
3ο ράλλυ Βοιωτίας!

Η διάκριση Ορεινών- Πεδινών, ανάγεται στην Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Τότε, οι ριζοσπαστικοί με τις πλέον επαναστατικές ιδέες, κατέλαβαν το άνω αριστερό μέρος της αίθουσας της Εθνοσυνέλευσης και ονομάσθηκαν Ορεινοί επειδή τα έδρανά τους ήταν στο ψηλότερο μέρος του αμφιθεάτρου. Μεταξύ των Ορεινών ήταν ο Νταντόν, ο Μαρά, ο Σαιν Ζυστ και άλλοι από την ομάδα των Επαναστατών της Γαλλικής Επανάστασης.
Posted by il Notaro
*
~ . ~
Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.
Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.
O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι… Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι —όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά — συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες —να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα— και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο —μισό τσέρκι, δηλαδή— με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του —αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού— ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Συνεχίστε την ανάγνωση του “Κοσμάς Πολίτης, «Τα τσερκένια»”Γιωσαφάτ*:
«Αγάπη είναι να μην περιμένεις να πάρεις αλλά να θες να δώσεις, χωρίς αντάλλαγμα..»
*Έλληνας ψυχαναλυτής, εβραϊκής καταγωγής. Ήταν ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του είδους του στην Ελλάδα.
Για να γίνεις επιτυχημένος πρέπει να είσαι άνθρωπος της δράσης. Το να «γνωρίζεις» δεν είναι αρκετό. Είναι απαραίτητο και να γνωρίζουμε και να ενεργούμε..
Ναπόλεον Χιλ, 1883-1970
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851. Ήταν ένα από τα εννέα παιδιά του δάσκαλου και ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ (1817-1897) και της Γκιουλώς Μοραΐτη (1822-1896). Έτσι, ο νεαρός Αλέξανδρος μεγάλωσε μέσα σ’ ένα κλίμα γεμάτο ευλάβεια και θρησκευτικότητα.
Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α και Β τάξιν. Την Γ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικὴν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα ξένας γλώσσας.
Μικρὸς εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» , έργον μου, εις το περιοδικὸν «Σωτήρας». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μὴ χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.
. Το πρώτο αγωνιστικό αυτοκίνητο θα φύγει από το Service Park που θα βρίσκεται στο χωριό Σκούρτα στις 10:00 το πρωί της Κυριακής 5 Μαρτίου, προκειμένου να κατευθυνθεί στην ειδική διαδρομή Δαφνούλα (10:23) και εν συνεχεία στην ειδική διαδρομή Σκούρτα (11:06). Έπειτα από το 30λεπτο μεσημεριανό Service, τα πληρώματα θα διέλθουν για δεύτερη φορά από τις ειδικές διαδρομές Δαφνούλα (12:49) και Σκούρτα (13:29). Ο τερματισμός του 3ου Ράλλυ Βοιωτίας είναι προγραμματισμένος να πραγματοποιηθεί στις 13:52. Στο Πολιτιστικό Κέντρο των Σκούρτων θα διεξαχθούν οι απονομές των επάθλων.
Σημαντικό: Οι αναγνωρίσεις της διαδρομής θα γίνονται μέχρι το Σάββατο 4 Μαρτίου (έως τη δύση του ηλίου) με ελεύθερο αριθμό περασμάτων. Τονίζεται ότι η οδήγηση κατά τη διάρκεια των αναγνωρίσεων πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Κ.Ο.Κ. και να μην ενοχλούνται οι κάτοικοι της περιοχής. Απαγορεύεται, με απόφαση της οργανωτικής επιτροπής του αγώνα, η οδήγηση κατά τη διάρκεια των αναγνωρίσεων στις ειδικές διαδρομές με ανάποδη φορά από αυτή του αγώνα.
Η Γραμματεία θα λειτουργεί στα γραφεία του Σωματείου ΕΛ.Λ.Α.Δ.Α. (Κύπρου 76, Περιστέρι) έως το Σάββατο 4 Μαρτίου και την ημέρα του αγώνα, θα εδράζεται στο Πολιτιστικό Κέντρο Σκούρτων απέναντι από το γήπεδο.
Οι οργανωτές θέλουν να ευχαριστήσουν τον Δήμο Τανάγρας, την Κοινότητα Σκούρτων, την Αστυνομική Διεύθυνση Βοιωτίας, την Πυροσβεστική Υπηρεσία Οινοφύτων, καθώς και την Nissan Χαλκιάς που στηρίζουν με κάθε τρόπο το 3ο Ράλλυ Βοιωτίας.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο siteτου Σωματείου ΕΛ.Λ.Α.Δ.Α., ενώ Διαδραστικό χάρτη του αγώνα μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ.
Ελένη Άρβελερ:
Τέλος μίλησε και για την βιοθεωρία της, η οποία παρά τα 97 της χρόνια, την έχει κάνει να ζει γεμάτη όρεξη και να μη λέει ποτέ «όχι» σε νέες εμπειρίες, γνώσεις και στόχους.
«Το μυστικό είναι απλό να μη βαρεθείς ποτέ τη ζωή σου. Να έχεις πάντα έναν στόχο. Και όπου υπάρχει ένα θέλω υπάρχει πάντα ένα. Μπορώ αυτό να μην το ξεχνάς ποτέ. Οπότε λέω ότι είμαι ενενήντα επτά χρονών, αλλά δεν το νιώθω. Δεν το νιώθω»,
Πηγή:planodion.gr
Σωτήρης Δημητρίου
ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ξεκίνησε καὶ βρέθηκε νὰ σκουπίζει τήν Τούσα Μπότσαρη, Νότη καὶ Μάρκου Μπότσαρη καὶ κάτι Ἀνδρούτσους στὸ Κουκάκι. Ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ τοῦ ‘πε «εἶσαι ἐθνικόφρων, θὰ σὲ πάρουν». Παρουσιάστηκε στὴν ἐπιτροπή, ξεβρακώθηκε καὶ κάτι ξένοι τοῦ ἄνοιξαν μὲ χάρακα τὸ στόμα καὶ κοίταξαν τὰ δόντια του. Ἄκουσαν τὴν καρδιά του, τὸν πέρασαν ἀπὸ ἀκτίνες καὶ τέλος τὸν ἀπέρριψαν.
Ἦταν τσίμα-τσίμα καὶ στὴν ἡλικία.
«Εἶμαι ἐθνικόφρων» τόλμησε νὰ ψελλίσει καὶ πῆρε κατσούφης τοὺς δρόμους.
Πῶς νὰ γυρίσει πίσω! Ἐκεῖ, μόλις νύχτωνε, ἔπεφταν τὰ βουνὰ κι ἡ βουβαμάρα νὰ σὲ πλακώσουν.
Τὰ λαμπόγυαλα γιόμιζαν τὰ πρόσωπα ἴσκιους καὶ λύπη.
Τὸ καφενεῖο καὶ τὸ οὖζο τὸν περίμεναν. Μεροκάματο στὴ χάση καὶ στὴ φέξη, ὅταν κάνας ὁμογενὴς ἀπ’ τὴν Ἀμερικὴ ἔφτιαχνε, στὰ γύρω χωριά, ἐκκλησία γιὰ τὴν ψυχή του.
Καὶ ποιός ἀκούει τὶς κοροϊδίες, ποὺ τὸν ἔβγαλαν ἄχρηστο οἱ Γερμαναράδες!
Πῆγε στὸ βουλευτή. Εἶχαν κοινοὺς γνωστούς, τοῦ ‘πε πὼς εἶναι καὶ ἐθνικόφρων.
Βρέθηκε δουλειὰ στὸ Δῆμο. Ὁδοκαθαριστής. Δὲν τοῦ ‘ρθε καλὰ ἀλλά, ὅπως τοῦ ‘πε καὶ τὸ τσιράκι τοῦ βουλευτῆ, «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει…» Τοῦ ‘δωσε καὶ συγχαρτήρια κιόλας. Ἄκου πράματα. Συγχαρτήρια γιὰ σκουπιδιάρης.
Τὴν πρώτη μέρα, ν’ ἀνοίξει ἡ γῆ νὰ τὸν καταπιεῖ. Ποῦ ἀκούστηκε, ἄντρας μὲ σκούπα, στοὺς δρόμους! Λούφαξε σ’ ἕνα παρκάκι τοῦ Δήμου.
«Ἐδῶ ‘σαι, ρὲ παλιομαλάκα; Ὧρες σὲ ψάχνω. Γιατί δὲ σκουπίζεις, ρέ;» Ἦταν ὁ ἐπιστάτης του.
«Δὲν εἶμαι καλά, ἀφεντικό.»
«Νὰ πᾶς σπίτι σου, ρέ! Στὰ τσακίδια! Ἢ σκουπίζεις καὶ κάνεις τοὺς δρόμους ἀεροδρόμιο ἢ λέω καὶ σ’ ἀπολύουν. Στὸ διάολο, πρωῒ-πρωΐ, καριόλια!»
Κι ἔφυγε ἀπειλητικός. Παρακάτω κοντοστάθηκε.
«Θὰ ξαναπεράσω. Πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι σου θά ‘μαι. Μαλάκα, ἔ μαλακά!»
Τί νὰ κάνει. Λύσσαγε, μὰ τί νὰ κάνει!
Τὸ βράδυ ἤπιε, ἤπιε, κι ὅλη τὴ νύχτα ἔβλεπε γουρλωμένα τὰ μάτια τοῦ ἐπιστάτη. Τὴν ἄλλη μέρα ἀγόρασε ἕνα στρατιωτικὸ καπέλο ἀγγαρείας —ἀπ’ αὐτὰ μὲ τὸ μεγάλο γεῖσο— καὶ τὸ κατέβασε νὰ τοῦ κρύψει τὰ μάτια, ποὺ τά ‘χε πιὰ μονίμως καρφωμένα στὰ πόδια του, στὰ σκουπίδια. Τόσο τοῦ ‘γινε συνήθεια πού, κι ἐχτὸς δουλειᾶς, δὲν κοίταζε τοὺς ἄλλους στὰ μάτια.
Πάει, τοῦ κόλλησε ἡ ντροπή.
Τρεῖς φορὲς τὴ μέρα πέρναγε ὁ ἐπιστάτης νὰ βάλει ὑπογραφὴ στὴν κάρτα, πὼς εἶναι παρών.
Δὲν ἤξερε γράμματα κι ἔβαζε πλάι στ’ ὄνομά του σταυρό.
Ἡ κάρτα κι ὁ σταυρός, μὲ τὸν καιρό, ἀπέκτησαν στὰ μάτια του μιὰ ἰδιαίτερη δύναμη. Ἦταν τὸ ἀναγκαστικό, ἄρα σπουδαῖο, σημεῖο ἐπαφῆς μὲ τὸν ἐπιστάτη, μὲ τὴν ὑπηρεσία. Μετὰ ἀπὸ κάθε σταυρὸ ποὺ ἔβαζε, ἔνιωθε πιὸ σίγουρος.
«Ἄιντε, στοῦρνο! Τέλειωνε» τὸν ἀπόπαιρνε μαλακὰ ὁ ἐπιστάτης. Ὂχ ὀρέ, μόλις τοῦ ‘λεγε κάνα τέτοιο μισογλυκόλογο! Χτύπαγε ἡ καρδιά του.
«Μάλιστα, ἀφεντικό. Μάλιστα. Μάλιστα.»
«Θὰ κάνεις καὶ συντήρηση. Σπιρτόξυλο νὰ μὴ μείνει. Ἄντε, γειά σου.»
«Χαίρετε. Οὔτε σπίρτο. Χαίρετε. Χαίρετε.»
Τοῦ ‘πε καὶ «γειά σου» ὅταν ἔφυγε. Βρέ, βρὲ πράματα. Χαμογελοῦσε γιὰ πολλὴ ὥρα, σκουπίζοντας μ’ ἐπιμέλεια.
Μιὰ στὸ καρφὶ καὶ μιὰ στὸ πέταλο ὁ ἐπιστάτης.
Ἀλλὰ κι ὅταν τὸν ἔβριζε ὅμως, δοκίμαζε μιὰ διαφορετικὴ ταραχὴ – περιέργως, ὄχι δυσάρεστη. Ἔνιωθε ἕρμαιο στὰ χέρια του. Τὸ ἀφεντικό. Τὸ κράτος.
Τὸν θαύμαζε ὅταν τοῦ ‘βαζε τὶς φωνές, χαιρόταν ὅταν τοῦ πέταγε κάνα κόκαλο καλοσύνης, εὐχαριστιόταν καὶ τὸ θεωροῦσε δίκαιο ὅταν τοῦ ‘παιρνε μίζα ἀπ’ τὶς ὑπερωρίες καὶ τὶς Κυριακάδες ποὺ δούλευε.
Ὅλα αὐτὰ τὰ συναισθήματα μούδιαζαν, ἀλάφιαζαν, μερμήγκιαζαν, φόβιζαν, γλύκαιναν τὸ κορμί του. Στὸ σταυρό, ἔφταναν στὴν κορύφωσή τους.
Ὅ,τι ἔβγαζε πιά, τ’ ἀκούμπαγε στὸ οὖζο. Ὅταν ποτίστηκε γιὰ τὰ καλά το κορμί του, ζήταγε καὶ στὴ δουλειά. Ἔπαιρνε μαζί του, σὲ μποτίλια ἐμφιαλωμένου νεροῦ, κι ἔπινε.
Ὁ ἐπιστάτης τὸν σκυλόβριζε, συχνὰ πυκνὰ τὸν ἔδιωχνε καὶ τοῦ ‘κοβε τὸ μεροκάματο, μὰ στὸ τέλος τὸν ἄρχισε στὴν πλάκα.
Ποῦ νὰ χάνει τώρα τὴ μίζα του καὶ ποιός ξέρει ποιό μοῦτρο θὰ ‘ρθεῖ στὴ θέση του! Ἔγινε ὁ καραγκιόζης του. «Ἀντρίκο, μαλακαντρίκο;»
«Διατάξτε, ἀφεντικό.»
«Σοῦ σηκώνεται, ρέ; Σοῦ σηκώνεται;»
Ἔγινε τὸ νούμερο στὴν περιοχή, γιατὶ τρέκλιζε καὶ γιατὶ ἀπ’ τὴν ἀφαγία ἔμεινε πετσὶ καὶ κόκαλο καὶ μονάχα ἡ μύτη του φούσκωνε, σὰν μελιτζάνα.
Τὰ παιδιὰ πετροβόλημα, κι οἱ μεγάλοι: «Σούρα; χῶμα; λιῶμα; Πάλι πορτοκαλάδα ἤπιες, ρέ;»
Μιὰ μέρα ἔπεσε στὸ δρόμο ἀναίσθητος. Τὸν πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο. Συκώτι. Βαριὰ μορφή.
Μόλις βγῆκε, ὁ Δῆμος τοῦ ‘δωσε σύνταξη λόγω ἀναπηρίας.
Ἐκεῖ γύρναγε, στὸ Κουκάκι, ἀπὸ καφενεῖο σὲ καφενεῖο.
Ἔνιωθε κι ἀμυδρὰ κάποια προστασία, ἀπ’ τὴν ὑπηρεσία ἀπ’ τὸν ἐπιστάτη. Τὸ χωριὸ τὸ λησμόνησε τελείως. Τὸ κορμί του ζητοῦσε μόνο οὖζο. Οὔτε σχέδια οὔτε ἀναμνήσεις. Οὖζο.
Ὁ ἐπιστάτης ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν περνάει στὴν κάρτα σὰν ἀπόντα, γιὰ ἕνα ἑξάμηνο ἀπ’ τὴ διακοπὴ τῆς δουλειᾶς. Μιὰ μέρα συναντήθηκαν.
«Ἀντρίκο, σοῦ κάνει νιάου, ρέ; Πῶς τὴ βγάζεις, ρὲ σούρα; Τὴ βαρᾶς καθόλου;»
«Ἀφεντικό, νὰ ὑπογράψω. Δώσ’ μου νὰ ὑπογράψω.»
«Γιατί, μὴ χάσεις τὸ μεροκάματο; Ρὲ τὸ μαλάκα! Ξέρεις τί γράφει ἐδῶ, δίπλα στ’ ὄνομά σου; Ἀπών.»
Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του. Ὥστε τὸ ἀφεντικὸ ἔγραφε τ’ ὄνομά του καὶ δίπλα «ἀπών»;
Γιόμισε περηφάνια καὶ σιγουριά. Σὰν τότε ποὺ τοῦ ‘πε ὁ πρόεδρος πὼς εἶναι ἐθνικόφρων.
Νὰ ποὺ τὸν νοιάζονται ἀκόμα! Ἀπὸ κείνη τὴ μέρα πέρναγε ἀπ’ τὸ γραφεῖο τῶν ἐπιστατῶν κάθε πρωΐ, ἄνοιγε δειλὰ τὴν πόρτα κι ἔλεγε:
«Ἀφεντικό, εἶμαι σήμερα ἀπών;»
Ἐκεῖνος τὸν ἔλουζε, γιατὶ τὸν βαρέθηκε.
Καὶ τί δὲν τοῦ ‘λεγε: ποδοπατημένε, ξεφτιλισμένε, μουνόσκυλο. Μὰ ὅσο τοῦ ‘λεγε, τόσο δὲν κουνιόταν καὶ κάπου κάπου ρώταγε:
«Ἀφεντικό, εἶμαι σήμερα ἀπών;»
«Εἶσαι, ρὲ βλάχο! Εἶσαι, ρὲ ἀρχίδι! Ἄ σιχτίρ!»
Τότε φωτιζόταν τὸ πρόσωπό του κι ἐπαναλάμβανε, τονίζοντας κι ἀπολαμβάνοντας τὶς συλλαβές:
«Εἶμαι ἀπών. Εἶμαι ἀπών.»
Η γέφυρα που ένωνε τις όχθες του Κόκκινου, παραπόταμου του Μόρνου. Σήμερα είναι σκεπασμένη από τα νερά της λίμνης του Μόρνου.
Ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς, γεννήθηκε το 1851 μ.Χ.
Λειτουργούσε καθημερινά για 50 χρόνια!!!
Ψάλτη είχε τον συγγραφέα Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ξεκινούσαν στις 8 το πρωί και τελείωναν στις 3 το μεσημέρι λόγω του πλήθους των ονομάτων, που μνημόνευε ο Άγιος!!!
Κοιμήθηκε οσίως εν ειρήνη, στις 2 Μαρτίου του 1932 μ.Χ.σε ηλικία 82 ετών και τον κηδέψανε μπροστά στο Ναό του Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού.
*
~.~
Η αρχαία Ηράκλεια η Ποντική, ή Ποντοηράκλεια, ήταν ένα από τα κύρια λιμάνια της Βιθυνίας στον Εύξεινο Πόντο. Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου εξακολούθησε να ακμάζει, χάρη στη στρατηγική της θέση στους χερσαίους και τους θαλάσσιους δρόμους και στη γειτνίασή της με την Κωνσταντινούπολη. Σήμερα διατηρεί το όνομά της ελαφρώς παραλλαγμένο —Karadeniz Ereğli— και λιγοστά λείψανα του βυζαντινού της παρελθόντος, με κυριότερα τα τείχη και το τζαμί του Ορχάν Γαζή, έναν χριστιανικό ναό του 5ου αιώνα που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος μετά το 1453.
Στα βυζαντινά τείχη της πόλης υπήρχε ως τον 19ο αιώνα μία σημαντική για την ιστορία της επιγραφή. Ο λίθος έχει πλέον χαθεί, αλλά το κείμενο διασώθηκε, με την απώλεια μέρους του τέταρτου στίχου:
Ἄν οἱ λίθοι κράζωσιν ἐκ παροιμίας,
πέμψον βοήν, ἄλαλος, ἄψυχος πέτρα,
τὸν πυργοποιὸν κράζε, τὸν κτίσαντά σε·
κέλευσμα μικρὸν προσ[………………]
Κομνηνοφυοῦς Λασχάρου Θεοδώρου
αὐτοκρατοῦς τὸν πύργον ἤγειρε, ξένε.
Η επιγραφή απευθύνεται με αμεσότητα στον ξένο ο οποίος θα θαύμαζε τον πύργο που ίδρυσε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, για να ενισχύσει την οχύρωση της πόλης. Προστάζει επιτακτικά τον φορέα της, τη δίχως φωνή, άψυχη πέτρα, να μιλήσει και να διακηρύξει ποιος είναι ο πυργοποιός, ο κτίστης. Πριν από κάθε άλλη ιδιότητα του Λάσκαρη, προτάσσεται το επίθετο κομνηνοφυής —γέννημα, ρίζα των Κομνηνών αυτοκρατόρων— προκειμένου να τονιστεί η βασιλική καταγωγή του και να νομιμοποιηθεί συνακόλουθα η ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης ήταν ο ιδρυτής της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, του μικρασιατικού βυζαντινού κράτους που σχηματίστηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Η εξόριστη βυζαντινή κυβέρνησή του είχε να αντιμετωπίσει από τη μία τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης και από την άλλη τους Σελτζούκους της Μικράς Ασίας. Το 1211, ο Θεόδωρος Λάσκαρης νίκησε στη μάχη της Αντιόχειας του Μαιάνδρου τον σουλτάνο Καϊχοσρόη Α΄, αλλά λίγο αργότερα ηττήθηκε σε μάχη με τις δυνάμεις των σταυροφόρων. Κατάφερε όμως να σταθεροποιήσει και να επεκτείνει την επικράτειά του, και το 1214 προσάρτησε την Ποντοηράκλεια, την οποία έλεγχε ως τότε ο Δαυίδ Κομνηνός, από τον κλάδο της οικογένειας που ίδρυσε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η ίδρυση του πύργου τοποθετείται αμέσως μετά το έτος αυτό.
Η επιγραφή της Ποντοηρακλείας συγκαταλέγεται σε μία μακρά σειρά κειμένων που τοποθετήθηκαν επάνω σε οχυρώσεις, λαξευμένα σε λίθο ή πλασμένα με κεραμικές πλίνθους. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του ιστορικού του βίου, το Βυζάντιο υπήρξε ένα εμπόλεμο κράτος και επένδυε διαρκώς στην ίδρυση και επισκευή κάστρων, πύργων και άλλου είδους οχυρωματικών έργων. Πολλά από αυτά έφεραν επιγραφές στις οποίες απαθανατίζονταν οι συντελεστές και ο χρόνος κατασκευής τους, γίνονταν επικλήσεις για θεία προστασία και διακηρύσσονταν η ισχύς των βασιλέων των Ρωμαίων και η μέριμνά τους για τους υπηκόους τους. Οι διατυπώσεις ποίκιλαν, από τις πιο απλές και λακωνικές φράσεις, έως τα πολύστιχα έμμετρα επιγράμματα που αποτελούσαν ειδικές παραγγελίες και αντιπροσωπεύουν την υψηλή ποίηση της περιόδου. Η μεγαλύτερη συλλογή κειμένων αυτού του είδους σώζεται μέχρι σήμερα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Ένα διεφθαρμένο σύστημα που πάσχει από βαριάς μορφής ηθοπενική αναιμία θα προσπαθήσει να κρυφτεί πίσω από έναν φουκαρά, που βρέθηκε σε μια θέση ευθύνης στα 55 του χρόνια δίχως τα απαραίτητα προσόντα. Η ίδια κατάσταση επικρατεί σ’ όλους τους τομείς. Τη χώρα κρατάει ζωντανή ένας μικρός αριθμός ανθρώπων που καθημερινά σκύβει το κεφάλι και αδιαμαρτύρητα δουλεύει και δημιουργεί με συνέπεια και αφοσίωση. Άνθρωποι απλοί, ταπεινοί, έντιμοι. Κι ανάμεσά τους μια νεολαία, παρατημένη και παραιτημένη, που κρύβει μέσα της μεγάλη λεβεντιά. Γιατί είναι μεγάλη λεβεντιά να μπορείς να σωθείς φεύγοντας από το σμπαραλιασμένο τρένο, αλλά να μένεις μέσα προσπαθώντας να απεγκλωβίσεις τους συνανθρώπους σου που ζητούσαν βοήθεια. Τίποτα δεν αλλάζει! Άμα ο άνθρωπος δεν βρει τα εργαλεία να αλλάξει τον εαυτό του, τίποτα δεν θ’ αλλάξει. Μοιραία, θα ζούμε μέσα στο πένθος.
Associate Teaching Professor
Την Παρασκευή 3 Μαρτίου στις φιλόξενες εγκαταστάσεις της Nissan Χαλκιάς στο Μοσχάτο (Πειραιώς 22) θα πραγματοποιηθεί ο διοικητικός και τεχνικός έλεγχος των αυτοκινήτων από τις 17:00 έως τις 21:30. Το πρώτο αγωνιστικό αυτοκίνητο θα φύγει από το Service Park που θα βρίσκεται στο χωριό Σκούρτα στις 10:00 το πρωί της Κυριακής 5 Μαρτίου, προκειμένου να κατευθυνθεί στην ειδική διαδρομή Δαφνούλα (10:23) και εν συνεχεία στην ειδική διαδρομή Σκούρτα (11:06). Έπειτα από το 30λεπτο μεσημεριανό Service, τα πληρώματα θα διέλθουν για δεύτερη φορά από τις ειδικές διαδρομές Δαφνούλα (12:49) και Σκούρτα (13:29). Ο τερματισμός του 3ου Ράλλυ Βοιωτίας είναι προγραμματισμένος να πραγματοποιηθεί στις 13:52. Στο Πολιτιστικό Κέντρο των Σκούρτων θα διεξαχθούν οι απονομές των επάθλων.
Σημαντικό: Οι αναγνωρίσεις της διαδρομής θα γίνονται μέχρι το Σάββατο 4 Μαρτίου (έως τη δύση του ηλίου) με ελεύθερο αριθμό περασμάτων. Τονίζεται ότι η οδήγηση κατά τη διάρκεια των αναγνωρίσεων πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Κ.Ο.Κ. και να μην ενοχλούνται οι κάτοικοι της περιοχής. Απαγορεύεται, με απόφαση της οργανωτικής επιτροπής του αγώνα, η οδήγηση κατά τη διάρκεια των αναγνωρίσεων στις ειδικές διαδρομές με ανάποδη φορά από αυτή του αγώνα.
Η Γραμματεία θα λειτουργεί στα γραφεία του Σωματείου ΕΛ.Λ.Α.Δ.Α. (Κύπρου 76, Περιστέρι) έως το Σάββατο 4 Μαρτίου και την ημέρα του αγώνα, θα εδράζεται στο Πολιτιστικό Κέντρο Σκούρτων απέναντι από το γήπεδο.
Οι οργανωτές θέλουν να ευχαριστήσουν τον Δήμο Τανάγρας, την Κοινότητα Σκούρτων, την Αστυνομική Διεύθυνση Βοιωτίας, την Πυροσβεστική Υπηρεσία Οινοφύτων, καθώς και την Nissan Χαλκιάς που στηρίζουν με κάθε τρόπο το 3ο Ράλλυ Βοιωτίας.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο site του Σωματείου ΕΛ.Λ.Α.Δ.Α., ενώ Διαδραστικό χάρτη του αγώνα μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ.
Φυλαχτείτε από ένα βόδι όταν βρίσκεστε μπροστά του, από ένα γαϊδούρι όταν βρίσκεστε πίσω του και από έναν καλόγερο από όποια μεριά κι αν βρίσκεστε.