Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο, απάνω στα λευκά μάρμαρα.Ο άνθρωπος είναι ντυμένος στα κουρέλια. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, αρρωστιάρικο και παραπονεμένο. Ο σκύλος έχει ένα γυαλιστερό, παστρικό τρίχωμα, που τον σκεπάζει ως τα ρουθούνια. Το μούτρο του είναι εύθυμο και γελαστό, και το μάτια του γυαλίζουν κάτω απ’ τα πυκνά του φρύδια.Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο και ζητεί να τους ομορφήνη και τους δύο. Ο ζητιάνος όμως φαίνεται σαν να κρυώνη, και το φως, που τον λούζει, τον κάνει ασχημότερο. Ο σκύλος χαίρεται το φως μέσα στη γούνα του, και το μαλλί του γυαλίζει σαν μετάξι.Απ’ τη μεγάλη πόρτα του μεγάρου βγήκε μια παχουλή υπηρέτρια, με κόκκινα δροσερά μάγουλα. Έδωκε με καλοσύνη μια φέτα ψωμί κ’ ένα κομμάτι κρέας στο ζητιάνο και πέταξε με περιφρόνηση ένα κόκκαλο στο σκύλο.
Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο. Οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί μπροστά τους. Πού και πού κανένας έρριχνε μια πεντάρα στο δίσκο του ζητιάνου και κυττάζοντας το σκύλο, που τούφραζε το δρόμο, μουρμούριζε μέσα του: «Να χαθής, βρωμόσκυλο». Ο ζητιάνος έπαιρνε το έλεος του διαβάτη κι’ όλο αναστέναζε. Ο σκύλος άκουε τις βρισιές του κι’ όλο κουνούσε την ουρά του….Ένας μάγκας, καθισμένος σταυροπόδι στο πεζοδρόμιο, κύτταζε με δυο μεγάλα γαλανά μάτια τον άνθρωπο και το σκύλο. Άξαφνα άρχισε να γελάη μοναχός του: «Για κύττα! είπε. Ένας πλούσιος κ’ ένας φτωχός!…»Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά και τους τρεις! Τον πλούσιο, τον φτωχό και τον φιλόσοφο.**********