Φιλόθεος Φάρος

Πολλοί γονείς προετοιμάζουν τα παιδιά τους για μία πραγματικότητα, η οποία δεν υπάρχει, δηλ. με το να πραγματοποιούν τις επιθυμίες τους, να τα κανακεύουν υπερβολικά, να τα κάνουν να πιστεύουν ότι είναι πρίγκιπες-πριγκίπισσες κι ο κόσμος είναι εδώ, για να τα ικανοποιεί. Τα παιδιά, λοιπόν, μαθαίνουν να παίρνουν, να παίρνουν, να παίρνουν, αλλά δεν έχουν ιδέα, ως ενήλικες αργότερα, τι σημαίνει να δίνουν….

Φιλόθεος Φάρος

Γεννήθηκε το 1930 στον Πειραιά. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο, νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και θεολογία στο ΕΚΠΑ. Το 1962 έγινε κληρικός και στη συνέχεια φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, όπου σπούδασε ποιμαντική ψυχολογία και συμβουλευτική. Από το 1969 ως το 1976 δίδασκε στην Ελληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού. Παράλληλα εργαζόταν ως ψυχοθεραπευτής και σύμβουλος για οικογένειες και ζευγάρια. Το 1976 επέστρεψε στην Ελλάδα και έκτοτε ασχολήθηκε με το κέντρο νεότητας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και το συγγραφικό του έργο. Έχει γράψει περισσότερα από 20 βιβλία για ζητήματα που αφορούν τη ζωή του ανθρώπου. 

 

ΣΥΡΙΖΑ :να στηρίξουμε αμέσως το Μητσοτάκη..εδώ και τώρα..πριν είναι αργά

•Με δημοσκοπικό ποσοστό μεταξύ 5,5% και 7% είναι προφανές ότι ο Φάμελος και ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζουν αγχώδη διαταραχή και σύγχυση πολιτικών φρενών.Αλλη εξήγηση δεν μπορώ να δώσω.Βιαζονται να δώσουν ανάσα στη κυβέρνηση.Νοιωθουν ότι οι διαρροές προς τη Πλεύση της Ζωής αλλά ακόμα και προς το Βαρουφάκη ,κάποιο εναπομένον ποσοστό στο Στεφανο και η πρόδηλη απουσία δυναμικης,τους οδηγεί στο περιθώριο. Οι διαπραγματεύσεις με τη Νέα Αριστερά του 1,5 έως 2,3% αποδεικνύονται πιο δύσκολες από τις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ Ρωσίας.


Η αρθρογραφία Τσίπρα ξυπνά τις Ερινύες, αλλά την χρυσή αξία της σιωπής δεν την εκτιμά , παρά το παράδειγμα και την κρυφή ανομολόγητη αγάπη του προς τον σιωπηλό Καραμανλή.


•Και τι κάνουν;πιέζουν το ΠΑΣΟΚ να πάρει κι αυτό τη κατηφόρα και να συμπράξει σε πρόταση δυσπιστίας.Οι άνθρωποι είτε στερούνται κρίσης είτε θέλουν σκόπιμα να στηρίξουν τον Μητσοτάκη για να κερδίσουν χρόνο πριν παγιωθεί στο «χώρο» η υπεροχή της Κωνσταντοπουλου προς μεγάλη αγαλίαση του κ.Μπιμπιλα.Ο Μητσοτάκης αδημονεί.Καντε τη επιτέλους.Θελω πρόταση μομφής γιατί αργείτε.Τη θέλω τώρα και τη θέλω αμέσως.Συμφωνουμε Πρόεδρε του λένε αλλά αυτό το κακότροπο ΠΑΣΟΚ δυσπιστεί με τη δυσπιστία αν και έχει τους ίδιους λόγους να τη θέλει όπως εμείς.


•Τι σημαίνει πρόταση δυσπιστίας.Απροσμενα η ΝΔ θα αδράξει την ευκαιρία.158 + 2 όχι και η κυβέρνηση απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής.Για 6 μήνες τουλάχιστον ,υποχρεωτική ,θεσμικά ,πολιτική αγρανάπαυση.Οπως λέει και το άσμα «Κάνε υπομονή ως το άλλο καλοκαίρι/κάνε υπομονή κι όπου ναναι θα φανεί.»


•Η κυβέρνηση όπως έγραψα χτες δεν κατανοεί τι θα πει κοινωνική αντιπολίτευση.Δεν είναι ποτέ στενά κομματική.Δεν το κατανοεί ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ.Ελαχιστοι θα κατέβουν αύριο για τον Φάμελο.Για την Ελλάδα κατεβαίνουν και τα διαχρονικά της χάλια.Που στοίχισαν 57 νέες ζωές για το τίποτα του ΟΣΕ.Ειναι το πρελούδιο αλλαγών αλλά όχι η ίδια η αλλαγή.Αυτη αργεί και οι λόγοι είναι γνωστοί.Το ταρακούνημα ομως που προκαλεί η κινητοποίηση είναι γονιμοποιό.Αυτο τουλάχιστον διδάσκει η ιστορία.Γιατι η γενιά η δική μου έχει περπατήσει άπειρα χιλιόμετρα σε διαδηλώσεις,στα νιάτα μας βέβαια,όταν ο Καραμανλής προπατωρ ειχε 55%.Με πλήρη επίγνωση ότι θα μείνει στο προσκήνιο πολλά χρόνια.

Πάνος Μπιτσαξής

Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος κά­τοι­κος, διήγημα του Ε. Λέντζα

ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΕ ΕΝΑ με­γά­λο τρα­πέ­ζι. Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος στὸ χω­ριό. Εἶ­ναι τὰ ξα­δέρ­φια τοῦ πα­τέ­ρα μου. Ὅλοι ἔχου­με κά­τι νὰ ποῦ­με. Ἡ Στέλ­λα, λέ­ει, πὼς δὲν τὴν πα­λεύ­ει καὶ πο­λὺ μὲ τὴ μη­τέ­ρα της στὸ σπί­τι. Εἶ­ναι καὶ ἡ μι­κρὴ ποὺ δὲν ξέ­ρει τί τῆς γί­νε­ται. Τί θὰ γί­νει μὲ αὐ­τὸ τὸ κο­ρί­τσι, λέ­ει.

       Ἡ Στέλ­λα γιὰ νὰ μὴ τρε­λα­θεῖ τὸ ἔχει ρί­ξει στὸ κα­ρα­ό­κε. Γί­νε­ται ἐκ­φρα­στι­κή: σπά­ει τὴ μέ­ση, ση­κώ­νει τὰ χέ­ρια της στὸν ἀέ­ρα, γέρ­νει τὸ κε­φά­λι δε­ξιὰ κι ἀρι­στε­ρά. Ὁ Μῆ­τσος, εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος στὴν πα­ρέα. Κά­θε­ται στὴ μία κε­φα­λὴ τοῦ τρα­πε­ζιοῦ. Ἐγώ, εἶ­μαι ὁ μι­κρό­τε­ρος, κά­θο­μαι ἀν­τι­κρι­στά του. Ἡ πλα­τεῖα ξε­χει­λί­ζει τσί­που­ρα, μπί­ρες, κρα­σί. Γιορ­τὴ με­γά­λη. Τὰ πιά­τα πᾶ­νε κι ἔρ­χον­ται: μπα­κα­λιά­ροι, σα­γα­νά­κια, χω­ριά­τι­κες, μπι­φτέ­κια, ἀρ­νιά, κε­μπὰπ καὶ σου­βλά­κια. Με­γά­λη γιορ­τή.

       Ἡ κομ­πα­νία δέ­χε­ται πα­ραγ­γε­λιές. Ἀκού­γον­ται φω­νές. Γειά σου Τσιο­τί­κα μὲ τὸ κλα­ρῖ­νο σου. Νὰ ἀλ­λά­ζουν χέ­ρια τα εἰ­κο­σά­ευ­ρα. Παίρ­νει ὁ Μῆ­τσος τὸ λό­γο. Κι ἐγὼ ποὺ εἶ­μαι ἄν­τρας, λέ­ει, δὲν πα­ρε­λαύ­νω μὲ τὰ ἀρ­χί­δια μου ἀπ’ ἔξω. Τί νὰ πῶ; Πὼς εἶ­μαι ἀρ­σε­νι­κός; Ἄν­τρας εἶ­μαι ρὲ πού­στη μου. Καὶ δὲν μὲ νοιά­ζει τί κά­νει ὁ κα­θέ­νας στὸ κρε­βά­τι του, λέ­ει ὁ Μῆ­τσος, μὰ πῶς νὰ τὸ πῶ; Εἶ­ναι ζή­τη­μα αἰ­σθη­τι­κῆς. Ὁ Τά­σος, μιὰ κα­ρέ­κλα δί­πλα μου, ἦρ­θε στὸ κέ­φι, τρα­γου­δά­ει: βά­λε τὰ στρώ­μα­τα δι­πλά, δι­πλὰ τὰ μα­ξι­λά­ρια…

       Πε­τά­γο­μαι κι ἐγὼ σὰν κά­πως νὰ ἄνα­ψα. Ἀρ­χί­ζω μὲ τὸν Μὰρξ καὶ τὴ δι­κτα­το­ρία τοῦ προ­λε­τα­ριά­του, καὶ κα­τα­λή­γω λέ­γον­τας γιὰ τὴ δι­κτα­το­ρία τοῦ δι­καιω­μα­τι­σμοῦ. Μα­ζεύ­ον­ται σύν­νε­φα, λι­γά­κι δρο­σί­ζει. Ξε­κουμ­πώ­νω τὸ που­κά­μι­σό μου. Πί­νω τὴ μπί­ρα μου ἀπ’ τὸ μπου­κά­λι. Κά­πως συ­νέρ­χο­μαι. Τὸ πρωί, ἔφτα­σα πέ­ρα, μέ­χρι τὰ Μα­νά­κια. Πυ­κνὲς καὶ κα­τα­πρά­σι­νες οἱ φτέ­ρες. Τό­πος νὰ ξα­πλω­θεῖς νὰ πε­θά­νεις. Ὅπου φτά­νει τὸ μά­τι, νὰ στέ­κε­ται ὁ νοῦς – οὐ­ρα­νὸς καὶ κου­κου­νά­ρι, του­φέ­κι, ἄρ­μεγ­μα καὶ γα­λο­τύ­ρι.

       Ὁ Μῆ­τσος μὲ κοι­τά­ζει καὶ χα­μο­γε­λά­ει. Οἱ ἄλ­λοι δὲν κα­τά­λα­βαν. Ἡ Εὔα, λέ­ει γιὰ χθὲς τὸ βρά­δυ. Ἀρ­γά, στὰ ὄρ­γα­να στὸν Μπαρ­μπέ­ρη, βά­ζει τὸ χέ­ρι της μὲς στὸ μπου­φὰν καὶ βρί­σκει ἕνα βρα­κί. Πὼς βρέ­θη­κε ἐκεῖ, πό­τε τὸ ἔχω­σε στὴν τσέ­πη δὲν θυ­μᾶ­ται. Σκᾶ­με στὰ γέ­λια. Ἡ Εὔα, εἶ­ναι καμ­πύ­λη ἀπὸ οὐ­ρά­νιο τό­ξο, μὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο εἶ­ναι τό­ξο. Ὁ Σά­κης, λέ­ει, πὼς στὴ Λά­ρι­σα πί­νου­με τὸ κα­θα­ρό­τε­ρο νε­ρό. Προ­σπά­θη­σαν, λέ­ει, οἱ Γάλ­λοι νὰ μποῦ­νε στὸ κόλ­πο μὰ δὲν τὰ κα­τά­φε­ραν. Κά­τι ἀκού­γε­ται, λέ­ει, γιὰ τὸν Μπόμ­πο­λα μὲ τὸν Βαρ­δι­νο­γιάν­νη. Ποιός ξέ­ρει, λέ­ει. Ποιός ξέ­ρει. Μοῦ λέ­ει ἡ Μαί­ρη, κά­τι νὰ κά­νου­με μὲ τὸν μπάρ­μπα σου, νὰ τοῦ στεί­λου­με ροῦ­χα και­νού­ρια —που­κά­μι­σα καὶ παν­τε­λό­νια— κρῖ­μα μο­νά­χος ἄν­τρας, χει­μῶ­να κα­λο­καί­ρι ἐδῶ ψη­λὰ τί θὰ ἀπο­γί­νει;

       Τὸ βρά­δυ, ἀδειά­ζει τὸ χω­ριό. Γρή­γο­ρα καὶ με­θο­δι­κά. Θέ­λω νὰ εἶ­μαι χα­ρού­με­νος κι ὅμως δὲν εἶ­μαι. Σκέ­φτο­μαι πὼς ἔχω και­ρὸ μπρο­στά μου καὶ νιώ­θω ἀνα­κού­φι­ση. Θὰ σὲ μι­λή­σω διά­θε­ση νὰ ἀν­θί­σεις, ὡς τὸ τέ­λος τοῦ κό­σμου. Ἔτσι τὸ γρά­φει ὁ ποι­η­τής. Κι ὅλοι μας, μιὰ πλή­ξη τὴν κου­βα­λᾶ­με κά­που-κά­που. Εἴ­πα­με, ἦταν με­γά­λη γιορ­τή. Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Πά­ει πέ­ρα­σε κι αὐ­τό. Λὲς καὶ σω­θή­κα­νε ὅλα μα­ζὶ τὰ κάρ­βου­να σὲ αὐ­τὸν τὸν τό­πο. Δὲν ὑπάρ­χει κα­πνός. Ὅσοι ἀπο­μέ­νου­με στὸ χω­ριό, τὴ νύ­χτα ἀνά­βου­με τὰ φῶ­τα στὶς ἐξώ­πορ­τες. Ἐλ­πί­ζω σὲ κα­λύ­τε­ρες μέ­ρες καὶ ἀπο­κοι­μιέ­μαι βα­θιά.

       Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ πρωί, βρί­σκω στὸ πά­τω­μα τὸ βι­βλίο τοῦ Καλ­βί­νο. Στὸ δε­ξί μου χέ­ρι κρα­τάω ἕνα στυ­λό. Τὸ ἀρι­στε­ρό, τὸ νιώ­θω μου­δια­σμέ­νο. Δὲν ξέ­ρω τί τὸ πλά­κω­σε. Βγαί­νω στὴ βε­ράν­τα καὶ πε­ρι­μέ­νω. Πε­ρι­μέ­νω, σὰν νὰ εἶ­μαι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος κά­τοι­κος σὲ μιὰ ἀό­ρα­τη πό­λη.

ΠΗ­ΓΉ: ΠΡΏ­ΤΗ ΔΗ­ΜΟ­ΣΊ­ΕΥ­ΣΗ.

ΕΥ̓ΘΎΜΙΟΣ ΛΈΝΤΖΑ (ΛΆΡΙΣΑ 1986). ἜΧΕΙ ἘΚΔΏΣΕΙ ΔΎΟ ΠΟΙΗΤΙΚῈΣ ΣΥΛ­ΛΟΓΈΣ: ΟἹ ΓΥΝΑΙ͂ΚΕΣ ΠΟῪ ἈΓΑΠΑ͂ΜΕ ΕἾΝΑΙ ΘΑΜΜΈΝΕΣ ΣΤῸΝ ΚΗ (ΑΥ̓­ΤΟ­ΈΚΔΟΣΗ, 2020) ΤῸ ΜΕΡΊΔΙΟ(ΘΡΆΚΑ, 2022) ΚΑῚ ΜΙᾺ ΣΥΛΛΟΓῊ ΔΙΗΓΗΜΆΤΩΝ ΣΤᾺ ΒΡΆ­ΧΙΑ ΚΑῚ ΣΤῊ ΘΆΛΑΣΣΑ (ΓΡΆΦΗΜΑ, 2023).

Πηγή:neoplanodion.gr

Ένα αμπελοτόπι είναι η ζωη!*

Ο τρύγος με τα συνακόλουθα του είναι μια ιεροτελεστία, είναι οι στιγμές, που χαίρεσαι τους κόπους σου, συγκομίζεις τα αγαθά για τα οποία έχεις συμβάλλει  με την προσωπική σου εργασία. Έχεις βοηθήσει τα πρέμνα – τις κληματίδες- να παράγουν πλούσια και άριστης ποιότητας καρπούς.

Το αμπέλι είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον άνθρωπο. Τα κλήματα, που είναι μάλλον τα μοναδικά φυτά, που χωρίς την φροντίδα του ανθρώπου δεν μπορούν να παράσχουν καρπούς. Αν αφήσεις το αμπέλι ακλάδευτο για καμία δυο περιόδους το έχασες…

Αυτή η μοναδική σχέση με το αμπέλι και βεβαίως οι εργασίες και οι διεργασίες για την μετουσίωση του σταφυλιού σε κρασί προσδίδουν ένα μυστικιστικό, μοναδικό και θελκτικό σύνδεσμο του αμπελουργού με το αμπέλι του.

Οι αμπελουργοί έχουν μια ιδιαίτερη κουλτούρα. Αγαπούν υπερβολικά το αμπέλι τους, αφοσιώνονται ολοκληρωτικά στην φροντίδα του, είναι υπερήφανοι γιαυτό, όπως ακριβώς με τα παιδιά τους. Μόνο επαίνους έχουν για τα κρασιά τους. Ακούς να λένε ότι είναι μοναδικά και τα καλύτερα του κόσμου. Οι πραγματικοί αμπελουργοί δεν καλλιεργούν αμπέλια ..  Ανατρέφουν αμπέλια !! Γιαυτό και λέμε: «με αγγαρεία αμπέλι δε γίνεται, τσαïρι δεν προκόφτει…»

Λέγεται ότι για τους αρχαίους Έλληνες  η αμπελουργική ήταν μια τέχνη, που  δεν την εμπιστευόντουσαν στους δούλους τους. Την θεωρούσαν τόσο σπουδαία ώστε μόνο ελεύθεροι πολίτες μπορούσαν να την ασκούν.  Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το κρασί είναι πάντα μνήμη ενώ κάποιοι άλλοι επιχειρηματολογούν για την ποιητικότητα του οίνου, δηλαδή ως τέχνη του ποιείν και συνάμα και ως ποίηση.

 Έρχεται δε και ο Αντωνόπουλος, που διαδέχθει τον Κλάους στην περίφημη οινοποιία  Αχάια Κλάους  για να προσφέρει και το θεωρητικό υπόβαθρο. Να  εξυψώσει δηλαδή  σε ύψιστο επίπεδο την ενασχόληση με την αμπελουργία και την οινοποιία. Κατά τον Αντωνόπουλο, όπως διάβασα κάπου, στο  κρασί πρέπει να μπορείς να θυμάσαι τα πάντα: γεύσεις, χθεσινές και σημερινές, χρώματα και μυρωδιές.

Ο αμπελουργός έχει μπροστά του ένα αγρό και πρέπει να αποφασίσει πρώτα τι κρασί θέλει να φτιάξει, τι χαρακτήρα θέλει να του δώσει, με τι δομή, με τι σκελετό, και με τι σχήμα στο μπουκάλι. Όλα αυτά θα του προσδιορίσουν τις ποικιλίες που θα φυτέψει, αφού μάθει πρώτα και τους περιορισμούς του μικροκλίματος του αμπελοτοπιού…

Έτσι εξηγούνται κάποιες παραξενιές, που συχνά συναντάς στον μικρόκοσμο της συμπαθούς τάξης των αμπελουργών.

Μην τολμήσεις να βρεις ψεγάδι  για το κρασί του και να του το πεις. Τότε έγινες ο μεγαλύτερος εχθρός του. Καλύτερα να κριτικάρεις άσχημα τον ίδιο, την γυναίκα του και τα παιδιά του και είναι σίγουρο ότι θα στο συγχωρέσει, αλλά για το κρασί του… ποτέ!

Πέστο παραξενιά, ιδιοτροπία και όπως αλλιώς θες. Έτσι και αλλιώς, ο κόσμος, όπως λέει ο Χάξλεΰ, είναι αυταπάτη, αλλά πρέπει να τον  παίρνουμε στα σοβαρά. 

Εμένα μου αρέσει να φαντάζομαι την ζωή σαν ένα αμπελοτόπι και εμείς να είμαστε οι αμπελουργοί-οινοποιοί, Ανάλογα με την περιποίηση που κάνουμε στο αμπελοτόπι, στα πρέμνα, και βέβαια στο πώς τελικά χρησιμοποιούμε τους καρπούς των κόπων μας, διαμορφώνουμε το τελικό ισοζύγιο μας από το πέρασμα από αυτό το αμπελοτόπι της ζωής..

Μάλλον μεγαλώνοντας  οι άνθρωποι αρχίζουν να φιλοσοφούν ή, πιο σωστά, για να θυμηθούμε τον Θουκυδίδη: «φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ´ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας». Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς αναφέρομαι με την σημασία, που είχε η φράση στα χρόνια του Περικλή και όχι με την έννοια, που δίνουν σήμερα οι νεοέλληνες…κάτι δηλαδή σαν νωθρότητα και νωχελικότητα, που πολλές φορές συνοδεύουν τους ηλικιωμένους…..

*από την εισαγωγή του βιβλίου, (υπό έκδοση), του Κ. Μπερτσιά με τίτλο ένα αμπελοτόπι είναι η ζωή

Δόγμα.


Πριν από πολλά χρόνια οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» είχαν ανοίξει μια συζήτηση για το «παρανοειδές στυλ στην αμερικανική πολιτική» με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο του Ρίτσαρντ Χοφστάτερ (1965).
Παρουσίασαν τότε το παράδειγμα του μονόκερου.
– Υπάρχουν μονόκεροι; Ρωτάει ένας.
– Βεβαίως, απαντάει ο άλλος. Υπάρχουν και κρύβονται στα δάση του Αμαζονίου.
– Και γιατί δεν τους έχουμε δει ποτέ; Ξαναρωτάει δύσπιστα ο πρώτος.
– Βλέπεις πόσο καλά κρύβονται; Απαντάει ο άλλος.
Είναι ένα υπόδειγμα συνωμοσιολογικής σκέψης. Όπου η έλλειψη επιβεβαίωσης χρησιμοποιείται ως απόδειξη βεβαιότητας.
Στην Ελλάδα, το παράδειγμα του μονόκερου βρήκε δική του εφαρμογή. Διατυπώθηκε από την Πέννυ Δαλαμπούρα που είναι μέλος του ΠΣ του ΠΑΣΟΚ.
Τι λέει το «δόγμα Δαλαμπούρα»; Λέει πως όταν έχουμε μια συγκάλυψη, «δεν ξέρουμε τι συγκαλύπτει γιατί όταν συγκαλύπτεις δεν ξέρουμε τι προσπαθείς να συγκαλύπτεις» (One TV, 17/2).
Κακά τα ψέματα, είναι μια μεγάλη αλήθεια. Που οδηγεί στη διαπίστωση πως όλα μπορεί να είναι τελικά συγκαλυμμένα αφού δεν μπορούμε να ξέρουμε τι έχει συγκαλυφθεί.
Είναι, ας πούμε, κάτι σαν τους ψεκασμούς. Τους θυμάστε;
Πριν από δέκα χρόνια μάς ψέκαζε με αεροπλάνα η Μέρκελ αλλά δεν το παίρναμε χαμπάρι αφού είχαμε ψεκαστεί. Σωστά. Πώς θα ξέρεις ότι σε ψεκάζουν όταν έχεις ήδη ψεκαστεί;
Αν θυμάμαι καλά μάλιστα οι οπαδοί του συλλογισμού είχαν μετρηθεί κάπου στο 30%!
Τώρα βέβαια με τους «αντισυστημικούς» που κυκλοφορούν ανάμεσά μας έχουμε πιάσει ακόμη καλύτερες επιδόσεις.

  • Το 39,8% θεωρεί ότι ο αντισυστημισμός είναι «θετικό» πράγμα. Να τον πάρουμε και στο σπίτι μας.
  • Το 54,3% πιστεύει ότι ο αντισυστημισμός είναι δείγμα μιας κοινωνίας που διαθέτει αντανακλαστικά. Καμάρι μας.
  • Το 35,9% θα ήθελε να δει στην κυβέρνηση μια «αντισυστημική πολιτική δύναμη». Εδώ κινούμαστε στα όρια της παράκρουσης.
  • Και τελικά το 37,4% των ερωτηθέντων αυτοχαρακτηρίζονται (υπερήφανα υποθέτω…) «αντισυστημικοί» (GPO, 19/2).
    Έχουμε ανοίξει παρτίδες με μουρλούς; Το θεωρώ πιθανό. Και όπως φαίνεται δεν είναι λίγοι.
    Γι’ αυτό πιστεύω ότι το «δόγμα Δαλαμπούρα» διατυπώθηκε την κατάλληλη στιγμή. Όπως οι «Τάιμς» με τους μονόκερους, επιτρέπει να εντοπίζουμε μια συγκάλυψη ακόμη κι όταν δεν φαίνεται.
    – Έχουμε συγκάλυψη, βεβαιώνει ο υποψιασμένος.
    – Ναι, αλλά δεν βλέπω τι συγκαλύπτουν, απαντάει ο ανυποψίαστος.
    – Είδες πόσο καλά το συγκαλύπτουν; Καταλήγει ο υποψιασμένος.
    Έτσι μπορούμε να εξηγούμε και τα ανεξήγητα όταν δεν εξηγούνται επειδή είναι ανεξήγητα. Κι αν δεν βολεύει η εξήγηση, κανένα πρόβλημα.
    Τι χρειάζονται οι εξηγήσεις αφού είναι ανεξήγητα;

Ι.Κ. Πρετεντέρη (από ΤΑ ΝΕΑ):