Φλυαρία

Φλυαρία: Τι «κρύβει» η ανάγκη κάποιου να μιλά… ακατάπαυστα;

Γιατί κάποια άτομα αρέσκονται στη φλυαρία; Και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να τα διαχειριστούμε;

ΚείμενοΦαίη Βάκρινου

    Παρατηρώντας τον κόσμο, αν μη τι άλλο, μόνο ανιαρός δεν θα λέγαμε πως είναι. Τόσα πολλά ζευγάρια μάτια με διαφορετικούς χαρακτήρες και συμπεριφορές. Ως προς την έκφραση των σκέψεων που καλώς ή κακώς κατακλύζουν αν όχι όλους, τουλάχιστον τους περισσότερους από εμάς καθημερινά, κάποιοι είμαστε λακωνικοί, άλλοι πάλι σχεδόν αμίλητοι και βέβαια υπάρχουν και εκείνοι που χαρακτηρίζονται από φλυαρία.

    Τι κάνουμε όταν ο σύντροφος, ο συνάδελφος, ο φίλος μας, το παιδί μας, δεν σταματούν να μιλούν;

    Άραγε ένας… πολυλογάς, ακούει;

    Όλοι γνωρίζουμε ένα τέτοιο άτομο. Που φαίνεται να μιλά χωρίς να ακούει. Που δείχνει να πιστεύει πως αυτό που έχει να πει είναι τόσο συναρπαστικό για τους άλλους, όσο για τον ίδιο.

    Τα άτομα που τείνουν να μιλούν ακατάπαυστα φαίνεται να αναζητούν ακόμα αυτό που λέμε «ισορροπία». Αν δεν έχουν όμως κατακτήσει τη δεξιότητα της ενεργητικής ακρόασης, είναι προτιμότερο να μην το παίρνουμε προσωπικά. Στιγμές στιγμές, ένας πολυλογάς δεν ακούει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συνδεθεί σε βάθος με τους ανθρώπους γύρω του. Ίσως απλά δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τις διαθέσεις και τις αποκρίσεις των ακροατών του.

    Μερικοί άνθρωποι μιλούν για τον εαυτό τους επειδή πιστεύουν ότι είναι πιο ενδιαφέροντες από τους άλλους. Αλλά πολλοί, κατακλύζονται από τα δικά τους συναισθήματα και προσπαθούν να τα απομακρύνουν μιλώντας.

    Πόσοι από εμάς ακούμε πραγματικά;

    Παρότι αναπτύσσουμε αυτόματα την ικανότητα να ακούμε, η ακρόαση δεν είναι και τόσο απλή διαδικασία. Τουλάχιστον όσον αφορά την επικοινωνία μας με τους άλλους. Αφορά την επεξεργασία σύνθετων ακουστικών σημάτων και αποτελεί «εργαλείο» μάθησης.

    Μια καλή επικοινωνία χαρακτηρίζεται από δούναι και λαβείν. Από ακρόαση και από ομιλία με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό και τη φροντίδα του ενός για τα συναισθήματα του άλλου. Δεν είναι λίγα τα άτομα που δεν είναι σε θέση να συμμετάσχουν σε αυτόν τον διαδραστικό ρυθμό. Όχι απαραίτητα επειδή δεν τα ενδιαφέρει. Αλλά επειδή συχνά δεν μπορούν να ανεχθούν τα συναισθήματα που μπορεί να προκύψουν καθώς ακούν ένα άλλο άτομο.

    5 απλές βοηθητικές κινήσεις

    #1 Ακούστε αλλά όχι για πολύ

    Καθώς ακούτε το άλλο άτομο, προσπαθήστε να καταλάβετε τι προσπαθεί να σας επικοινωνήσει: Είναι η παρατεταμένη ομιλία μια έκφραση θαυμασμού προς το πρόσωπό σας; Μια σκέψη που δεν μπορεί να βγει από το μυαλό του; Ένα συναίσθημα που δεν μπορεί να διαχειριστεί;

    #2 Αφού ακούσετε για λίγο, ρωτήστε το άλλο άτομο αν θα το πείραζε να το διακόψετε

    Εάν σας αρνηθεί, αφήστε το να ολοκληρώσει τη σκέψη του για ένα θέμα αλλά μετά διακόψτε το μόλις αρχίσει να μιλά για ένα άλλο.

    #3 Όταν διακόπτετε, αναφέρετε κάτι που σας έχει πει

    Κάτι απλό, επίκαιρο και κατά προτίμηση θετικό.

    #4 Μην σταματήσετε σε ένα απλό σχόλιο

    Εμπλουτίστε τη σχετική συζήτηση με κάποια δική σας εμπειρία που θα κάνει το άλλο άτομο να αισθανθεί πως το καταλαβαίνετε. Μια ανάμνηση ενός παρόμοιου γεγονότος, ένα κοινό συναίσθημα, μια αστεία ιστορία, κάτι που σας δίνει την ευκαιρία να μοιραστείτε τις εμπειρίες σας.

    #5 Σταματήστε τη συζήτηση όταν διαρκεί πολύ

    Δεν είναι κακό να λέτε σε κάποιον που ακούτε για περισσότερο χρόνο από ό,τι έχετε ή θέλετε να διαθέσετε ότι λυπάστε αλλά έχετε δουλειά και θα μιλήσετε αργότερα. Σε κάθε περίπτωση, έχετε το δικαίωμα να προστατεύσετε τα όριά σας.

    «Το μαύρο πρόβατο» (La pecora nera) –διήγημα του Ίταλο Καλβίνο

     

    «Το μαύρο πρόβατο» (La pecora nera) είναι ένα μικρό διήγημα-αλληγορία του Ιταλού πεζογράφου και δημοσιογράφου Ίταλο Καλβίνο (1923-1985). Γράφτηκε στην Ιταλία στα τέλη της φασιστικής περιόδου, εκδόθηκε οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, το 1993, στη συλλογή διηγημάτων Λίγο πριν πεις «Εμπρός» (Prima che tu dica “Pronto”, ed. Mondadori).

    «Υπήρχε μια χώρα όπου όλοι ήταν κλέφτες.

    Τη νύχτα κάθε κάτοικος έβγαινε με αντικλείδια κι ένα φανάρι και πήγαινε να διαρρήξει το σπίτι ενός γείτονα. Επέστρεφε την αυγή φορτωμένος κι έβρισκε το σπίτι του διαρρηγμένο. Κι έτσι όλοι ζούσαν αρμονικά και χωρίς προβλήματα, αφού ο ένας έκλεβε τον άλλον, κι αυτός έναν άλλον ακόμα και ούτω καθεξής, μέχρι να έρθει η σειρά του τελευταίου που έκλεβε τον πρώτο.

    Το εμπόριο σε εκείνη τη χώρα ασκείτο με τη μορφή της απάτης, τόσο από την πλευρά εκείνου που πουλούσε όσο και από την πλευρά εκείνου που αγόραζε. Η κυβέρνηση ήταν μια εταιρία που εγκληματούσε σε βάρος των πολιτών, και οι πολίτες, από τη μεριά τους, νοιάζονταν μόνο να εξαπατούν την κυβέρνηση. Έτσι η ζωή συνεχιζόταν χωρίς δυσκολίες, και δεν υπήρχαν ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί.

    Τότε, κανείς δεν ξέρει πώς, βρέθηκε στη χώρα ένας τίμιος άνθρωπος. Τη νύχτα, αντί να βγαίνει με τον σάκο και το φανάρι, έμενε στο σπίτι του να καπνίζει και να διαβάζει μυθιστορήματα. Έρχονταν οι κλέφτες, έβλεπαν το φως αναμμένο και δεν ανέβαιναν.

    Αυτή η κατάσταση διήρκεσε για λίγο· μετά έπρεπε να τον κάνουν να καταλάβει ότι εάν ήθελε να ζει χωρίς να κάνει τίποτα, αυτός δεν ήταν λόγος να μην αφήνει τους άλλους να κλέβουν. Για κάθε νύχτα που αυτός περνούσε στο σπίτι του, μία οικογένεια δεν έτρωγε την επόμενη ημέρα.

    Μπροστά σε αυτά τα επιχειρήματα, ο τίμιος άνθρωπος δεν μπορούσε να εναντιωθεί. Άρχισε κι αυτός να βγαίνει το βράδυ και να γυρίζει την αυγή, όμως, να κλέψει δεν πήγαινε. Τίμιος ήταν, δεν υπήρχε τίποτα να κάνει. Πήγαινε μέχρι τη γέφυρα κι έμενε να κοιτάζει το νερό να περνάει από κάτω. Επέστρεφε στο σπίτι του και το έβρισκε διαρρηγμένο.

    Σε λιγότερο από μία εβδομάδα, ο τίμιος άνθρωπος βρέθηκε απένταρος, χωρίς να έχει τίποτα να φάει, με το σπίτι άδειο. Όμως, μέχρι εδώ, μικρό το κακό, γιατί η ευθύνη ήταν δική του. Το πρόβλημα ήταν ότι με αυτόν τον τρόπο που έπραττε δημιουργείτο ένα χάος. Γιατί άφηνε τους άλλους να του κλέβουν τα πάντα, ενώ αυτός δεν έκλεβε κανέναν· έτσι, υπήρχε πάντα κάποιος που επιστρέφοντας την αυγή στο σπίτι του το έβρισκε άθικτο γιατί ήταν το σπίτι που έπρεπε να διαρρήξει αυτός.

    Γεγονός είναι ότι μετά από λίγο, εκείνοι που δεν έπεφταν θύματα κλοπής βρέθηκαν να είναι πιο πλούσιοι από άλλους και να μη θέλουν πλέον να κλέβουν. Κι αυτοί που πήγαιναν να κλέψουν το σπίτι του τίμιου ανθρώπου, το έβρισκαν πάντα άδειο· έτσι γίνονταν φτωχοί. Εν τω μεταξύ, εκείνοι που έγιναν πλούσιοι απέκτησαν κι αυτοί τη συνήθεια να πηγαίνουν τη νύχτα στη γέφυρα να κοιτάζουν το νερό που περνούσε από κάτω. Αυτό μεγάλωσε το χάος, γιατί υπήρξαν πολλοί άλλοι που έγιναν φτωχοί.

    Τότε, οι πλούσιοι είδαν ότι, με το να πηγαίνουν τη νύχτα στη γέφυρα, θα γίνονταν φτωχοί μετά από λίγο. Και σκέφτηκαν: «Να πληρώσουμε τους φτωχούς να πηγαίνουν να κλέβουν για λογαριασμό μας». Έκαναν τα συμβόλαια, ορίστηκαν οι μισθοί, τα ποσοστά· φυσικά, πάντα κλέφτες ήταν, και προσπαθούσαν να εξαπατήσουν οι μεν τους δε. Όμως -όπως συνήθως συμβαίνει- οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

    Υπήρχαν πλούσιοι τόσο πλούσιοι που δεν είχαν πια ανάγκη να κλέβουν και να βάζουν άλλους να κλέβουν για να συνεχίζουν να είναι πλούσιοι. Όμως, εάν σταματούσαν να κλέβουν, θα γίνονταν φτωχοί γιατί οι φτωχοί τούς έκλεβαν. Πλήρωσαν, λοιπόν, τους πιο φτωχούς από τους φτωχούς για να προφυλάσσουν την περιουσία τους από τους άλλους φτωχούς, κι έτσι ίδρυσαν την αστυνομία και δημιούργησαν τις φυλακές.

    Με αυτόν τον τρόπο, λίγα μόλις χρόνια μετά την άφιξη του τίμιου ανθρώπου, κανείς δεν μιλούσε πια για κλοπές, αλλά μόνο για πλούσιους ή φτωχούς, παρότι ήταν πάντα όλοι κλέφτες. Τίμιος υπήρξε μόνο εκείνος ο ένας που πέθανε σύντομα. Από πείνα».

    Μετάφραση: Μαρία Π. Βαγγέλη

    Ο Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) γεννήθηκε στην Κούβα, αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Το 1943 προσχωρεί στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης. Πρωτοεμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα το 1947 με το μυθιστόρημα “Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές” με θέμα την Αντίσταση, θέμα που πραγματεύεται και στο επόμενο βιβλίο του, μια συλλογή από διηγήματα με γενικό τίτλο “Τελευταίο έρχεται το κοράκι”. Ακολουθεί η τριλογία που τον έκανε διάσημο, τρία σύντομα μυθιστορήματα που συνθέτουν τον κύκλο “Οι πρόγονοί μας: Ο διχασμένος υποκόμης”, “Ο αναρριχώμενος βαρόνος” και “Ο ανύπαρκτος ιππότης”. Ακολουθεί, το 1956, μια συλλογή ιταλικών λαϊκών παραμυθιών που μετέγραψε ο συγγραφέας με τον τίτλο “Ιταλικοί μύθοι”, ενώ δυο χρόνια αργότερα εκδίδει τα “Διηγήματα”, συλλογή που περιέχει και την πολύ γνωστή ενότητα διηγημάτων “Οι δύσκολοι έρωτες”. Ακολουθούν δύο σύντομα μυθιστορήματα, το “Μαρκοβάλντο ή οι εποχές στην πόλη” και το “Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου” (1963) που ολοκληρώνουν τη “νεορεαλιστική” του φάση. Το 1965 και το 1967 εκδίδει δύο συλλογές “φανταστικών” διηγημάτων με τίτλους “Τα κοσμοκωμικά” και “Ταυ με μηδέν”, ενώ το 1969 εκπλήσσει όλο τον κόσμο με το “Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων”. Ακολουθούν τα έργα “Οι αόρατες πόλεις” (1972), “Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης” (1979) και “Πάλομαρ” (1983). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα έργα “Κάτω απ’ τον ιαγουάρο ήλιο”, “Σχετικά με το παραμύθι” (δοκίμιο), “Αμερικανικά μαθήματα” (δοκίμιο), “Ο δρόμος του Σαν Τζιοβάνι”, “Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς” (δοκίμιο) και “Πριν να πεις “εμπρός”.

    • Πίνακας: Jan Bedijs Tom (1813-1894)

    Η γνωστή ρητορική φράση από τον Επιτάφιο του Περικλή, «Φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» (= αγαπάμε το ωραίο με απλότητα και φιλοσοφούμε χωρίς μαλθακότητα), αναγράφεται στο πανεπιστήμιο Queensland της Αυστραλίας.

    ΤΟ ΣΎΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΚΑΛΙΓΟΎΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΌΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΊΑΣ

    *

    του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

    «Αφού γεννήθηκες θνητός, άνθρωπε, μην έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου».
    ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

    Γνωστός με το προσωνύμιο Καλιγούλας, ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Γερμανικός (12 μ.Χ. – 41 μ.Χ.) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 37 μ.Χ. έως το 41 μ.Χ. Η ταραχώδης ζωή του και η διαταραγμένη προσωπικότητά του μελετήθηκαν από ιστορικούς της εποχής και έγιναν αντικείμενο λογοτεχνικής, θεατρικής και κινηματογραφικής δημιουργίας στην διάρκεια του εικοστού αιώνα.

    Ιδιαίτερη θέση ανάμεσα σε αυτές τις δημιουργίες κατέχει το θεατρικό έργο Καλιγούλαςτου Αλμπέρ Καμύ στο οποίο ο Αλγερινογάλλος νομπελίστας συγγραφέας δίνει τη δική του ερμηνεία για την παθολογία της εξουσίας και την σχέση της με τα άλυτα υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου: το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης, την απουσία νοήματος, το αγωνιώδες αίνιγμα του θανάτου.

    Χτυπημένος από το θάνατο της αδελφής του ο Καλιγούλας συνειδητοποιεί τα όρια της εξουσίας του και τον παραλογισμό της ανθρώπινης ζωής που χωρίς εξήγηση κατατείνει αβοήθητη προς τον θάνατο. Πανίσχυρος στη ζωή, ξαφνικά νοιώθει τελείως ανίσχυρος ενώπιον του θανάτου. Όλα όσα ακολουθούν είναι συμπτώματα ενός ανθρώπου της εξουσίας που αδυνατεί να δεχτεί τα θανάσιμα δεδομένα της ύπαρξης. Μοιραία καταλήγει στην τρέλα, την αυτοδιάλυση, την καταστροφή των άλλων. Άνθρωπος που αδυνατεί να γίνει Θεός, ενσάρκωση μιας ακραίας μεγαλομανίας, καταστρέφει και αυτοκαταστρέφεται.

    Στην πρώτη πράξη, σκηνή τρίτη, ο Καλιγούλας δηλώνει πως «θέλει το φεγγάρι» και πως νοιώθει ανικανοποίητος που δεν μπορεί να το έχει. Και λίγο αργότερα θα δηλώσει «δεν μπορώ να υποφέρω τον κόσμο έτσι όπως είναι φτιαγμένος, γι’ αυτό χρειάζομαι το φεγγάρι ή την ευτυχία ή την αθανασία».

    Σύμπτωμα ακραίας λογικής ή παραφροσύνης, ένας τέτοιος συλλογισμός είναι διπλά τραγικός για έναν άνθρωπο της εξουσίας. Αυτός, ένας αυτοκράτορας, δεν είναι παρά ένας κοινός θνητός, ένας άνθρωπος όπως όλοι. Και αυτό τον τρελαίνει. Αυτό που δείχνουν οι κραυγές και οι ανάλγητες πράξεις του είναι το σοκ από την ξαφνική επίγνωση της θνητότητας και η έσχατη απόγνωση μπροστά στα όρια της ανθρώπινης φύσης.

    Ενδεικτικές για το δράμα που παίζεται στο μυαλό του Καλιγούλα είναι ορισμένες φράσεις-κλειδιά στη διάρκεια του έργου. Τον ακούμε να λέει «Αρχίζω να καταλαβαίνω επιτέλους την χρησιμότητα της δύναμης. Δίνει ευκαιρίες στο αδύνατο. Από σήμερα και στο εξής η ελευθερία μου δεν θα έχει πια όρια», «Έμαθα ότι η αγάπη δεν είναι τίποτα», «Να κυβερνάς σημαίνει να κλέβεις», «Θα καταστρέψω όλους όσους δεν συμφωνούν και όλους τους αντιρρησίες», «Μου είναι αδύνατο να κοιμηθώ ή να μείνω ξύπνιος αφού δεν μπορώ να αλλάξω την τάξη αυτού του κόσμου».

    Με όρους ψυχιατρικής θα μιλούσαμε για μείγμα εξουσιοφρένειας και ακραίας ναρκισσιστικής διαταραχής. Η μάταιη επιθυμία του να αλλάξει την φυσική τάξη του κόσμου τον οδηγεί στην άρνηση κάθε αξίας, στην ολοκληρωτική άρνηση των άλλων και στην ακατάσχετη μανία καταστροφής. Είναι ταυτισμένος απόλυτα με τον μεγαλειώδη τρελό εαυτό του. Χρησιμοποιεί την επίγεια εξουσία του ως υποκατάστατο μιας ανέφικτης αθανασίας. Επιμένει να θέλει το φεγγάρι: αναθέτει στον φίλο του (Ελικόνιο) να του το φέρει. Για να ξεφύγει από το παραλογισμό της ανθρώπινης μοίρας καταφεύγει στις πιο παράλογες επιθυμίες κατάκτησης και κυριαρχίας.

    Παρότι τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα παραμένουν υποκειμενικά, ομιχλώδη και δεν προσφέρονται για εύκολες γενικεύσεις, θα μπορούσαμε, ίσως, να μιλήσουμε για το «σύνδρομο του Καλιγούλα» απ’ το οποίο πάσχουν λίγο πολύ οι ηγεμόνες κάθε εποχής. Η ψυχανάλυση από μόνη της δεν αρκεί για να εξηγήσει τις εσωτερικές διεργασίες ενός Καλιγούλα. Η υπαρξιακή διάσταση είναι θεμελιώδης: η απουσία νοήματος, η αυταπάτη της ευτυχίας, ο θάνατος που τα σβήνει όλα, το κενό της καρδιάς που δεν γεμίζει με τίποτα – όλα αυτά στην άρρωστη ψυχή του Καλιγούλα μετατρέπουν το προνόμιο της εξουσίας σε μια απεριόριστη ελευθερία που επιτρέπει τα πάντα. Και από αυτό ξεκινούν η παρακμή, η κατάπτωση, η καταστροφή του ανθρώπου της εξουσίας και η δυστυχία όλων των άλλων. Σκοτώνει χωρίς λόγο συγκλητικούς, εξευτελίζει πατρικίους, δίνει διαταγή να σκοτώσουν τον πατέρα του αγαπημένου του φίλου, ταπεινώνει γυναίκες πατρικίων, κλέβει περιουσίες. Φόνος, σαδισμός, ταπείνωση των άλλων, κλεψιά, ασυδοσία: αυτές θα είναι από δω και πέρα οι πράξεις του, οι συνέπειες της τρομερής και απάνθρωπης ελευθερίας που του δίνει η ιδιότητά του ως απόλυτου εξουσιαστή. Ανήμπορος να διαχειριστεί το θάνατο γίνεται κυρίαρχος της ζωής και του θανάτου των άλλων.

    Η αντίδραση δεν θα αργήσει να έρθει. Η οργή των υπηκόων θα γίνει εξέγερση. Παρότι στο τέλος αναγνωρίζει ότι «δεν πήρα το δρόμο που έπρεπε, δεν φτάνω πουθενά, η ελευθερία μου δεν είναι η σωστή», η τιμωρία του είναι αναπόφευκτη: έδωσε θάνατο και θα λάβει θάνατο. (Στη δημοκρατία του θανάτου εξαιρέσεις δεν υπάρχουν και όλα τα αξιώματα αποδεικνύονται μάταια και ανίσχυρα: ενώπιον του τάφου η ζωή χάνει όλα τα ερείσματά της. Το ζήτημα είναι πώς θα μεταφράσεις σε μάθημα ζωής τη γνώση του θανάτου και πώς θα πορευτείς μέχρι να κατεβείς στον τάφο).

    Χιλιάδες χρόνια τώρα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κάθε εποχή έχει τον δικό της Καλιγούλα. Οι αυτοκράτορες της παρακμής υποφέρουν από την αθεράπευτη μεγαλομανία τους. Και οι λαοί υποφέρουν από την τρέλα του κάθε Φαραώ και του κάθε Καλιγούλα – και στην εποχή μας από κάθε λογής κρυφούς και φανερούς μετανθρωπιστές τυράννους που οραματίζονται την προσωπική τους αθανασία πάνω στα πτώματα των άλλων.

    Πηγή:neoplanodion.gr

    «Ο θάνατος – ως σκέψη, φόβος, όριο του μέλλοντος, σαρδόνιος γέλως – αναστατώνει τη ζωή γιατί γελοιοποιεί τα ερείσματά της… είναι το ισχυρότερο αντίδοτο της έπαρσης».

    ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

    Εργαστείτε πιο έξυπνα, όχι πιο σκληρά. Αυτό λέει ο Cam Moar, ένας αυτοδημιούργητος Αυστραλός εκατομμυριούχος. Πιστεύει ότι οι άνθρωποι «σπαταλούν ασυνείδητα τη ζωή τους» δουλεύοντας σε κλασικές δουλειές με ωράριο 9-5.

    «Τους μαθαίνουν ότι το μόνο που κάνεις στη ζωή είναι να πας στο σχολείο, μετά να πάρεις ένα πτυχίο, να βρεις μία εργασία, να αγοράσεις ένα σπίτι και να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου, αποπληρώνοντάς το» εξηγεί ο Moar.