώστα, γιατί υπάρχουν οι λατινικές επιγραφές», του απαντώ. «Όμως βλέπεις αυτές τις κολό- νες; Δεν μοιάζουν με κολόνες δωρικού ρυθμού; Κοίταξε πόσο λιτό είναι το κιονόκρανο. Ο δωρικός ρυθμός διακρί- νεται για την αυστηρή γραμμή και την έλλειψη περίτεχνων διακοσμήσεων, αυτά δεν μάθαμε στο Γυμνάσιο;»
«Πράγματι, μοιάζουν», συμφώνησαν και οι υπόλοιποι.
«Ποιος να ξέρει; μπορεί να προϋπήρχε και αρχαίος ναός…»
«Γεια σας, ρε παιδιά, τι κάνατε εδώ;» Ήταν ο Θεμιστο- κλής, που όλοι τον ξέραμε ως Μούστο. Ο Μούστος ήταν ο ακρίτας της κοιλάδας. Διέθετε ένα μεγάλο κοπάδι αιγο- προβάτων και είχε την βάση του στο τέλος της κοιλάδας, στη θέση Μαυρονέρι, εκεί που θα ανυψωνόταν το φράγμα για να γίνει η λίμνη.
«Φεύγουμε μεθαύριο για την Αθήνα και ήρθαμε να προ- σκυνήσουμε για τελευταία φορά», του απαντώ.
156
«Ναι, το ξέρω. Ακόμα δεν ξεκίνησαν τα έργα και άρχι- σαν οι αποχωρήσεις. Κι εγώ πρέπει να φύγω. Χθες έφτα- σαν κάποια μηχανήματα στο Μαυρονέρι, πολύ κοντά στην ταράτσα που έχω το μαντρί. Ήταν μεσημέρι και είχα ξα- πλώσει στη μεγάλη αριά όταν με ξύπνησαν κάτι περίεργοι θόρυβοι και τα γαυγίσματα των σκυλιών. Ήταν δυο μεγά- λοι γερανοί και μια μπουλντόζα. Σταμάτησαν κοντά στη γέφυρα, εκεί που είναι η πηγή. Φαίνεται σ’ αυτό το μέρος θα φτιαχτεί το φράγμα.»
«Να δω πού θα πάω με τα ζωντανά μέχρι να τα πουλή- σω. Τελείωσε το Μαυρονέρι για μένα…»
Το κοπάδι του μπάρμπα Μούστου κατηφόρισε προς την πλευρά του ποταμιού με τα σκυλιά να γαβγίζουν σε κάποια ξεκομμένα ζωντανά, για να πάνε μαζί με τα άλλα.
«Άντε, παιδιά, να σας χαιρετίσω και να πείτε στην Ευ- θυμία να μην μας ξεχάσει τώρα που θα γίνει πρωτευου- σιάνα». Η Ευθυμία, η μητέρα μου, ήταν πρώτη ξαδέλφη του Θεμιστοκλή.
«Παιδιά, εγώ πείνασα και θέλω και μια ώρα μέχρι να φτάσω στο Χάνι, δεν είναι καιρός να γυρίσουμε;»
Αμέσως συμφώνησαν και οι υπόλοιποι. Εγώ ήθελα να μείνω λίγο ακόμη και δεν τους ακολούθησα. Παρέμεινα μόνος, καθισμένος σε μια πεσμένη κολόνα στο άκρο του πλατώματος, απολαμβάνοντας την όμορφη θέα. Έβλεπα κάποιες εικόνες, που θαρρείς αντίκριζα για πρώτη φορά. Μπορεί να ήταν και η σκέψη μου που μου έλεγε: τελευταία σου ευκαιρία, παρατήρησε καλύτερα και κατάγραψε τα πάντα, αύριο δεν θα υπάρχουν… Παλιότερα δεν υπήρχε τέ- τοια απειλή, τα μάτια έβλεπαν αλλά το μυαλό δεν κατέ- γραφε, το ανέβαλλε για αργότερα, «και αύριο εδώ θα είναι, έχουμε καιρό να εμβαθύνουμε και να αποτυπώσουμε…» Τώρα όμως άλλαξαν τα πράγματα, δεν υπάρχει αύριο…
Έβλεπα με έκπληξη την ομορφιά του μικρού κάμπου 157
ακριβώς απέναντί μου, στολισμένου με αναβαθμίδες και περιτριγυρισμένου με μια πλούσια συστάδα πλατάνων στην συμβολή του Αβορορέματος με τον Μόρνο.
«Α, να και το άλλο, τι ομορφιά εκπέμπει! Πώς δεν το είχα προσέξει τόσο καιρό;» μονολογούσα. Αυτός ο μικρός ο γήλοφος σε σχήμα αβγού ακριβώς κάτω από το Σεβε- δίκο, και το μεγάλο ρέμα που έρχεται από ψηλά από τον Πύρνο να τρέχει περιμετρικά, να το κυκλώνει στην βάση του και να φεύγει μετά προς το ποτάμι, δίνοντας την αί- σθηση ενός μικρονησιού…
Πρέπει να είχε περάσει κανένα μισάωρο, που στεκόμουν σαν εκστασιασμένος, εκεί στην αρχαία κολόνα, και κατέ- γραφα εικόνες οικείες αλλά και εικόνες πρωτοφανέρωτες, όταν ο θόρυβος του λεωφορείου του ΚΤΕΛ με επανέφερε στην πραγματικότητα. Σε αυτό το μισάωρο μου φάνηκε πως άκουσα την απόλυση της Λειτουργίας και το δι ́ευχών από τον παπά Δημήτρη και αμέσως μετά ένα ανθρώπινο βουητό από ευχές για την μεγάλη γιορτή της Παναγίας. Άκουσα καθαρά το Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές, τραγούδι πρόκριμα για να ξεκινήσει ο χορός από τους μεγαλύτερους και, τελευταίο, Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται, με τον γλυκύτατο ήχο του κλαρίνου και του νταουλιού τον ξε- σηκωτικό ρυθμό. Κατόπιν απόλυτη σιγή κι έπειτα μια εξαίσια μουσική συνοδευόμενη από ανθρώπινη οχλοβοή με θύμισες από θίασο δαιμονικής συνέργιας που οι κάτοικοι του κάμπου πίστευαν, παραδόξως δεν μου προκάλεσε φόβο αλλά ήρθε στο νου μου το Απολείπειν ο θεός Αντώνιον, το καλύτερο για μένα ποίημα του Καβάφη:
Σαν έξαφνα, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές –… μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
158
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια πού φεύγει.
Ναι, και εφάνη έξαφνα ο αόρατος για μας θίασος να περνά και συνάμα ακούστηκαν οι αποκρουστικοί θόρυβοι από τις μπουλντόζες, τους γερανούς και τα γυποειδή φορ- τηγά. Ναι, αποχαιρετούμε την κοιλάδα των ανέμελων χρό- νων και της απέραντης ελευθερίας και φεύγουμε, χωρίς όμως να την ξεχνούμε.
Θαμμένη θα είναι πάντα στο μυαλό μας και στα όνειρα μας θα ξαναζωντανεύει συχνά – πυκνά στου ύπνου μας την σχόλη…
[Η Αγία Μονή παλιά βυζαντινή εκκλησία γιόρταζε στις 23 Αυγούστου, εδώ και πενήντα χρόνια είναι θαμμένη στα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου]
Δύση και Ανατολή από τον Πάνο Ζέρβας
“Η Δύση είναι ένας πολιτισμός που θέτει ερωτήματα’ η Ανατολή έχει μόνο απαντήσεις”
Ας το δεχτούμε, κατ’ αρχήν, ως υπόθεση εργασίας. Η γεωγραφία και η ιστορία τοποθέτησαν την Ελλάδα στο μεταίχμιο των δύο μεγα-συνόλων του πολιτισμού. Επόμενο είναι το ερώτημα, προς τα που κλίνει η χώρα μας, όχι σε πολιτικό επίπεδο (αυτό έχει απαντηθεί από το 1821) αλλά σε πολιτισμικό. Για να το θέσουμε αλλιώς: σε τί συνίσταται (από τι λογής υλικά αποτελείται) η περίφημη ελληνική ιδιοπροσωπία; Υπάρχει κάτι τέτοιο – ή πρόκειται για επινόηση;
Τα ίδια ερωτήματα ισχύουν και για τους γείτονες, που βρίσκονται στο ίδιο γεωγραφικό και ιστορικό μεταίχμιο. Υπάρχει αλβανική, βουλγάρικη, σέρβικη ιδιοπροσωπία – και είναι περισσότερο δυτικής ή ανατολικής ύφανσης; Οι Ρώσοι, είναι Δύση ή Ανατολή; Και πόσο σημαντικό (ή ασήμαντο) ποσοστό δυτικότητας έχει ποτίσει τους πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας;
Υπάρχει, έστω ως θεωρητική πιθανότητα, περίπτωση να διαμορφωθεί από εμάς ή από εμάς και τους γείτονες σε συνεργασία, μια νέα πρόταση, που θα αμφισβητεί τα θέσφατα του δυτικού παραδείγματος (ανάπτυξη, κυριαρχία στη φύση, κοινωνικός δαρβινισμός) και ταυτόχρονα θα αφήνει πίσω τις έτοιμες απαντήσεις (η σωτηρία της ψυχής, είναι πολύ μεγάλο πράγμα…) της Ανατολής;
Πάνος Ζέρβας
Χίλιοι δυο παραφυλάνε σε κοιτάν και δεν μιλάνε.Είσαι σήμερα μονάρχης κι ώσαμ’ αύριο δεν υπάρχεις….*
*οδυσσέας Ελύτης
Ιστορία
Είναι πολλά τα κέρδη που αποκομίζει κανείς από τη μελέτη της Ιστορίας. Ακόμα και στην καθημερινότητά του. Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι στη ζωή μου που μου φέρνει θλίψη, ένταση, απελπισία, συνεφέρνω τον εαυτό μου ανακαλώντας ιστορικά γεγονότα και δύσκολες περιστάσεις ούτως ώστε να φέρω την κατάσταση που έχω μεγαλοποιήσει στα μέτρα της.
Μαρία Ευθυμιου, ιστορικός
Λίμνη Μόρνου
στο βάθος δεξιά το χωριό Κόκκινος
αυθωρεί και παραχρήμα.
αυθωρεί και παραχρήμα:
Σημαίνει ευθύς αμέσως, στη στιγμή, πολύ γρήγορα.
Ιερώνυμος Δελένδας
Ένας άνθρωπος με σημαντικότατο θετικό αποτύπωμα στην ασφαλιστική αγορά έφυγε από την ζωή. Με τον Ιερώνυμο Δελένδα, που γεννήθηκε το 1930, είχα την τύχη να συνεργαστώ για πολλά χρόνια μέσα από την ένωση ασφαλιστικών εταιριών και να μάθω πολλά, του είμαι ευγνώμων και θα τον θυμάμαι πάντα. Βαθύς γνωστής, αποτελεσματικός, προσηνής και με ήθος. Αιώνια η μνήμη του.
Στο κέντρο ο αείμνηστος Μάκης
Ο Ι. Δελένδασς στα 34 του είναι διευθύνων σύμβουλος στην ΕΛΛΗΝΟΕΛΒΕΤΙΚΗ (1964), στην HELVETIA ΖΩΗΣ (1985), στην ALLIANZ ΖΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΖΩΗΣ (1991). Από το 1970 ήταν διαχειριστής στην Α. Κράλλης και ΣΙΑ ΕΠΕ.
Διετέλεσε υφυπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση του Σ. Μαρκεζίνη.
Ο Νεοελληνικός Σταρχιδισμός
Του Ελευθέριου Ανευλαβή
Ελευθέριος Ανευλαβής
16.08.2024 |
Οι νεοέλληνες νεόπλουτοι, μυκονόπληκτοι, αναστενάζουν στα σοκάκια της Μυκόνου και άλλων «νήσων των Αζορών, που καταστρέφουν νέους και θάπτουν των κορών» (Θυμάστε τον Μπόστ;).
Οι νεοέλληνες νεόπτωχοι στενάζουν από την ακρίβεια και παραμιλάνε από την ανέχεια και διασκεδάζουν (δεν μιλάμε για ψυχαγωγία) τσαλαβουτώντας στα λασπόνερα της τηλεοπτικής τηλετύφλωσης.
Οι μεγαλοτουρίστες κολυμπάνε στο κάτουρο ή το χλώριο της πισίνας (ανάλογα με την ανακύκλωση του νερού), ενώ δίπλα είναι η θάλασσα, και αδειάζουν τα χρυσαφικά του Λαλαούνη και του Ζολώτα στην… Πανεπιστημίου της Σαντορίνης, της Μυκόνου και των άλλων φημισμένων ελληνικών νησιών.
Οι φτωχοτουρίστες, μαζεύουν τσολιαδάκια, κουβαλούν το σπίτι τους στην πλάτη και τη βγάζουν με μια μερίδα καρπούζι και ντομάτα στις ταράτσες των νησιών, ενώ το βράδυ ξεβράκωτοι προκαλούν τους γηγενείς, όσοι απ’ αυτούς έχουν μείνει και δεν παράτησαν τις δουλειές τους για να γίνουν γκαρσόνια της Ευρώπης.
Και αρκετοί νέοι των μακαρίων νήσων «δεν γίνονται πια ψαράδες, αλλά κωλομπαράδες.»
Οι νεόπλουτοι “γεννάδαι αλλαντοπώλαι” (αρχοντογεννημένοι πατσατζήδες), όρος του Αριστοφάνη, οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας, αυγαταίνουν μακαρίως την ιδιωτεία (ηλιθιότητα) τους, ντυμένοι με το χρώμα του άνομου χρήματος.
Και οι λεγόμενοι διανοούμενοι, που αναρωτιέσαι τι το θέλουν το κεφάλι αφού τους αρκεί η σπονδυλική τους στήλη, κάνουν κωλορεβερέντζες (βαθειές υποκλίσεις προβάλλοντας τα οπίσθια), οπισθωθούμενοι, καταλλήλως, για να ανέλθουν σε ακαδημαϊκούς και άλλους «πνευματικούς» θώκους.
Ο ακαδημαϊκός Καραμπουζούκης
Κοιτάχτε τον Καραμπουζούκη, ακαδημαϊκός!
Άλλος δεν είναι στο σινάφι πιο μηδενικός.
Γιατί λοιπόν στρογγυλοκάθεται κάτου απ’ το θόλο;
Γιατ’ έχει κώλο!
(Κώστας Βάρναλης)
Τα παιδιά και οι νέοι, τυφλώνονται στα σκοτάδια της εκτεχνικευμένης «παιδείας», που τους παρέχει μια πολιτεία η οποία δεν θέλει πολίτες με κριτική σκέψη, αλλά πειθήνια άκριτα μαζάτομα, αναλώσιμα, μέσα στο γουρουνοστάσι της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης Κίρκης.
Οι μαζάνθρωποι του δυτικόφερτου σκοταδισμού και της παγκοσμιοποιημένης απύθμενης βλακείας, απεμπόλησαν, συνέτριψαν, αλλοίωσαν, έφτυσαν, ξεπούλησαν, την έννοια της Δημοκρατίας, η οποία, με τα λόγια του Περικλή:
«Και όνομα μεν δια το μη ες ολίγους, αλλ εις πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται».
Σήμερα η αρχή αυτή κατήντησε αρχίδιον.
Ορισμένοι μπερδεύουν το υποκοριστικό της αρχής (εξουσίας), αρχίδιον, που σημαίνει αρχή άνευ σημασίας, «μικρόν ανάξιον λόγου υπούργημα», (Λεξικό Δορμπαράκη), όπως το δημήδιον είναι υποκοριστικό του δήμου, γνωμίδιον υποκοριστικό της γνώμης, νοΐδιον υποκοριστικό του νου.
Το «αρχίδιον» το μπερδεύουν, με το αρχίδι: όρχις: το γεννητικό όργανο). Είναι γνωστό, ότι δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, αλλά χυδαία ή απαίδευτα μυαλά.
Για ποιον Δήμο να μιλήσουμε σήμερα;
Τον Δήμο, που ελληνάρας τε και ευρωπέος (δεν είναι λάθος), ο που τον διακατέχει ο σταρχιδισμός, και αδιαφορεί για όλους και για όλα. Και μόνο Θεό του και μεταφυσική έννοια αναγνωρίζει την «πάρτη» του, την ομάδα του, όταν είναι και οπαδός, (ο φίλαθλος αγαθόν εν ανεπαρκεία), ή το κόμμα του όταν πάσχει από κομματοκρετινισμό.
Τον Δήμο που εκμεταλλεύεται τα καμένα για τουριστική αξιοποίηση.
Χτίζει αυθαίρετα πάνω στα καμένα του δάση. Τσαλαβουτάει μέσα στα σκουπίδια του και στις βρώμικες θάλασσές του, που ο ίδιος ή η αδιαφορία του βρωμίζει.
Για ποιον ελεύθερο άνθρωπο να μιλήσουμε σήμερα;
Τον είλωτα της τηλετύφλωσης.
Τον μπανιστιρτζή στο γυάλινο βλακοκούτι, «αδόντων αιδοίων» και αυτών που «εν δήμω» απλώνουν τα άπλυτά τους, σε μεσημεριανές εκπομπές ψυχοκαθαρτικής βρώμας και της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Τον προπαγανδιστή των συμφερόντων των καναλαρχών, διαπλεκομένων επιτηδείως μετά «πολιτικών»
Τον μιζομένο «γερμανικώς» τε και «ζημενικώς», ου μην, τε και παντοιοτρόπως;
Ο νεοβάρβαρος .σύγχρονος μαζάνθρωπος, μετρά την αξία του με το χρήμα και μετριέται ως αξία, με το χρήμα.
Μπερδεύει την αγάπη με το συμφέρον.
Τον έρωτα με το γαμήσι.
Την φιλία με την λυκοφιλία.
Την Ελπίδα με το Λόττο, Πρώτο, Στοίχημα και βάλε.
Την ηθική με την ηθικοφροσύνη.
Είναι αδιάφορος για ηθικές αρχές και αξίες, και ιδιοτελής.
«Εις οιωνός άριστος» γι’ αυτόν: «αμύνεσθαι περί πάρτης.»
Τα πάντα να ζυγίζει με βάση το κόστος-όφελος, για αυτόν τον ίδιον, δούλος της υπολογιστικής ορθολογικότητας του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου τίποτα.
Για πια φιλοπατρία να μιλήσουμε σήμερα;
Η «σθεναρή», ψύχραιμη, ευρωπαϊκής κουλτούρας, εξωτερική μας πολιτική, με κούφιο λεκτικό νταηλίκι, παρακολουθεί την Τουρκία να παρελαύνει στα νησιά μας, να δημιουργεί μειονότητα στη Δυτική Θράκη και αυτοί άδουν κομψευριπιδικώς.
Και οι Κυβερνήτες μας σκληρά, ψύχραιμα και αριστοκρατικά, ως γενάδαι αλλαντοπώλαι, του απαντάνε, διπλωματικά, αντί να τους υπενθυμίσουμε, αρχαιοελληνιστί, κατά Αριστοφάνη, ότι:
«το δέρμα δεφομένων (δέφω: μαλάσσω το πετσί, το δέρμα για να μαλακώσει) απέρχεται», ή νεοελληνιστί, «το πολύ το τάκα-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα».
Η νεοελληνική κοινωνία τρέχει, με τα φώτα σβησμένα και τα φρένα σπασμένα, μέσα στη νύχτα της Δύσης, καμαρώνοντας, σαν γύφτικό σκεπάρνι, για την τύφλα της.
Οι πολιτικατζήδες ερίζουν για το ποιο κόμμα είναι πιο διεφθαρμένο, από το άλλο διεφθαρμένο. .
Και, ενώ το κράτος επανιδρύεται, κατά τις εκάστοτε κυβερνητικές προεκλογικές μπαρούφες, ο πολίτης καίγεται στις φωτιές των δασών του, πνίγεται στις πλημμύρες των πόλεών του, ασφυκτιά στον μολυσμένο αέρα τους, που έχει πάρει το σκουροκίτρινο χρώμα της χολέρας.
Ο πολίτης βασανίζεται, καθημερινά, από τους λαλίστατους γυάλινους μικρόνοες αναλυτές, επί παντός του επιστητού.
Ο εκάστοτε Πρωθυπουργός, διαχρονικά, πατάσσει ξανά την διαφθορά.
Η εκάστοτε αντιπολίτευση, διαχρονικά, επικαλείται ξανά την διαφάνεια.
Και ο λαός; Ο Δήμος;
«Ησυχίαν είχεν ο Δήμος και αντέλεγε ουδείς, δεδιώς και ορών ότι πολύ το ξυνεστηκός:
ο λαός σώπαινε, και κανείς δεν μιλούσε, γιατί ήταν φοβισμένος και έβλεπε πως οι συνωμότες ήταν πολλοί.»
(Θουκυδίδης)
Πιάστε τους κλέφτες των ονείρων μας,
της Δημοκρατίας μας,
της ανθρωπιάς μας,
του λαού, τους λαομπαίχτες
Ποιοι κυνηγούσαν, ποιους;
Πηγή:zougla.gr
Μια ιστορία με δάση και προστιθέμενες αξίες
Πάντα επίκαιρο το κείμενο του Δημήτρη Καμπουράκη/capital.gr (2020)
Ρίξτε μια ματιά στα δεδομένα. Η Ελλάδα έχει 64% δασοκάλυψη. Τα δύο τρίτα της έκτασης της χώρας. Συγκλονιστικό ποσοστό, είμαστε τέταρτοι στην Ευρώπη. Απ’ αυτό, το 25,4% είναι κανονικό δάσος με μεγάλα δέντρα, άλλο ένα 25% είναι δασικές εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση κι ένα 14% βοσκότοποι. Τα δάση μας δεν εξαφανίζονται όπως λένε στα καφενεία, επεκτείνονται ραγδαία λόγω της απερήμωσης της υπαίθρου. Ένα το κρατούμενο.
Δεύτερο κρατούμενο. Κάθε καλοκαίρι η χώρα ταλαιπωρείται από πυρκαγιές. Εκατομμύρια στρέμματα γίνονται στάχτη, αφού όσο μεγαλύτερες είναι οι δασικές εκτάσεις τόσο περισσότερη καύσιμη ύλη συσσωρεύεται. Τα καμένα του καλοκαιριού, τροφοδοτούν τις πλημμύρες του χειμώνα. Ο μόνος τρόπος να περιοριστούν οι καλοκαιρινές φωτιές και οι χειμωνιάτικες πλημμύρες, είναι η διαχείριση των δασών αφενός και των καμένων εκτάσεων αφετέρου. Δηλαδή ο τακτικός και έγκαιρος καθαρισμός τους.
Τρίτο κρατούμενο. Η χώρα έχει πρόβλημα ρύπανσης. Η εποχή του λιγνίτη τελειώνει, πρέπει κατεπειγόντως να παράξουμε καθαρό ρεύμα από φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες και καύση βιομάζας (ξύλου και κλαδιών δηλαδή). Παραλλήλως, είναι μέγα περιβαντολλογικό στοίχημα να σταματήσει η καύση ξύλου στα εκατομμύρια τζάκια των μεγάλων πόλεων και να αρχίσει η καύση pellet που δίνουν τριπλή θερμική ενέργεια και μηδενική ρύπανση.
Τέταρτο κρατούμενο. Η ελληνική βιομηχανία ξύλου ψάχνει απεγνωσμένα για πρώτη ύλη. Σε μια χώρα που τα δυο τρίτα της είναι δασική έκταση, η βιομηχανία της ξύλο ψάχνει και ξύλο δεν βρίσκει για να δουλέψει. Για να φτιάξει έπιπλα, πατώματα, κουζίνες, κουφώματα ή pellets. Καύσιμη ύλη ψάχνουν και οι μονάδες παραγωγής ρεύματος, οι οποίες στηρίζονται κυρίως στα απομεινάρια της βιομηχανίας ξύλου.
Τα πριονιστήρια που παλιότερα υπήρχαν σε κάθε πόλη, σε κάθε γειτονιά, έχουν πια εξαφανιστεί. Γιατί; Μα διότι δεν υπάρχει πρώτη ύλη. Οι ελληνικές βιομηχανίες αναγκάζονται να εισάγουν μεγάλες ποσότητες ξύλου από γειτονικές χώρες και πάλι αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες τους. Το κόστος παραγωγής ανεβαίνει, η παραγωγικότητα τους πέφτει, θέσεις εργασίας χάνονται τσάμπα και βερεσέ.
Πάμε από την αρχή. Η διαχείριση και ο καθαρισμός των δασών (για την πρόληψη των πυρκαγιών) παράγει ξυλεία. Το ίδιο και ο καθαρισμός των φυσικών ρεμάτων και των καμένων (για την πρόληψη των πλημμυρών). Ποιος είναι υπεύθυνος για τον καθαρισμό των δασικών; Το υπουργείο περιβάλλοντος, που δίνει εντολή στα δασαρχεία, τα οποία δίνουν την δουλειά στους δασικούς συνεταιρισμούς. Έτσι ορίζει ο νόμος.
Πόσο κοστίζει αυτό στο κράτος; Από αρκετά μέχρι πολλά, που ποτέ δεν φτάνουν. Και τι ποσοστό δασών μπορεί να καθαρίσει αυτό το οργανωτικό σχήμα κάθε χρόνο; Ούτε το 5% της δασικής κάλυψης. Και τι την κάνουν την ξυλεία που μαζεύουν σ’ αυτό το 5% που μπορούν να καθαρίσουν; Την κάνουν καυσόξυλα που καταλήγουν στις μάντρες των μεγάλων πόλεων για την τροφοδοσία των τζακιών, δίχως την παραμικρή προστιθέμενη αξία και με επιβάρυνση του περιβάλλοντος.
Κι έρχεται τώρα η βιομηχανία ξύλου και λέει: «Δώστε μου εμένα δασικές εκτάσεις που έτσι κι αλλιώς δεν μπορείτε να καθαρίσετε, να κάνω δωρεάν την δουλειά (πάντα με την καθοδήγηση του δασαρχείου) και για πληρωμή να κρατήσω την ξυλεία (είτε κομμένα, είτε πεσμένα, είτε καμένα) που θα μου λύσει το πρόβλημα της πρώτης ύλης. Η απάντηση είναι «όχι».
Και ο υπουργός να θέλει (διότι καταλαβαίνει τι σημαίνει προστιθέμενη αξία, αντιρυπαντική δράση και θέσεις εργασίας), ο κρατικός μηχανισμός από κάτω στυλώνει τα πόδια. Οι δασάρχες προτιμούν να φάνε μια ροπαλιά στο κεφάλι, παρά να δουν ιδιώτη να μπαίνει στο δάσος τους. Ταγμένοι να φυλάνε τα δάση από καταπατητές και οικοπεδοφάγους, τους βάζουν όλους σ’ ένα τσουβάλι. Ο ίδιος δεν έχει κονδύλια για να καθαρίσει την περιοχή ευθύνης του, αλλά αρνείται να τις παραχωρήσει (με την επίβλεψη του) σε επιχειρήσεις που θα κάνουν τον καθαρισμό δωρεάν, μόνο και μόνο για να κρατήσουν την (άχρηστη για κάθε άλλον) ξυλεία. Τελικά, το δάσος θα καεί κάποια χρονιά από την εγκατάλειψη και την συσσώρευση καύσιμης ύλης και θα πάμε στο δεύτερο ερώτημα. Τώρα ποιος θα καθαρίσει τα καμένα για να μην πλημυρίσει ο τόπος; Ο ιδιώτης πάντως, όχι.
Μπορείτε να αντιληφθείτε πόσο αντιπαραγωγικός, αγκυλωτικός και γελοίος είναι αυτός ο φαύλος κύκλος; Όταν κάηκε το Μάτι, χιλιάδες τόνοι καμένων δέντρων που είχαν κοπεί ήταν στοιβαγμένοι σε μερικές περιοχές. Οι βιομηχανίες ξύλου τα ζητούσαν απελπισμένα για να τα μετατρέψουν σε ρεύμα ή σε pellets. Ο Σύριζα άκουγε για επιχειρηματίες ή για ιδιωτικό τομέα κι έφτυνε στον κόρφο του. Τα ‘χε κάνει σαλάτα στο Μάτι, δεν θα χρησιμοποιούσε και τα απομεινάρια του Βατερλό του για να ευνοηθούν οι ταξικοί του αντίπαλοι.
Μόλις βγήκε ο Μητσοτάκης, στην πρώτη του επίσκεψη στα καμένα κατάλαβε ότι αυτοί οι θηριώδεις σωροί θα ξανάκαιγαν την περιοχή αργά ή γρήγορα, οπότε έδωσε εντολή να απομακρυνθούν αμέσως, με κάποια χορηγία ιδιώτη μάλιστα για το κόστος μεταφοράς. Κάηκαν στην Χαλυβουργική, ενώ την ίδια στιγμή οι ελληνικές εταιρείες ξύλου κατέβαζαν από την Βουλγαρία χιλιάδες τόνους αγορασμένου ξύλου για τις ανάγκες τους. Παράνοια.
Τώρα μπαίνουμε σε αντιπυρική περίοδο. Και παραλλήλως προσπαθούμε να δώσουμε ώθηση στην οικονομία. Και είμαστε και υπέρ της οικολογίας. Και θέλουμε και την απολιγνιτοποίηση. Και ψάχνουμε νέες θέσεις εργασίας. Για να δούμε το λοιπόν, πόσες εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δασών θα καούν φέτος και πόσα εκατομμύρια τόνους ξύλο θα εισάγουμε από το εξωτερικό. Για να δούμε…
Αλλόκοτα πλάσματα;
10.000.000 βήματα
μην τρομάζετε … σε 15 μήνες !