Οι βοσκοί – Ρατσισμοί και γενικεύσεις ανήμερα της εργατικής Πρωτομαγιάς -.

Ένας μπουζουξής πριν χρόνια σε ένα έντεχνο σχήμα που συμμετείχα με αποκαλούσε βοσκό μόλις με είδε με το κλαρίνο και τα πνευστά. ..
Κάπνιζε κ’ στρέμματα μπάφους,είχε δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο σου λέει κλαρίνο άρα τσομπάνης. ..
Εγώ βέβαια τους βοσκούς πολύ τους εκτιμώ και για την σκληρότητα της δουλειάς τους με τις κακουχίες και για την μυστική επικοινωνία που έχουν με τα ζώα τους και για την φιλομουσία τους και την γνώση που έχουν πάνω στα τραγούδια ,τους σκοπούς και τα όργανα. .
Κυρίως όμως τους εκτιμώ για την ασκητική της σιωπής που καλλιεργούν για χρόνια μένοντας μόνοι στο βουνό η οποία τους κάνει συχνά λαϊκούς φιλοσόφους και θυμόσοφους!Να όπως ο Ψαραντώνης που ήταν επίσης βοσκός και τον λατρεύω..!
Με τα χρόνια κατάλαβα πως το βοσκός ήταν ένα είδος μπούλινγκ ,μια υποτίμηση εκ προοιμίου απέναντι στο κλαρίνο κ’ στην δημοτική μουσική που ο συγκεκριμένος λόγω αφέλειας θεωρούσε πως υπάρχει.Σου λέει κλαρίνα χονδροειδείς τύποι, βοσκοί .
Με τα χρόνια διαπίστωσα πόσοι βοσκοί με την έννοια του χονδροειδούς υπάρχουν σε πολλά είδη μουσικής, αλλά κ’ στις επιστήμες και στη ζωή.
Βοσκοί έντεχνοι,βοσκοί κλασσικοί κιθαρίστες, βοσκοί στην όπερα, βοσκίσια ταξίμια,βοσκοί αλα τούρκα,βοσκοί μπουζουξήδες…
Ο τρόπος ο χοντρός έκανε και κάνει το βοσκίσιο με αυτήν την έννοια, η αφέλεια του τρίχορδου που τάχα μου παίζει ρεμπέτικα κ’ σνομπάρει τον Παλαιολόγου…
Η πραγματική αλήθεια είναι πως η λεπτότητα της Τασίας Βέρρα,του Ζέρβα,του Σαλέα, του Μπέκου ακόμα κ’ της Πυργάκη είναι τέτοια γεμάτη από χυμούς λυρισμού που προσπερνάει το πρώτο επίπεδο αδρότητος ακόμα και τα βοσκίσια θέματα τις βλαχοπούλες και τα μαντριά και τις γραφικότητες. .
Έχω πια την βεβαιότητα ότι την λεπτότητα ή μη την καθορίζει όχι το τι των πραγμάτων αλλά το πως….Όχι το είδος αλλά ο τρόπος. .
Έχουμε πολλούς λεπτεπίλεπτους λαϊκούς καλλιτέχνες κ’ πολλούς βοσκούς κλασσικούς. …Ο τρόπος της ψυχής είναι η ουσία. .!

Μάνος Αχαλινωτόπουλος

«Αφέντη μου Αϊ – Γιώργη μου, με τον μονογενή σου…»

Όμορφοι θρύλοι και πλούσιες παραδόσεις: Ο Αλεξανδρινός κάτω από την Ακρόπολη και το μάζεμα των θαυματουργών χαμομηλιών

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνει τον Δράκο. Πίνακας του ιερέως Νικόλαου Καντούνη (1746). Από τις Συλλογές του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου.

Στην Αττική αλλά και σε ολόκληρη την πεδινή και ορεινή Ελλάδα, υπάρχουν πολλοί ναοί και ναΐσκοι που τιμώνται στο όνομα του Αγίου Γεωργίου που εορτάζει. Τον Άγιο Γεώργιο με τον οποίο έχει συνδεθεί πλήθος εθνογραφικών και λαογραφικών παραδόσεων. Η ζωή του Αγίου, το παλικαρίσιο παράστημα, η ομορφιά και η υπερηφάνεια, το εντυπωσιακό άλογο και η εξόντωση του δράκου είναι μερικά από τα στοιχεία που τροφοδότησαν τη λαϊκή φαντασία και τον καθιέρωσαν ως προστάτη των κατατρεγμένων και των αδύναμων και τιμωρό των άπληστων και των δυναστών.

Η παράδοση θέλει τον Άγιο Γεώργιο να είναι προστάτης των ποιμένων παρά τον γεγονός ότι συσχετίζεται και με τον Θεό Άρη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ποιμενικός και ο πολεμικός βίος του συνενώθηκαν στα ελληνικά βουνά.

Η πιο παλιά παράδοση έλεγε πως ο Άγιος φόνευσε έναν δράκοντα που κατοικούσε κοντά σε πηγή. Ο δράκος αυτός δεν επέτρεπε να υδρευτούν οι άνθρωποι, εάν δεν του έφερναν κάθε μέρα μια κόρη για να φάει! Ήλθε και η σειρά της βασιλοπούλας, αφού σε εκείνη έπεσε ο κλήρος. Τότε ο Άγιος Γεώργιος σκότωσε τον δράκο και ελευθέρωσε την κοπέλα. Και όπως σωστά επισήμανε ο Δημ. Γρ. Καμπούρογλους, η παράδοση συγχέεται με τον Περσέα της αρχαίας μυθολογίας που έσωσε την Ανδρομέδα[1].

Πολλά δημοτικά τραγούδια ψάλουν το κατόρθωμα του Αγίου, αλλά φαίνεται πως η αρχαία παράδοση υπέκυψε στη μεταγενέστερη. Σύμφωνα με αυτήν ο Άγιος Γεώργιος σώζει ένα παιδί από τα χέρια αρπάγων Τούρκων.

Εξάλλου, τον ζωγράφισαν επάνω στο άλογό του και το παιδί καθισμένο στα καπούλια του ζώου. Μια τέτοια εικόνα σωζόταν στον Άγιο Γεώργιο Παλαιού Φαλήρου, στους «Τρεις Πύργους» όπως ονομαζόταν κάποτε η περιοχή. Και το πανηγυριώτικο τραγούδι έλεγε: «Αφέντη μου Αϊ – Γιώργη μου / με τον μονογενή σου / ΄Οσοι κρατούμε τον χορό / νάχουμε την ευχή σου».

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Καρύτση (δεκαετία 1960).

Όπως ήταν φυσικό, στην Αθήνα υπήρχαν ονομαστές εκκλησίες τιμώμενες με το όνομα του Αγίου Γεωργίου. Γνωστότερη ίσως του Καρύτση, όπως τον ήθελε η τοπική προφορά και τον απαθανάτισε η αγραμματοσύνη και στις πινακίδες των οδών. Διότι Καρύκη ονομαζόταν η μεγάλη μεσαιωνική βυζαντινή οικογένεια που έζησε στην Αθήνα και ίδρυσε τον παλαιό ναό[2]. Ονομαστός όμως ήταν κάποτε και ο Άγιος Γεώργιος ο Αλεξανδρινός, κοντά στο Διονυσιακό θέατρο. Λεγόταν πως αυτός ο Αϊ Γιώργης ήταν μαύρος και προστάτης των ερωτευμένων.

Και όπως έλεγε το παλαιό δίστιχο «Άγιε μου Γιώργη αράπη μου / φέρε μου την αγάπη μου». Όμως και δύο ακόμη δίστιχα αναφέρονται σε ατυχείς εραστές και απελπισμένους, όπως ένας γείτονάς του που τραγουδούσε: «Άγιε μου Γιώργη γείτονα / να μ’ έπαιρνες να γλύτωνα» ή «Άϊ-Γιώργη καβαλλάρη / κάνε μου αυτή τη χάρι!…». Στην Αττική υπήρχαν και μοναστήρια του Αγίου Γεωργίου.

Επανερχόμαστε όμως στους ποιμένες από τους οποίους αρχίσαμε, σημειώνοντας ότι την ημέρα του Αγίου Γεωργίου οι στάνες ήταν ελεύθερες και το γάλα διανεμόταν δωρεάν. Εξ ου και η παροιμία: «Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αϊ – Γιωργιού». Ανήμερα της γιορτής φορούσαν κάποτε για πρώτη φορά τα καλοκαιρινά άσπρα ρούχα τους. Όταν έβλεπαν κάποιον να είναι λευκοντυμένος άλλη εποχή έλεγαν ειρωνικά: «Βοηθειά σου. Αϊ-Γιώργης μας γίνηκε».

Ακόμη ο Άγιος Γεώργιος θεωρούνταν «αρχηγός» του μισού χρόνου, ενώ του άλλου μισού ήταν ο Άγιος Δημήτριος. Επίσης του Αγίου Γεωργίου άρχιζαν το μάζεμα των θαυματουργών χαμομηλιών, «τ’ Αϊ Γεωργιού το λουλουδάκι» όπως τα αποκαλούσαν. Το μάζεμα εξακολουθούσε έως της Αναλήψεως. Τέλος, προς τιμήν του ο μήνας Απρίλιος λεγόταν από τον λαό Αϊ-Γεωργίτης, όνομα σαφώς καλύτερο από το ακατανόητο και ξενόηχο Απρίλιος.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία» 23 Απριλίου 2018

Η πτώση του Αλμπέρ Καμύ

 

Ο Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς είναι ένας “ήρωας της εποχής μας”: η εξυπνάδα του να στέκεται πάντα στη “σωστή” πλευρά της ζωής τον κάνει έναν άντρα ικανοποιημένο από τον εαυτό του, έναν άνθρωπο που χρησιμοποιεί την υποκρισία για να αρέσει στους άλλους. Μέχρι που μια νύχτα ακούει μια άγνωστή του γυναίκα να πέφτει στα νερά ενός ποταμού. Αυτός ο τόσο καλός, ο τόσο ελεήμων, ο τόσο συμφιλιωμένος με τη “σωστή”, ανθρώπινη συμπεριφορά, δεν θα τη βοηθήσει και τότε όλα γύρω του θα καταρρεύσουν. Μετά τον Ξένο και την Πανούκλα, ο Καμύ ολοκληρώνει με την Πτώση την αριστουργηματική του τριλογία που τον έκανε διάσημο σ’ όλο τον κόσμο, χαρίζοντάς του και ένα από τα πιο δίκαια βραβεία Νόμπελ στην ιστορία του θεσμού.