Ο Μάρκος, ο Λόντος και ο Κόλα Κβαριάνι (ή Κοριάνι)

Posted by sarant στο 26 Μαρτίου, 2015
Το σημερινό άρθρο είναι προέκταση ή διασκευή ενός άρθρου του αξέχαστου φίλου Αλλού Φαν Μαρξ, που πέθανε πέρυσι αλλά είναι πάντα παρών στη μπλογκόσφαιρα μέσα από το ιστολόγιό του. Το αρχικό άρθρο του Αλλουφάνη είχε δημοσιευτεί το 2008, και σε ανύποπτο χρόνο του είχα πει «αυτό θα σου το κλέψω» εννοώντας πως θα το αναδημοσίευα, επειδή μου άρεσε πάρα πολύ. Στο μεταξύ, σκαλίζοντας παλιές εφημερίδες βρήκα κάμποσα ενδιαφέροντα στοιχεία για το θέμα, οπότε τελικά αποφάσισα να γράψω ένα δικό μου άρθρο, που όμως αντλεί υλικό από το άρθρο του αείμνηστου φίλου. Μπορούμε να το πούμε συνεργασία αυτό άραγε;
Πέρα από τις λέξεις, έχουν και τα τραγούδια τη δική τους ιστορία -σε κάποιες περιπτώσεις απλή και τετριμμένη, σε άλλες συναρπαστική. Το τραγούδι που θα δούμε σήμερα έχει πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, αν και δεν είναι από τα πιο γνωστά του μέγιστου Μάρκου Βαμβακάρη. Ο τίτλος του είναι «Λόντος και Κοριάνι».
Οι στίχοι, που θα τολμήσω να πω ότι είναι κάπως άτσαλοι:
Πάρ’την αιμοβορία σου και τράβα στην πατρίδα σου, αγαπητέ Κοριάνι
που σ’ έστειλε ο Λόντος μας, σε μακρινό σιργιάνι
Ήρθες απ΄την πατρίδα σου τον ζόρικο να κάνεις,
κι ο κόσμος αν δεν σε γλίτωνε, κόντεψες να πεθάνεις.
Να ήσουνα μονάχα συ, κομμάτια πια να γίνει,
μα όσοι ευρεθήκανε, την πάθανε κι εκείνοι.
Κι έτσι λοιπόν ο Λόντος μας βρέθηκε παλικάρι,
κι όλος ο κόσμος τον αγαπά, του Άργους το καμάρι.
Ο Λόντος «μας» είναι ο περίφημος Ελληνοαμερικάνος παλαιστής Τζιμ Λόντος, κατά κόσμον Χριστόφορος Θεοφίλου από το Κουτσοπόδι του Άργους, γεννημένος το 1897, μετανάστης από έφηβος στην Αμερική, παγκόσμιος πρωταθλητής της ελεύθερης πάλης, διάσημος για το περίφημο «αεροπλανικό» κόλπο που είχε επινοήσει. Ο Λόντος επισκεπτόταν συχνά την Ελλάδα, όπου είχε τους γονείς του, και τον Οκτώβριο του 1933 έδωσε στο Παναθηναϊκό στάδιο έναν πολυδιαφημισμένον αγώνα που τον απαθανάτισε ο Μάρκος στο τραγούδι που ακούσαμε.
koriani2aΑντίπαλος του Λόντου ήταν ο παλαιστής Κόλα Κβαριάνι. Ο Μάρκος στο τραγούδι τον προτρέπει να γυρίσει στην πατρίδα του, αλλά πολλές χώρες θα τον διεκδικούσαν. Αργότερα εγκαταστάθηκε κι αυτός στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ στη δεκαετία του 1930 ζούσε στην Κεντρική Ευρώπη, είχε όμως ελληνοαμερικάνο μάνατζερ. Ο Κβαριάνι είχε ρωσική παιδεία, ήταν όμως Γεωργιανός, γεννημένος στο Κουταΐσι. Δεν αποκλείεται να είχε φύγει από τη Γεωργία μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων. Οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής τον αναφέρουν Ρώσο, και μάλιστα Κοζάκο, διότι συνήθιζε να εμφανίζεται με κοζάκικη στολή με γεωργιανά διάσημα. (Ο Αλλουφάνης τον αναφέρει Ρωσοπολωνό, και πράγματι το 1933 ζούσε στη Βαρσοβία).
Ο αγώνας μεταξύ Λόντου και Κβαριάνι έγινε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αλλά όχι χωρίς περιπλοκές. Αρχικά είχε οριστεί να γίνει ο αγώνας στις 15 Οκτωβρίου. Ο Λόντος ήρθε πρώτος στα πάτρια εδάφη. Ο Κβαριάνι, που βρισκόταν στη Βαρσοβία, διάλεξε να έρθει αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη και από εκεί οδικώς στην Αθήνα, αλλά έγινε κακή συνεννόηση με την ΛΟΤ που θα διέθετε ειδικό αεροσκάφος (δεν υπήρχε γραμμή για Ελλάδα τότε και δεν είμαι καν βέβαιος αν υπήρχε τακτική αεροπορική συγκοινωνία στην Ελλάδα) κι έτσι ο αγώνας αναβλήθηκε για την επόμενη Κυριακή, 22 Οκτωβρίου. Τελικά ο αντίπαλος του Λόντου έφτασε στις 19 Οκτωβρίου.
koriani2Στη φωτογραφία παραπάνω δεν φαίνεται, αλλά ο Κβαριάνι είχε ξυρισμένο το κεφάλι. Το ρεπορτάζ τον χαρακτηρίζει «πανύψηλο» -εδώ πρέπει να προσθέσουμε «με τα μέτρα της εποχής», διότι μας πληροφορεί ότι «φθάνει το 1,84″. Την Παρασκευή 20.10.1933 οι δυο αντίπαλοι προπονήθηκαν στο Στάδιο, με χιλιάδες θεατές, έχοντας υποδεέστερους παλαιστές για αντιπάλους -βλέπουμε αριστερά τον Κβαριάνι (με το ξυρισμένο κεφάλι) να παλεύει προπονούμενος με τον (ελληνοαμερικάνο) Μάξο.
Tη μέρα του αγώνα, η εφημερίδα Ελεύθερος Άνθρωπος κυκλοφόρησε έχοντας  σε πρωτοσέλιδο δυο άρθρα (!) των αντιπάλων. Ο Λόντος έδωσε συμβουλές στους νέους, ενώ ο Κβαριάνι στο δικό του κείμενο ανέλυσε γιατί προτιμάει την ελευθέρα πάλη από την ελληνορωμαϊκή και έπλεξε το εγκώμιο του αντιπάλου του. Το άρθρο του ήταν γραμμένο στα ρώσικα και μεταφράστηκε από την εφημερίδα.
Ο Λόντος και ο μάνατζερ του Κβαριάνι (ονόματι Τζον Κόντος) συμφώνησαν τους όρους του αγώνα, που θα είχε δίωρη διάρκεια, εκτός αν σημειωνόταν πτώση νωρίτερα. Ανάμεσα στα άλλα, απαγορευόταν «ο διά των δύο χειρών στραγγαλισμός» όπως και «το χώσιμο των δακτύλων εις την μύτη, το στόμα και τα μάτια».
koriani5Ο αγώνας έγινε, όπως είπαμε, την Κυριακή 22 Οκτωβρίου 1933 στο Παναθηναϊκό Στάδιο με «υπερεκατό» χιλιάδες θεατές, ανάμεσα στους οποίους ο Γ. Κονδύλης, ο Ελ. Βενιζέλος και ο Τιτουλέσκο, πρωθυπουργός της Ρουμανίας που βρισκόταν στη χώρα μας σε επίσημη επίσκεψη. Η μάχη ήταν αμφίρροπη αρχικά, αλλά σιγά σιγά ο Λόντος πήρε το πάνω χέρι και στο 47ο λεπτό μπόρεσε να εφαρμόσει το αεροπλανικό του κόλπο και να νικήσει τον αντίπαλό του.
Την επόμενη μέρα ο Ελεύθερος Άνθρωπος κυκλοφόρησε με άρθρα των δύο πρωταγωνιστών. «Πώς ενίκησα», ο Λόντος, «Διατί ηττήθην» ο Κβαριάνι, ενώ και ο διαιτητής ανέλυσε σε δικό του άρθρο το ματς. Ο Κβαριάνι απέδωσε την ήττα του πρώτα και κύρια στην ανωτερότητα του αντιπάλου του, αλλά σημείωνε επίσης ότι αν του είχε επιτραπεί να αγωνιστεί με τους αμερικανικούς κανόνες της ελεύθερης πάλης που περιλάμβαναν και χτυπήματα/λακτίσματα ίσως να είχε αποφύγει την ήττα ή τουλάχιστον να την είχε επιβραδύνει.  Εδώ, η υπογραφή του Κβαριάνι, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα:
koriani8
koriani8aΟ Αλλού Φαν Μαρξ στο δικό του άρθρο είχε βρει γιουτουμπάκια με στιγμιότυπα από αγώνες του Κβαριάνι και του Λόντου με άλλους αντιπάλους, όχι όμως από τον μεταξύ τους αγώνα. Πάντως, κάποια κινηματογράφηση θα υπήρξε, διότι σε αγγελίες των επόμενων ημερών βλέπω ότι «η αυθεντική ταινία της γιγαντομαχίας» προβλήθηκε στους κινηματογράφους.
Bέβαια, η παροιμία λέει «κάθε θάμα τρεις ημέρες, το μεγάλο τέσσερις» κι έτσι η αναμέτρηση του Λόντου με τον Κβαριάνι εύλογα σταμάτησε να απασχολεί την επικαιρότητα -αν εξαιρέσουμε το τραγούδι που έγραψε λίγο αργότερα ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Αλλά τι απόγινε ο… αιμοβόρος Κόλα Κβαριάνι; Δεν βρήκα στο Διαδίκτυο κάποιο στοιχείο για τη δραστηριότητά του προπολεμικά, αλλά, όπως λέει το άρθρο του στη Βικιπαίδεια, μετά τον πόλεμο τον βρίσκουμε, σαρανταπεντάρη πια, στις Ηνωμένες Πολιτείες, «επαγγελματία παλαιστή», που σημαίνει κατσέρ αφού wrestling είναι, θαρρώ, αυτό που λέμε κατς, δηλαδή το είδος πάλης (βάλτε αν θέλετε εισαγωγικά) που βασικά αποβλέπει στο θέαμα και στον χαβαλέ και γι΄αυτό άλλωστε το ασκούν παλαίμαχοι -Παπαλαζάρου εναντίον Ντιμπέστια, κατς σικέ όλα απάτη. Ο Κβαριάνι μάλιστα είχε το παρατσούκλι Nick the Wrestler.
Αργότερα, όπως διαβάζουμε, έγινε προπονητής άλλων παλαιστών.
Ωστόσο, ο Κβαριάνι είχε μια ιδιότητα μοναδική, που τον ξεχώριζε από κάθε άλλο παλαιστή: ήταν μανιώδης (και γερός) σκακιστής! Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 σύχναζε στη νιουγιορκέζικη σκακιστική λέσχη The Flea, και εκεί τον γνώρισε ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ (Κούμπρικ τον λέμε τώρα που πήρε νερό το κουτάλι μας), ο οποίος ήταν επίσης μανιώδης ερασιτέχνης σκακιστής.
Ο Κιούμπρικ ανέθεσε στον Κβαριάνι έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο στην καταπληκτική ταινία του The Killing, για την οποία βλέπω ότι ο ελληνικός τίτλος είναι «Το χρήμα της οργής» (κάτι που με παραξενεύει, επειδή όταν είχα δει την ταινία πριν από πολλά χρόνια νομίζω πως είχε τον αγγλικό τίτλο, αν και βέβαια μάλλον δεν θα θυμάμαι καλά).
Ουσιαστικά, ο Κβαριάνι θα έπαιζε τον εαυτό του, έναν ρωσικής καταγωγής παλαιστή-σκακιστή, ονόματι Μορίς Ομπουχόφ, τον οποίο τον προσλαμβάνει ο αρχηγός της συμμορίας για να ξεκινήσει έναν καβγά στο μπαρ του ιπποδρόμου για να αποσπάσει την προσοχή. Η σκηνή της συνεννόησης γυρίστηκε στη λέσχη The Flea, και όπως βλέπετε, στην αρχή ο Ομπουχόφ/Κβαριάνι παρακολουθεί (κιμπιτζάρει θα λέγαμε αφού είναι στη Νέα Υόρκη!) μια παρτίδα και τη σχολιάζει μάλλον καφενειακά.
Και η σκηνή του καβγά, όπου ο Κβαριάνι ξυλοφορτώνει καμιά δεκαριά, πριν τελικά τον βάλουν κάτω:
Σε άλλη ταινία δεν έπαιξε ο Κβαριάνι, αλλά αυτή η συμμετοχή του άρκεσε για να τον κάνει, σίγουρα πια, τον μοναδικό παλαιστή-σκακιστή-ηθοποιό στην ιστορία!
Ο Κόλα Κβαριάνι συνέχισε να παίζει σκάκι στη λέσχη, αλλά η λέσχη και η γειτονιά άλλαξαν καθώς πέρασαν τα χρόνια. Στη δεκαετία του 1970 ανέλαβαν καινούργιοι ιδιοκτήτες που έβαλαν μπιλιάρδα και ηλεκτρονικά, κι έτσι οι παλιοί σκακιστές θαμώνες συγχρωτίζονταν με νεαρούς της γειτονιάς.
Η συνύπαρξη στάθηκε μοιραία για τον βετεράνο παλαιστή. Τον Φλεβάρη του 1980, καθώς κατέβαινε τα σκαλιά της λέσχης, έπεσε πάνω σε πέντε νεαρούς μαύρους που ανέβαιναν. Κάτι του είπαν, κάτι τους είπε, και πιάστηκαν στα χέρια. Ακόμα και στα 77 του χρόνια, θα μπορούσε να κανονίσει έναν-δυο, αλλά όχι πέντε, παραπήγαινε. Τον άφησαν αναίσθητο κι έφυγαν -και λίγο αργότερα, στο νοσοκομείο, ο «αιμοβόρος Κοριάνι» άφηνε την τελευταία του πνοή. Ο Τζιμ Λόντος είχε φύγει πέντε χρόνια νωρίτερα, από καρδιά.