Ο Τάσης Βασκαντήρας του Δ. Κανελλοπουλου.

Θα παρουσιάσω σήμερα ένα διήγημα από τη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Κανελλόπουλου «Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες«, που κυκλοφόρησε τον Απρίλη που μας πέρασε από τις εκδόσεις Κίχλη.

Πρόκειται για την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Κανελλόπουλου, που ως τώρα έχει τυπώσει ποιητικές συλλογές ενώ επίσης διευθυνει το λογοτεχνικό περιοδικό Οροπέδιο με το οποίο έχω συνεργαστεί μια φορά με ένα άρθρο για τον Ρώμο Φιλύρα (που αποσπάσματά του δημοσίευσα κι εδώ).

Τη συλλογή δεν την είχα αντιληφθεί όταν κυκλοφόρησε, αλλά μου τη σύστησε στις γιορτές η φίλη Αθηνά Βογιατζόγλου, που ως νεοελληνίστρια έχει πολύ καλή εποπτεία της λογοτεχνικής παραγωγής. Η Βογιατζόγλου θεωρεί ότι το βιβλίο του Κανελλόπουλου είναι χαρακτηριστικό δείγμα της «νέας ηθογραφίας», όπως θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ένα νέο ρεύμα στην πεζογραφία μας, των τελευταίων δεκαετιών, που ανανεώνει το είδος της ηθογραφίας και που πατάει γερά στην ύπαιθρο -την οποία όμως επισκέπτεται διαφορετικά.

Εννοούμε εδώ τον Μακριδάκη, τον Παπαμάρκο με το Γκιακ, πιο παλιά τον Σωτήρη Δημητρίου, και πολλούς ακόμα. Ένα χαρακτηριστικό του νεοηθογραφικού ρεύματος, που ενδιαφέρει και το ιστολόγιο, είναι ότι χρησιμοποιεί λέξεις της ντοπιολαλιάς -που βέβαια δυσκολεύουν το νεότερο κοινό, καθώς οι βίαιες κοινωνικές ανακατατάξεις των περασμένων δεκαετιών έχουν ξεκόψει τους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων από λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν ακόμα κι οι πατεράδες τους. Φυσικά, κανείς απ΄όσους υποκριτικά ή καλοπροαίρετα θρηνούν για την υποτιθέμενη λεξιπενία των νέων δεν αναφέρεται στον χαμένο λαϊκό λεξιλογικό πλούτο -και οι δημοσιογράφοι τους οποίους εξαπέλυε ο Μπαμπινιώτης στα σταυροδρόμια για να χώνουν το μαρκούτσι τους στα μούτρα των ανυποψίαστων διαβατών ρωτώντας τους αν ξέρουν τη δείνα ή την τάδε λέξη, ποτέ δεν ρωτούσαν λέξεις λαϊκές, μόνο σκονισμένα «ασκαρδαμυκτί». Αλλά πλατειάζω.

Το βιβλίο του Κανελλόπουλου είναι μικρό -δέκα διηγήματα όλο κι όλο- και όλες οι ιστορίες εκτυλίσσονται στην Ηλεία, τον γενέθλιο τόπο του συγγραφέα. Και μάλιστα, υποψιάζομαι, αλλά δεν κάθισα να το ψάξω, όχι σε όλη την Ηλεία παρά σε ένα μόνο της κομμάτι γύρω από τη Νεμούτα, την ιδιαίτερη πατρίδα του, ίσως τη λεγόμενη ορεινή Ολυμπία. Βρήκα εξαιρετική δύναμη στην αφήγηση του Κανελλόπουλου, αισθάνθηκα γνήσια συγκίνηση διαβάζοντάς το, σίγουρα μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση απ’ οποιοδήποτε άλλο ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο που διάβασα τον τελευταίο χρόνο.

Κι αν ο τόπος είναι η Ηλεία, ο χρόνος είναι ο εικοστός αιώνας, κυρίως από τον μεσοπόλεμο ίσαμε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά με κάποιες αναφορές ίσαμε τη δεκαετία του 1980, ιδίως όταν ένοχα μυστικά φανερώνονται ύστερα από πολλές δεκαετίες. Έχει και φονικά το βιβλίο, έχει και αυτοκτονίες, έχει και κάποιες (καθόλου καθοριστικές όμως) αναφορές στον Εμφύλιο, κυρίως όμως έχει τη δύναμη της δωρικής γραφής του Κανελλόπουλου.

Χαρακτηριστικό της νέας ηθογραφίας όπως είπα είναι η χρήση στοιχείων της ντοπιολαλιάς. Ο Κανελλόπουλος στο τέλος του βιβλίου παραθέτει γλωσσάρι, με τις λέξεις που κρίνει ότι χρειάζονται εξήγηση, με κάπου 110 λήμματα. Από το γλωσσάρι αυτό αντιγράφω εδώ και παραθέτω στο τέλος όσες λέξεις εμφανίζονται στο συγκεκριμένο διήγημα.

Μονοτονίζω αν και μπορεί να μου ξέφυγε κάτι στο οσιάρ.

Ο Τάσης Βασκαντήρας

Στον Ηλία Λ. Παπαμόσχο

Ο Τάσης Βασκαντήρας είχε κάνα δυο χρόνια που άφησε το δασκαλίκι κι έπιασε τα έμπόρια. Έκανε τον τρελό κι έφυγε από την υπηρεσία. Κατάφερε να πάρει και σύνταξη. Γύρισε στο χωριό κι ανέλαβε το εμπορικό του πατέρα του, γιατί τ’ άλλα αδέρφια του, εκτός του Βασίλα, του μικρού που είχε βγάλει το σχολαρχείο, δεν κατέχαν τα γράμματα. Κάτι μήνες μετά που γύρισε, παντρεύτηκε τη Μάρθα του Μουστοβασίλη. Ήταν Αύγουστος του ’27. Κατόπιν, έβαλε τ’ αδέρφια του στη σειρά. Κάνανε εμπόριο χοντρικό και λιανικό.

Το μονό μήνα το καραβάνι —τ’ αδέρφια του μαζί με τους παραγιούς, γύρω στους δεκαπέντε νοματαίους— θα πούλαγε χοντρικά και λιανικά. Υφάσματα για το σπίτι: οργάντζες, μουσελίνες, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, κι ακόμη λασέ, μεταξωτά, παραδοσιακά, λευκαδίτικα, βυζαντινά, σουφλιώτικα και ινδικά, εργόχειρα και λινά λευκά είδη, είδη προικός, ριχτάρια, παπλώματα, κουρτίνες. Αλλά και υφάσματα για ρούχα — όλων των ειδών και των κομποδεμάτων: κασμίρια εγγλέζικα, τσελβόλια και τσίτια. Κι οι βαντάκες ήσαν γιομάτες χάντρες, κουβαρίστρες, κλωστές ντεμισέ και βελόνες, ψαλίδια και ψαλιδάκια, κι ό,τι άλλο τράβαγε η ψυχή της νοικοκυράς.

Τόν άλλο μήνα, το ζυγό, θα εισπράττανε. Στην είσπραξη θα πήγαινε ο καθένας μόνος του, με δυο τρία ζώα το πολύ, μ’ εμπορεύματα για τις γυναίκες, ψιλολοΐδια. Μπορεί να ’παιρνε μαζί κι έναν παραγιό. Κανόνισε λοιπόν ο Τάσης να γίνεται ή πούληση ως έξης: ο Νικάκης θα εισέπραττε από τις Ράχες κι απάνω μέχρι τη Βέρβιτσα, όπως λέγανε τότε τα Τρόπαια, ο Ηρακλής θα ’πιανε την Πέρα Μεριά, το Νεμουτιάνικο μέχρι την Πετράδα και τ’ Άσπρα Σπίτια, κι ο Θοδωράκης την Κάτω Μεριά — Νιχώρι, Τρανή Λάκκα, Ντελαλή, Μπέλεσι, και στο γυρισμό τα χωριά της Ηραίας. Άφησε απέξω τον μικρότερο, γιατί τον ήθελε κοντά του. Ο ίδιος θα κράταγε το κουμάντο — τους παράδες και τις παραγγελίες. Και τις επαφές με τους μεγαλέμπορους στον Πύργο και στην Πάτρα. Είχε και δυο αδερφές. Τη Λούλα, που την πάντρεψε με τον Τσιόγκα στον Ξερόκαμπο, και την Ντίνα, που την έστειλε στην Αμέρικα να παντρευτεί ένα φίλο του από του Σπάθαρη.

Μένανε όλοι μαζί στο σπίτι, στο πάνω πάτωμα. Κάτω είχανε το μαγαζί, τα εμπόρια. Απάνω, στη μια μεριά ήταν ο όντάς. Εκεί τρώγανε τα μεσημέρια και στις γιορτές, σαν βρίσκονταν όλοι μαζεμένοι στο χωριό. Στην άλλη μεριά, τους έβαλε ο Τάσης και το χωρίσανε με τις μισάντρες. Δεν ήτανε σωστό να κοιμούνται οι παντρεμένοι με τους ανύπαντρους. Τότε άρχισαν τα προβλήματα. Η γυναίκα του, η Μάρθα, βρήκε το δωμάτιο μικρό. Πέρναγε καλύτερα στου πατέρα της, έλεγε.

Βούλωσ’ το, της απαντούσε ο Τάσης. Βούλωσ’ το, και θα σε φάει το μαύρο φίδι. Δε θέλω έχτρες με τ’ αδέρφια μου.

Αυτή τίποτα. Όλο μουρμούριζε στα σιγανά.

Από μέρες ο Τάσης είχε πιάσει έναν καβγά με το Νικάκη. Ήτανε μαλακός με τους πελάτες, του ’χανε πάρει τον αέρα. Του ’λεγε να μη δανείζει, να μην ξανοίγεται στην πίστωση. Τίποτα ο Νικάκης. Όλο δικαιολογίες. Ύστερα, έλειπε κι ένα πεντακοσάρικο από τις εισπράξεις που ’φερε τον περασμένο μήνα. Έγραφε στο τεφτέρι: τέσσερις χιλιάδες εφτακόσιες πενήντα δύο δραχμές και σαράντα λεπτά. Στον πάγκο όμως άφησε τέσσερις χιλιάδες διακόσιες πενήντα δύο δραχμές και σαράντα λεπτά. Ο Νικάκης έλεγε ότι είχε κάνει λάθος κι έγραψε παραπάνω παράδες στο τεφτέρι, ο Τάσης όμως είδε το λογαριασμό περασμένον στο χαρτί, μα η υπογραφή στο πλάι ήταν δυσανάγνωστη. Τον έπιανε με το καλό, το γύριζε στη φοβέρα, δεν έλεγε να ομολογήσει ο Νικάκης.

Ο λόγος ήταν μια κρυφή αγάπη. Αγάπαγε ο Νικάκης. Αγάπαγε τη Δεσπω του Μουσουρούλια, αλλά δεν τολμούσε να το πει. Η οργή του Τάση θα ’πεφτε σαν κεραυνός. Δεν ταίριαζε να πάρει γυναίκα από φτωχόσογο. Κόρη καλατζή ήτανε ή Δέσπω. Με τα γανώματα πιάνονταν και τ’ αδέρφια της. Δύσκολα πράματα, δουλειές για ενα κομμάτι ψωμί, κι αυτό όχι πάντα. Και δε φτάνει που ήταν φτωχιά, είχε κι άρρωστο το μεγάλο της αδερφό, τον Αναγνώστη — χτικιό, λέγανε. Αυτός ήταν φίλος γκαρδιακός του Νικάκη, τον αγαπουσε πιο πολύ κι από τ’ αδέρφια του. Ήσαν φίλοι από μικρά παιδιά. Ύστερα τόν βάρεσε η αρρώστια.

Ήτανε φθινόπωρο προχωρημένο. Απο τη θάλασσα ερχόντουσαν κάτι μολυβένια σύννεφα γεμάτα νερό. Φόρτωνε ο καιρός κατά το Παναχαϊκό και ξεσπούσε δυνατή βροχή. Κάθε μέρα έβρεχε, είχε λασπώσει ο τόπος όλος. Η υγρασία ανυπόφορη, είχε βαλθεί να σακατέψει τα κόκαλα των ανθρώπων. Έριχνε πολύ νερό. Καλό για τους σποράδες, που σε λίγο θ’ αρχίζανε τη σπορά. Η βροχή σταμάτησε τη δουλειά -ήτανε να φύγει ο Νικάκης καταπάνω, για τα χωριά γύρω απ’ τα Τρόπαια, να εισπράξει απ’ τους εμπόρους και να πουλήσει τίποτα ψιλολόγια. Κόντευαν Χριστούγεννα· είχαν ανάγκη τα μετρητά, ν’ αγοράσουν εμπορεύματα.

Ήταν ο καιρός, ήτανε κι ο Τάσης που κάθε μέρα τον βασάνιζε με το πεντακοσάρικο. Τ’ Άι-Δημητριού την άλλη μέρα, ο Νικάκης σηκώθηκε νωρίς. Όλη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι. Αχάραγα έβαλε φωνή κι έκανε εγερτήριο. Πεταχτήκανε απ’ τα στρώματα οι παραγιοί, μαζί κι ο Βασίλας, κι άρχισαν να φορτώνουν τα ζώα. Ήθελε να φύγει πριν σηκωθεί ο Τάσης, μα δεν τα κατάφερε. Ο Τάσης σηκωνότανε πάντα χαράματα, κι είδε από το μπαλκόνι τις ετοιμασίες.

Κατέβηκε και ρώτησε το Νικάκη:

– Θα φύγεις;

– Ναί, Τάση μου.

– Μη θες να πάρεις και τον μικρό κοντά;

– Όχι, Τάση μου, θα το κάνω το κουμάντο, αποκρίθηκε ο Νικάκης κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

Τον αγαπούσε πολύ και τον σεβότανε το μεγάλο του αδερφό.

– Να, λέω, επειδής είναι φορτωμένος ο καιρός.

– Κράτα το παιδί εδώ, να κάνει καμιά δουλειά. Θα πάω μονάχος μου εγώ.

– Καλά, κοίτα να μαζέψεις τίποτα, έχω να πάω στον Πύργο να φέρω εμπόρευμα για τις γιορτές. Μετρητά, ακούς; Μη φερεις πάλι γουρούνια και κοτερά. Δεν έχουμε πού να τα πουλήσουμε.

– Εντάξει, Τάση μου. Μετρητά, μετρητά.

– Έλα να σου ειπώ, είπε ο Τάσης τραβώντας τον παράμερα, κάτω από τη μουριά, να μην ακούνε οι γυναίκες και οι παραγιοί.

Το Νικάκη τον ζώσανε τα φίδια.

– Το πεντακοσάρικο κάπου το ’δωκες, το δάνεισες.

– Μα…, έκανε ο Νικάκης.

– Άσε τα μα και μου. Είμαστε μεγάλη φαμελιά, Νικάκη, τα ’χουμε ανάγκη τα λεφτά.

– Να το ’βρω από την Πατσουριά, Τάση μου. Σου λέω, δεν το ’δωκα, είπε ξαναμμένος ο Νικάκης.

– Μην ορκίζεσαι σε μένα, ρε, τον άντίκοψε ο Τάσης. Ή θα γενείτε αθρώποι ή παίρνω τη φαμελιά μου και φέγω. Θα φέρεις το πεντακοσάρικο τώρα που θα γυρίσεις και τέρμα!

Το μάτι του Τάση γυάλιζε.

Αφού τελειώσανε το φόρτωμα, ρίξανε πάνω από τις κασέλες και τις βαντάκες κάτι σαΐσματα από σπάρτο, που δεν τα πέρναγε η βροχή να καταστρέψει το εμπόρευμα. Τα δεσανε προσεχτικά, και κατόπιν ο Νικάκης έκανε το σταυρό του και κίνησε με τα φορτωμένα ζώα, δύο άλογα κι ένα μουλάρι.

– Καλή πούληση, Νικάκη, να δώκει ο Θεός να φέρεις παράδες, έλεγαν οι παραγιοί.

Οι γυναίκες με τα μικρά —η Μάρθα είχε δυο κι η Θεώνη του Θοδωράκη νεογέννητο, το Θανάση— κάνανε το σταυρό τους και σταυρώνανε το Νικάκη. Όμως η Μάρθα, φουρκισμένη, έβγαλε το φαρμάκι από μέσα της:|

– Τι να φέρει, παιδάκι μου; Ευτούνος μονάχα πεσκέσια στους χαραμοφάηδες ξέρει να δίνει…

Πήρε τη δημοσιά και στου Κουρσέση το ρέμα έκοψε αριστερά μέσα το& λόγγο· άρχισε να κατεβαίνει το φαρδύ μονοπάτι, κατά το Τουμπίτσι. Ακολουθούσε πάντα τόν ίδιο δρόμο. Του άρεσε μέσα στά πλατάνια ν’ ακούει τα πουλιά να κελαηδάνε και τα νερά να κελαρύζουν. Ηρέμησε, αν και τα μάτια του ήσαν υγρά ακόμη από το κλάμα.

Τη διαδρομή την ήξερε καλά, πέτρα πέτρα. Μετά το Τουμπίτσι πήρε το περικοπό κατά του Σπάθαρη. Ειχε μεγάλη ανηφόρά μέχρι ν’ ανέβει στην πλαγιά του Γκούτζιου και να φτάσει στο χωριό. Πέρασε κι απ’ του Ντελαλή. Ερημιά. Σπίτια μισογκρεμισμένα, τα είχαν πνίξει τ’ αλίσβατα και οι αντράκλες. Στάθηκε στο χωράφι του μπάρμπα του του αγαπημένου, του Γιώρη του Πουλή, που πέθανε τριάντα τριών χρονών, να ιδεί τις ελιές που ’χανε οι πρωτοξαδέρφες του, τα κορίτσια του συχωρεμένου. Γιομάτες ήτανε οι ευλογημένες. Θα το μηνύσω της Νικολιάς με τον Ηρακλή, σα γυρίσω, σκέφτηκε. Λίγο παραπάνω έκοψε αριστερά και το πήρε μονορούφι. Βάρεσε τ’ άλογο να κάνει γρήγορα, μην τόνε πιάσει ή βροχή· είχε μπροστά του μια ώρα δρόμο.

Έκεΐ στή στροφή, Γκορτσιά το λέγανε το μέρος, το μονοπάτι στένευε κι έπαιρνε κλίση απότομη. Το δάσος αγρίευε. Πλατάνια αιωνόβια και οξιές και σφεντάμια γιομάτα δροσιές, σφιχταγκαλιασμένα, δεν άφηναν το φως να περάσει ίσαμε κάτω τη χαράδρα. Δυσκόλευε η κατάβαση για τα φορτωμένα ζώα. Έβαλε πρώτα τον Τσίλη και μετά τη μούλα. Ο ίδιος πήγαινε τελευταίος, καβάλα στον Καρρά, άλογο συνετό και μυαλωμένο — είχε περάσει μαζί του αυτά τα γκρεμνά πολλές φορές, κάθε εποχή του χρόνου.

Κάτω έχασκε το ρέμα, βουερό και σκοτεινό. Αυτό ήταν το μέρος που το έλεγαν Πατσουριά. Πολλοί είχανε πνιγεί εκεί, περνώντας αμέριμνοι τη στενή του κοίτη σαν έπιανε ξαφνική βροχή. Τέτοιο ήταν το δέος, που, όταν ορκίζονταν οι άντρες, έλεγαν: «Να το ’βρω από την Πατσουριά». Κι όταν ήθελαν να καταραστούν οι γυναίκες, έλεγαν κι αυτές: «Να που να το ’βρεις από την Πατσουριά».

Καθώς κατέβαινε το σκοτεινό βάραθρο, ένας φόβος φώλιασε στα σωθικά του. Καλόπιανε τα ζώα, τους έλεγε γλυκόλογα, μην ιδούνε ή άκούσουνε τίποτα και προγκήξουνε. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν είχε γλιτωμό. Θα γινόταν ένα με τα εμπορεύματα και τα ζώα μέσα στον γκρεμό.

– Άιντε, Τσίλη μου, έλα καλώς τονε. Ήσυχα, πουλάκια μου, κι εγώ θα σας φιλέψω λουκουμάκια σα γυρίσουμε πίσω στο κονάκι…

Όταν κατέβηκε στο ρέμα και λίγο πριν φτάσει ο Τσίλης στην κοίτη, τον κράτησε. Ξεπέζεψε απ’ τον Καρρά και, πατώντας με προσοχή στην άκρια του μονοπατιού, έλυσε τον Τσίλη και του ’δωσε μια με το χέρι στο καπούλι. Σαν άνθρωπος το ζώο μπήκε στο χείμαρρο καί, με δυνατό βήμα, σηκώνοντας τα μπροστινά του πόδια, πέρασε μέσα από τα ορμητικά νερά κι άρχισε να σκαρφαλώνει το ανηφορικό μονοπάτι. Έπιασε σιγανή βροχή και το φως λιγόστεψε. Άστραψε, βρόντηξε και η βροχή δυνάμωσε. Ο Νικάκης φοβήθηκε κι εκανε το σταυρό του. Παναγία μου βόηθα…

Κράτησε τή μούλα που αλαφιαστηκε. Επρεπε να κάνει γρήγορα, γιατί το ρέμα θα κατέβαζε πολύ νερό. Έδεσε τή μούλα πίσω από τον Καρρά, και βάρεσε τ’ άλογο απαλά με την τριχιά στην κοιλιά.

– Έλα, Καρρά μου, έλα, λεβέντη μου, είπε και σφύριξε ένα σκοπό που άρεσε του αλόγου.

Εκείνο ρίχτηκε με δύναμη στο νερό. Από κοντά κι η μούλα. Τίποτα. Δεν μπόρεσε να κολλήσει άπέναντι. Άνθρωπος και άλογο γύρισαν πίσω. Ο Νικάκης ξεφόρτωσε βιαστικά τις βαντάκες και τις άφησε από τη μεριά πού.κατέβηκε.

Η αγωνία του μεγάλωνε όσο περνούσε η ώρα. Ο Καρράς πάτησε στην άκρη και μισανέβηκε. Η μούλα όμως δεν τα κατάφερνε και τον τράβαγε πίσω. Η βροχή δυνάμωνε. Είχε πέσει σκοτάδι, ίσα που ’βλεπε. Μια ησυχία θανάτου είχε απλωθεί στη χαράδρα. Κι ο Νικάκης όλο βάραγε το άλογο με την τριχιά στα καπούλια, να κάνει γρήγορα -δεν ήθελε πολύ για να κατεβάσει το ρέμα.

Μόλις φτάσανε τα ζώα στή ρίζα του γκρεμού και καβαλήσανε καταπάνω στή ράχη, εγινε χαλασμός. Ο Νικάκης είχε γυρίσει να πάρει τις βαντάκες στην πλάτη, μα δεν πρόλαβε. Μια βουή συντάραξε το βαθύ ρέμα και μια φουσκωμένη, κατακόκκινη θάλασσα, θολή, γιομάτη κούτσουρα και πέτρες, ήρθε από πάνω με ορμή, από τή μιά μεριά στην άλλη.

Είχαν ανοίξει οι ούρανοί κι άστραφτε ασταμάτητα. Χοντροί κορμοί δέντρων χτυπούσαν με μεγάλη ταχύτητα στις κορφές των πλατανιών, που τα είχαν καλύψει το νερο κι η λάσπη. Ο Νικάκης, αλαφιασμένος, δεν προλάβαινε ν’ ακολουθήσει τα ζώα. Προσπάθησε να γυρίσει στην πίσω μεριά, μα τον άρπαξε το θολό νερό. Τότε έβγαλε μια κραυγή:

– Τάσηηη!…

Μετά, τα σκέπασε ολα, για πολλή ώρα, η τρομερή βουή.

Τα ζώα, σαστισμένα, σαν να νιώθανε τη συμφορά που ξεσπούσε μέσα στο φαράγγι, έβαλαν ολη τους τη δύναμη κι ανέβηκαν την απόκρημνη πλαγιά. Πάλευαν ν’ απομακρυνθούν όσο γίνεται περισσότερο. Όταν έφτασαν πάνω στή ράχη, εκεί που το λένε «στου Τούρκου τ’ Ανάθεμα », η βροχή έκοψε. Σταθήκανε μουσκεμένα το ένα πλάι στο άλλο και φρουμιζαν. Τα σαΐσματα ήσαν δεμένα καλά και τα εμπορεύματα δε βράχηκαν καθόλου. Μόνο ο Καρράς ήταν ανήσυχος — κοίταζε συνέχεια κατά το ρέμα. Τώρα τ’ αφεντικό του ταξίδευε κατά τόν Λάδωνα και τον Ρουφιά· ίσως και στην Αγουλινίτσα. Κι από κεΐ, για τις βραγιές του Παραδείσου… Σε λίγο ξαστέρωσε. Ακουγόταν μόνο η βουή του νερού, κι ένα τετιντί που κελαηδούσε το μονότονο τραγούδι του:

Τετιντί, τετιντί
τ’ άλογό μου δεν μπορεί,
δώσ’ του βρώμη και ταή…

Δυο μέρες μετά, θα ’ταν μεσημεράκι, ώρα ανάπαυσης, ακούστηκαν ζώα να σταλιάζουνε κάτω απ’ την κρεβάτα των Βασκαντηραίων. Ο Βασίλας βγήκε ξυπόλυτος στο μπαλκόνι. Είδε τα ζώα να στέκονται και φώναξε:

– Νικάκη, γύρισες;

Απάντηση δεν πήρε. Άρχισε να φωνάζει: «Νικάκη, Νικάκη!». Μόλις κατέβηκε στο υπόστεγο και ειδε τα ζώα μες στη λάσπη κατάλαβε. Εν τω μεταξύ, σηκωθήκανε κι οι άλλοι. Όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεϊ.

– Το ’βρε από την Πατσουριά, είπε η Θεώνη.

Γύρω ξέσπασε βουβός θρήνος. Μονάχα η Μάρθα στάθηκε ψύχραιμη.

Το Νικάκη τον βρήκαν δέκα μέρες μετά, λίγο πριν το Μπέλεσι. Έφτασε ένα τηλεγράφημα στο χωριό από τή Διοίκηση Χωροφυλακής Πύργου. Πήγαν στο Μπέλεσι ο Τάσης με τον Ηρακλή και το Θοδωράκη. Είχανε βάλει τον πνιγμένο μέσα σε κάτι λινάτσες και τον είχανε σε μια καλύβα πλάι στο κοιμητήρι. Μύριζε. Από τα ξεσκισμένα ρούχα που τους δείξανε καταλάβανε ότι ήταν ο αδερφός τους. Πρόσωπο δεν υπήρχε. Τον πήρανε βουβοί, γυρίσανε στο χωριό και τον θάψανε.

Μέχρι τα σαράντα του συχωρεμένου ο Τάσης δεν έκλεινε μάτι όλη νύχτα. Μόλις έκανε να τον πάρει ο ύπνος, πεταγόταν και κοίταζε γύρω του με αγωνία, σαν να ’ψάχνε κάποιον.

-Τι έχεις, άντρα; τον ρωτούσε η Μάρθα.

– Τίποτες, της έλεγε αύυός και γύριζε το άλλο πλευρό.

Το βράδυ πριν τα σαράντα, κοιμήθηκε έναν ύπνο ήσυχο, βαθύ. Πλάι του η Μάρθα ξενύχτησε απορημένη. Δεν το πίστευε ότι ηρέμησε ο άντρας της. Όλο τον καιρό μετά το χαμό του Νικάκη δεν έβγαλε μιλιά από το στόμα της, ούτε για το πεντακοσάρικο ούτε για τ’ άδέρφια του. Τον κρυφοκοίταζε που κοιμόταν. Επιτέλους ησύχασε, σκεφτόταν.

Την άλλη μέρα, πήγανε ολοι μαζί στην εκκλησιά. Με τις κοφίνες γιομάτες ψωμιά, με τα σπυριά φτιαγμένα από τις γυναίκες την προηγουμένη. Μόλις σχόλασε η εκκλησιά, ο Τάσης, πρώτη φορά μετά το θάνατο του αδερφού του, πηγε στο καφενείο. Ήταν ήρεμος, σαν να μην είχε περάσει τέτοια στεναχώρια. Φόραγε ρεπούμπλικα και το πένθος στο μπράτσο. Φρεσκοξυρισμένος, σωστός άρχοντας, έκατσε έξω από την πόρτα. Είχε λιακάδα, μαζεύτηκε κόσμος πολύς. Λίγο πιο πέρα καθόταν ο μοίραρχος με το δάσκαλο. Μετά ήρθε κι ο παπάς στην παρέα τους.

Έπινε τον καφέ του και φαινόταν βυθισμένος σέ σκέψεις. Κοίταγε πέρα κατά του Παλούμπα κι έκανε τάχα μου πως δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Κάποια στιγμή ήρθε στον καφενέ ο Αναγνώστης ο Μουσουρούλιας. Έπιασε μιάν άκρια και παράγγειλε καφέ. Δεν τον είχε δει τον Τάση. Έκατσε απέναντί του, από την άλλη μεριά, κατά το ρέμα. Ο Τάσης έκανε πως δεν τον είδε, τον παρακολουθούσε όμως με την άκρη του ματιού του. Μόλις αραίωσε ο κόσμος, πήγε στο τραπέζι του.

– Μουσουρούλια, είπε, πάω απέναντι στο μαγαζί μου. Έλα που σε θέλω να σου ειπώ, κι έφυγε.

Ο Αναγνώστης σηκώθηκε και πηγε στου Βασκαντήρα, στην πίσω μεριά που έβλεπε κατά τον Κάμπο. Η μεγάλη πόρτα ήταν ανοιχτή. Μπήκε μέσα. Ο Τάσης στεκόταν πλάι σέ κάτι σακιά, έβαζε πράματα σε μια λινάτσα. Μόλις τον είδε, είπε:

– Άκου, Αναγνώστη, εγώ δεν κάνω παρέα με τους πεθαμένους. Ο αδερφός μου έφυγε. Μόνος του διάλεξε να κατεβεί στην Αλησμόνα. Δεν ήταν η ώρα για ταξίδι, δεν τ’ αποφασίσαμε μαζί. Κι εγώ τον πόνο μου τον έσβησα. Θέλω να ζήσω. Σαράντα μέρες τον έβλεπα κάθε βράδυ στον ύπνο μου και τον ρώταγα για το πεντακοσάρικο. Δεν εμίλαγέ. Εχτές το βράδυ, όμως, γονάτισε. Ήρθε και κάτσαμε απόξω, στην πεζούλα. «Συχώρα με, Τάση», είπε. Μου μολόγησε ότι αγάπαγε την αδερφή σου, κι εσένα κι ούλη τη φαμελιά σου. Εγώ δέν τον έκοψα. Ήξερα θα μου ’λεγε και για το πεντακοσάρικο.

«Να πας στον Αναγνώστη να το πάρεις», είπε, «είναι καλός άνθρωπος και θα σ’ το δώκει».

«Θα του το ειπώ», είπα, «κι όσο μπορώ θα τους βοηθάω να ζήσουνε…». Ο άδερφός μου έκλαψε και μου ’πε «ξαλάφρωσα τώρα». Το κλάμα στ’ όνειρο είναι καλό, λένε οι γυναίκες. Πάρε αυτό το σακί, σου ’βαλα λίγα πραματάκια να ’χετε. Κι όποτε μπορείς, να μου φέρεις το πεντακοσάρικο.

Ο Αναγνώστης έχασε τη λαλιά του. Μετά από λίγο είπε:

– Ποτές δεν ελογάριασα να μη σ’ το δώκω πίσω, Τάση μου. Έχουμε λίγο λάδι φέτο. Μόλις πουλήσω, θα σ’ το φέρω.

– Δεν είπα δε θα το ’φερνες. Το ξέρω, είσαι τίμιος. Αλλά εγώ είμαι έμπορος, δεν μπόραγα να το κάνω ζάφτι, θέλω να ξέρω τί έχω στην τσέπη μου. Πάρε τα πράματα και σύρε στή φαμελιά σου. Και μόλις πουλήσεις το λάδι, φέρε μου πίσω τα λεφτά. Εγώ, όσο ζω κι όσο μπορώ, μια φορά το μήνα θα σου δίνω από το περίσσεμά μου.

Ο Αναγνώστης, συγκινημένος, σηκώθηκε, πήρε το σακί κι έφυγε. Ύστερα, ο Τάσης σαμάρωσε τον Καρρά και τράβηξε πέρα στα Σιωματάκια. Εκεί, στου Γυφτάκου, μπήκε στο χωράφι τοϋ μπάρμπα του, του Γιώρη του Πουλή· πηγε στην κάτω μεριά, που έβλεπε την Ντοάνα κι απέναντί τη Νεμούτα. Εκεί ήτανε μια αριά, έκατσε από κάτω σε μια πέτρα κι έκλαψε ίσαμε το βράδυ.

Λεξιλόγιο

Αλησμόνα: κοιμητήρι, Κάτω Κόσμος
αλίσβατα: βάτα
αριά: είδος βελανιδιάς
βαντάκες: μικρά ντουλάπια με λίγα ράφια στο εσωτερικό τους, στα οποία τοποθετούσαν είδη ραπτικής, όπως βελόνες, κουβαρίστρες, δαχτυλήθρες κτλ.
κοτερά: τα πουλερικά
λασέ: δαντελένιος διάκοσμος
μισάντρα: ξύλινο χώρισμα ανάμεσα στα δωμάτια
περικοπό: σύντομο μονοπάτι
σαΐσματα: χοντρές κουβέρτες από σπάρτο ή κατσικίσιο μαλλί
τετιντί: μικρό και όμορφο ωδικό πουλί

Πηγή: Sarantakos.Wordpress.com