«Σκεφτείτε πού έχει φτάσει ο ελληνικός πολιτισμός για να θεωρούμαστε καλοί ποιητές η Δημουλά κι εγώ.» Ντίνος Χριστιανόπουλος
«Τα σταφύλια της Οργής»
Το βιβλίο του Στάινμπεκ «Τα σταφύλια της Οργής» είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό αριστούργημα είναι μια ιστορική καταγραφή για την πιο δύσκολη περίοδο της αμερικανικής ιστορίας.
Το αριστουργηματικό βιβλίο «Σταφύλια της Οργής» του Στάινμπεκ αφηγείται την ιστορία της μετανάστευσης του Dust Bowl τη δεκαετία του 1930. Η Μεγάλη Ύφεση αποτυπώνεται μέσα από την πένα του Στάινμπεκ, όπου έδωσε φωνή στους αποστεωμένους αγρότες που εκδιώχθηκαν από τη γη τους.
Ο επίλογος του βιβλίου σε ταρακουνάει με απίστευτη ωμότητα, δείχνοντας πως στο τέλος πίσω από τις μεγάλες ιδέες και τις μεγάλες συγκρούσεις, ο φτωχός έχει πάντα το ατυχέστερο πεπρωμένο και σχεδόν πάντα είναι ορισμένο από εξωγενείς παράγοντες όπως λέει και ο λαός: «ο φτωχός και η μοίρα του». Όμως μέσα σ΄ όλη αυτή τη βαριά πραγματικότητα υπάρχει πάντα η ελπίδα, είναι πάντα παρούσα αλλά πάντα αχνοφαίνεται.
Ο λαοφιλής παρουσιαστής του Αντένα εξέφρασε όλο το λουμπεναριό που καλλιέργησε και ανέδειξε η μεταπολίτευση των αξιοθρήνητων μικρομεσαίων στρωμάτων που δεν κατάφεραν ούτε θέλησαν να ενηλικιωθούν παραμένοντας άξεστοι και ανάγωγοι χωριάτες όπως ανατράφηκαν από το αξιακό σύστημα του “σοσιαλαπελευθερωτικού” Κλικ των Μακρυκωσταίων και Κοντογιώργηδων . Όλη η ευθύνη ανήκει στον Αντένα για το θλιβερό όσο και ανίερο ρεπορτάζ σχετικά με τον θάνατο του άτυχου ποδοσφαιριστή όπου το διεστραμμένο ενδιαφέρον του παρουσιαστή προκάλεσε το σπίτι που έμενε ο ποδοσφαιριστής κι όχι η ανθρώπινη απώλεια. «Κοίτα σε τι σπιταρόνα ζούσε ο ….» σκέφτηκε ο άνθρωπος-βδέλυγμα που προφανώς ενοχλήθηκε καθώς θεώρησε το σπίτι του ποδοσφαιριστή καλύτερο από το δικό του, που είναι τόσο «έξυπνος» και «μάγκας» βλάχος. Αυτό είναι το επίδικο. Τα λεφτά, η χλιδή, η απληστία της κάθε σιχαμένης σαπιοκοιλιάς! Καμία Ένωση Συντακτών, κανένας παράγοντας του δημόσιου βίου, ούτε η ηγεσία του Αντένα, κανένας δεν οσμίστηκε, δεν ενοχλήθηκε από την απάνθρωπη δυσωδία που εξέπεμψε αυτός ο άνθρωπος. Κανένας δεν αντιδρά στην επέλαση και κυριαρχία της φτήνιας. Είναι δημόσιο ζήτημα σοβαρό κι αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που αναγκαζόμαστε να λερώσουμε τα χέρια μας γράφοντας για αυτόν τον υπότροπο εσμό της δημοσιογραφίας που πλήττει και απαξιώνει τόσο βάναυσα τον δημόσιο λόγο.
Αυτή τη βία, απότοκη της χυδαιότητας που μαστίζει την ελληνική κοινωνία δεκαετίες τώρα, εξακολουθούμε να την αντιμετωπίζουμε θεσμικά, κοινωνικά και αξιακά με απερισκεψία. Είμαστε μια κοινωνία που επιβραβεύει την «λούμπεν επιτυχία» όπου η γνώμη και ο τρόπος ζωής της κάθε ινφλουένσερ συγκλονίζει το πανελλήνιο και δημιουργεί πρότυπα με ανάλογες συμπεριφορές…
Ξενοφών Μπρουντζάκης, συγγραφέας
«Η γυναίκα μου λέγεται “μωρή”»
«Η γυναίκα μου λέγεται “μωρή”»
Με λένε Μαρία Αναγνωστοπούλου, κατάγομαι από την Αμαλιάδα, σπούδασα στην Πάτρα Κοινωνική Εργασία, δηλαδή είμαι κοινωνική λειτουργός. Εγώ ήρθα στην Παραμυθιά το 1995. Γνώρισα τον σύζυγο μου τον Γιάννη τον Δημάκα στην Αθήνα κι αποφασίσαμε όταν καταλάβαμε ότι θέλουμε να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογένεια, ότι η Αθήνα δεν ήταν ένα μέρος για να κάνεις οικογένεια, εμείς δεν βλεπόμασταν μεταξύ μας πώς θα βλέπαμε και τα παιδιά μας ή θα κάναμε μία φυσιολογική ζωή; Κι έτσι, αποφασίσαμε να έρθουμε στην Παραμυθιά, γιατί ο Γιάννης είχε εδώ τους γονείς του.
Αφήνω την Αμαλιάδα, μία σύγχρονη πόλη, αφήνω την Αθήνα μία μεγάλη μεγαλούπολη, κι αποφασίζω, σαν εξερευνητής σχεδόν, να έρθω στην Ήπειρο και να ζήσουμε, να ξεκινήσουμε να στήσουμε την οικογένειά μας στην Παραμυθιά. Θα σας πω πώς ήταν να ζει μία νέα κοπέλα στην Παραμυθιά του ‘95, ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά της ζωής όσον αφορά την κουλτούρα, τις συνήθειες και τη θέση της γυναίκας…
M’ άρεσε και φορούσα αυτά τα ινδικά φουστάνια τα αραχνοΰφαντα, μαντήλια, έδενα τα μαλλιά μου… αυτό, πώς βλέπετε στο Woodstock τις φωτογραφίες; Ένα τέτοιο πράγμα. Κι έρχομαι τώρα εγώ στην Παραμυθιά έτσι. Κι όταν με βλέπει η γιαγιά του Γιάννη μπροστά της -που περίμενε να δει τη νύφη, όπως με λέγανε τότε, να με γνωρίσει- με αυτά τα ινδικά φορέματα, μου λέει:
«Μπράβο μωρ’ τσούπρα μου, μπράβο! Με έχεις κάνει και χαίρομαι, πάρα πολύ χαίρομαι!»
«Γιατί μωρέ γιαγιά;» της λέω εγώ.
«Γιατί φοράς την παραδοσιακή σου τη φορεσιά!»
Νόμιζε ότι τα ρούχα αυτά που φορούσα, τα μακριά και το γιλέκο από πάνω, γιατί φορούσαμε και τα γιλεκάκια τότε τα στολισμένα με πετρούλες και με χαντρούλες, ότι αυτό ήτανε το ντύσιμό μου κι έχω έρθει από την Αμαλιάδα με την παραδοσιακή μου φορεσιά. Τι να σας πω!
Και βρίσκω δουλειά στο Κ.Α.Π.Η. της Παραμυθιάς, ζητούσαν κοινωνική λειτουργό. Όταν είχα πρωτοπιάσει δουλειά στο Κ.Α.Π.Η., ένας φίλος του πεθερού μου του Σωτήρη έμαθε λοιπόν κι αυτό, ότι ο καλός του φίλος, ο γιος του, ας το πούμε έτσι, που τον μεγάλωσε, βρήκε κοπέλα κι ότι δουλεύει στο Κ.Α.Π.Η. Και θέλησε να ‘ρθει να με γνωρίσει. Έρχεται λοιπόν αυτός ο παππούς κι αφού δεν ήξερε πώς με λένε, ανοίγει την πόρτα κι αρχίζει να φωνάζει: «Γιάνναινα!» «Γιάνναινα!» «Γιάνναινα!» Εγώ μόνη μου είμαι στο Κ.Α.Π.Η., βγαίνω έξω, νομίζοντας πως ψάχνει το Κ.Τ.Ε.Λ. να πάει στα Γιάννενα. Του λέω: «Θα προχωρήσετε ευθεία, όπως κάνει ο δρόμος αριστερά δεν θα… τον ίδιο δρόμο θα πάρετε, θα το δείτε μπροστά σας το Κ.Τ.Ε.Λ. κι από κει θα φύγετε για τα Γιάννενα, δεν είναι εδώ το Κ.Τ.Ε.Λ., είναι λίγο παραπάνω».
Ο άνθρωπος απλά έκλεισε την πόρτα, γιατί ντράπηκε ίσως, από αμηχανία; Δεν ξέρω. Πήγε στο μαγαζάκι που είχε ο πεθερός μου και του λέει: «Έτσι και έτσι έπαθα με τη νύφη σου, εγώ πήγα να τη χαιρετήσω και να της πω καλωσόρισες και πώς να την έλεγα; Την είπα Γιάνναινα». Έτσι λέγανε τις γυναίκες τότε τις παντρεμένες, είχανε το όνομα του συζύγου! Και μου λέει ο πεθερός μου το μεσημέρι: «Εσένα έλεγε “Γιάνναινα”, εσένα έλεγε, εσένα ζήταγε». Αυτή η ιστορία είναι ενδεικτική, δε θέλω να πω της… μόνο της θέσης της γυναίκας, αλλά και της νοοτροπίας γενικότερα.
Είναι περίοδος εγγράφων στο Κ.Α.Π.Η. κι έρχεται ένας παππούς να γράψει τον ίδιο και τη γυναίκα του. Δεν ήταν μπροστά η γυναίκα, είχε έρθει μόνος του.
«Πώς τη λένε τη γυναίκα σου;» Με κοιτάει. «Πώς τη λένε;» του λέω. Με ξανακοιτάει.
«Μωρή», μου λέει.
«Τι εννοείς;» του λέω.
«Ξέρω γω;» μου λέει. «Εγώ “μωρή” τη φωνάζω, τώρα που μου λες, δε θυμάμαι το όνομά της. Για κάτσε μωρέ», μου λέει, «στη γειτονιά τη φωνάζουνε και “Μπούσαινα”, από το όνομά μου». -Μπούσης είναι ο Σπύρος. Μπούσης ο Σπύρος, η γυναίκα του «Μπούσαινα»- «Ναι, “Μπούσαινα” γράψε».
«Καλέ μου», του λέω, «ούτε, ούτε “Μπούσαινα” ούτε “μωρή” τη λένε τη γυναίκα, έχει όνομα!»
«Δεν το ξέρω», μου λέει, «το όνομα της. Τι να σου πω, δεν το ξέρω».
Δεν το θυμότανε, δε θυμόταν το όνομα της γυναίκας του, γιατί όλοι τη φώναζαν κάπως διαφορετικά κι αυτός και φώναζε «μωρή».
Εγώ όμως το ‘βλεπα όλο αυτό και με ενοχλούσε, με ενοχλούσε, γιατί έβλεπα και τις πιο νέες γυναίκες να έχουν ενστερνιστεί σ’ αυτό τον τρόπο ζωής. Εμείς όταν αποκτήσαμε την πρώτη μας την κόρη τη Βάσια, κι ο Γιάννης έβαζε το μωρό στο μάρσιπο κι έβγαινε στην Παραμυθιά… το τι καζούρα έχει φάει! Εδώ τα καροτσάκια ήταν ντροπή να τα σέρνει ο σύζυγος, πάντα η σύζυγος είχε το καροτσάκι κι ο σύζυγος δίπλα για να βγούνε μία βόλτα ή να πάνε κάπου. Ήταν ντροπή να πιάσει ο άντρας το καροτσάκι.
Ήταν μία κυρία, η οποία είχε παντρευτεί, την είχαν παντρέψει, στα δεκαέξι της ή δεκαεφτά της χρόνια, πολύ νέα. Μέχρι που παντρεύτηκε είχε ρωτήσει πολλές φορές τη μαμά της από πού γεννιούνται τα παιδιά. Κι η μαμά της έδινε πάντα την ίδια απάντηση: «Από τη μύτη». Και δεν είχε το σθένος να απαντήσει στο παιδί της από πού γεννιούνται τα παιδιά. Κι όταν έμεινε έγκυος, της είπε της μάνας της:
«Καλά, εγώ τώρα το παιδί πώς θα το γεννήσω από τη μύτη;»
Κι η μάνα της τής είπε ότι: «Αυτό που σου έλεγα ήταν μία δικαιολογία, γιατί τα παιδιά δε γεννιούνται από τη μύτη, γεννιούνται από το “πράμα” σου», έτσι λέγανε τότε.
Κι η πρώτη φορά που αυτή η γυναίκα κατάλαβε τη γενετήσια λειτουργία, ήτανε στα δεκαεφτά της. Και πίστευε πραγματικά, το πίστευε, απ’ ό,τι μας είπε η ίδια, ότι τα παιδιά… μέχρι τα δεκαεφτά της πίστευε ότι γεννιούνται από τη μύτη.
Άλλη μία πολύ θλιβερή ιστορία που μου είχαν εκμυστηρευτεί εκεί, σε συνεδρία του Κ.Α.Π.Η. Ήταν μία γιαγιά η οποία ήταν πάρα πολύ άσχημη, πραγματικά ήταν πάρα πολύ άσχημη… πώς βλέπεις αυτές τις μάγισσες, τις κούκλες μάγισσες; Είχε μία τέτοια μύτη, είχε βαθουλωμένα μάτια και σκελετωμένο πρόσωπο και σώμα. Ήταν πραγματικά… άμα την έβλεπες τρόμαζες. Είχε μείνει γεροντοκόρη, γιατί κανένας δεν ήθελε να παντρευτεί αυτή την άσχημη γυναίκα. Επειδή όμως είχε μείνει βάρος στον αδελφό της, γιατί τότε ο αδελφός έπρεπε να παντρέψει όλες τις αδελφές του, την είχε κλείσει σε μια αποθήκη και της πήγαινε φαγητό, νερό και ζούσε όλη της τη ζωή, λόγω της ασχήμιας της… σαν τον Κουασιμόδο που ζούσε στο καμπαναριό, η γιαγιά αυτή ζούσε στην αποθήκη. Της πήγαινε φαγητό, αλλά εκεί στην αυλή γύρω-γύρω. Δεν κατέβαινε στο χωριό, επειδή ήταν άσχημη.
Κι αυτή η γιαγιά… πέθανε ο αδελφός της κι έτσι βγήκε από το σπίτι κι ερχόταν σε μας μετά δειλά-δειλά να μας συναντήσει. Βρήκε την ευκαιρία, στα γεράματα της, να μπορέσει να γνωρίσει ό,τι έχει απομείνει από αυτόν τον κόσμο να γνωρίσει. Πολύ άσχημη ιστορία αυτή με τη γιαγιά… «Κωνσταντινιά», έτσι την έλεγαν, έχει πεθάνει. Αυτή ήταν η ζωή τότε.
Τότε, λοιπόν, πήγα στην υπεύθυνη της Ν.Ε.Λ.Ε. και της λέω: «Θέλω να κάνω κάποιες ομάδες γονέων». Ήθελα να δώσω στις γυναίκες και την άλλη οπτική, που δεν την ήξεραν, να τη μάθουν τουλάχιστον. Το προσπαθήσαμε και φτιάξαμε σε κάθε χωριό κι από μία ομάδα γονέων. Μέσα από την αφήγηση των ιστοριών της κάθε μίας, καταλαβαίνανε καταρχήν ότι δεν είναι μόνες κι ότι δεν είναι οι μόνες που έχουν περάσει αυτή τη ζωή που έχουν περάσει. Οι ανάγκες τους ήταν να μιλήσουν γι’ αυτό που τις απασχολούσε τις ίδιες. Και στην ουσία είχαμε μία ομάδα συμβουλευτικής γυναικών, κι έτσι ένιωθε μία ανακούφιση και μπορούσε να αλλάξει και κάποια πράγματα, αν το ήθελε. Κάθε γυναίκα έχει δύναμη και να προβάλει αυτή τη δύναμη απέναντι σε κάθε καταπιεστικό-κακόποιητικό στοιχείο.
Σήμερα η Παραμυθιά είναι πλέον μία σύγχρονη πόλη, ό,τι και να φορέσει κάποιος στο δρόμο, μέχρι να είναι γεμάτος από σκουλαρίκια, να φοράει μπότες το καλοκαίρι… Σήμερα πλέον ο κόσμος έχει φύγει κι από δω κι έχει δει και άλλα μέρη. Νομίζω αυτή η διαφορά είναι, ήτανε, ήταν ότι δεν έβγαινε ο κόσμος από τον τόπο του να δει άλλα πράγματα.
Η συμβολή μου, πιστεύω στην τρίτη ηλικία και στη νεανική ηλικία, όσον αφορά κυρίως το γυναικείο πληθυσμό της περιοχής -όπως το βλέπω τώρα από μακριά- ήταν μεγάλη και δεν το λέω μόνο εγώ. Ακόμα και τώρα όταν περνάω από το Κ.Α.Π.Η., που δεν δουλεύω εκεί, βέβαια δεν ζούνε, αλλά είναι κάποιες που τότε ήταν νέες και τώρα είναι μεγάλες σε ηλικία, με κοιτάνε μες στα μάτια, πολλές φορές δακρύζουν και μου λένε: «Πόσο καλό μας είχες κάνει τότε, πόσο καλό μας είχες κάνει, σε θυμόμαστε με τη μεγαλύτερη αγάπη».
Αυτά, για τη δική μου Θεσπρωτία, όπως την έζησα εγώ, όπως τη γνώρισα τότε. Και μέσα σε αυτά τα είκοσι εφτά χρόνια έχει αλλάξει τόσο πολύ, και πιστεύω πραγματικά ότι ένα πολύ πολύ μικρό λιθαράκι το έχω βάλει και εγώ για να αλλάξει.
Πηγη: https://www.istorima.org/…/167/i-gunaika-mou-legetai-mori/
Αριστοτέλης: Πίσω από κάθε πόνο σου υπάρχει ένα λάθος σου….
Ένα γνωμικό που είναι αρκετά δημοφιλές το τελευταίο διάστημα στο ελληνικό διαδίκτυο και αποδίδεται στον Αριστοτέλη είναι αυτό: «Πίσω από κάθε πόνο σου στέκει ένα λάθος σου». Όμως μπορεί πράγματι να είπε κάτι τέτοιο;
ΑΝΕΠΙΒΕΒΑΙΩΤΟ
Το βρίσκουμε είτε αυτούσιο, είτε σε λίστες με άλλα (πλαστά και μη) ρητά του Αριστοτέλη. Ωστόσο, παρά την μαζική ανακύκλωση αυτής της φράσης σε διάφορα blog και ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν παρουσιάζεται καμία απόδειξη ότι ο Αριστοτέλης είπε κάτι τέτοιο.
Η πηγή που συνήθως επικαλούνται και μπορεί να βρει ο οποιοσδήποτε είναι είτε σ ένα βιβλίο της Βαμβουνάκη (Ο παλιάτσος και η Άνιμα), είτε στα γνωστά “αποφθεγματάδικα” χωρίς αναφορά σε βιβλίο ή μετάφραση στα αρχαία.
Γενικά η φράση δεν υπάρχει αυτούσια σε κάποιο βιβλίο του Αριστοτέλη
Η αγγλική του εκδοχή (Behind your pain there is your mistake) είναι μάλλον “άκομψα αγγλικά”. Αποκλείεται κάποιος κλασικός φιλόλογος, ελληνιστής να είχε μεταφράσει λόγο του Αριστοτέλη με τόσο πεζό τρόπο.
H λίστα βιβλίων που θεωρεί ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ότι κάθε νέος οφείλει να έχει διαβάσει
Επιμέλεια: Δήμητρα Ντζαδήμα //
Ο Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway, 21 Ιουλίου 1899 – 2 Ιουλίου 1961) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, γνωστός ακόμα και για το δημοσιογραφικό του έργο, με ζωή περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο αποτυπώνεται στα βιβλία του. Το 1927 εγκαταστάθηκε στo Κι Γουέστ της Φλόριντα, τόπο που αποτέλεσε μία σταθερή βάση για τον Χέμινγουεϊ τα επόμενα χρόνια. Το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ τον επόμενο χρόνο βραβεύθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Το 1934, o νεαρός φοιτητής Άρνολντ Σάμιουελσον – Arnold E. Samuelson διάβασε το διήγημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ «One Trip Across». Εμπνευσμένος από όσα είχε διαβάσει και με όνειρο να γίνει και ο ίδιος συγγραφέας ο 22χρονος αποφάσισε να ταξιδέψει σε όλη την Αμερική για να επισκεφτεί τον Χέμινγουεϊ και να ζητήσει τη συμβουλή του για τη συγγραφή.
Ο Samuelson είχε μόλις τελειώσει ένα μάθημα δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα και είχε φιλοδοξίες να γίνει συγγραφέας. Ετοίμασε μια τσάντα και πήγε με ωτοστόπ στο Κι Γουέστ. Πέρασε την πρώτη του νύχτα σε μια αποβάθρα και ξύπνησε κατά τη διάρκεια της νύχτας από έναν αστυνομικό που κάλεσε τον Samuelson να κοιμηθεί στην τοπική φυλακή. Δέχτηκε την πρόταση και την επόμενη μέρα, τόλμησε να αναζητήσει το σπίτι του ήρωά του. Ο ίδιος λέει:
“Όταν χτύπησα την εξώπορτα του σπιτιού του Έρνεστ Χέμινγουεϊ στο Κι Γουέστ, βγήκε έξω και στάθηκε ακριβώς μπροστά μου, ενοχλημένος και περιμένοντας να μιλήσω. Δεν είχα τίποτα να πω. Δεν μπορούσα να θυμηθώ λέξη από την προετοιμασμένη ομιλία μου. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, ψηλός, με μεγάλους ώμους. Στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια του στη μέση, ήταν σκυμμένος ελαφρώς προς τα εμπρός, με την ενστικτώδη στάση ενός μαχητή έτοιμου να χτυπήσει.”
Ο Samuelson εξήγησε πώς είχε διαβάσει το “One Trip Across” και ήθελε να μιλήσει μαζί του για αυτό. Ο Χέμινγουεϊ σκέφτηκε για λίγο και μετά του είπε να επιστρέψει την επόμενη μέρα στις μία και μισή.
Όντως επέστρεψε την επόμενη μέρα και την καθορισμένη ώρα για να βρει τον Χέμινγουεϊ να κάθεται στη βεράντα του. Άρχισαν να μιλάνε και ο Χέμινγουεϊ του έδωσε την εξής συμβουλή:
«Το πιο σημαντικό πράγμα που έχω μάθει για το γράψιμο είναι να μην γράφω ποτέ πάρα πολλά… την κάθε φορά. Ποτέ μην “εξαντλείς” τον εαυτό σου. Είναι σημαντικό να ξέρεις πότε να σταματήσεις. Όταν γράφεις και φτάνεις σε ένα ενδιαφέρον σημείο και ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια, είναι η ώρα να σταματήσεις. Άφησε το υποσυνείδητό να κάνει τη δουλειά. Το επόμενο πρωί, όταν θα έχεις κοιμηθεί καλά και θα νιώθεις φρέσκος, ξαναγράψε αυτό που είχες γράψει την προηγούμενη μέρα. Όταν φτάσεις στο ενδιαφέρον σημείο και ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια, συνέχισε από εκεί και σταματά ξανά σε ένα άλλο σημείο υψηλού ενδιαφέροντος. Με αυτόν τον τρόπο, όταν θα το ολοκληρώνεις, τα βιβλίο σου θα είναι γεμάτο ενδιαφέροντα σημεία, δεν κολλάς ποτέ και το κάνεις όλο και πιο ενδιαφέρον όσο προχωράς».
Τότε άρχισαν να μιλούν για βιβλία, με τον Χέμινγουεϊ να ρωτά:
«Διάβασες ποτέ το ” Πόλεμος και Ειρήνη”; Αυτό είναι ένα καταραμένο καλό βιβλίο. Θα πρέπει να το διαβάσεις. Θα πάμε στο γραφείο μου και θα φτιάξω μια λίστα με όσα πρέπει να διαβάσεις».
Έτσι ο Χέμινγουεϊ έγραψε μια λίστα με δεκατέσσερα βιβλία και δύο διηγήματα, τα οποία πρότεινε να διαβάσει ένας νεαρός συγγραφέας:
- “The Blue Hotel”, Στίβεν Κρέιν
- “The Open Boat“, Στίβεν Κρέιν
- “Μαντάμ Μποβαρύ“, Γκυστάβ Φλωμπέρ
- “Οι Δουβλινέζοι“, Τζέιμς Τζόις
- “Το κόκκινο και το μαύρο“, Σταντάλ
- “Ανθρώπινη δουλεία“, Ουίλιαμ Σόμερσετ Μομ
- “Άννα Καρένινα” , Λέων Τολστόι
- “Πόλεμος και Ειρήνη“, Λέων Τολστόι
- “Οι Μπούντενμπροκ”, Τόμας Μαν
- “Hail and Farewell.“, Τζορτζ Μουρ
- “Αδελφοί Καραμάζοφ”, Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
- “The Oxford Book of English Verse ( 1250–1900)”, μια ανθολογία αγγλικής ποίησης , που επιμελήθηκε ο Arthur Quiller-Couch
- “The Enormous Room”, Ε.Ε. Κάμμινγκς
- “Ανεμοδαρμένα Ύψη”, Emily Bronte
- “Far Away και Long Ago”, Γουίλιαμ Χένρι Χάντσον
- “Ο Αμερικανός”, Χένρι Τζέιμς
Ο Samuelson κατέληξε να μείνει με τον Hemingway για σχεδόν ένα ολόκληρο έτος και κατέγραψε την εμπειρία αυτή και όσα αποκόμισε σε ένα χειρόγραφο που ανακαλύφθηκε από την κόρη του μετά το θάνατό του το 1981. Δημοσιεύθηκε με τον τίτλο “With Hemingway: A Year in Key West and Cuba”, ένα πορτρέτο του μεγάλου συγγραφέα μέσα από τη ματιά του Samuelson, το έτος 1934-1935 στο Κι Γουέστ και όσα έζησαν ο ίδιος, ο Χέμινγουεϊ και οι επισκέπτες τους εκείνη τη χρονιά.
Πηγή:fractalart.gr