Πριν σαράντα χρόνια

Χριστούγεννα πριν από 40+76 χρόνια (του Κ. Βάρναλη)

–«Οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους» λένε οι μεν. «Δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης»(1), λένε οι δε. Αλλά τι μας χρειάζεται τώρα η φιλοσοφία; Εγώ προσπάθησα να μπω στο ποτάμι του χρόνου και δε βρήκα ούτε σταλιά από το ίδιο νερό. Είναι πολλοί που κάνουνε την ίδια βουτιά και φτάνουνε στη θάλασσα πριν απ’ το ποτάμι. Αυτοί είναι οι οραματιστές του μέλλοντος. Δύσκολη δουλειά! Όμως έκανα κάτι πιο εύκολο (ας το πούμε εύκολο). Πήγα κόντρα στο ρέμα. «Άνω ποταμών χωρούσι παγαί»(2). Κι οραματίστηκα τα περασμένα. Γι’ αυτήν τη δουλειά χρειάζεται μονάχα μνήμη και καημός· για την άλλη, την προφητική, χρειάζεται θείο χάρισμα. Κι εγώ δεν έχω.

Αυτά έλεγε παλαιός νοσταλγός των περασμένων.

–Θυμάμαι (ας πάρουμε ένα ορόσημο) εδώ και σαράντα χρόνια την Αθήνα τέτοιες μέρες. Θυμάμαι, είναι μια κουβέντα. Γιατί όλα είναι θολά στο βάθος του ορίζοντα. Κι ό,τι ξεχωρίζω είναι κομμάτια ασύνδετα. Θυμάμαι λοιπόν τους άστρωτους δρόμους, τη λάσπη στην οδό Σταδίου και την Πατησίων, τα μόνιππα και τα διπλά στην Ομόνοια με τις ψηλοκαπελαδούρες των αμαξάδων, τον ιπποσιδηρόδρομο με τους «αχαμνόοντας»(3), το Σταμάτη του Φαλήρου και το Θερίο της Κηφισιάς, τις γλώσσες του γκαζιού, τις κατσίκες στους δρόμους, τα στενά πανταλόνια των αντρών και τις μακριές φούστες των γυναικών, με τους λαχανόκηπους στο κεφάλι, τις μπαρμπέτες του Ειρηναίου Ασωπίου(4), την ομπρέλα και το κλακ του Μιστριώτη(5) με το ιαμβικό περπάτημα, το σάλι του Μυριανθούση, τη μύτη του Αποστόλη, το μαντιλοδεμένο κεφάλι του Σακουλέ, τη χρυσή φουστανέλα του Στριφτόμπολα και τη βαφή Μποτσαράκου(6).

Η κίνηση της παραμονής των Χριστουγέννων στην Αγορά, που έκανε τόσην εντύπωση τότε, τώρα μου φαίνεται αστεία. Υπήρχε περισσότερο πράμα παρά κόσμος. Το μοσχάρι δυο δραχμές την οκά, οι κότες ένα τάλιρο η μια, το τυρί Παρνασσού τέσσερις δραχμές και το σεμιγδαλένιο καρβέλι άλλες τόσες.

Φτωχός φοιτητής, έτρωγα στα υπόγεια της οδού Αθηνάς ή στου Κόπανου στην οδό Σόλωνος. Πενήντα λεφτά η μερίδα το αρνάκι του γάλακτος καπαμά και σαράντα το μοσχάρι βραστό. Η φασουλάδα δυο δεκάρες και το κρασί τέσσερις—και το βούτυρο δραχμές τέσσερις!

Πώς λοιπόν σου λένε: «οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους»;

Οι φοιτητές μαζευόμαστε στου Γαμβέτα ή στου Καρατζά το καφενείο, όσες φορές δε μας έβγαζε στους δρόμους η μετάφραση της «Ορέστειας»(7) ή ο τόπος που έπρεπε να στηθεί το άγαλμα του Κολοκοτρώνη!(8) Όταν ξενυχτούσαμε στην ταβέρνα της γειτονιάς μας, κατηφορίζαμε τα χαράματα την οδό Αθηνάς, όπου υπήρχε «πατσάς νυχτός» (δυο δεκάρες) και κρασί Μεσογείων. Κι ύστερα ξαναγυρνούσαμε στη Νεάπολη, για να ξαπλώσουμε στο σανιδένιο κρεβάτι με τα στρίποδα, με την πήλινη λεκάνη του πλυσίματος, με το κουτσό τραπεζάκι και την ψάθινη καρέκλα και το σπαρματσέτο στο… ποτήρι.

Την παραμονή όμως των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους μαζευόμαστε όλοι οι συμπατριώτες (σπουδαστές ή εργάτες) και κάναμε τη βόλτα μας στην Αγορά και στην οδόν Ερμού, για να ιδούμε την «κίνηση». Μόνο να ιδούμε. Γιατί οι κολλαριστοί «λιμοκοντόροι», τα μονόδραχμα, που μοιάζανε με μεγάλα γραμματόσημα, μας λείπανε. Όταν όμως τύχαινε κάποιος από μας να έχει πάρει το μηνιάτικό του, ε, τότε εκλέγαμε φροντιστή μας τον Κιουλάμπεη (ένα άντρακλα ως εκεί απάνου, ψιλικατζή το επάγγελμα, αλήτη τον περισσότερο καιρό, φωνή καμπάνα και εύθυμο όσο δεν παίρνει) να ψωνίσει μισό αρνί κλπ. και να το ετοιμάσει για το βράδυ.

Αλλά μια χρονιά μας την έσκασε. Πήρε το ρεφενέ μας και χάθηκε. Το βράδυ τον περιμέναμε να φέρει το ταψί, η ώρα περνούσε αλλά πουθενά ο φίλος.

–Κάπου έμπλεξε στην μπάτσικα [παιχνίδι με χαρτιά], είπε ο ένας.

–Να πάμε να τον βρούμε. Αλλά πού να είναι;

–Πηγαίνει σε κάποιο γωνιακό καφενείο στην οδό Κυκλοβόρου.

Πεινασμένοι, μελαγχολικοί και ξεδέκαροι, τραβήξαμε να πάμε να τον βρούμε. Ωστόσο, για να περνάει η ώρα, τραγουδούσαμε περπατώντας. Και τότε μας σταμάτησε απειλητική μια άλλη παρέα από νέους με κιθάρες και μαντολίνα.

–Γιατί τραγουδάτε;

–Έτσι θέλουμε!

–Για την Ελένη τραγουδάτε;

Τότε καταλάβαμε.

–Την πείνα μας τραγουδάμε, είπε ένας μας γελώντας. Είμαστε περαστικοί από τη γειτονιά σας.

Η εξήγηση ματαίωσε την «παρεξήγηση», που ήτανε τότες απαραίτητο γνώρισμα της παλικαριάς.

Επιτέλους τον βρήκαμε τον φίλο.

–Πού είναι το γιουβέτσι;

–Αύριο δεν είπαμε;

–Τι αύριο, ψεύτη! Δώσε μας τα λεφτά πίσω!

–Τα έχω στο σπίτι…

«Πιάσε το στραβό και βγάλε του τα μάτια» λέει η παροιμία. Κείνο το βράδυ γιορτάσαμε με μπακαλιαράκια και κουνουπίδι σαλάτα, βερεσέ. Μακάρι να το είχα και τώρα το βερεσέ!

Πηγή : sarantakos.wordprees.com