Κοσμάς Πολίτης, «Τα τσερκένια»

Posted by il Notaro

*

Αναδρομές : Μια στήλη του ΝΠ αφιερωμένη σε αξιομνημόνευτες στιγμές της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας και σκέψης.

~ . ~

Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.

Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.

O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι… Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι —όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά — συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες —να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα— και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.

Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.

Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο —μισό τσέρκι, δηλαδή— με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του —αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού— ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.

Συνεχίστε την ανάγνωση του “Κοσμάς Πολίτης, «Τα τσερκένια»”

αγάπη..

Γιωσαφάτ*:

«Αγάπη είναι να μην περιμένεις να πάρεις αλλά να θες να δώσεις, χωρίς αντάλλαγμα..»

*Έλληνας ψυχαναλυτής, εβραϊκής καταγωγής. Ήταν ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του είδους του στην Ελλάδα.

Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851. Ήταν ένα από τα εννέα παιδιά του δάσκαλου και ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ (1817-1897) και της Γκιουλώς Μοραΐτη (1822-1896). Έτσι, ο νεαρός Αλέξανδρος μεγάλωσε μέσα σ’ ένα κλίμα γεμάτο ευλάβεια και θρησκευτικότητα.

Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος

Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α και Β τάξιν. Την Γ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικὴν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα ξένας γλώσσας.
Μικρὸς εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» , έργον μου, εις το περιοδικὸν «Σωτήρας». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μὴ χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.

Αύριο το Ράλλυ Βοιωτίας: Το πρόγραμμα

Ράλλυ Βοιωτίας: Το πρόγραμμα

. Το πρώτο αγωνιστικό αυτοκίνητο θα φύγει από το Service Park που θα βρίσκεται στο χωριό Σκούρτα στις 10:00 το πρωί της Κυριακής 5 Μαρτίου, προκειμένου να κατευθυνθεί στην ειδική διαδρομή Δαφνούλα (10:23) και εν συνεχεία στην ειδική διαδρομή Σκούρτα (11:06). Έπειτα από το 30λεπτο μεσημεριανό Service, τα πληρώματα θα διέλθουν για δεύτερη φορά από τις ειδικές διαδρομές Δαφνούλα (12:49) και Σκούρτα (13:29). Ο τερματισμός του 3ου Ράλλυ Βοιωτίας είναι προγραμματισμένος να πραγματοποιηθεί στις 13:52. Στο Πολιτιστικό Κέντρο των Σκούρτων θα διεξαχθούν οι απονομές των επάθλων.

Σημαντικό: Οι αναγνωρίσεις της διαδρομής θα γίνονται μέχρι το Σάββατο 4 Μαρτίου (έως τη δύση του ηλίου) με ελεύθερο αριθμό περασμάτων. Τονίζεται ότι η οδήγηση κατά τη διάρκεια των αναγνωρίσεων πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Κ.Ο.Κ. και να μην ενοχλούνται οι κάτοικοι της περιοχής. Απαγορεύεται, με απόφαση της οργανωτικής επιτροπής του αγώνα, η οδήγηση κατά τη διάρκεια των αναγνωρίσεων στις ειδικές διαδρομές με ανάποδη φορά από αυτή του αγώνα.

Η Γραμματεία θα λειτουργεί στα γραφεία του Σωματείου ΕΛ.Λ.Α.Δ.Α. (Κύπρου 76, Περιστέρι) έως το Σάββατο 4 Μαρτίου και την ημέρα του αγώνα, θα εδράζεται στο Πολιτιστικό Κέντρο Σκούρτων απέναντι από το γήπεδο.

Οι οργανωτές θέλουν να ευχαριστήσουν τον Δήμο Τανάγρας, την Κοινότητα Σκούρτων, την Αστυνομική Διεύθυνση Βοιωτίας, την Πυροσβεστική Υπηρεσία Οινοφύτων, καθώς και την Nissan Χαλκιάς που στηρίζουν με κάθε τρόπο το 3ο Ράλλυ Βοιωτίας.

Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο siteτου Σωματείου ΕΛ.Λ.Α.Δ.Α., ενώ Διαδραστικό χάρτη του αγώνα μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ.

«Να μη βαρεθείς ποτέ τη ζωή σου»

Ελένη Άρβελερ:

Τέλος μίλησε και για την βιοθεωρία της, η οποία παρά τα 97 της χρόνια, την έχει κάνει να ζει γεμάτη όρεξη και να μη λέει ποτέ «όχι» σε νέες εμπειρίες, γνώσεις και στόχους.

«Το μυστικό είναι απλό να μη βαρεθείς ποτέ τη ζωή σου. Να έχεις πάντα έναν στόχο. Και όπου υπάρχει ένα θέλω υπάρχει πάντα ένα. Μπορώ αυτό να μην το ξεχνάς ποτέ. Οπότε λέω ότι είμαι ενενήντα επτά χρονών, αλλά δεν το νιώθω. Δεν το νιώθω»,

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου: Απών(διήγημα)

Πηγή:planodion.gr

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου

ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ξε­κί­νη­σε καὶ βρέ­θη­κε νὰ σκου­πί­ζει τήν Τούσα Μπό­τσα­ρη, Νό­τη καὶ Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη καὶ κά­τι Ἀνδρού­τσους στὸ Κου­κά­κι. Ὁ πρό­ε­δρος τοῦ χω­ριοῦ τοῦ ‘­πε «εἶ­σαι ἐ­θνι­κό­φρων, θὰ σὲ πά­ρουν». Πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὴν ἐ­πι­τρο­πή, ξε­βρα­κώ­θη­κε καὶ κά­τι ξέ­νοι τοῦ ἄ­νοι­ξαν μὲ χά­ρα­κα τὸ στό­μα καὶ κοί­τα­ξαν τὰ δόν­τια του. Ἄ­κου­σαν τὴν καρ­διά του, τὸν πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ ἀ­κτί­νες καὶ τέ­λος τὸν ἀ­πέρ­ρι­ψαν.

     Ἦ­ταν τσί­μα-τσί­μα καὶ στὴν ἡ­λι­κί­α.

     «Εἶ­μαι ἐ­θνι­κό­φρων» τόλ­μη­σε νὰ ψελ­λί­σει καὶ πῆ­ρε κα­τσού­φης τοὺς δρό­μους.

     Πῶς νὰ γυ­ρί­σει πί­σω! Ἐ­κεῖ, μό­λις νύ­χτω­νε, ἔ­πε­φταν τὰ βου­νὰ κι ἡ βου­βα­μά­ρα νὰ σὲ πλα­κώ­σουν.

     Τὰ λαμ­πό­γυα­λα γι­ό­μι­ζαν τὰ πρό­σω­πα ἴ­σκιους καὶ λύ­πη.

     Τὸ κα­φε­νεῖ­ο καὶ τὸ οὖ­ζο τὸν πε­ρί­με­ναν. Με­ρο­κά­μα­το στὴ χά­ση καὶ στὴ φέ­ξη, ὅ­ταν κά­νας ὁ­μο­γε­νὴς ἀ­π’ τὴν Ἀ­με­ρι­κὴ ἔ­φτια­χνε, στὰ γύ­ρω χω­ριά, ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴν ψυ­χή του.

     Καὶ ποι­ός ἀ­κού­ει τὶς κο­ρο­ϊ­δί­ες, ποὺ τὸν ἔ­βγα­λαν ἄ­χρη­στο οἱ Γερ­μα­να­ρά­δες!

     Πῆ­γε στὸ βου­λευ­τή. Εἶ­χαν κοι­νοὺς γνω­στούς, τοῦ ‘­πε πὼς εἶ­ναι καὶ ἐ­θνι­κό­φρων.

     Βρέ­θη­κε δου­λειὰ στὸ Δῆ­μο. Ὁ­δο­κα­θα­ρι­στής. Δὲν τοῦ ‘ρ­θε κα­λὰ ἀλ­λά, ὅ­πως τοῦ ‘­πε καὶ τὸ τσι­ρά­κι τοῦ βου­λευ­τῆ, «μή­νας μπαί­νει, μή­νας βγαί­νει…» Τοῦ ‘­δω­σε καὶ συγ­χαρ­τή­ρια κι­ό­λας. Ἄκου πρά­μα­τα. Συγ­χαρ­τή­ρια γιὰ σκου­πι­διά­ρης.

     Τὴν πρώ­τη μέ­ρα, ν’ ἀ­νοί­ξει ἡ γῆ νὰ τὸν κα­τα­πι­εῖ. Ποῦ ἀ­κού­στη­κε, ἄν­τρας μὲ σκού­πα, στοὺς δρό­μους! Λού­φα­ξε σ’ ἕ­να παρ­κά­κι τοῦ Δή­μου.

     «Ἐ­δῶ ‘­σαι, ρὲ πα­λι­ο­μα­λά­κα; Ὧ­ρες σὲ ψά­χνω. Για­τί δὲ σκου­πί­ζεις, ρέ;» Ἦ­ταν ὁ ἐ­πι­στά­της του.

     «Δὲν εἶ­μαι κα­λά, ἀ­φεν­τι­κό.»

     «Νὰ πᾶς σπί­τι σου, ρέ! Στὰ τσα­κί­δια! Ἢ σκου­πί­ζεις καὶ κά­νεις τοὺς δρό­μους ἀ­ε­ρο­δρό­μιο ἢ λέ­ω καὶ σ’ ἀ­πο­λύ­ουν. Στὸ δι­ά­ο­λο, πρω­ῒ-πρωΐ, κα­ρι­ό­λια!»

     Κι ἔ­φυ­γε ἀ­πει­λη­τι­κός. Πα­ρα­κά­τω κον­το­στά­θη­κε.

     «Θὰ ξα­να­πε­ρά­σω. Πά­νω ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι σου θά ‘­μαι. Μα­λά­κα, ἔ μα­λα­κά!»

     Τί νὰ κά­νει. Λύσ­σα­γε, μὰ τί νὰ κά­νει!

     Τὸ βρά­δυ ἤ­πι­ε, ἤ­πι­ε, κι ὅ­λη τὴ νύ­χτα ἔ­βλε­πε γουρ­λω­μέ­να τὰ μά­τια τοῦ ἐ­πι­στά­τη. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να στρα­τι­ω­τι­κὸ κα­πέ­λο ἀγ­γα­ρεί­ας —ἀ­π’ αὐ­τὰ μὲ τὸ με­γά­λο γεῖ­σο— καὶ τὸ κα­τέ­βα­σε νὰ τοῦ κρύ­ψει τὰ μά­τια, ποὺ τά ‘­χε πιὰ μο­νί­μως καρ­φω­μέ­να στὰ πό­δια του, στὰ σκου­πί­δια. Τό­σο τοῦ ‘­γι­νε συ­νή­θεια πού, κι ἐ­χτὸς δου­λειᾶς, δὲν κοί­τα­ζε τοὺς ἄλ­λους στὰ μά­τια.

     Πά­ει, τοῦ κόλ­λη­σε ἡ ντρο­πή.

     Τρεῖς φο­ρὲς τὴ μέ­ρα πέρ­να­γε ὁ ἐ­πι­στά­της νὰ βά­λει ὑ­πο­γρα­φὴ στὴν κάρ­τα, πὼς εἶ­ναι πα­ρών.

     Δὲν ἤ­ξε­ρε γράμ­μα­τα κι ἔ­βα­ζε πλά­ι στ’ ὄ­νο­μά του σταυ­ρό.

     Ἡ κάρ­τα κι ὁ σταυ­ρός, μὲ τὸν και­ρό, ἀ­πέ­κτη­σαν στὰ μά­τια του μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη δύ­να­μη. Ἦ­ταν τὸ ἀ­ναγ­κα­στι­κό, ἄ­ρα σπου­δαῖ­ο, ση­μεῖ­ο ἐ­πα­φῆς μὲ τὸν ἐ­πι­στά­τη, μὲ τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α. Με­τὰ ἀ­πὸ κά­θε σταυ­ρὸ ποὺ ἔ­βα­ζε, ἔ­νι­ω­θε πιὸ σί­γου­ρος.

     «Ἄιν­τε, στοῦρ­νο! Τέ­λει­ω­νε» τὸν ἀ­πό­παιρ­νε μα­λα­κὰ ὁ ἐ­πι­στά­της. Ὂχ ὀ­ρέ, μό­λις τοῦ ‘­λε­γε κά­να τέ­τοι­ο μι­σο­γλυ­κό­λο­γο! Χτύ­πα­γε ἡ καρ­διά του.

     «Μά­λι­στα, ἀ­φεν­τι­κό. Μά­λι­στα. Μά­λι­στα.»

     «Θὰ κά­νεις καὶ συν­τή­ρη­ση. Σπιρ­τό­ξυ­λο νὰ μὴ μεί­νει. Ἄν­τε, γειά σου.»

     «Χαί­ρε­τε. Οὔ­τε σπίρ­το. Χαί­ρε­τε. Χαί­ρε­τε.»

     Τοῦ ‘­πε καὶ «γειά σου» ὅ­ταν ἔ­φυ­γε. Βρέ, βρὲ πρά­μα­τα. Χα­μο­γε­λοῦ­σε γιὰ πολ­λὴ ὥ­ρα, σκου­πί­ζον­τας μ’ ἐ­πι­μέ­λεια.

     Μιὰ στὸ καρ­φὶ καὶ μιὰ στὸ πέ­τα­λο ὁ ἐ­πι­στά­της.

     Ἀλ­λὰ κι ὅ­ταν τὸν ἔ­βρι­ζε ὅ­μως, δο­κί­μα­ζε μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ τα­ρα­χὴ – πε­ρι­έρ­γως, ὄ­χι δυ­σά­ρε­στη. Ἔ­νι­ω­θε ἕρ­μαι­ο στὰ χέ­ρια του. Τὸ ἀ­φεν­τι­κό. Τὸ κρά­τος.

     Τὸν θαύ­μα­ζε ὅ­ταν τοῦ ‘­βα­ζε τὶς φω­νές, χαι­ρό­ταν ὅ­ταν τοῦ πέ­τα­γε κά­να κό­κα­λο κα­λο­σύ­νης, εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν καὶ τὸ θε­ω­ροῦ­σε δί­και­ο ὅ­ταν τοῦ ‘­παιρ­νε μί­ζα ἀ­π’ τὶς ὑ­πε­ρω­ρί­ες καὶ τὶς Κυ­ρι­α­κά­δες ποὺ δού­λευ­ε.

     Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ συ­ναι­σθή­μα­τα μού­δια­ζαν, ἀ­λά­φια­ζαν, μερ­μήγκια­ζαν, φό­βι­ζαν, γλύ­και­ναν τὸ κορ­μί του. Στὸ σταυ­ρό, ἔ­φτα­ναν στὴν κο­ρύ­φω­σή τους.

     Ὅ,τι ἔ­βγα­ζε πιά, τ’ ἀ­κούμ­πα­γε στὸ οὖ­ζο. Ὅ­ταν πο­τί­στη­κε γιὰ τὰ κα­λά το κορ­μί του, ζή­τα­γε καὶ στὴ δου­λειά. Ἔ­παιρ­νε μα­ζί του, σὲ μπο­τί­λια ἐμ­φι­α­λω­μέ­νου νε­ροῦ, κι ἔ­πι­νε.

     Ὁ ἐ­πι­στά­της τὸν σκυ­λό­βρι­ζε, συ­χνὰ πυ­κνὰ τὸν ἔ­δι­ω­χνε καὶ τοῦ ‘­κο­βε τὸ με­ρο­κά­μα­το, μὰ στὸ τέ­λος τὸν ἄρ­χι­σε στὴν πλά­κα.

     Ποῦ νὰ χά­νει τώ­ρα τὴ μί­ζα του καὶ ποι­ός ξέ­ρει ποι­ό μοῦ­τρο θὰ ‘ρ­θεῖ στὴ θέ­ση του! Ἔ­γι­νε ὁ κα­ραγ­κι­ό­ζης του. «Ἀν­τρί­κο, μα­λα­καν­τρί­κο;»

     «Δι­α­τάξ­τε, ἀ­φεν­τι­κό.»

     «Σοῦ ση­κώ­νε­ται, ρέ; Σοῦ ση­κώ­νε­ται;»

     Ἔ­γι­νε τὸ νού­με­ρο στὴν πε­ρι­ο­χή, για­τὶ τρέ­κλι­ζε καὶ για­τὶ ἀ­π’ τὴν ἀ­φα­γί­α ἔ­μει­νε πε­τσὶ καὶ κό­κα­λο καὶ μο­νά­χα ἡ μύ­τη του φού­σκω­νε, σὰν με­λι­τζά­να.

     Τὰ παι­διὰ πε­τρο­βό­λη­μα, κι οἱ με­γά­λοι: «Σού­ρα; χῶ­μα; λι­ῶ­μα; Πά­λι πορ­το­κα­λά­δα ἤ­πι­ες, ρέ;»

     Μιὰ μέ­ρα ἔ­πε­σε στὸ δρό­μο ἀ­ναί­σθη­τος. Τὸν πῆ­γαν στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Συ­κώ­τι. Βα­ριὰ μορ­φή.

     Μό­λις βγῆ­κε, ὁ Δῆ­μος τοῦ ‘­δω­σε σύν­τα­ξη λό­γω ἀ­να­πη­ρί­ας.

     Ἐ­κεῖ γύρ­να­γε, στὸ Κου­κά­κι, ἀ­πὸ κα­φε­νεῖ­ο σὲ κα­φε­νεῖ­ο.

     Ἔ­νι­ω­θε κι ἀ­μυ­δρὰ κά­ποι­α προ­στα­σί­α, ἀ­π’ τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α ἀ­π’ τὸν ἐ­πι­στά­τη. Τὸ χω­ριὸ τὸ λη­σμό­νη­σε τε­λεί­ως. Τὸ κορ­μί του ζη­τοῦ­σε μό­νο οὖ­ζο. Οὔ­τε σχέ­δια οὔ­τε ἀ­να­μνή­σεις. Οὖ­ζο.

     Ὁ ἐ­πι­στά­της ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ τὸν περ­νά­ει στὴν κάρ­τα σὰν ἀ­πόν­τα, γιὰ ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο ἀ­π’ τὴ δι­α­κο­πὴ τῆς δου­λειᾶς. Μιὰ μέ­ρα συ­ναν­τή­θη­καν.

     «Ἀν­τρί­κο, σοῦ κά­νει νιά­ου, ρέ; Πῶς τὴ βγά­ζεις, ρὲ σού­ρα; Τὴ βα­ρᾶς κα­θό­λου;»

     «Ἀ­φεν­τι­κό, νὰ ὑ­πο­γρά­ψω. Δώ­σ’ μου νὰ ὑ­πο­γρά­ψω.»

     «Για­τί, μὴ χά­σεις τὸ με­ρο­κά­μα­το; Ρὲ τὸ μα­λά­κα! Ξέ­ρεις τί γρά­φει ἐ­δῶ, δί­πλα στ’ ὄ­νο­μά σου; Ἀ­πών.»

     Ἔ­λαμ­ψε τὸ πρό­σω­πό του. Ὥ­στε τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ ἔ­γρα­φε τ’ ὄ­νο­μά του καὶ δί­πλα «ἀ­πών»;

     Γι­ό­μι­σε πε­ρη­φά­νια καὶ σι­γου­ριά. Σὰν τό­τε ποὺ τοῦ ‘­πε ὁ πρό­ε­δρος πὼς εἶ­ναι ἐ­θνι­κό­φρων.

     Νὰ ποὺ τὸν νοι­ά­ζον­ται ἀ­κό­μα! Ἀ­πὸ κεί­νη τὴ μέ­ρα πέρ­να­γε ἀ­π’ τὸ γρα­φεῖ­ο τῶν ἐ­πι­στα­τῶν κά­θε πρω­ΐ, ἄ­νοι­γε δει­λὰ τὴν πόρ­τα κι ἔ­λε­γε:

     «Ἀ­φεν­τι­κό, εἶ­μαι σή­με­ρα ἀ­πών;»

     Ἐ­κεῖ­νος τὸν ἔ­λου­ζε, για­τὶ τὸν βα­ρέ­θη­κε.

     Καὶ τί δὲν τοῦ ‘­λε­γε: πο­δο­πα­τη­μέ­νε, ξε­φτι­λι­σμέ­νε, μου­νό­σκυ­λο. Μὰ ὅ­σο τοῦ ‘­λε­γε, τό­σο δὲν κου­νι­ό­ταν καὶ κά­που κά­που ρώ­τα­γε:

     «Ἀ­φεν­τι­κό, εἶ­μαι σή­με­ρα ἀ­πών;»

     «Εἶ­σαι, ρὲ βλά­χο! Εἶ­σαι, ρὲ ἀρ­χί­δι! Ἄ σι­χτίρ!»

     Τό­τε φω­τι­ζό­ταν τὸ πρό­σω­πό του κι ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε, το­νί­ζον­τας κι ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς συλ­λα­βές:

     «Εἶ­μαι ἀ­πών. Εἶ­μαι ἀ­πών.»

ΠΗΓΉ: ΝΤΙ­Ά­ΛΙΘ’ ἼΜ, ΧΡΙ­ΣΤΆ­ΚΗ (ΔΙΗΓΉΜΑΤΑ, ἘΚΔ. ὝΨΙΛΟΝ, 1987).

ΣΩ­ΤΉ­ΡΗΣ ΔΗ­ΜΗ­ΤΡΊ­ΟΥ (ΠΌ­ΒΛΑ ΘΕ­ΣΠΡΩ­ΤΊ­ΑΣ, 1955). ΔΙ­Ή­ΓΗ­ΜΑ, ΜΥ­ΘΙ­ΣΤΌ­ΡΗ­ΜΑ. ΖΕΙ͂ ΚΑῚ ἘΡ­ΓΆ­ΖΕ­ΤΑΙ ΣΤῊΝ Ἀ­ΘΉ­ΝΑ. ΒΙ­ΒΛΊ­Α:ΨΗ­ΛΑ­ΦΊ­ΣΕΙΣ (ΠΟΙ­Ή­ΜΑ­ΤΑ, 1985), ΝΤΙ­Ά­ΛΙ­Θ’ ἼΜ, ΧΡΙ­ΣΤΆ­ΚΗ (1987), Ν’ Ἀ­ΚΟΎ­Ω ΚΑ­ΛᾺ Τ’ Ὄ­ΝΟ­ΜΑ ΣΟΥ (1993), Ἡ ΣΙ­Ω­ΠῊ ΤΟΥ͂ ΞΕ­ΡΌ­ΧΟΡ­ΤΟ (2011) Κ.Ἄ.

Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς και ο Παπαδιαμάντης

Ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς, γεννήθηκε το 1851 μ.Χ.
Λειτουργούσε καθημερινά για 50 χρόνια!!!
Ψάλτη είχε τον συγγραφέα Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ξεκινούσαν στις 8 το πρωί και τελείωναν στις 3 το μεσημέρι λόγω του πλήθους των ονομάτων, που μνημόνευε ο Άγιος!!!
Κοιμήθηκε οσίως εν ειρήνη, στις 2 Μαρτίου του 1932 μ.Χ.σε ηλικία 82 ετών και τον κηδέψανε μπροστά στο Ναό του Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού.

ΠΈΜΨΟΝ ΒΟΉΝ, ΆΛΑΛΟΣ, ΆΨΥΧΟΣ ΠΈΤΡΑ!

Σφραγίδα του Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρη, του πυργοποιού της επιγραφής, από τη συλλογή του Κέντρου Βυζαντινών Σπουδών του Dumbarton Oaks στην Ουάσινγκτον. Σώζεται κατά το ήμισυ: στην πρόσθια πλευρά έφερε παράσταση του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη, ενώ στην οπίσθια του ηγεμόνα, με πλήρη αυτοκρατορική περιβολή.

*

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #1
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~


Πέμψον βοήν, άλαλος, άψυχος πέτρα!

Η αρχαία Ηράκλεια η Ποντική, ή Ποντοηράκλεια, ήταν ένα από τα κύρια λιμάνια της Βιθυνίας στον Εύξεινο Πόντο. Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου εξακολούθησε να ακμάζει, χάρη στη στρατηγική της θέση στους χερσαίους και τους θαλάσσιους δρόμους και στη γειτνίασή της με την Κωνσταντινούπολη. Σήμερα διατηρεί το όνομά της ελαφρώς παραλλαγμένο —Karadeniz Ereğli— και λιγοστά λείψανα του βυζαντινού της παρελθόντος, με κυριότερα τα τείχη και το τζαμί του Ορχάν Γαζή, έναν χριστιανικό ναό του 5ου αιώνα που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος μετά το 1453.

Στα βυζαντινά τείχη της πόλης υπήρχε ως τον 19ο αιώνα μία σημαντική για την ιστορία της επιγραφή. Ο λίθος έχει πλέον χαθεί, αλλά το κείμενο διασώθηκε, με την απώλεια μέρους του τέταρτου στίχου:

Ἄν οἱ λίθοι κράζωσιν ἐκ παροιμίας,
πέμψον βοήν, ἄλαλος, ἄψυχος πέτρα,
τὸν πυργοποιὸν κράζε, τὸν κτίσαντά σε·
κέλευσμα μικρὸν προσ[………………]
Κομνηνοφυοῦς Λασχάρου Θεοδώρου
αὐτοκρατοῦς τὸν πύργον ἤγειρε, ξένε.

Η επιγραφή απευθύνεται με αμεσότητα στον ξένο ο οποίος θα θαύμαζε τον πύργο που ίδρυσε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, για να ενισχύσει την οχύρωση της πόλης. Προστάζει επιτακτικά τον φορέα της, τη δίχως φωνή, άψυχη πέτρα, να μιλήσει και να διακηρύξει ποιος είναι ο πυργοποιός, ο κτίστης. Πριν από κάθε άλλη ιδιότητα του Λάσκαρη, προτάσσεται το επίθετο κομνηνοφυής —γέννημα, ρίζα των Κομνηνών αυτοκρατόρων— προκειμένου να τονιστεί η βασιλική καταγωγή του και να νομιμοποιηθεί συνακόλουθα η ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο.   

Ο Θεόδωρος Λάσκαρης ήταν ο ιδρυτής της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, του μικρασιατικού βυζαντινού κράτους που σχηματίστηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Η εξόριστη βυζαντινή κυβέρνησή του είχε να αντιμετωπίσει από τη μία τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης και από την άλλη τους Σελτζούκους της Μικράς Ασίας. Το 1211, ο Θεόδωρος Λάσκαρης νίκησε στη μάχη της Αντιόχειας του Μαιάνδρου τον σουλτάνο Καϊχοσρόη Α΄, αλλά λίγο αργότερα ηττήθηκε σε μάχη με τις δυνάμεις των σταυροφόρων. Κατάφερε όμως να σταθεροποιήσει και να επεκτείνει την επικράτειά του, και το 1214 προσάρτησε την Ποντοηράκλεια, την οποία έλεγχε ως τότε ο Δαυίδ Κομνηνός, από τον κλάδο της οικογένειας που ίδρυσε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η ίδρυση του πύργου  τοποθετείται αμέσως μετά το έτος αυτό.

Η επιγραφή της Ποντοηρακλείας συγκαταλέγεται σε μία μακρά σειρά κειμένων που τοποθετήθηκαν επάνω σε οχυρώσεις, λαξευμένα σε λίθο ή πλασμένα με κεραμικές πλίνθους. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του ιστορικού του βίου, το Βυζάντιο υπήρξε ένα εμπόλεμο κράτος και επένδυε διαρκώς στην ίδρυση και επισκευή κάστρων, πύργων και άλλου είδους οχυρωματικών έργων. Πολλά από αυτά έφεραν επιγραφές στις οποίες απαθανατίζονταν οι συντελεστές και ο χρόνος κατασκευής τους, γίνονταν επικλήσεις για θεία προστασία και διακηρύσσονταν η ισχύς των βασιλέων των Ρωμαίων και η μέριμνά τους για τους υπηκόους τους. Οι διατυπώσεις ποίκιλαν, από τις πιο απλές και λακωνικές φράσεις, έως τα πολύστιχα έμμετρα επιγράμματα που αποτελούσαν ειδικές παραγγελίες και αντιπροσωπεύουν την υψηλή ποίηση της περιόδου. Η μεγαλύτερη συλλογή κειμένων αυτού του είδους σώζεται μέχρι σήμερα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ


Η επιγραφή δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1877 στο Corpus Inscriptionum Graecarum IV, αρ. 343. Η πιο πρόσφατη κριτική της έκδοση, την οποία ακολουθούμε εδώ, είναι του Andreas Rhoby, στο ByzantinischeEpigramme auf Stein (Βιέννη 2014), αρ. ΤR44.

Μοιραία, θα ζούμε μέσα στο πένθος…

Ένα διεφθαρμένο σύστημα που πάσχει από βαριάς μορφής ηθοπενική αναιμία θα προσπαθήσει να κρυφτεί πίσω από έναν φουκαρά, που βρέθηκε σε μια θέση ευθύνης στα 55 του χρόνια δίχως τα απαραίτητα προσόντα. Η ίδια κατάσταση επικρατεί σ’ όλους τους τομείς. Τη χώρα κρατάει ζωντανή ένας μικρός αριθμός ανθρώπων που καθημερινά σκύβει το κεφάλι και αδιαμαρτύρητα δουλεύει και δημιουργεί με συνέπεια και αφοσίωση. Άνθρωποι απλοί, ταπεινοί, έντιμοι. Κι ανάμεσά τους μια νεολαία, παρατημένη και παραιτημένη, που κρύβει μέσα της μεγάλη λεβεντιά. Γιατί είναι μεγάλη λεβεντιά να μπορείς να σωθείς φεύγοντας από το σμπαραλιασμένο τρένο, αλλά να μένεις μέσα προσπαθώντας να απεγκλωβίσεις τους συνανθρώπους σου που ζητούσαν βοήθεια. Τίποτα δεν αλλάζει! Άμα ο άνθρωπος δεν βρει τα εργαλεία να αλλάξει τον εαυτό του, τίποτα δεν θ’ αλλάξει. Μοιραία, θα ζούμε μέσα στο πένθος.

Nikolaos Soukos

Associate Teaching Professor

Ράλλυ Βοιωτίας: Το πρόγραμμα

 

Ράλλυ Βοιωτίας: Το πρόγραμμα

Την Παρασκευή 3 Μαρτίου στις φιλόξενες εγκαταστάσεις της Nissan Χαλκιάς στο Μοσχάτο (Πειραιώς 22) θα πραγματοποιηθεί ο διοικητικός και τεχνικός έλεγχος των αυτοκινήτων από τις 17:00 έως τις 21:30. Το πρώτο αγωνιστικό αυτοκίνητο θα φύγει από το Service Park που θα βρίσκεται στο χωριό Σκούρτα στις 10:00 το πρωί της Κυριακής 5 Μαρτίου, προκειμένου να κατευθυνθεί στην ειδική διαδρομή Δαφνούλα (10:23) και εν συνεχεία στην ειδική διαδρομή Σκούρτα (11:06). Έπειτα από το 30λεπτο μεσημεριανό Service, τα πληρώματα θα διέλθουν για δεύτερη φορά από τις ειδικές διαδρομές Δαφνούλα (12:49) και Σκούρτα (13:29). Ο τερματισμός του 3ου Ράλλυ Βοιωτίας είναι προγραμματισμένος να πραγματοποιηθεί στις 13:52. Στο Πολιτιστικό Κέντρο των Σκούρτων θα διεξαχθούν οι απονομές των επάθλων.

Σημαντικό: Οι αναγνωρίσεις της διαδρομής θα γίνονται μέχρι το Σάββατο 4 Μαρτίου (έως τη δύση του ηλίου) με ελεύθερο αριθμό περασμάτων. Τονίζεται ότι η οδήγηση κατά τη διάρκεια των αναγνωρίσεων πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Κ.Ο.Κ. και να μην ενοχλούνται οι κάτοικοι της περιοχής. Απαγορεύεται, με απόφαση της οργανωτικής επιτροπής του αγώνα, η οδήγηση κατά τη διάρκεια των αναγνωρίσεων στις ειδικές διαδρομές με ανάποδη φορά από αυτή του αγώνα.

Η Γραμματεία θα λειτουργεί στα γραφεία του Σωματείου ΕΛ.Λ.Α.Δ.Α. (Κύπρου 76, Περιστέρι) έως το Σάββατο 4 Μαρτίου και την ημέρα του αγώνα, θα εδράζεται στο Πολιτιστικό Κέντρο Σκούρτων απέναντι από το γήπεδο.

Οι οργανωτές θέλουν να ευχαριστήσουν τον Δήμο Τανάγρας, την Κοινότητα Σκούρτων, την Αστυνομική Διεύθυνση Βοιωτίας, την Πυροσβεστική Υπηρεσία Οινοφύτων, καθώς και την Nissan Χαλκιάς που στηρίζουν με κάθε τρόπο το 3ο Ράλλυ Βοιωτίας.

Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο site του Σωματείου ΕΛ.Λ.Α.Δ.Α., ενώ Διαδραστικό χάρτη του αγώνα μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ.

Γερμανική παροιμία

Φυλαχτείτε από ένα βόδι όταν βρίσκεστε μπροστά του, από ένα γαϊδούρι όταν βρίσκεστε πίσω του και από έναν καλόγερο από όποια μεριά κι αν βρίσκεστε.