Συζητούσα τις προάλλες (ηλεκτρονικά) με την καλή φίλη Μαριάννα Κατσογιάννου, που είναι γλωσσολόγος και βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Καλαβρία, την οποία είχε επισκεφτεί και στη δεκαετία του 1980 για να μελετήσει την ελληνική διάλεκτο της περιοχής. Μου είπε κάποια πράγματα που με αιφνιδίασαν διότι είχα σχματίσει διαφορετική εικόνα για τη γλωσσική κατάσταση στην περιοχή, κι επειδή τα βρήκα πολύ ενδιαφέροντα της ζήτησα φορτικά να γράψει ένα κομμάτι για το ιστολόγιο. Τελικά κατάφερα να την πείσω και χαίρομαι πολύ γι’ αυτόΔικές της και οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο.Ένα θέμα ορολογίας. Για την ελληνική διάλεκτο της Καλαβρίας, η Μ.Κ. δεν δέχεται τον όρο “γκρεκάνικα” που τον θεωρεί κατασκευασμένον -οι ντόπιοι ομιλητές της διαλέκτου χρησιμοποιούσαν τον όρο “γκρέκο”. Ο όρος “γκρίκο” χρησιμοποιείται για την παρεμφερή ελληνική διάλεκτο του Σαλέντο. (Η Καλαβρία βρίσκεται στη μύτη της “ιταλικής μπότας” ενώ το Σαλέντο στο τακούνι).Οι Ποτέμκιν της Μεγάλης ΕλλάδαςΛέγεται ότι το 18ο αιώνα ο πρίγκιπας Γκριγκόρι Ποτέμκιν, υπουργός της αυτοκράτειρας Αικατερίνης ΙΙ της Ρωσίας, φρόντισε να στηθούν στις όχθες του Δνείπερου ευειδή σκηνικά, χαρτονένιες προσόψεις σπιτιών που αναπαριστούσαν ολόκληρα χωριά, σε όλο το μήκος της διαδρομής απ’ όπου θα περνούσε για επιθεώρηση το τρένο της αυτοκράτειρας. Οι χαρούμενοι χωρικοί που χαιρετούσαν το τρένο ήταν μασκαρεμένοι στρατιώτες, η ανυποψίαστη αυτοκράτειρα έμεινε κατευχαριστημένη από την παράσταση και ο Ποτέμκιν πολλαπλασίασε την επιρροή του στην κυβέρνηση – λέει η ανεπιβεβαίωτη, αλλά διδακτική αυτή ιστορική φήμη.Κάπως έτσι γίνονται τα πράγματα και σε άλλα μέρη του κόσμου. Στην περιοχή της Καλαβρίας, υπήρχε μέχρι σχετικά πρόσφατα μία ελληνόφωνη μειονότητα που έχει απασχολήσει αρκετές φορές τους επιστήμονες. Το ζήτημα που τέθηκε αρχικά ήταν η προέλευση της διαλέκτου. Μερικοί από τους μεγαλύτερους Ιταλούς γλωσσολόγους (μερικά ονόματα για όσους έχουν ειδικό ενδιαφέρον: G. Morosi, Α. Pellegrini, C. Battisti, G. Alessio, O. Parlangèli, G. Falcone) δημιούργησαν ‘σχολή’ με στόχο να αποδείξουν ότι πρόκειται για μία νεοελληνική διάλεκτο που προέρχεται από τη γλώσσα των βυζαντινών εποίκων του ΙΧ-ΧΙΙ αι. Αντίθετα, ο Γερμανός G. Rohlfs, υπέρ του οποίου τάχθηκαν οι Έλληνες μελετητές (Σ. Καρατζάς και Α. Καραναστάσης), υποστήριξε ότι πρόκειται για επιβιώματα της αρχαίας ελληνικής, ακριβέστερα της δωρικής διαλέκτου που επικράτησε σε όλη την Νότια Ιταλία ύστερα από τον αποικισμό του VΙΙ αι. π.Χ. Τα τελευταία χρόνια ο διάλογος ατόνησε – ή μάλλον θάφτηκε κάτω από έναν εντυπωσιακό σε μέγεθος σωρό δημοσιευμάτων που θεωρούν δεδομένη την ‘ελληνικότητα’ όχι πλέον της διαλέκτου, αλλά των κατοίκων της περιοχής και αγνοούν συστηματικά την επιστημονική βιβλιογραφία, ιδιαίτερα αυτήν που είναι γραμμένη στην ιταλική γλώσσα. Μια ματιά στο σχετικό άρθρο της Βικιπαίδειας είναι αρκετή για να τρέψει σε άτακτη φυγή οποιονδήποτε προσπαθεί να μάθει τι πιστεύουν οι Ιταλοί γλωσσολόγοι.Τι μεσολάβησε άραγε; Πώς και οι ίδιοι Ιταλοί πολίτες που μέχρι πρόσφατα δεν ήθελαν να ακούσουν ούτε λέξη για τη θεωρία του Rohlfs αποποιήθηκαν τόσο ριζικά τις απόψεις των ‘δικών τους’ επιστημόνων; Πώς και το όνομα του Giuseppe Falcone, του μόνου ντόπιου γλωσσολόγου που αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη των διαλέκτων της Καλαβρίας, έχει πάψει να αναφέρεται από τους συντοπίτες του;

To Gallicianó σε φωτογραφία του 1984

Ανάγνωση του υπολοίπου άρθρου