Η διάκριση Ορεινών- Πεδινών, ανάγεται στην Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Τότε, οι ριζοσπαστικοί με τις πλέον επαναστατικές ιδέες, κατέλαβαν το άνω αριστερό μέρος της αίθουσας της Εθνοσυνέλευσης και ονομάσθηκαν Ορεινοί επειδή τα έδρανά τους ήταν στο ψηλότερο μέρος του αμφιθεάτρου. Μεταξύ των Ορεινών ήταν ο Νταντόν, ο Μαρά, ο Σαιν Ζυστ και άλλοι από την ομάδα των Επαναστατών της Γαλλικής Επανάστασης.
Συντάκτης: Kostas Bertsias
Δημοσιεύτηκε στισ
Να διευρύνεις πολυεπίπεδα τις γνώσεις και τις δεξιότητές σου και να βελτιώνεσαι αδιάκοπα σαν άνθρωπος και σαν επαγγελματίας. «Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων, μηδέ γένος πατέρων αισχυνέμεν» (= Πάντα να αριστεύεις και να ξεπερνάς τους άλλους, χωρίς να ντροπιάζεις τη γενιά των προγόνων σου), μας προτρέπει από παλιά Όμηρος (Ιλιάδα Ζ 208 και Ιλιάδα Λ 784).
Υπάρχει το «ότι», και υπάρχει και το «ό,τι». «Ο Γιάννης είπε ότι δεν τον αφορά το ζήτημα», «ό,τι κι αν μού πεις μού είναι αδιάφορο». Όπου μπορούμε να βάλουμε το «πως», μπαίνει «ότι», χωρίς κόμμα. Όπου μπορούμε να βάλουμε το «οτιδήποτε», μπαίνει «ό,τι» με κόμμα.
[Θα χωρούσε και η επισήμανση ότι το «οτιδήποτε» δεν θέλει κόμμα, όπως γράφεται κάποτε. Σημειώνω ακόμη ότι σε διάφορες εφαρμογές π.χ. στις κινητές συσκευές το «ό,τι» το κοκκινίζει ο κορέκτορας ή το διορθώνει (κακώς) αυτόματα.]
Ο καλός συνάδελφος, Φώτης Καπετόπουλος, δημοσίευσε πρόσφατα ένα πρωτότυπο άρθρο του στην εφημερίδα “The Age”, στο οποίο θίγει με έναν απολαυστικό τρόπο το πάντα επίκαιρο και επίπονο για τους Έλληνες μετανάστες κάθε γενιάς –από τη δεκαετία του ’50 έως και σήμερα– ζήτημα: τα μακροσκελή ή δυσπρόφερτα ελληνικά επίθετα.
Ενώ οι περισσότεροι, για να μην πούμε όλοι, οι Έλληνες αναγκάζονταν να «κόβουν» τα επώνυμά τους για να γίνουν πιο “εύπεπτα” στους Αυστραλούς, ο Φώτης, εξηγεί πώς ο ίδιος πηγαίνοντας κόντρα στη γενική τάση (κάτι που είναι στη φύση του, άλλωστε), το μεγάλωσε για λόγους… ευπρέπειας, αλλά κυρίως επειδή το απαίτησε ο γιος του, ο οποίος την εποχή της σοβαρής αυτής διακύβευσης ήταν μόλις 8 χρόνων πιτσιρικάς.
Η ιστορία αυτή βρήκε φοβερή ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας και το άρθρο παρέμεινε στη θέση του πιο δημοφιλούς επί δύο ολόκληρες εβδομάδες.
Διαβάστε στη συνέχεια ολόκληρο το άρθρο:
«Κοκκινάκης, Κύργιος, Τσιτσιπάς. Ο Ιανουάριος είναι ο μήνας που τα ελληνικά ονόματα έχουν την τιμητική τους στην Αυστραλία. Το δικό μου επίθετο είναι Καπετόπουλος. Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι.
Μπορεί να είμαι ο μόνος Έλληνας στον κόσμο που επιμήκυνε το επώνυμό του με κάθε επισημότητα, το 2010, διπλασιάζοντας σχεδόν τον αριθμό των γραμμάτων του.
Ο Δρ Φιλ Καυκαλούδης, σε άρθρο του στον “Νέο Κόσμο”, όπου εργάζομαι, σχετικά με το νέο του βιβλίο έγραψε για το πώς πολλοί Έλληνες μετανάστες αγγλοποίησαν τα ονόματά τους στο παρελθόν, λόγω ρατσισμού, αναζήτησης ευκαιριών εργασίας που δεν ήταν διαθέσιμες για κάποιον με ελληνικό όνομα και της ανάγκης για αποδοχή.
«Για πολλούς, η ταυτότητα είναι συνδεδεμένη με το όνομά τους. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή έτσι μας αποκαλούν, αλλά επειδή δηλώνει την κληρονομιά μας. Ο νονός μου, Νικ Μανιαρίζης, έγινε Νικ Μάνινγκ κατά την άφιξή του στην Αυστραλία, όταν η σύζυγος του Έλληνα προξένου της Νέας Νότιας Ουαλίας του είπε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να χρησιμοποιήσει το ελληνικό του όνομα στην Αυστραλία του 1950», γράφει ο Δρ Καυκαλούδης.
Αρχικά, το επώνυμό μου ήταν Καπότας – είμαι σίγουρος ότι οι Έλληνες που διαβάζουν τώρα έχουν σκάσει στα γέλια. Η μετατροπή του στο κοινώς γνωστό επώνυμό μας, Καπετόπουλος, είναι προϊόν εξαναγκασμού από τον 8χρονο τότε γιο μου.
Το αρχικό Καπότας, έχει ποικίλες καταβολές, αλλά σημαίνει παλτό ή κάλυμμα. Στα ιταλικά, είναι Capote – το Κ εξέπεσε μετά τη βυζαντινή περίοδο, όταν τα ελληνικά συγχωνεύτηκαν με τα λατινικά. Καπότα είναι το όνομα του μακριού μαύρου παλτού που φοριέται σε ορισμένες περιστάσεις από μέλη του εβραϊκού κινήματος Chabad.
Σύμφωνα με το Google η λέξη έχει σανσκριτικές ρίζες – το μεταξωτό Kapote, που ήταν πολύ δημοφιλές μεταξύ των Ινδών εμπόρων μεταξιού.
Καπότας ήταν το όνομα του παππού μου Φώτη, αλλά το άλλαξε σε Καπετόπουλος. Γιατί; Γιατί από τις αρχές περίπου του 20ού αιώνα, στην ελληνική αργκό, η λέξη «καπότα» άρχισε να σημαίνει προφυλακτικό, όρος που πλέον χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ των Ελλήνων.
Ο παππούς μου, που ήταν πωλητής ρούχων, το άλλαξε σε Καπετόπουλος. Στα ελληνικά το «όπουλος» είναι κάτι σαν το «Μακ» και σημαίνει «ο γιος του…». Ως εκ τούτου, ήμουν ο γιος του… προφυλακτικού.
Όταν ο μπαμπάς μου έφθασε στην Αυστραλία το 1956, δηλώθηκε ως Καπότας, γιατί ήταν πιο εύκολο να το πεις.
Το 1986, στο πρώτο μου ταξίδι στην Αθήνα ως ενήλικος πλέον φοιτητής του Πανεπιστημίου, όταν έφτασα στο Ελληνικό, ο ελεγκτής κοίταξε το διαβατήριό μου και με ρώτησε στα αγγλικά: «Μιλάτε ελληνικά;».
«Όχι», απάντησα ψέματα εγώ. Τότε άρχισε να γελάει και μετά φώναξε στα ελληνικά σε έναν συνάδελφό του: «Έλα να δεις το επώνυμο αυτού του τύπου».
Ο συνάδελφός του πλησίασε, κοίταξε το διαβατήριό μου και οι δυο μαζί έσκασαν στα γέλια. Κι εγώ να χαμογελάω σαν «μαλάκας», προσποιούμενος ότι δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, κύριε ελεγκτή;» ρώτησα ευγενικά. Φυσικά και πρέπει να είσαι ευγενικός μπροστά σε νεαρούς, ένστολους φρουρούς με πολυβόλα ζωσμένα στη μέση τους.
«Ξέρετε τι σημαίνει το επώνυμό σας;» με ρώτησε.
«Παλτό, νομίζω», απάντησα.
«Ναι, ναι, παλτό», είπε δίνοντάς μου το διαβατήριό μου και με χαιρέτησε. Γύρισα να φύγω και καθώς απομακρυνόμουν μπορούσα ακόμα να τους ακούω να γελάνε.
Το όνομα της συντρόφου μου είναι Σαλντάνια. Είναι ισπανικής καταγωγής, και οι Ισπανίδες δεν παίρνουν τα επώνυμα των συζύγων τους και ούτε θα έπρεπε, άλλωστε. Επίσης, ως χορεύτρια φλαμένκο, η αλλαγή από Σαλντάνια σε Καπετόπουλος θα ισοδυναμούσε με επαγγελματική αυτοκτονία.
Πίσω στο 2010. Ήμαστε έτοιμοι να ταξιδέψουμε για πρώτη φορά μαζί με το γιο μας στο εξωτερικό και να επισκεφθούμε την Ισπανία και την Ελλάδα, όταν η γυναίκα μου επεσήμανε: «Εσύ είσαι Καπότας στο διαβατήριό σου, εγώ είμαι Σαλντάνια και ο γιος μας Καπετόπουλος… Θα νομίζουν ότι απαγάγαμε το παιδί. Κάποιος πρέπει να αλλάξει όνομα, λοιπόν, και δεν θα είμαι εγώ αυτή».
Έτσι παρουσιάστηκε μια ευκαιρία να γίνω ο Καπότας. Μια στροφή προς τη γενέτειρα του πατέρα μου, την Πάτρα, στα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου, μια πάλαι ποτέ βενετοκρατούμενη πόλη.
Θα μπορούσα να γίνω ακόμα και ο Καπότας με C: Φώτης Cαπότας (με έμφαση στο C), μια νύξη στην αυθεντική μου εθνικότητα. Και ένας πολύ καλός τρόπος για να «περάσω» επιτέλους στην Αγγλοσφαίρα χωρίς να απαρνηθώ την εθνικότητά μου ή τις πολιτισμικές μου ρίζες. Μια ευκαιρία να επιστρέψω στο αρχικό οικογενειακό μας όνομα. Η τέλεια πινελιά ρομαντισμού στον καμβά της πολυπολιτισμικότητας. Ένας Έλληνας με ιταλική φινέτσα. Νέες ευκαιρίες. Τέρμα πια τα «συγγνώμη τι;» ή «ω, δεν θα προσπαθήσω καν να το πω αυτό».
Ένα όνομα που μπορεί να προφερθεί. Και ποιος νοιάζεται για τους Έλληνες που κοροϊδεύουν τον Καπότα (με Κ ή με C) – αυτό είναι το πραγματικό μου όνομα. Σκέφτηκα όλα τα παραπάνω. Επιτέλους, αφέθηκα να κλειστώ στη χλιαρή αγκαλιά της προοδευτικής αγγλικής μεσαίας τάξης.
Όμως, λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο. Δεν είχα υπολογίσει την απροθυμία του οκτάχρονου γιου μου.
«Αποκλείεται!» ήταν η απάντησή του όταν του είπαμε ότι θα μπορούσε να γίνει Καπότας, ή ακόμα και Cαπότας. Μια εύκολη ανταλλαγή.
«ΟΧΙ!» και με την ικανοποίηση μιας γνήσιας Σπανιόλας χαραγμένη στο πρόσωπό της, η σύντροφός μου στράφηκε προς το μέρος μου και είπε γελώντας: «Τον άκουσες, Καπότα, πήγαινε…».
Και έτσι έγινα ίσως ο μοναδικός Έλληνας στην ιστορία που άλλαξε ποτέ το επώνυμό του από ένα αυθεντικό, σύντομο, εύκολο, διαπολιτισμικό, οικουμενικό, ρομαντικό Καπότας, στο δυσπρόφερτο (ακόμα και για τους Έλληνες), σύνθετο των λέξεων «προφυλακτικό» και «γιος του…» – Καπετόπουλος.
Ο γιος μου, που σήμερα είναι 20 ετών, θα συνειδητοποιήσει όταν πάει στην Ισπανία, ότι το επώνυμό του, σύμφωνα με τις παραδόσεις από τη μεριά της μαμάς του, είναι μια αλληλουχία από πατρικά, πατρικά, μητρικά, πατρικά, πατρικά, πατρικά, μητρικά επώνυμα. Ήτοι: Καπετόπουλος, Σαλντάνια, Πυρλής Τέλεζ – όχι παίζουμε, μικρέ!».
Σταμάτα να ασχολείσαι με ανθρώπους που δεν αξίζουν!
Η ζωή είναι πολύ σύντομη για να περνάς τον λίγο χρόνο που έχεις στη διάθεση σου με άτομα που χαλάνε την ηρεμία σου και δεν σου συμπεριφέρονται όπως σου αξίζει! Αν κάποιος θέλει να είναι στη ζωή σου και εσύ στην δική τους θα προσπαθήσουν να την προσαρμόσουν έτσι ώστε να είστε όλοι χαρούμενοι!
Δεν θα νοιάζονται για τον εαυτό τους και δεν θα σε επικρίνουν! Θα σε υπολογίζουν στη ζωή τους όπως προσπαθείς να κάνεις και εσύ! Αν δεν τα κάνουν αυτά…. Θα βρεις άλλους καλύτερους!
«Γεννηθήκαμε μια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, ενώ είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία γι’ αργότερα. Και η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, και ο καθένας μας πεθαίνει μες στις έγνοιες».
Αφιέρωσε μέρος του χρόνου σου, για να μελετήσεις σοβαρά τον Επίκουρο, έναν από τους σημαντικότερους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, τον οποίο οι σύγχρονοί του, αλλά και οι μεταγενέστεροι, φρόντισαν να κατασυκοφαντήσουν και να διαστρέψουν τη διδασκαλία του, μια διδασκαλία που δεν αποβλέπει στο να δημιουργεί “οπαδούς”, “ακολούθους” και “πιστούς” (πρακτική άλλων Σχολών και θρησκειών), αλλά θέτει ως σκοπό την απελευθέρωση του ανθρώπου από τους “εσωτερικούς δυνάστες”, που ο ίδιος με την προβληματική νοοτροπία και την πνευματική ραθυμία του, επιμένει να ορθώνει εμπρός του, ενώ είναι στο χέρι του να απαλλαγεί από αυτούς.
Το έντυπο κοκτειλ και το μέγα άλλοθι της πολιτικής ευθύνης
•Το σύστημα μας είναι πρωθυπουργοκεντρικό.Στο απόλυτο έπακρο.Ένα από τα μεγάλα συνταγματικά λάθη της αγαπημένης μου περιόδου της σοσιαλιστικής διακυβέρνησης. Λίγα και ελεγχόμενα τα θεσμικά αντίβαρα. Σπανίως χαλάει η σούπα με κάποια ανεξάρτητη αρχή που φυτρώνει εκεί που δεν τη σπέρνουν. Από εκείνο το καταθλιπτικό αρχοντικό,την οικία Μαξίμου,εκπορεύονται τα πάντα.Ομολογημενα και ανομολόγητα.
Από εκεί ελέγχονται οι αρμοί της εξουσίας,των παρά εξουσιών και των συγκοινωνούντων δοχείων της εκάστοτε κυβέρνησης με την οικονομική ολιγαρχία η τα εποχιακώς ισχυρότερα τμήματα της.Γιατί «στη πολιτική υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται και δεν λεγονται».Έτσι το αποτύπωσε η λακωνική πυκνοτητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή.Παρά ταύτα όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο η ελληνική δημοκρατία λειτουργεί.Το μεγάλο θαύμα ελευθερίας.Η Αγια Μεταπολιτευση.Κι ας τη βρίζουν.Το πως τα καταφέρνει;Κάποτε στο μέλλον θα γραφτεί ένα βιβλίο με τίτλο «Το ελληνικό παράδοξο». •Έτσι εφευρεθηκε η μεγάλη σαχλαμάρα το μεγάλο άλλοθι που ακουει στο βαρύγδουπο «πολιτική ευθύνη».Τι θα πει;Θα πει πως πάντα υπαρχουν κάποιοι μαζοχιστές αναλώσιμοι που αναλαμβάνουν το dirty job..Τη βρωμικη δουλειά.Έτσι ώστε όταν όλα αποκαλυφθούν ,γιατί στη χώρα μας τίποτα δεν μένει μυστικό,να πληρώσουν το μάρμαρο για λογαριασμό των άσπιλων και αμολυντων και πάντα ορθοφρονουντων πρωθυπουργών.Αυτό είναι η πολιτική ευθύνη. Κάθε Κυριακή βυθιζομαι στους ατμούς ενός κατά περίπτωση έντυπου κοκτέιλ.Αραχτός στο καναπέ,ήρεμος,ζεν.Αυτή την Κυριακη Βήμα,Ντοκουμέντο και Εστία.Από όλα είχε ο μπαξές.Καύσιμα και διεφθαρμένη αστυνομία,παρακολουθήσεις,εξοπλιστικα,εκλογικές συνωμοσίες,παραδικαστικό και έλεγχος των καναλιών,Καλογρίτσας,Χουρι,Πετσιτης,Παππάς,κ.Ευθαλία,Μαξίμου Σαράφης.Δεν έχω παράπονο.Σε όλες τις περιπτώσεις απονεμηθηκε η δέουσα πολιτική ευθύνη.Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι λογοδοτούν.Κρατούν την ομερτά.Με κάποιο τρόπο νοιωθουν περήφανοι για τη συμμετοχή τους στην πραγματική,την άγραφη,την υπόκωφη ιστορία.
Τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει μια νεοκαθαρευουσιάνικη κακόγουστη σύνταξη, το «αφορώ σε…», που προωθείται και ως πιο επίσημο ή λόγιο, και που εμφανίζεται πολύ στον λόγο ημιμαθών που θέλουν να φαίνονται γραμματιζούμενοι. Εμφανίζεται, σπανιότερα, και σε λόγο ανθρώπων που ξέρουν γράμματα. Αποφεύγεται την ούτως ή άλλως. Δεν έχει καμία χρησιμότητα, και καταλήγει να μπερδεύει στον λόγο το «αφορώ», με το «αποβλέπω (σε κάτι)» και με το «αποσκοπώ», αλλά και με το «αναφέρομαι (στο τάδε ζήτημα)». Έτσι συντείνει και στα διάφορα εκτρώματα που εμφανίζονται στη θέση τού «όσον αφορά».
«Δεν με αφορά το ζήτημα», «το ζήτημα αφορά τον Γιάννη», «η διάταξη αφορά τούς συνταξιούχους». Έχει δηλαδή να κάνει με εμένα, τον Γιάννη, τούς συνταξιούχους. Απλά και σωστά. Οτιδήποτε άλλο προσπαθήστε να μην σάς παρασύρει. Εννιά φορές στις δέκα, τουλάχιστον, θα είναι ανοησία.
Μόνο ο χρόνος που έχεις στη διάθεσή σου στη διάρκεια του βιολογικού βίου σου, σού ανήκει πραγματικά. Όλων των άλλων πραγμάτων και υποτιθέμενων αποκτημάτων, έχεις απλά τη χρήση για όσο χρόνο είσαι εν ζωή. Φρόντισε λοιπόν να έχεις στην “προσωρινή κατοχή” σου και να κάνεις χρήση των πραγμάτων που πραγματικά χρειάζεσαι και που όντως βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής σου. Ο,τιδήποτε παραπανίσιο, καταντάει στο τέλος, αντί να υπηρετεί την ποιότητα της ζωής σου, να το υπηρετείς εσύ, αφιερώνοντας υπέρμετρο χρόνο και προσπάθεια για την απόκτηση και διατήρησή του, χρόνο που έτσι τον στερείς από άλλα πιο σημαντικά και ωφέλιμα, με τα οποία θα μπορούσες να ασχοληθείς, ξοδεύοντας εποικοδομητικά το μοναδικό “περιουσιακό στοιχείο” που έχεις, δηλ. το χρόνο σου. “Η ελευθερία, είναι ο μέγιστος καρπός της αυτάρκειας”, μας θυμίζει από παλιά ο Επίκουρος.
Οι περισσότεροι άνθρωποι μένουν φυλακισμένοι σ’όλη τους τη ζωή στα περιθώρια των σκέψεων τους. Ποτέ δεν πηγαίνουν πέρα από μια αίσθηση του εαυτού τους, που χτίστηκε από το μυαλό και εξαρτάται από το παρελθόν.
Όπως σε κάθε ανθρώπινο ον, η συνείδησή σας έχει μια πολύ βαθύτερη διάσταση από τη σκέψη. Είναι η ουσία σας. Μπορούμε να την ονομάσουμε παρουσία, προσοχή, άνευ όρων συνείδηση.
Δημοσιεύτηκε στισ
«Ο άνθρωπος μπαίνει σε μια πλάνη ότι μπορεί και καλά να τα καταφέρει τα πάντα μόνος του. Αυτό τον οδηγεί στον όλεθρο και την καταστροφή. Επομένως, όταν τα χάνεις όλα δεν έχεις από κάπου να ακουμπήσεις, έρχεσαι επιτέλους σε επαφή με τον Δημιουργό σου. Και εκεί αισθάνεσαι ότι δεν είσαι μόνος σου και εκεί ξεκινά να χτίζεται η σχέση με τον Θεό.»
Τό «όπου» είναι τοπικό· δηλώνει τόπο δηλαδή. Όχι πρόσωπο ή πράγμα. Δεν αντικαθιστά τήν αντωνυμία «ο οποίος, η οποία, τό οποίο». Τό «που» αντιθέτως μπαίνει αντί για τήν αναφορική αντωνυμία «ο οποίος, η οποία, τό οποίο». Έτσι θα πούμε «ο Γιάννης που ήξερε γαλλικά», ή «ο οποίος ήξερε γαλλικά». Όχι «όπου ήξερε…». Τό «όπου» θα μπει στό «γεννήθηκε στή Σαλονίκη, όπου και πέθανε», ή στό «είχα μια αποθήκη όπου έβαζα τά εργαλεία».