Ο Δεκατρίας
Δεύτερο ημίχρονο κι ο Σώτος Μεντόνης δεν είχε τόπο να σταθεί. Στην άκρη του πάγκου φύτρωναν θαρρείς δωδεκάποντα καρφιά. Κουνιόταν νευρικά, έτοιμος σε κάθε φάση να πεταχτεί ολόρθος. Ζούσε έντονα το παιχνίδι, στιγμή προς στιγμή, λες κι ήταν ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ. Οι άλλοι τον βλεφάριζαν με την άκρη του ματιού και χαμογελούσαν με νόημα μεταξύ τους. Η αγωνία του πρωτάρη.
Απ’ το απόγεμα της Παρασκευής, όταν ο προπονητής της Α.Ε. Καστρόπυργου Στέλιος Αναφάνταλος ανακοίνωσε την αποστολή για τον κυριακάτικο αγώνα με τον Πανχωριακό Α.Ο., ο Σώτος δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ήταν η πρώτη φορά που θα καθότανε στον πάγκο σε αγώνα της Σούπερ Λιγκ, μόλις στα δεκαεφτά του. Την περίμενε καιρό τούτη την ώρα.
Κάθε Παρασκευή που δεν άκουγε τ’ όνομά του για τη δεκαεξάδα, έσφιγγε τα δόντια αποφασισμένος να δουλέψει ακόμα πιο σκληρά, να κάνει τον προπονητή του να τον εμπιστευτεί, να του δώσει την ευκαιρία. «Είσαι μικρός ακόμα, μη βιάζεσαι, περίμενε την ώρα σου» τον νουθετούσαν οι παλιοί.
Η μεγάλη ευκαιρία παρουσιάζεται τρεις φορές σε μια ζωή, έλεγε ο πατέρας του. Την πρώτη περνάει από μπροστά σου μακρυμαλλούσα, με τη χαίτη ν’ ανεμίζει ξοπίσω της. Τη δεύτερη είναι κοντοκουρεμένη σαν αγόρι. Την τρίτη φορά είναι κουκί φαλακρή και το μόνο που μπορείς πια να κάνεις είναι να σταθείς ανήμπορος, να την κοιτάς να χάνεται. Γι’ αυτό, τον ορμήνευε, πρέπει να ’σαι πάντα έτοιμος να την αδράξεις απ’ τα μαλλιά με την πρώτη.
Ο Σώτος ήταν ξύπνιο και σοβαρό παλικάρι, όχι σαν κάτι άλλα ταλέντα, που είχαν τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι και κατέληξαν στ’ αζήτητα. Είχε στόχο και σκοπό, είχε κι όρεξη για δουλειά. Από τη μέρα που ο προπονητής του Καστρόπυργου τον επέλεξε απ’ τα τμήματα υποδομής για να τον προωθήσει στην πρώτη ομάδα, είχε μάτια κι αφτιά μονάχα για ό,τι έλεγε κείνος. Ο λόγος του ήταν ευαγγέλιο.
Γιατί ο Αναφάνταλος δεν ήταν κάνας πουθενάς· τεράστιο όνομα στην ποδοσφαιρική πιάτσα. Είχε ξεκινήσει απ’ τον Ολυμπιακό, όμως σύντομα μεταπήδησε στην Μπάγερν Μονάχου. Έκανε μεγάλη καριέρα στην Μπουντεσλίγκα και στην Εθνική Ελλάδος, πρώτος σκόρερ σε τελικά παγκοσμίων κυπέλλων. Ως προπονητής, είχε αφήσει τη σφραγίδα του, όταν οδήγησε τον ΠΑΟΚ στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και στα ημιτελικά του Γιουρόπα Λιγκ. Είχε τη φήμη πως ήξερε ν’ αναδεικνύει νέα ταλέντα που αφήναν εποχή.
Ο Σώτος δούλευε στις προπονήσεις με σκυλίσια επιμονή· όργωνε το τερέν με τις τάπες των παπουτσιών του και πότιζε το γρασίδι με τον ιδρώτα του. Κάπου στα μισά του δεύτερου γύρου, άρχισε ν’ απογοητεύεται. Δεν είχε κάτσει στον πάγκο ούτε στους πιο αδιάφορους αγώνες. Μα και πάλι δεν το ’βαλε κάτω. Είχε πίστη ακλόνητη στο άστρο του και ήξερε να περιμένει.
Κι ήρθε επιτέλους η ώρα της δικαίωσης. Τέσσερις αγωνιστικές πριν απ’ το τέλος, ανακοινώθηκε τ’ όνομά του στη δεκαεξάδα. Ήταν σημαντικός ο αγώνας, αφού σε περίπτωση νίκης θα εξασφάλιζαν την έξοδο στην Ευρώπη, οπότε δεν είχε και πολλές ελπίδες να παίξει. Μα Σαββάτο μεσημέρι, όταν αποσύρθηκε η ομάδα στο ξενοδοχείο, του καρφώθηκε η προαίσθηση πως θα ’παιζε, έστω για λίγο. Προσπάθησε ν’ αποδιώξει τούτη τη σκέψη, αλλά δεν τα κατάφερε. Μια παράξενη σιγουριά τον είχε κατακλύσει και του ’δενε κόμπο τα σωθικά. Δεν τόλμησε να το ξομολογηθεί σε κανέναν, ούτε καλά καλά στον εαυτό του.
Ο αγώνας στο δεύτερο ημίχρονο είχε ενδιαφέρον. Η ομάδα είχε ανεβάσει ρυθμούς και πίεζε τον αντίπαλο. Οι φίλαθλοι στις κερκίδες είχαν ζεσταθεί κι εμψύχωναν με τραγούδια και ιαχές τους παίχτες. Ο Πιάσιτς, το αστέρι της ομάδας και πρώτο βιολί στην επίθεση, είχε βγάλει φτερά στα πόδια κι αναστάτωνε την άμυνα της χιώτικης ομάδας, που δυσκολευόταν πολύ να τον αντιμετωπίσει. Ήδη ο αντίπαλος τερματοφύλακας είχε σώσει δυο φορές την εστία του την τελευταία στιγμή. Δυο λεπτά αργότερα, ο Σέρβος, μ’ ένα σουτ-φωτοβολίδα, έστειλε την μπάλα να τραντάξει τ’ οριζόντιο δοκάρι.
Ακούστηκε το τηλέφωνο του Αναφάνταλου να χτυπάει. Ο προπονητής απάντησε. «Ορίστε… Μα… Καλά, καλά εντάξει, κλείσε». Έβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη και γύρισε να κοιτάξει τον πάγκο. «Εσείς οι τρεις, σηκωθείτε για ζέσταμα» πρόσταξε με τον γνωστό αυταρχικό του τρόπο. Όταν ο Σώτος κατάλαβε ότι εννοούσε και κείνον μαζί, λες και πιάσανε τα πόδια του φωτιά. Πετάχτηκε απάνω, πήγε δίπλα στον πάγκο κι άρχισε τις διατάσεις και τα επιτόπια άλματα. Κι ήταν σα να ’χαν σούστες τα τακούνια του.
* * *
Συνεχίστε την ανάγνωση του “Ο Δεκατρίας (ποδοσφαιρικό διήγημα λόγω Μουντιάλ)”