Με τι ταχύτητα κινείται η Γη γύρω από τον Ήλιο;

Η μέση τροχιακή ταχύτητα της Γης είναι περίπου 30 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο ή 110.000 χιλιόμετρα την ώρα.

Όταν η Γη είναι πιο κοντά στον Ήλιο (που συμβαίνει στις αρχές Ιανουαρίου, περίπου δύο εβδομάδες μετά το βόρειο χειμερινό ηλιοστάσιο) κινείται γρηγορότερα από ό, τι όταν είναι πιο μακριά. Άρα, σε διαφορετικές ημερομηνίες η ταχύτητα της Γης μεταβάλλεται.

Πηγή:http://physics4u.gr

Καλό κατευόδιο…

Ένας φίλος από τα παλιά -από τα ωραία χρόνια της interamerican-μας αποχαιρέτησε …

αλησμόνητα θα μας μένουν τα ωραία εταιρικά ταξίδια, σχεδόν σε όλα τα μέρη τον πλανήτη, που είχες οργανώσει !

Καλό κατευόδιο στο δικό σου μοναχικό και χωρίς επιστροφή ταξίδι αγαπητέ συνάδελφε Μαρσέλ Τοπαλιάν…

Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια του.

περπάτημα

Περπατώντας μπορείς να σκέφτεσαι όλα όσα έχεις κάνει στο παρελθόν, αλλά και να ανακαλύψεις νέες προοπτικές και στρατηγικές. Γι’ αυτό την επόμενη φορά που δεν θα έχεις καμία ιδέα, κάνε διάλειμμα και πήγαινε μία βόλτα. Είτε αυτή είναι σε μία παραλία, είτε στο κέντρο της πόλης, ένα 15λεπτος περίπατος μπορεί να είναι καθοριστικός για την επόμενη επιτυχία σου. Αξίζει να αναφέρουμε, ότι λάτρεις του περπατήματος είναι και άλλοι μεγάλοι επιχειρηματίες, όπως ο Mark Zuckerberg και ο Jack Dorsey.

«Το περπάτημα είναι το καλύτερο φάρμακο του ανθρώπου», έλεγε ο Ιπποκράτης.

Και δεν είχε άδικο. Έρευνες επιβεβαιώνουν τα λόγια του Έλληνα φιλόσοφου, καθώς υποστηρίζουν πως το περπάτημα ανά τακτά χρονικά διαστήματα μειώνει τον κίνδυνο χρονιών παθήσεων, ενώ παράλληλα αυξάνει τη ροή του αίματος στον εγκέφαλο. Κάθε μας βήμα, στέλνει το αίμα στις αρτηρίες, ενισχύοντας την απόδοση του εγκεφάλου.

ΜΥΣΤΙΚΑ ΝΕΡΑ

 

Περπατάς στις ανηφοριές των βουνών και ξαφνικά κάτι σκιρτάει μέσα σου. Ακούς τον γνώριμο ήχο του νερού, που κατρακυλάει χαρούμενο. Τρέχεις τότε να το συναντήσεις και να προσεταιριστείς την αστραφτερή δροσιά και τη λάμψη του. Ναι, είναι το απόκρυφο, το μυστικό, το κρυφό νερό, που τρέχει διάφανο, μοναχικό και πάναγνο μέχρι να φτάσει κάτω στους οικισμούς και την ασύδοτη ανθρώπινη συνύπαρξη. Σκύβω και πλένω τα χέρια μου και μαζί το πρόσωπό μου. Πίνω και γεύομαι την αφρίζουσα καταρροή του. Ξεκουράζομαι στη θέα και την ομορφιά της εικόνας του. Του λέω ότι μου μοιάζει και το πιστεύει. Αφού άλλωστε με βλέπει κι αυτό προσεχτικά μέσα από τα χίλια βλέμματά του. Τι εμπειρία κι αυτή: να σε κοιτάζει το νερό και να σε εγκρίνει.

 

ΜΕΓΕΘΗ

Ιδού που θέλησα να αναμετρηθώ με το σιωπηλό κυπαρίσσι. Προσπαθώ να ακούσω κάτι από μέσα του, αλλά τα φύλλα του δεν ψιθυρίζουν τίποτα και η σιωπή του έχει διαποτίσει βαθιά μέχρι και το ξύλο του κορμού του. Κάθε φορά θαυμάζω αυτά τα θαρρετά κυπαρίσσια, καθώς επικάθονται σαν ένα πελώριο θαυμαστικό πάνω στη γραφή της γης. Τι μας λέει η γραφή της γης; Μα, το πόσο μικροί είμαστε. Και ας υπάρχουν οι άφρονες, που δεν το πιστεύουν.

Πηγή:neoplanodion.gr//Ηλίας Κεφαλάς

Όσα ξέρουμε (και δεν ξέρουμε) για τον γάιδαρο

10+1 αλήθειες για το συμπαθές τετράποδο/Καθημερινή

Κείμενο: Γιώργος Φραντζεσκάκης/ Καθημερινή

Ο γάδαρος, όπως το λένε στο νησί του παππού μου, τη Μήλο, είναι σπουδαίο ζώο.

Δεν στηλώνει τα πόδια του από πείσμα. Είναι η ενστικτώδης αντίδρασή του στον φόβο. Άλλα ζώα το βάζουν στα πόδια, αυτός τα καρφώνει στη γη.
Ο γάιδαρος, τετράποδη εκδοχή της υπομονής και της καλοσύνης, γίνεται το πιο τρυφερό κατοικίδιο. Ένας φίλος, συνταξιούχος, έχει μαζέψει δύο στο εξοχικό που σιγά σιγά μετατρέπει σε μόνιμο σπίτι του. Μόνο για τους γαϊδάρους του μας μιλάει.

Πολέμησε στην Αλβανία δίπλα στον παππού μου. Ο παππούς μου είχε λίγες ιστορίες να μου διηγηθεί για τους συμπολεμιστές του· πολύ περισσότερες για τους γαϊδάρους.

Δεν είναι φτωχοσυγγενής του αλόγου. Είναι ένα διαφορετικό ιπποειδές με άλλες αρετές.
Ο γάιδαρος καλπάζει. Το ψέμα ότι δεν καλπάζει το διέδωσαν οι ευγενείς, αυτοί που καβαλούσαν μόνο άλογα, για να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους κοινούς θνητούς. Οι κοινοί θνητοί είμαστε εμείς.

Ο γάδαρος δεν είναι μπάσταρδος. Είναι ζώο που γεννάει υβρίδια ζευγαρώνοντας με το άλογο και με τη ζέβρα.
Δεν είναι μπαμπέσης. Δεν θα σε κλοτσήσει ποτέ ύπουλα ή αναίτια. Αν σε φοβηθεί, θα απομακρυνθεί. Αν τον στριμώξεις, θα κλοτσήσει. Μια δαγκωνιά (!) έχω φάει στη ζωή μου και αυτή ήταν από ιπποειδές. Από άλογο, αν πρέπει να ξέρετε.

Ο γάιδαρος έχει δουλέψει φύλακας σε κοπάδια αιγοπροβάτων σε πολλές φάσεις της Ιστορίας του.

Έχει μια τεράστια επικοινωνιακή γκάμα, δεν ξέρει απλά «να γκαρίζει». Είναι το μόνο ζώο που μπορεί «να μιλάει» όταν εισπνέει αλλά και όταν εκπνέει.
Ο γάιδαρος έχει μαθησιακή ικανότητα εφάμιλλη του δελφινιού και του σκύλου. Θυμάται τις εμπειρίες του για πολύ καιρό και είναι βαθιά κοινωνικός. Θέλει παρέα και μπορεί να πάθει κατάθλιψη αν του τη στερήσεις (γι’ αυτό συνήθως οι άνθρωποι παίρνουν δύο γαϊδούρια μαζί για κατοικίδια).

Στη Μήλο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου (δεν ξέρω μήπως οι Επτανήσιοι είναι κάπως πιο πολιτισμένοι) τα γαδούρια τα παρατούσαν στα μακρινά χωράφια για να ψοφήσουν, όταν δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους. Δεν είχαν τα κότσια ούτε ένα φυσίγγιο να χαλαλίσουν. Ο παππούς μου είχε τσακωθεί πολλούς τέτοιους χωριάτες και είχε μαζέψει δύο γκουρίτες (θηλυκές γαϊδάρες), για να τις γηροκομήσει. Τη μία την πρόλαβα. Με αγαπούσε.

Ξέρω ότι η γλώσσα εξελίσσεται όπως γουστάρει εκείνη· όμως η φράση «είσαι γάιδαρος» για τον αγνώμονα, αγενή, απολίτιστο αγροίκο πρέπει να εξαλειφθεί διά νόμου. Ο γάιδαρος είναι ακριβώς το αντίθετο. Η φράση προέρχεται από τους ανθρώπους που βρέθηκαν κοντά στον γάιδαρο –στην ελληνική επαρχία βεβαίως βεβαίως– και το μόνο που είδαν στο υπέροχο αυτό ζώο ήταν ο φόβος του να κάνει όλα αυτά τα δυσβάσταχτα που του ζητάνε ακόμα και σήμερα.

Αυτά ξέρω για τους γαϊδάρους. Κι όλο αυτό το κατεβατό είναι η απάντηση στην αγένεια μιας τυχαίας συνάντησης που μου είπε –επί λέξει– «εντάξει, αλλά νισάφι πια με το γαϊδούρι της Ζίτσας. Ασχοληθείτε με τους ανθρώπους και αφήστε τα ζώα σε εμάς που ζούμε στην επαρχία και ξέρουμε καλύτερα».
Δεν ξέρετε. Ο γάιδαρος δεν σας αξίζει.

Οι Χούθι και τα 16.000 πρόβατα και βοοειδή…

Ένα πλοίο που μεταφέρει περίπου 14.000 πρόβατα και 2.000 βοοειδή έχει εγκαταλειφθεί αβοήθητο στα ανοιχτά των αυστραλιανών ακτών σε συνθήκες αποπνικτικής ζέστης αφού υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη διέλευσή του από την Ερυθρά Θάλασσα, γεγονός που έχει προκαλέσει αντιδράσεις για την υγεία των ζώων.

Το πλοίο απέπλευσε από την Αυστραλία στις 5 Ιανουαρίου με προορισμό το Ισραήλ, όπου επρόκειτο να ξεφορτώσει τα ζώα, αλλά άλλαξε την πορεία πλεύσης του στα μέσα Ιανουαρίου εξαιτίας της απειλής από τις επιθέσεις των Χούθι, της ένοπλης σιιτικής οργάνωσης της Υεμένης, προτού κληθεί από την αυστραλιανή κυβέρνηση να επιστρέψει εκεί απ΄όπου αναχώρησε.

Τα ζώα βρίσκονται τώρα σε κατάσταση αναμονής και πιθανόν να αποβιβαστούν στην Αυστραλία, όπου οι κανονισμοί βιοασφαλείας απαιτούν να μπουν σε καραντίνα, διαφορετικά θα πρέπει να κάνουν και πάλι με το πλοίο ένα ταξίδι που θα διαρκέσει ένα μήνα με προορισμό το Ισραήλ, αλλά γύρω από την Αφρική για να αποφευχθεί η Ερυθρά Θάλασσα, όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση και αξιωματούχοι της βιομηχανίας.

Το περιστατικό υπογραμμίζει τον αυξανόμενο αντίκτυπο από τα πλήγματα των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα–την κύρια ναυτική οδό ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη– τα οποία έχουν προκαλέσει μεγάλα προβήματα στο παγκόσμιο εμπόριο.

Υπογραμμίζει επίσης και τον κίνδυνο για την αυστραλιανή βιομηχανία εξαγωγής ζώντων ζώων, που στέλνει εκατοντάδες χιλιάδες ζώα προς τη Μέση Ανατολή κάθε χρόνο.

Οργανώσεις των κτηνοτρόφων και εξαγωγέων λένε ότι τα ζώα που επιβαίνουν στο MV Bahijah είναι καλά στην υγεία τους, αλλά με τις θερμοκρασίες να πλησιάζουν τους 40 βαθμούς Κελσίου, οι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων των ζώων αντιδρούν έντονα.

Η δοκιμασία που περνούν τα ζώα δείχνει ότι οι εξαγωγές ζώντων ζώων “είναι κάτι σάπιο στον πυρήνα του”, λέει ο Τζος Ουίλσον, βουλευτής του Φριμάντλ, όπου φορτώθηκε το πλοίο.

“Αυτό που εξετάζεται είναι ένα ταξίδι 60 ημερών για 14.000 πρόβατα σε ένα βρωμερό μεταλλικό πλοίο που βράζει από τη ζέστη. Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι αυτό συνάδει με τα πρότυπα για την ευημερία των ζώων τα οποία οι Αυστραλοί αναμένουν να εφαρμόζονται στα αυστραλιανά ζώα”, δήλωσε στο 10 News.

Το υπουργείο Γεωργίας ανακοίνωσε ότι δεν έχει αποδεικτικά στοιχεία που να οδηγούν σε σοβαρές ανησυχίες για την υγεία των ζώων και ότι συνεργάζεται με τους αρμόδιους φορείς για να διασφαλίσει ότι τηρούνται τα πρότυπα της βιοασφάλειας και της υγείας των ζώων.

Ο εξαγωγέας, η ισραηλινή εταιρεία Bassem Dabbah Ltd, έχει ζητήσει από την αυστραλιανή κυβέρνηση άδεια να φορτώσει μεγαλύτερες ποσότητες ζωοτροφής και κτηνιατρικές προμήθειες και να αποπλεύσει για το Ισραήλ γύρω από την Αφρική, δήλωσε ο Τζέοφ Πίρσον, ο επικεφαλής της ένωσης WA Farmers.

Το Reuters δεν ήταν σε θέση να επικοινωνήσει με την Bassem Dabbah, ενώ η διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου, η Korkyra Shipping, δεν απάντησε σε αίτημα να σχολιάσει.

Η Καμπέρα είπε ότι το πλοίο είχε αιτηθεί να ξεφορτώσει κάποια ζώα προτού αποπλεύσει με τα υπόλοιπα.

Η Αυστραλία είναι μεγάλος εξαγωγέας ζώντων ζώων και τον περασμένο χρόνο μετέφερε πάνω από μισό εκατομμύριο πρόβατα και μισό εκατομμύριο βοοειδή.

Τα περισσότερα βοοειδή μεταφέρονται σε ασιατικές αγορές όπως η Ινδονησία και το Βιετνάμ, αλλά η Μέση Ανατολή είναι μακράν η δημοφιλέστερη αγορά για τα αυστραλιανά πρόβατα.

Το Ισραήλ είναι μια βασική αγορά, έχοντας παραλάβει 86.100 πρόβατα αξίας 6,5 εκατομμυρίων δολαρίων και 10.848 βοοειδή αξίας 14 εκατομμυρίων δολαρίων από την Αυστραλία κατά το πρώτο τρίμηνο του περασμένου χρόνου, δείχνουν τα δεδομένα του εμπορικού τομέα.

Η κυβέρνηση Εργατικών της Αυστραλίας έχει δεσμευτεί να απαγορεύσει τις εξαγωγές ζώντων προβάτων κατά τα επόμενα χρόνια, αλλά συναντά αντιδράσεις από οργανώσεις κτηνοτρόφων που υποστηρίζουν ότι αυτό θα προκαλέσει ανεργία και θα καταστρέψει τις κτηνοτροφικές κοινότητες.

Η Νέα Ζηλανδία απαγόρευσε τις εξαγωγές ζώντων ζώων μετά την βύθιση ενός πλοίου που μετέφερε πάνω από 5.800 βοοειδή στη διάρκεια θαλασσοταραχής το 2020 και το ναυάγιο άφησε πίσω δεκάδες αγνοούμενους ναύτες και νεκρά ζώα να επιπλέουν στη θάλασσα.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ο σοσιαλισμός δεν ρίζωσε στην Αμερική, επειδή οι φτωχοί βλέπουν τους εαυτούς τους όχι σαν καταπιεσμένους προλετάριους, αλλά σαν προσωρινά ατυχήσαντες εκατομμυριούχους.

Τζον Στάινμπεκ, συγγραφέας Νόμπελ λογοτεχνίας 1962

ΕΡΓΟΣΤΆΣΙΟ ΤΕΝΕΚΈΔΩΝ*

*του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Η ζωή είναι ο εφιάλτης των ονείρων μας.

Το να χάνεις την δουλειά σου, είναι σαν να χάνεις την ζωή σου. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν ξέρεις αν υπάρχει άλλη. Κι αν υπάρχει, δεν ξέρεις αν είναι καλύτερη απ’ την προηγούμενη.

Το να ξεμένεις από δουλειά στην Αθήνα, είναι σαν να κολυμπάς με αλιγάτορα σε πισίνα. Και το να ψάχνεις για δουλειά, είναι «σαν να ρίχνεις ένα ροδοπέταλο στο Γκραντ Κάνυον και να περιμένεις ν’ ακουστεί ο αντίκτυπός του».

Όταν έχασα την δουλειά μου, φράκαρε η πόρτα απ’ τους λογαριασμούς, άδειασε το ψυγείο, δυο-τρία τσιγάρα στο πακέτο, η μηχανή στην ρεζέρβα και πήρα τους δρόμους ποδαράτο…

Έλειωσα σόλες. Χτύπησα πόρτες, «έφαγα πόρτα». Πείνασα, δίψασα, νύσταξα. Κοιμήθηκα σε λεωφορεία, σε τρόλεϊ, σε παγκάκια.

Κατέληξα σ’ ένα εργοστάσιο τενεκέδων στην Ιερά Οδό. Ούτε Ιερά μου φάνηκε ούτε Οδός όπως την περιγράφει ο Σικελιανός. Ένας κωλόδρομος πηγμένος στ’ αμάξια ήτανε, πυρακτωμένη άσφαλτος, και τα πόδια μου γεμάτα φουσκάλες και ξεπετσαλιασμένα δάχτυλα.

Κατέβηκα στο υπόγειο.

«Αυτή ’ναι η δουλειά, φιλαράκο!» μου ’πε ένας χλεμπονιάρης με γυαλιά και χαλασμένα δόντια, δείχνοντας το απέραντο εργοτάξιο: πάγκοι μακρόστενοι, ο ένας πλάι στον άλλον, κι από πάνω χτικιασμένα φώτα, σαν χαλασμένα αυγά ή κουτσουλιές άρρωστων πουλιών.

Ένα τσούρμο εργάτες, παραταγμένοι σαν μυρμήγκια, δούλευαν πυρετωδώς σιωπηλοί και ανέκφραστοι. Αν δεν γνώριζες, θα νόμιζες απ’ την σοβαρότητα των προσώπων και την μεθοδικότητα των κινήσεων, πως εδώ – στο σκυθρωπό και απόκρυφο τούτο υπόγειο – παρασκευάζεται από δυνάμεις μυστικές ένα νέο υπερόπλο.

Κάπου στο βάθος, κάποιος κατέβαζε έναν μοχλό κι έπεφτε μια στάμπα πάνω στον τενεκέ, λες και σφράγιζε το διαβατήριο της ανάγκης του για δουλειά.

Ανά δύο δευτερόλεπτα το ίδιο βιολί.

Θα τράβαγε αυτόν τον μοχλό ίσαμε 30 φορές το λεπτό. Επί εξήντα λεπτά, ίσον 1.800 φορές την ώρα. Επί οκτώ ώρες, ίσον 14.400 φορές στην βάρδια. Επί πέντε μέρες, ίσον 72.000 φορές την εβδομάδα. Επί τέσσερις εβδομάδες, ίσον 288.000 φορές τον μήνα. Επί έντεκα μήνες – αν αφαιρέσεις την άδεια και τις αργίες – ίσον 3.168.000 φορές τον χρόνο. Επί τριάντα χρόνια, ίσον 95.040.000 φορές στην ζωή του.

Χριστέ και Κύριε! Κάποιος άνθρωπος χρειάζεται να τραβήξει 95.040.000 φορές έναν μοχλό στην ζωή του για να ζήσει. Για να φάει ένα πιάτο φαΐ, για να μείνει σε μια γκαρσονιέρα, για να έχει μια τηλεόραση, ένα ψυγείο, ένα κρεβάτι και λίγες κουβέρτες. Για να περάσει μια στερημένη ζωή, που θα τον οδηγήσει, ενδεχομένως, σ’ έναν πρόωρο θάνατο.

Διερωτώμαι: γιατί να μην τραβήξει μόνον μία φορά – αντί για τον μοχλό – μια σκανδάλη και να τελειώνει μ’ αυτό το μαρτύριο;

Βρίσκει κάποιον ισχυρότερο λόγο να μην το κάνει απ’ το να το κάνει;

Μήπως θεωρεί πως δεν αξίζει ή δεν μπορεί να έχει τίποτα καλύτερο;

Μήπως είναι προσωρινά εδώ, δεχόμενος μιαν πρόσκαιρη ήττα, προκειμένου ν’ ανασυνταχτεί και ν’ αντεπιτεθεί, επιδιώκοντας μια τελειωτική νίκη;

Μήπως, αντιθέτως απ’ όσα εικάζω, αισθάνεται προνομιούχος για την απρόσμενη τύχη του να έχει δουλειά, όταν χιλιάδες άλλοι, μαζί κι εγώ, είναι άνεργοι;

Μήπως γυρίζει το βράδυ στο σπίτι του, ανοίγει την τηλεόραση, παραγγέλνει πίτσα, πίνει μπύρες και βλέπει το ματς, με μιαν απερίγραπτη ηδονή που δεν δύναμαι να συλλάβω;

Μήπως ενστικτωδώς γνωρίζει πως ό,τι κι αν κάνει, όσα κι αν παίρνει, όπου κι αν ζήσει, κάποτε θα πεθάνει, όπως κι εκείνοι που έχουν καλύτερη δουλειά, περισσότερα λεφτά και πιο άνετη ζωή;

Μήπως, λέω, αυτός ο απίθανος τύπος, ο τόσο φαινομενικά παραιτημένος, ξέρει εντέλει να εκτιμάει αυτό που έχει, αυτό που δύναται να έχει, αυτό που οι συνθήκες του επέτρεψαν να έχει;

Μήπως ρουφάει κάθε σταγόνα της ευτυχίας τού να είναι κανείς ζωντανός και να συνεισφέρει στην αέναη φορά του τροχού της ζωής, δρέποντας γι’ αυτήν του την πράξη όλη εκείνη την χαρά που εμείς οι υπόλοιποι, γυρεύοντας το περισσότερο και το παραπάνω, χάνουμε δίχως να το κατανοούμε, και για τούτο είμαστε τόσο ανικανοποίητοι και τόσο δηκτικοί απέναντί του;

Μήπως αυτό που θεωρούμε εμείς ως παραίτηση, αποτελεί την δική του νιρβάνα;

Μήπως είναι ένας βουδιστής μοναχός της καθημερινότητάς μας, κι εκείνος ο μοχλός είναι το εργαλείο της ασκήσεώς του;

Μήπως είναι ένας καμουφλαρισμένος άγιος, που παριστάνοντας τον απλό εργάτη του μόχθου προσπαθεί να μας διδάξει την εγκαρτέρηση και την σοφία;

Ανάθεμά με, αν βγάζω άκρη! Τον σκέφτομαι, όμως, το βράδυ όταν προσπαθεί να κοιμηθεί, με το χέρι του να κινείται πάνω-κάτω από συνήθεια, σαν να τραβάει και στον ύπνο του ακόμα έναν αόρατο μοχλό, καταδικασμένος ως άλλος Σίσυφος σ’ αιώνιο μαρτύριο, λες και πληρώνει σ’ αυτόν, κάποιο αμάρτημα που έπραξε σε κόσμο άλλον.

Ξάφνου ένα κουδούνι ακούστηκε, όπως οι σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας που έδιναν το σύνθημα: «Οι νεκροί να βγουν απ’ τους τάφους τους!» Τότε παράτησαν την δουλειά τους ταυτόχρονα, και με αδιανόητο συγχρονισμό έτρεξαν προς ένα κουβούκλιο και τρύπωσαν μέσα, όπως τα ποντίκια στην φάκα. Ξεκρέμασαν απ’ τον τοίχο κάτι πλαστικές τσάντες, τις άνοιξαν ταχυδακτυλουργικώς κι αρχίνισαν να μασουλάν με νευρική βουλιμία.

Ήταν η πολυπόθητη ώρα του διαλείμματος των δέκα λεπτών.

Οι οδοντοστοιχίες δούλευαν σαν έμβολα. Με το ’να χέρι έτρωγαν και με τ’ άλλο κράταγαν το τσιγάρο, για μερικές τζούρες στα κλεφτά μέχρι την επόμενη μπουκιά. Πώς κατάφερναν να τρων και να καπνίζουν συγχρόνως ήταν απίστευτο!

Ο στενός χώρος μύριζε μουρταδέλα, τυρί και καπνό. Αν δεν ήξερες τι συμβαίνει, θα νόμιζες πως κανίβαλοι τρώνε κρέας ανθρωπινό και τώρα γλείφουνε τα κόκαλα. Μάγουλα, παραφουσκωμένα απ’ το φαΐ, παρέπεμπαν σε πρωτογόνους. Το κέτσαπ έσταζε απ’ τα χείλη τους σαν αίμα. Οι αναθρώσκοντες του ντουμανιού καπνοί έμοιαζαν άχνα καζανιού που βράζει. Κι αυτή η κινητικότητα: ψάξε στην τσάντα για νερό, σάντουιτς και τσιγάρα, το πετάρισμα των χεριών, η συστροφή των σωμάτων, η εναλλαγή των εκφράσεων, θύμιζε αλλόφρονο χορό. Οσφραινόσουν χώμα υγρό και σάπια φύλλα, ζούγκλα εργασιακή.

Αίφνης το κουδούνι αντήχησε πάλι, όπως οι σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας, αλλά με το αντίστροφο σύνθημα: «Οι νεκροί να επιστρέψουν στους τάφους τους!» Και οι απίστευτοι αυτοί άνθρωποι βρέθηκαν, ως δια μαγείας, στις εγκαταλειφθείσες θέσεις τους, όπως θα γύριζαν οι σαρδέλες στο κουτί τους, και συνέχισαν την δουλεία τους, γιατί όπως και να το κάνουμε, «δουλειά» ένα τέτοιο πράγμα δεν το λες.

«Λοιπόν;» Με ρώτησε, κοιτώντας με χαιρέκακα, ο χλεμπονιάρης. «Είσαι μέσα;»

Τον κοίταξα, όπως κοιτάζεις ένα σκουλήκι πριν το λειώσεις κάτω απ’ την φτέρνα σου.

«Όχι!» φώναξα. «Εγώ είμ’ έξω!»

Κι ανεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλιά, πετάχτηκα στον δρόμο κι ανάπνευσα άπληστα τον ήλιο ώσπου πόνεσαν τα πνευμόνια μου, λες κι ήμουν τόσην ώρα κάτω απ’ το χώμα, και μόλις τώρα συνήλθα απ’ την νεκροφάνεια κι επιτέλους ξεθάφτηκα!

Σε μια βδομάδα μέσα, τ’ αποφάσισα. Πήγα στο ΚΤΕΛ και πήρα το λεωφορείο για Λευκάδα, αφήνοντας πίσω μου, οριστικά πλέον, εργοστάσια και τενεκέδες. Κι επιστρέφοντας, άφραγκος όπως ξεκίνησα, σαν τενεκές ξεγάνωτος στα πάτρια.

Πηγή:neoplanodion.gr