Οθωμανικά μνημεία στα Γιάννενα: Μια σχέση 104 ετών
Τα Γιάννενα φιλοξενούν δεκάδες οθωμανικά κτίρια, κηρυγμένα μνημεία από το υπουργείο Πολιτισμού. Τέσσερα από αυτά είναι τζαμιά (τα τρία διατηρούν τους μιναρέδες τους). Η πρώτη κήρυξη έγινε το 1925, οκτώ μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους, που έγινε σαν σήμερα, στις 21 Φεβρουαρίου του 1913.Κατά τη διάρκεια των 104 αυτών ελεύθερων χρόνων, οι Γιαννιώτες είχαν και συνεχίζουν να έχουν μιαν ιδιαίτερη σχέση με τα οθωμανικά μνημεία. Ίσως επειδή αυτά ενδύθηκαν ένα πέπλο ρομαντισμού, ίσως πάλι επειδή αρκετά από αυτά έτυχε να συνεχίζουν να υπάρχουν… Από το φωτογραφικό (ψηφιακό ή μη) άλμπουμ κάθε Γιαννιώτη δεν λείπουν τα ενσταντανέ μπροστά από εμβληματικά τζαμιά της πόλης, όπως του Ασλάν πασά και του Φετιχιέ, που βρίσκονται μέσα στο Κάστρο των Ιωαννίνων.
Μετά το 1913 η φάση της απο-οθωμανικοποίησης ήταν έντονη, με την πόλη να επιζητά τη συμμόρφωσή της με το εθνικό ιδεώδες. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, η διάρρηξη της σχέσης των Ιωαννίνων με τα οθωμανικά μνημεία δεν ήταν τόσο βίαιη όσο σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.Βέβαια και στα Γιάννενα, όπως και αλλού, τα μνημεία αντιμετωπίστηκαν σαν λάφυρα πολέμου, ενώ το μεγάλο χτύπημα το δέχτηκαν τα τζαμιά μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924. Μέχρι τότε, η παρουσία της μουσουλμανικής κοινότητας στην πόλη ανέστειλε εκ των πραγμάτων τη βεβήλωση των μνημείων. Οργανωμένη επιχείρηση κατεδάφισης των τζαμιών όμως δεν υπήρχε, όπως έγινε στη Θεσσαλονίκη και στη Φλώρινα. Η γιαννιώτικη “επιχείρηση” έγινε σταδιακά, κυρίως μέσα σε μια δεκαετία, για διάφορους λόγους: από την ανάγκη αποτίναξης της ενθύμησης της οθωμανικής περιόδου, μέχρι την απελευθέρωση εδάφους για τη δημιουργία νέων δημόσιων κτισμάτων με το μικρότερο κοινωνικό κόστος.
Αρκετά από τα τζαμιά είχαν εγκαταλειφθεί ήδη από τους Οθωμανούς, από τα τέλη του 19ου αιώνα. Όμως δύο από τα τζαμιά που κατεδαφίστηκαν τη δεκαετία του ’30, το Ναμάζ Γκιαχ και το Μπαϊρακλή, είχαν κηρυχθεί μνημεία από το υπουργείο Πολιτισμού το 1925. Η κήρυξη των οθωμανικών μνημείων τότε συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με τις επιταγές των Συνθηκών για την προστασία των μουσουλμάνων που δεν υπάχθηκαν στην ανταλλαγή των πληθυσμών. Ο αποχαρακτηρισμός τους –άγνωστο υπό ποιες συνθήκες έγινε– φαίνεται ότι ήρθε… πολύ φυσικά. Εκείνη την εποχή εξάλλου δεν υπήρχαν οργανωμένες τοπικές αρχαιολογικές υπηρεσίες, ενω ακόμα και σε διεθνές επίπεδο το καθεστώς προστασίας των μνημείων άρχισε να αποκτά μορφή μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, το τζαμί του Ναμάζ Γκιαχ κατεδαφίστηκε μετά από αίτημα του τότε υπουργείου Συγκοινωνιών για την ανέγερση νέου διοικητηρίου (το προηγούμενο είχε καεί το 1928, από εμπρησμό πιθανότατα). Να σημειωθεί πως ιστορική έρευνα για το πώς ακριβώς κατεδαφίστηκαν τα τζαμιά δεν έχει γίνει ποτέ και τα στοιχεία που αναφέρονται προέρχονται από προσωπική έρευνα της γράφουσας στις αποφάσεις των δημοτικών συμβουλίων στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Ιωαννίνων και στον Τύπο της εποχής.Στη θέση των κατεδαφισθέντων τζαμιών ανεγέρθηκαν δημόσια κτίρια όπως η Νομαρχία, τα δημοτικά λουτρά (κατόπιν η βιβλιοθήκη) και η Ζωσιμαία Ακαδημία, ενώ κάποια άλλα πέρασαν στα χέρια ιδιωτών.
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στην περίπτωση των Ιωαννίνων, σε αντίθεση με άλλες πόλεις, κανένα τζαμί δεν μετατράπηκε τελικά σε ναό, παρότι υπήρχε σχετική απόφαση δημοτικού συμβουλίου. Η οικονομική δυσχέρεια εμφανίζεται ως η κύρια αιτία για τη μη εκτέλεση της απόφασης.
Τελικά, όρθια έμειναν τέσσερα τζαμιά από τα συνολικά 17 που υπήρχαν προ της απελευθέρωσης.
Από τη δεκαετία του ’50 και μετά, τα Γιάννενα εισέρχονται σε μια νέα περίοδο της σχέσης τους με τα οθωμανικά μνημεία, και δη με τα τζαμιά. Είναι οι δεκαετίες εκείνες που η Ελλάδα αρχίζει να χτίζει το τουριστικό της όραμα. Η πόλη των Ιωαννίνων, μέσα σε αυτή τη συγκυρία, βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγάλη οθωμανική πολιτιστική της κληρονομιά. Και το τζαμί του Ασλάν πασά γίνεται η εικόνα της πόλης.
Οι Γιαννιώτες έδειξαν την προτίμησή τους σε αυτό το οθωμανικό μνημείο για πολλούς λόγους. Καταρχάς βρίσκεται σε ένα περίοπτο σημείο, σε μία από τις δύο ακροπόλεις του Κάστρου, και σε απόσταση αναπνοής από τη λίμνη Παμβώτιδα. Ήδη από τη δεκαετία του ’20, όταν και άρχισε η δημόσια συζήτηση για το τι μέλλει γενέσθαι με τα οθωμανικά μνημεία, το Ασλάν τζαμί έτυχε ιδιαίτερης προσοχής. Πέραν της τοποθεσίας του, οι τοπικές αρχές αναγνώρισαν την καλλιτεχνική του αξία, δίνοντας έμφαση και στην ύπαρξη των 15 κιόνων του προστώου που προέρχονται από κάποιο –άγνωστο μέχρι σήμερα–παλαιοχριστιανικό ή βυζαντινό οικοδόμημα της περιοχής.
Με αυτά τα δεδομένα, ο δήμος Ιωαννιτών αγόρασε το 1931 από την Εθνική Τράπεζα το τζαμί του Ασλάν για να το μετατρέψει σε μουσείο. Εκεί στεγάστηκαν και οι αρχαιότητες που είχαν συγκεντρωθεί από τη Δωδώνη, το Βοτονόσι και την Παραμυθιά (μέχρι που μετακόμισαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων το 1970). Από το 1933 μέχρι και σήμερα, λειτουργεί ως δημοτικό μουσείο.Η πρώιμη επανάχρηση του μνημείου ως δημοτικού μουσείου και η ένταξή του στη νέα πραγματικότητα των Ιωαννίνων προσέδωσαν στο τζαμί του Ασλάν πασά μία δυναμική και έναν συμβολισμό για τη σχέση των Γιαννιωτών με τα οθωμανικά μνημεία. Το συγκεκριμένο τζαμί, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, άρχισε να κοσμεί τις καρτ ποστάλ και το εξώφυλλο διαφόρων τουριστικών οδηγών της πόλης.
Την ίδια εποχή, η πόλη άρχισε να αξιοποιεί και το όνομα του Αλή πασά, που κυβέρνησε τα Γιάννενα από το 1788 μέχρι τις αρχές της ελληνικής επανάστασης. Ένα πρώτο και βασικό της βήμα ήταν η δημιουργία μουσείου Αλή πασά στο γνωστό νησάκι της λίμνης. Τα Γιάννενα προσπαθούσαν να επανακτήσουν ένα κομμάτι της αίγλης του παρελθόντος που επέτρεψε να γίνουν κάποτε «πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα», όπως είναι η χαρακτηριστική έκφραση. Σε αυτό το παρελθόν κυριαρχούσε η φυσιογνωμία του αποκαλούμενου «Λέοντα της Ηπείρου». Τα τριάντα χρόνια της διακυβέρνησής του, μέσα σε μια περίοδο ευρωπαϊκού διαφωτισμού, άφησαν το στίγμα τους στην πόλη σε πολλά επίπεδα. Και αν μη τι άλλο, η περίοδος του Αλή πασά κληροδότησε πολλά λογοτεχνικά κείμενα και πολλούς θρύλους, όπως είναι αυτός του πνιγμού της Κυρά Φροσύνης και 17 γυναικών στα νερά της λίμνης. Για την ηγετική αυτή φυσιογνωμία έγραψαν πολλοί, με θετική ή αρνητική διάθεση: από τον Αλέξανδρο Δουμά και τον Βικτόρ Ουγκώ μέχρι τον Λόρδο Βύρωνα, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και περιηγητές όπως ο Φρανσουά Πουκεβίλ. Το πνεύμα του Αλή πασά συνεχίζει να διαπερνά και σήμερα την τοπική ιστοριογραφία, την επιστημονική κοινότητα και την πολιτιστική και κοινωνική πραγματικότητα.«Τη διάσωση των οθωμανικών μνημείων τη χρωστάμε και στην αληπασαδολατρεία. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Γιαννιώτες μεγαλώσαμε με τον μύθο ότι στο Νησί είναι το σπίτι του Αλή πασά (σ.σ. πρόκειται για το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, όπου κατέφυγε και τελικά βρήκε το θάνατο από τα στρατεύματα του Χουρσίτ πασά). Η εμμονή όμως με την ηγετική αυτή φυσιογνωμία τείνει να γίνει προβληματική», αναφέρει ο Γιώργος Σμύρης, επίκουρος καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών που έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την αρχιτεκτονική των οθωμανικών μνημείων.Πράγματι, η εποχή του Αλή πασά είναι τόσο καθοριστική στην τοπική συνείδηση, που τα περισσότερα μνημεία αποδίδονται στην περίοδο εκείνη (1788-1822). Η οθωμανοκρατία όμως στην περιοχή κράτησε 480 χρόνια και πολλά από τα μνημεία που σώζονται σήμερα, έχουν τις ρίζες τους στον 16ο ή τον 17οαιώνα. Δυστυχώς, η ταυτοποίηση των μνημείων και η τεκμηρίωση των στοιχείων μέσω οθωμανικών πηγών δεν έχουν προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό. Σε γενικές γραμμές, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ενασχόληση των ερευνητών και των ιστορικών με την οθωμανική περίοδο άργησε να γίνει πραγματικότητα, καθώς προηγήθηκαν πιο “κρίσιμες” περίοδοι για την ταυτότητα του έθνους, όπως της αρχαιότητας και της βυζαντινής εποχής. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, όλο και περισσότεροι ερευνητές ξεθάβουν αρχεία και μελετούν την περίοδο αυτή. Στα Γιάννενα, σε μια πόλη η οποία υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το επιστημονικό και ερευνητικό κενό που υπήρχε επί δεκαετίες επέτρεψε στον ρομαντισμό που έφερε μαζί της η εποχή του Αλή πασά να κυριαρχήσει σαρωτικά.
«Τα οθωμανικά μνημεία έχουν τη δική τους θέση στην πόλη και αποτελούν μέρος της βασικής της ταυτότητάς: της πολυπολιτισμικής. Τα Γιάννενα είναι μια πόλη όπου το χριστιανικό, το εβραϊκό και το οθωμανικό στοιχείο συνυπήρξαν. Το οθωμανικό παρελθόν, όμως, σε επιστημονικό επίπεδο, χρειάζεται κι άλλη δουλειά για να μπορέσουμε να το αξιοποιήσουμε», τονίζει ο δήμαρχος Ιωαννίνων Θωμάς Μπέγκας. Η ανάγκη αυτή δεν συνδέεται μόνο με τον τρόπο διαχείρισης και αποκατάστασης των πολιτιστικών μνημείων, αλλά και με τον τουρισμό. Όσα περισσότερα δεδομένα υπάρχουν για τα μνημεία της πόλης, τόσο καλύτερα. Ο δήμος Ιωαννιτών είναι από αυτούς που ευελπιστούν σε προσέλκυση τουριστών από την Τουρκία, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γειτονική χώρα τον τελευταίο χρόνο. Ήδη από το 2011 ξεκίνησε να έχει μια συνεργασία με τον δήμο Θεσσαλονίκης, ο οποίος μπήκε πολύ δυναμικά στην τουρκική αγορά και έχει δει ήδη οφέλη από την αξιοποίηση των οθωμανικών του μνημείων. Μέχρι στιγμής, πάντως, οι τούρκοι τουρίστες δεν έχουν φτάσει στην πόλη.
Με την ανάγκη προστασίας των μνημείων να έχει ωριμάσει, όπως αρμόζει σε ένα ευρωπαϊκό κράτος, και τον πολιτιστικό τουρισμό να αποτελεί μια δυναμική προοπτική, οι τοπικοί φορείς επενδύουν στα μνημεία. Αναμφίβολα η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως από τη δεκαετία του ’90 και μετά, συνέβαλε προς αυτήν την κατεύθυνση. Πολλά μνημεία έχουν αναστηλωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες: από τα εξωτερικά τείχη του Κάστρουπάνω στα οποία έχουν αποτυπωθεί η ελληνιστική, η βυζαντινή και η ύστερη οθωμανική περίοδος, το Σουφαρί Σεράι που στεγάζει τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και μεντρεσέδες, μέχρι το θησαυροφυλάκιο του Αλή πασά και κτίρια-κατάλοιπα των οθωμανικών στρατωνισμών, που φιλοξενούν διάφορες δραστηριότητες πολιτισμού, όπως το πρόσφατα εγκαινιασμένο Μουσείο Αργυροτεχνίας του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς.
Από τα τέσσερα τζαμιά που επέζησαν μέσα στον χρόνο, μόνο τα δύο βρίσκονται σε καλή κατάσταση και λειτουργούν ως μουσειακοί χώροι. Το τζαμί του Ασλάν πασά μετατράπηκε όπως ήδη αναφέραμε τη δεκαετία του ’30 σε δημοτικό μουσείο, ενώ το Φετιχιέ Τζαμί που αναστηλώθηκε πριν από λίγα χρόνια, σήμερα λειτουργεί ως μουσειακός χώρος για την περίοδο του Αλή πασά. Το Βελή Τζαμί (το μόνο χωρίς μιναρέ) μπορεί να συνεχίζει να στέκεται όρθιο και η εξωτερική του όψη να δείχνει καλή, ωστόσο το εσωτερικό του καταρρέει.Στη χειρότερη κατάσταση βρίσκεται όμως το τζαμί της Καλούτσιανης, στην καρδιά μιας συνοικίας. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, το μνημείο πέρασε σε ιδιώτη και φιλοξένησε πολλές αλλότριες χρήσεις –από καφενείο και γραφεία του ΚΤΕΛ μέχρι φαρμακείο και ζαχαροπλαστείο– μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οπότε και ολοκληρώθηκε η διαδικασία απαλλοτρίωσής του από το υπουργείο Πολιτισμού. Οι Γιαννιώτες ζήτησαν από την πρώτη στιγμή την αποκατάστασή του, καθώς γι’ αυτούς αποτελεί ένα δυνατό τοπόσημο. Πριν από επτά χρόνια, η Περιφέρεια Ηπείρου ανέλαβε το εγχείρημα της αποκατάστασης, με τη σύμπραξη της τότε Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Ωστόσο, λόγω λαθών και παραλείψεων, το εγχείρημα ξεκίνησε το 2015 από την αρχή, αυτή τη φορά με τον σωστό τρόπο: με την εκπόνηση όλων των απαραίτητων μελετών (ακόμα και μελέτης ιστορικής τεκμηρίωσης). Οι μελέτες αυτές βρίσκονται σε εξέλιξη κι ενώ δεν υπάρχει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση από κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, τόσο η Περιφέρεια Ηπείρου όσο και ο δήμος Ιωαννιτών δηλώνουν πρόθυμοι να διαθέσουν ίδιους πόρους για το έργο.
Την ίδια στιγμή, ο δήμος Ιωαννιτών και η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων προωθούν, μέσω του νέου ΕΣΠΑ, την αναστήλωση δύο εγκαταλελειμμένων οθωμανικών μνημείων εντός του Κάστρου, κοντά στο Ασλάν τζαμί, με τη φιλοδοξία όλος αυτός ο χώρος να αποτελέσει ένα πάρκο πολιτισμού. Πρόκειται για τα οθωμανικά χαμάμ και την οθωμανική βιβλιοθήκη. Είναι από τα τελευταία μνημεία εκείνης της περιόδου που άντεξαν τη φθορά του χρόνου σιωπηλά και που τώρα έχουν την ευκαιρία να διηγηθούν την ιστορία τους, την ιστορία της πόλης γενικότερα. «Είναι ευτύχημα που η πόλη των Ιωαννίνων διακρίνεται ως ένα ιστορικό σύνολο πολλών στιγμών που δημιούργησαν στο πέρασμα του χρόνου την εικόνα που έχουμε σήμερα. Έχουμε κάθε λόγο να προστατεύσουμε τα μνημεία και να μετατραπούν από μια άφωνη πέτρα σε μια πέτρα που μπορεί να μας πει κάτι. Εμείς, ως ενδιάμεσοι διαχειριστές του χρόνου και των μνημείων, δεν μπορούμε να μεροληπτήσουμε υπέρ του ενός ή του άλλου. Εξετάζουμε τα μνημεία ως μνημεία», αναφέρει ο προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων Κώστας Σουέρεφ.
Μπορεί κάποτε τα Γιάννενα να είχαν μια δύσκολη σχέση με τα οθωμανικά μνημεία, αλλά σήμερα όλα δείχνουν ότι η σχέση αυτή έχει αποκατασταθεί, με την τοπική αυτοδιοίκηση, πέραν των υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού, να αναλαμβάνει ενεργό ρόλο. Και σε όλη αυτή τη διαδικασία που λαμβάνει χώρα σήμερα, οι Γιαννιώτες αντιλαμβάνονται τα οθωμανικά μνημεία ως αναπόσπαστο κομμάτι του πνεύματος της πόλης. Αν όχι συνειδητά, σε βιωματικό επίπεδο σίγουρα. Δεν είναι τυχαίο που κάποιες σποραδικές φωνές αντίδρασης που δεν θέλουν την ανάδειξη των μνημείων αυτών απομονώνονται εύκολα και δεν βρίσκουν μέχρι στιγμής διέξοδο στον δημόσιο λόγο. «Υπάρχουν κάποιοι που μου λένε “ας τα αφήσουμε να πέσουν”, αλλά δεν είναι σοβαρές κουβέντες. Τα Γιάννενα είναι μια πολυπολιτισμική πρωτεύουσα των Βαλκανίων. Εμείς οφείλουμε να αναδείξουμε τα μνημεία. Και από κει και πέρα, ο καθένας πρέπει να σέβεται τον διπλανό του», δηλώνει ο περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέκος Καχριμάνης.Ο σεβασμός είναι ίσως η λέξη-κλειδί στην όλη υπόθεση, γιατί η ανάδειξη των οθωμανικών μνημείων δεν αφορά μόνο τον πολιτισμό με τη στενή του έννοια. Αποτελεί και μιαν απάντηση στον εθνικισμό που καθορίζει την ελληνική κοινωνία διαχρονικά. Μια τέτοια απάντηση έδωσε ομόφωνα το δημοτικό συμβούλιο Ιωαννίνων τον Ιούλιο του 1975, όταν ο τότε διορισμένος νομάρχης Ιωαννίνων Νίκος Χανός εισηγήθηκε την κατεδάφιση των μιναρέδων από τα τζαμιά και την αντικατάστασή τους με γλυπτά, όπως έναν δικέφαλο αετό: «Την ύπαρξη των τζαμιών πρέπει να τη βλέπουμε από τη σκοπιά του πολιτισμού και του πνευματικού ανθρώπου που σέβεται κάθε μνημείο της κάθε ιστορικής εποχής, χωρίς μισαλλοδοξίες και άσχετα με συναισθήματα και εχθρότητες»…