Η διάκριση Ορεινών- Πεδινών, ανάγεται στην Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Τότε, οι ριζοσπαστικοί με τις πλέον επαναστατικές ιδέες, κατέλαβαν το άνω αριστερό μέρος της αίθουσας της Εθνοσυνέλευσης και ονομάσθηκαν Ορεινοί επειδή τα έδρανά τους ήταν στο ψηλότερο μέρος του αμφιθεάτρου. Μεταξύ των Ορεινών ήταν ο Νταντόν, ο Μαρά, ο Σαιν Ζυστ και άλλοι από την ομάδα των Επαναστατών της Γαλλικής Επανάστασης.
•Το κακό τρίτωσε για τη Κύπρο.Η κυβέρνηση μας κάνει τον Κινέζο.Αμηχανη,παθητική,αποσβολωμένη.Ακομα και η ρητορική είναι στα χαμηλά ντεσιμπέλ.Η Κύπρος «κειται μακράν».Ενεργειες άστοχες για το θεαθηναι.Ανούσιες ,επικίνδυνες.Τι πήγαν να κάνουν τώρα στη Γενευη;Με ποιες προυποθεσεις;Να στρώσουν το χαλί στον Ερντογαν;Να φανε στο άχαρο εστιατόριο του Intercontinental ;Σε αυτά δεν πας αν δεν έχεις κάτι από πριν συμφωνήσει.Αν δεν έχεις κάτι νέο σκεφτεί.Καθε « ευκαιρία» και οπισθοδρόμηση.Το σχέδιο Αναν,το Κραν Μοντανα και τώρα η Γενευη.Η Τουρκία όλο και πιο κοντά στις επιδιώξεις της.Βημα,βήμα.με ιστορική υπομονή.Το Κυπριακό δεν μπορεί να λυθεί έτσι.Στον αιώνα των αιώνων.Οταν η Τουρκία χάσει την ελπίδα να μπει στην ΕΕ από την κερκόπορτα του ψευδοκράτους θα το προσαρτήσει και τέρμα η συζήτηση.Ιδίως αν τα θαλάσσια οικόπεδα έχουν ζουμί και όχι μόνο αχινους.Η αίσθηση μου είναι ότι αυτό δεν θα αργήσει τόσο πολύ. «Ο Ερντογαν είναι εξαιρετικός οικοδεσπότης.Κανουμε μαζί του κάτι δουλειες με τη Συρία» είπε ο Τραμπ. •Και τι να γίνει; θα με ρωτήσετε.Τι θες να κάνουμε;Το πεπρωμένο . •Στειλτε πρεσβυ στο Σαο Τομε ε Πριντσιπε να μελετήσετε πως το κάναν εκεί.Ναι είναι κράτος κυρίαρχο με οργιαστική φύση.220000 πολίτες.Αποτελειται από δυο νήσους.Το Σαο Τομε και το Πριντσιπε.Στο Πριντσιπε ζει το 5% του Κράτους.Εκει η ιδέα της κυριαρχικής ισότητας δεν ταυτίζεται με το Κράτος.Βρηκαν οδό οι άριστοι της Νομικής του Σαο Τομε.Εμείς δυσκολευόμαστε.Οταν λοιπόν το Πριντσιπε δεν μπορούσε να ζει με το δυσβάσταχτο ζυγό του Σαο Τομε ειρηνικά χωρίς πολλά πολλά.Δικη του εθνοσυνέλευση,εκλογές,πρόεδρο και υπουργούς,εκτεταμένη αυτονομία.Αλλα σε ενα Κράτος.Ολοι υπόκεινται στο χαλαρό μεγαλείο του Σαο Τομε ε Πριντσιπε.Τοσο το Σαο Τομε όσο και το Πριντσιπε. •Η ιδέα της κυριαρχικής ισότητας είναι συζητήσιμη.Δεν ταυτίζεται με την ιδέα των δύο κρατών.Σε αυτο πρέπει να σπάσουν το κεφάλι τους οι Κύπριοι νομομαθείς και να του δώσουν περιεχόμενο.Θα χαλάσει λίγο η ζαχαρένια της εγχώριας ελίτ αλλά θα χαλάσουν και οι επιδιώξεις της Τουρκίας γιατί αυτό το θέλει η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων.Οι δικοί μας τι θέλουν;Είναι ένα ερώτημα.Εμεις ως Ελλάδα τι θέλουμε πραγματικά;είναι κι αυτό ένα ερώτημα.
ο χρόνος είναι πολύ αργός για όσους περιμένουν, πολύ γρήγορος για όσους φοβούνται, πολύ μακρύς για όσους θρηνούν και πολύ σύντομος για όσους γλεντούν. Και για τους ερωτευμένους ο χρόνος είναι αιωνιότητα ……
Το 903 αποφάσισα κι εγώ να ξενιτευτώ. Σηκώθηκα μιαν αυγή, στις δεκαπέντε Μαρτίου, ημέρα Παρασκευή, πήρα οχτακόσιες δραχμές, και αξημέρωτα πέρναγα το Νούδιμο του Oρχομενού. Αποκεί έπεσα στον κάμπο της Μηλιάς. Τότε ακόμα ο δρόμος Λεβίδι-Τρίπολη δεν ήταν φτιαγμένος, πηγαίναμε από Κακούρι μεριά.
Έφτασα στην Τρίπολη το απομεσήμερο κι έμεινα το βράδυ σ’ ένα χάνι Βασιλείου Μαχαίρα ή Αναγνωστόπουλου, Δαραίου. Αυτός είχε μπακάλικο, μαγεριό και κρεβάτια για ύπνο. Το πρωί στις πέντε πήγα στο σταθμό κι έβγαλα εισιτήριο για Πειραιά, δέκα δραχμές και ογδόντα λεφτά.
Ήρθε το τρένο μπήκα μέσα, περάσαμε τον Αχλαδόκαμπο, τη μεγάλη γέφυρα, Μύλους, Άργος, Κόρινθο. Περάσαμε τον Ισθμό, από πάνω εμείς από κάτω τα πλοία. Είχα σύσταση για έναν πατριώτη μου στον Πειραιά, Ιωάννη Τσέκο ή Λαβωμένο. Ήταν πολλούς χρόνους εκεί και είχε τραυματιστεί στο επαναστατικό, από σφαίρα στο κεφάλι, πάντα την πάντα, δίχως να τον βλάψει στα μυαλά. Και ο Πειραιάς τον ονόμασε Λαβωμένο. Αυτός είχε και αδερφούς, τον καπετάν Πέτρο, μεγάλο παλικαρά, τον Βασίλειο Τσέκο ή Κακόχρηστο, ληστή Πατρών και περιφερείας. Εκείνη την εποχή είχαν δόξα μεγάλη.
Πήγα τον βρήκα στο σπίτι του, με πήρε, δεν ήξερα την πόλη, με πήγε στο ξενοδοχείο.
Το πρωί ήρθε να πάμε στο γιατρό της εταιρείας να επιθεωρηθώ. Η εταιρεία άνοιγε αργά και χρειάστηκε να περιμένουμε. Σε καμιά ώρα φάνηκε ο γιατρός, μπήκαμε μέσα, με εξέτασε, μ’ έβγαλε σκάρτο από τραχώματα.
Μου ’δωσε συνταγή να παίρνω φάρμακα, να ρίχνω στα μάτια μου να καθαρίσουν. Και με το νυστέρι άρχισε να κόβει τα σπυράκια από μέσα τα ματόφυλλα.
Απελπίστηκα που δε θα πέρναγα.
Είχε ένα τρένο το δείλι για Μύλους και ήθελα να φύγω.
Μου λέει ο Τσέκος, πάμε στο σπίτι.
Και με πήρε στο σπίτι του να φάμε. Το σπίτι ήταν μικρό, ένα δωμάτιο για τους ξένους το κράταγε ο αδερφός του, ο καπετάν Πέτρος, άρρωστος.
Είχε και δυο γιους, Νίκο και Μπάμπη, και κορίτσια. Με δέχτηκαν καλά και σήμερα βρίσκουνται οι φαμελιές τους στον Πειραιά. Αποφάγαμε, σηκώθηκα να φύγω. Μου είπαν αυτοί να μείνω να φύγω την αυγή, να μην ξενυχτήσω στο δρόμο.
Δεν τους άκουσα, ήμουν φαρμακωμένος.
Το κτίριο της εταιρείας Φορντ στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ (επιστολικό δελτάριο)
Μπήκα στο τρένο, μέσα στο βαγόνι είδα έναν που έμοιαζε ξενοφερμένος. Έκατσα κοντά του και πιάσαμε κουβέντα.
Τον ρώτησα πού ήταν.
— Στην Αμερική.
— Τώρα έρχεσαι;
— Μάλιστα.
— Από ποιο μέρος;
— Από το Σικάγο.
— Γνώρισες κανέναν Δαραίο εκεί;
— Ναι, τον Αναστάσιο Μεγρέμη.
— Είναι καλά;
— Καλά.
— Από ποιο μέρος είσαι του λόγου σου;
— Από το Άργος, το χωριό Μπερμπάτι.
— Το όνομά σου;
— Γρηγόριος Γκορίτσας.
— Πώς περνάγατε στην Αμερική;
— Πολύ καλά, ό,τι θέλαμε τρώγαμε. Φτηνά πράματα, ρούχα, παπούτσια.
— Το μεροκάματο;
— Άλλος δύο δολλάρια, άλλος ένα κι εβδομήντα πέντε, άλλος ενάμισι.
— Δουλειές πολλές;
— Πολλές. Γραμμές, μίνες για το χρυσό, για κάρβουνο και άλλες.
— Και τι ήθελες στην Ελλάδα;
— Ήρθα να δω τους γονιούς μου και θα φύγω πάλι.
— Τότε έκανες καλά. Εδώ μεγάλη φτώχεια. O κόσμος κιντυνεύει, σήκωσε φτερό για έξω. Κάργα τα καράβια με τρεις χιλιάδες το καθένα, όλο παιδαρέλια. Δω εκεί κανένας σαραντάρης.
Φτάσαμε στο Άργος κι εγώ κατέβαινα για Μύλους.
Αυτός θα έμενε.
Γεια σου, του λέω, φίλε, χωρίζουμε.
Μου λέει, μείνε στο Άργος, απόψε θα μείνουμε μαζί. Και αύριο φεύγεις.
Του λέω καλά.
Άργος-Μύλους, το εισιτήριο ήταν πενήντα λεφτά. Κι έτσι το αποφάσισα.
Πήραμε τις βαλίτσες του και πήγαμε στην πόλη. Μου λέει έχω έναν κουμπάρο εδώ και πρέπει να τον βρω, να αφήσω τα πράματά μου. Μείνε εσύ να τα φυλάς και εγώ θα πάω.
Ήταν ένα απόκεντρο εκεί, κάτι σοκάκια στενά. Παραμέσα η πόλη ωραία, πλατείες, δρόμοι, εκκλησίες, εμπορικά.
Αλλά τα απόκεντρα βρόμαγαν.
Πήγε αυτός στον κουμπάρο του, έκατσε πλέον της ώρας.
— Δίνεις μπέσα σ’ αυτόν με τα πράγματά σου, ρούχα και διάφορα που έχεις μέσα;
— Γιατί;
— Αύριο θα σου πει δεν έφερες τίποτα και πού σε είδα. Αν θέλει σε κάνει και καλά, βράδυ είναι ποιος σε γνωρίζει.
Λες;
Έλα να πάμε στο ξενοδοχείο, να πάρουμε το κλειδί του δωματίου να είσαι ασφαλισμένος. Μη δίνεις μπέσα στον καθένα. Κι εγώ αν ήθελα, ξέρω ένα δρόμο Καπαρέλι-Σάγγα, σου τ’ άρπαζα και το ’σκαγα.
Πήγαμε στο ξενοδοχείο, βάλαμε τις βαλίτσες στο δωμάτιο, πήραμε το κλειδί, βγήκαμε έξω.
Μπήκαμε σ’ ένα μαγέρικο, φάγαμε, δε μ’ άφησε να πληρώσω.
Πήγαμε ύστερα στο καφενείο, πάλι δε μ’ άφησε. Το πρωί σηκωθήκαμε, διατάξαμε καφέδες, έκανα να βγάλω λεφτά, τίποτα. Πλήρωσε και τον ύπνο.
Πήγαμε στο σταθμό, και έβγαλα εισιτήριο. Του ’δωσα τη σύστασή μου κι αυτός τη δική του, για να ’χουμε αλληλογραφία, σα φίλοι πια που γνωριστήκαμε, φάγαμε, κοιμηθήκαμε μαζί.
Ήρθε το τρένο από το Ανάπλι και χωρίσαμε.
Μπήκα μέσα, κατέβηκα στους Μύλους. Αποκεί πήρα το άλλο για την Τρίπολη. Αυτό πήγαινε αργά, είχε παρουσιαστεί μια έλλειψη από κάρβουνο και πάλευε να πάει με ξύλα. Τα είχαν κανονίσει έτσι οι σιδεροδρομικοί. Στον ανήφορο της Αντρίτσας μας έπιασε μια ψιχάλα μικρή και η μηχανή άρχισε να καλντίζει. Δεν είχε στίμη δυνατή να φύγει και στεκόταν και γλίστραγε πίσω και ροβολάγαμε οι επιβάτες να ρίχνουμε χαλίκια στις ρέλες, να ξαναπαίρνει μπροστά. Μέχρι να πιάσουμε ίσιωμα μας έβγαλε την ψυχή.
Φτάσαμε στην Τρίπολη βράδυ, τα φώτα είχαν ανάψει. Πήγα κοιμήθηκα τη νύχτα στου Δαραίου, το πρωί έφυγα.
Έκοψα πάλι μέσα από τον κάμπο της Μηλιάς, πέρασα το χάνι του Τουνικιώτη κι άλλα ψηλότερα.
Έμεινα στο χωριό ένα χρόνο και άρχισα τη θεραπεία.
O γιατρός να καθαρίζει τα τραχώματα με το νυστέρι και να ρίχνει μέσα τα φάρμακα που με τριβόλιζαν.
Θ. Βαλτινός, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο Πρώτο: Αμερική, Άγρα
Ο Θανάσης Βαλτινός ανήκει στους Έλληνες μεταπολεμικούς πεζογράφους. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του αντλεί τη θεματική του από πραγματικά γεγονότα της περιόδου της ελληνικής ιστορίας που ακολούθησε τη γερμανική κατοχή και κυρίως της εποχής του εμφυλίου. Γενικά ο Βαλτινός παρουσιάζει μια δημιουργική εμμονή στην τεχνική της λογοτεχνικής ανάπλασης μαρτυριών, που εντάσσεται στο πλαίσιο ενός διπλού προβληματισμού του, τόσο γύρω από το πώς συλλαμβάνονται και αφομοιώνονται οι κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές από λαϊκά πρόσωπα, όσο και γύρω από τη γλωσσική μορφή της καταγραφής της σκέψης τους. Ο ίδιος παραμένει στο φόντο της δράσης χωρίς να παρεμβαίνει δίνοντας στον αναγνώστη ένα είδος τοιχογραφίας από ατομικά βιώματα και εμπειρίες. Έργα του μεταφράστηκαν σε ευρωπαϊκές και ασιατικές γλώσσες.
Όλα τα ανθρώπινα πλάσματα έχουν τρεις ζωές: τη δημόσια, την ιδιωτική και τη μυστική
ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ.
Ο Γκάμπο ή Γκαμπίτο όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά σε όλη τη Λατινική Αμερική, γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1927 στην Αρακατάκα, ένα μικρό χωριό στις ακτές του Ατλαντικού της Κολομβίας. Δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση» σε ηλικία είκοσι ετών και τον επόμενο χρόνο άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Για περισσότερο από μισό αιώνα άσκησε τα δύο αυτά επαγγέλματα, μαγεμένος από «την πικρή γοητεία της γραφομηχανής». Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα και από τους βασικούς εκπροσώπους του μαγικού ρεαλισμού, υποστήριζε όμως πάντα ότι «δεν υπάρχει φράση στα μυθιστορήματά μου που να μη βασίζεται στην πραγματικότητα». Τιμήθηκε για το τεράστιο έργο του με το Διεθνές Βραβείο Neustadt το 1972 και με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1982. Πέθανε στην Πόλη του Μεξικού στις 17 Απριλίου 2014.
Ο Σαίξπηρ προσομοιάζει τη φήμη με ένα «φλάουτο: «η εικασία, η καχυποψία κι η κερδοσκοπία είναι η ανάσα που το κάνει να ακούγεται, και είναι τόσο εύκολο να το παίξει ο καθένας, ακόμη και η μάζα – αυτό το αμυδρό τέρας με τα αμέτρητα κεφάλια, που πάντα κραυγάζει και σέρνεται».
•Αν ..λέω αν..Μετά την ανελέητη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου,με 1100 νέους νεκρούς σε μουσικό νεολαιίστικο φεστιβάλ.Μετα το φρικτό έγκλημα της ομηρείας 250 άμαχων..γυναικόπαιδων και οικογενειών.Αν η Παλαιστινιακή πρεσβεία οργάνωνε παρουσίαση βιβλίου με θέμα «τα μεταβαλλόμενα τοπία της Παλαιστινιακής λογοτεχνίας» θα αντιδρούσε κάποιος;Θα είχε εισέλθει πλήθος με Ισραηλινές σημαίες;Οχι βέβαια δεν θα είχε συμβεί.Και αν είχε επιχειρηθεί οι πρωταίτιοι θα είχαν συλληφθεί. •Αντιθέτως η ενδιαφέρουσα περίπτωση του Οντετ Βολκσταιν και τα «μεταβαλλόμενα τοπία της Εβραϊκής Λογοτεχνίας» ματαιώθηκε από σημαιοφόρους της Παλαιστινης. Λευτεριά στη Παλαιστινη. •Μαζί σας αν μου ξεκαθαρίσει κάποιος τι εννοεί.Τη λευτεριά της Χαμάς;ενός ισλαμοφασιστικου θεοκρατικού κράτους δολοφονιών,βασανιστηρίων,καταπάτησης κάθε δικαιώματος,βαθειά διεφθαρμένου που κρύβεται στο μανδύα της αντίστασης και το όποιο θέλει την εξάλειψη των Εβραίων από προσώπου γης;Οχι ευχαριστώ δεν θα πάρω. •Αυτές οι σκέψεις ουδόλως με εμποδίζουν να φριττω με ό,τι συμβαίνει στη Γάζα.Ενας πόλεμος δεκάδες χιλιάδες θύματα ,που θανατώνει γυναίκες ,παιδια και αμάχους διανθισμένος με ιδέες εθνοκάθαρσης της ισραηλινής Ακροδεξιάς.Με πείνα,με λιμούς κλπ.Ενας καιροσκοπικός πλέον πόλεμος για την καρέκλα του Νιετανιαχου και με ασαφή σκοπό.Αυτα όμως τα λένε οι ίδιοι οι Ισραηλινοί της δημοκρατίας και της προόδου.Το να συνταχθώ μαζί τους είναι προφανές.Το να ζητώ να σταματήσει αυτό αμέσως επίσης. Το να λογοδοτήσουν υπεύθυνοι για εγκλήματα πολέμου βεβαίως και είναι θέμα.Οχι μόνο για τους Ισραηλινούς αλλά και για τους Χαμασιτες. •Άλλο αυτό κι άλλο να καλλιεργείται αντισημιτισμός.Στη Θεσσαλονίκη οι τοίχοι γέμισαν με Heil Hitler.Απο την νεόκοπη εθνικιστική νεολαία.Σιγα τα ωά θα μου πείτε.Ετσι λέγαμε κάποτε για τη Χρυσή Αυγή.Σιγα τα ωα ένα γκρουπουσκουλο στον Άγιο Παντελεημονα.