ΗΛΕΙΑΚΈΣ ΜΝΉΜΕΣ ΤΟΥ 1969 ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
*
Στη μνήμη του πατέρα μου
Φέτος το ταξίδι για το χωριό του πατέρα μου δεν ήταν ατέλειωτο, όπως τότε, αρχές της δεκαετίας του ’50, που ταξιδεύαμε με τον καρβουνιάρη, φορώντας ό,τι πιο πρόχειρο, για να μην λερωθούμε από τη μουτζούρα του. Ήταν πιο γρήγορο κι από το ταξίδι που κάναμε, αργότερα, με το «πολυτελές», και αρκετά ταχύτερο, ωτομοτρίς.
Τώρα, μετά από πολλά χρόνια, ταξιδεύαμε άνετα με το ΙΧ του πατέρα μου και σταματούσαμε όπου θέλαμε, όποτε θέλαμε. Κι όταν φτάσαμε στην Αμαλιάδα, δεν χρειάστηκε να φορτώσουμε, όπως τότε, τις αποσκευές μας πάνω στη σκεπή τού λεωφορείου-σακαράκα, όπου μέσα στοιβάζονταν οι επιβάτες με προορισμό την Εφύρα και το Σιμόπουλο. Εμείς κατεβαίναμε πάντα πιο πριν, στού Μπεζαΐτη, όπως έλεγαν τότε την Κεραμιδιά, τρίτο χωριό μετά το μεγαλοχώρι του Χάβαρη και τη μικρή Ντάμιζα.
Η διαδρομή από την Αθήνα ώς το χωριό μου φαινόταν μαγευτική. Όλα γνωστά, τα είχα δει πολλές φορές, μα σήμερα μου φαίνονταν καινούργια, διαφορετικά από άλλοτε· δεν μου ’κανε όρεξη να ρίξω ούτε ένα βλέμμα στο βιβλίο, που είχα πάρει μαζί μου για το μακρύ ταξίδι. Όλη την ώρα παρατηρούσα γύρω αμίλητη και σκεπτόμουν… σκεπτόμουν…
Απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής φτάσαμε στο σπίτι του αδελφού τού πατέρα μου. Όλοι μάς περίμεναν στην αυλή, κάτω από την πελώρια, σχεδόν αιωνόβια μουριά, την ίδια όπου σκαρφάλωνε παιδί ο πατέρας μου. Το παλιό σπίτι όμως, το πατρικό, δεν υπήρχε πιά.
Αρκετό καιρό μετά το κάψιμο του σπιτιού και του χωριού από τους Γερμανούς το 1944, για αντίποινα, ο θείος είχε πρόχειρα επιδιορθώσει ένα δωμάτιο, όπου η οικογένειά του έμενε για χρόνια. Οι εμφυλιακές περιπέτειες και η διαρκής ανέχεια δεν επέτρεπαν κανονική επισκευή.
Ο θείος, ως καπετάνιος αντάρτης του Ε.ΛΑ.Σ, «Αντρούτσος» το προσωνύμι του, πλήρωσε την ανάμειξή του με μακροχρόνια φυλάκιση. Πολύμηνη ήταν και η «φιλοξενία» της θείας, της γυναίκας του, στα κρατητήρια του Πύργου και στη συνέχεια η εκτόπισή της στη Χίο, μαζί με το λίγων μηνών Θοδωράκη τους.
Περίμενα να δω εκείνο το κατακαμένο δωμάτιο που ήξερα, με τα μαυρισμένα δοκάρια και τα χαλάσματα, το οποίο χρησιμοποιούσαν για κουζίνα, ν’ ανέβω δίπλα του τα λίγα σκαλάκια για τη μεγάλη και μοναδική κάμαρα. Κάτω από το παράθυρό της πόζαρε η μάνα του πατέρα μου στη μοναδική φωτογραφία της.
Όμως τίποτα πιά τώρα δεν υπήρχε από εκείνες τις παλιές πληγές. Ο θείος με πολύ μεγάλη καθυστέρηση πήρε από το κράτος την αποζημίωση για το κάψιμο του σπιτιού του και ξανάκτισε από την αρχή ένα άλλο σπίτι, χωρίς πολυτέλειες· και χωρίς μνήμες.
Με το που πατήσαμε το πόδι μας, μύριες νέες εντυπώσεις και παλιές θύμησες με κατάκλυσαν. Η χαρούμενη διάθεση με γύρισε στο πολύ μικρό παιδί που ήμουν κάποτε, όταν ερχόμουν εδώ, σ’ εκείνο το μισοερειπωμένο παράξενο σπίτι.
Η μικρή ξαδέρφη μου με επανέφερε στο τώρα· με πήρε γρήγορα στην αποκλειστικότητά της. Ήθελε να τη συνοδεύσω ως το χωράφι, όπου είχε πάει το πρωί τη γίδα της να βοσκήσει και τώρα όφειλε να τη γυρίσει πίσω, στο σπίτι. «Να, εδώ κοντά είναι», μου είπε, «θα σου αρέσει η βόλτα». Με έπεισε.
Περπατούσαμε για ώρα στην ανθισμένη φύση, πάνω σε ατέλειωτα στενά μονοπατάκια με θαλερό χορτάρι, μα γίδα δεν φαινόταν. Οι αποστάσεις εδώ έχουν άλλο νόημα. Λένε «να, εδώ» και αυτό το «εδώ» είναι πάνω από ένα χιλιόμετρο μακριά.
***
Όταν επιστρέψαμε, είδα να «παρελαύνουν» ξένοι μπροστά από το σπίτι τού θείου, στον κεντρικό δρόμο τού χωριού. Ήταν αρχαιολόγοι, μου είπαν, εφτά Άγγλοι και δυό Αγγλίδες. Με τις ανασκαφές τους έχουν ήδη βρει αγγεία, ίσως από την εποχή της καθόδου των Αχαιών το 2000 π.Χ. και το ενδιαφέρον όλων έχει ενταθεί. Αλλά όλοι έχουν περισσότερο εντυπωσιαστεί από την απρόσμενη απλότητα και καταδεκτικότητά τους· ζούν όπως και οι χωρικοί, έχουν μάθει λίγα ελληνικά που τους βοηθούν στην απευθείας συνεννόηση μαζί τους.
Επιτέλους γνώρισα από πιο κοντά τον αρχηγό των Άγγλων αρχαιολόγων. Ήλθε ξανά στο σπίτι για επίσκεψη και η θειά μου, φιλόξενη πάντα, τον κράτησε για το βραδυνό φαγητό. Είναι υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουαλίας, τριάντα εννιά ετών είναι, είπε, μα δεν φαίνεται πάνω από τριάντα. Με μούσι και κοντοκουρεμένα μαλλιά, δείχνει απλός, καλοσυνάτος κι ευγενικός, με βορεινή λεπτότητα. Μιλήσαμε άνετα, ελληνικά και αγγλικά για ένα σωρό πράγματα: για το Πανεπιστήμιο για τους φοιτητές, μα κυρίως για τις ανασκαφές της περιοχής.
Μου είπε πως έχουν βρει μια γωνιά ενός σπιτιού ελληνιστικής περιόδου, μια δεξαμενή, ένα πιθάρι, θραύσματα αγγείων και πολλά κεραμίδια… ‒ άραγε απ’ αυτά να πήρε το χωριό το όνομα «Κεραμιδιά»; Θυμάμαι που παλιά, πριν από τις ανασκαφές, στους περιπάτους μας στα χωράφια, στα μονοπάτια, στα δρομάκια, έβλεπα κεραμικά θραύσματα, δεν ήξερα τότε τίποτα. Η δουλειά, είπε, είναι πολλή, αλλά τα χρήματα τούς τέλειωσαν και θα φύγουν· αρχίζουν εξάλλου στην Αγγλία οι εξετάσεις. Θα γυρίσουν, ελπίζουν, τον Αύγουστο να συνεχίσουν.
***
Το απογευματάκι κάναμε την επίσκεψή μας στο φράγμα του Πηνειού, που μου δημιούργησε την εντύπωση ενός πολύ μεγάλου τεχνικού έργου. Θυμάμαι το γνωστό χορικό του Σοφοκλή από την Αντιγόνη «Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει…» και επιβεβαιώνω μέσα μου τον θαυμασμό για τις δυνατότητες του ανθρώπινου μυαλού.
Είναι, λένε, το μεγαλύτερο έργο των Βαλκανίων. Υπέροχο θέαμα. Η τεχνητή λίμνη χάρμα οφθαλμών. Οι κορφές των δέντρων επιπλέουν· κάποτε τα δέντρα αυτά αντίκριζαν τον ήλιο, ίσως σε κάποιο από αυτά να είχα κιόλας σκαρφαλώσει παιδί ή να είχα ξεκουραστεί στη σκιά του, μα τώρα αυτά ζούν μεσ’ στο νερό. Δεν χόρταινα να κοιτάζω, να καμαρώνω και να ρωτώ. Η κάθε απάντηση που έπαιρνα γεννούσε άλλη ερώτηση· ασταμάτητη ήταν η γέννηση των ερωτημάτων τούτο το απόγευμα.
Το ξάφνιασμά μου μεγάλωσε, όταν αντιλήφτηκα πως το χωριό του πατέρα μου έχει γίνει παραλίμνιο. Το φράγμα του Πηνειού έφερε την τεχνητή λίμνη στην άκρη του. Με λίγο περπάτημα φτάνεις στην όχθη της, όπου κουνούπια αμέτρητα σε πολιορκούν και το νερό του Πηνειού γίνεται εμπόδιο αξεπέραστο, για να συνεχίσεις με τα πόδια εκεί, όπου περπατούσες αμέριμνα κάποτε· τώρα μόνο με βάρκα μπορείς να περάσεις απέναντι, αλλά βάρκα δεν υπάρχει. Πως ξαφνικά οι αγρότες να γίνουν ψαράδες;
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
1969, 2010
Από το ανέκδοτο βιβλίο Στην όδο Πηλέως και άλλα αφηγήματα.
Πηγή:neoplanodion.gr
Ρήγας και Βαλκανικοί εθνικισμοί
Ρήγας και Βαλκανικοί εθνικισμοί του Πάνου Ζέρβας
Το όραμα του Ρήγα απέτυχε διότι δεν το υποστήριξε κανείς, εκτός από τους μισούς Έλληνες – που για να το κάνουν δε δίστασαν να εναντιωθούν στη φυσική τους ηγεσία, δηλ. στο Πατριαρχείο. Είχε όμως ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του πρώτου ελεύθερου κράτους, σε τμήμα της Αυτοκρατορίας. Τη δυναμική του κηρύγματος του Ρήγα την επιβεβαίωσε η συνέχεια.
Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Σαμπαχαεντίν ήταν καταδικασμένη εξαρχής: ήρθε πολύ αργά και ήταν πολύ λίγη (φτωχή). Οι αναδυόμενοι εθνικισμοί στα Βαλκάνια δεν ήθελαν τίποτα λιγότερο από το να στήσουν «κανονικά» ευρωπαϊκά κράτη – κάτι που σήμαινε την αυτονόητη διάλυση της Αυτοκρατορίας, όπερ και εγένετο.
Πάνω σε αυτή την αντίθεση γεννήθηκαν οι γενοκτονίες – εντός ή εκτός εισαγωγικών. Γιατί η κατάρρευση της Αυτοκρατορίας δημιούργησε ένα νέο εθνικισμό, εξίσου ή περισσότερο δυναμικό και αδίσταχτο με τους υπόλοιπους: τον τουρκικό εθνικισμό, που εξέφρασε και καθοδήγησε πολιτικά ένας χαρισματικός κοσμοπολίτης από τη Θεσσαλονίκη, που μεταλλάχτηκε ξαφνικά σε Τούρκο, επειδή η Ιστορία δεν του επέτρεπε πλέον να παραμείνει κυρίαρχος ως Οθωμανός.
Και την περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας (τουλάχιστον) υπήρχαν πολλαπλές εθνότητες. Και αλλού. Αλλά δεν είναι αυτό το σημαντικότερο. Οι επιμέρους εθνότητες της καταρρέουσας Αυτοκρατορίας μπορούσαν κάλλιστα να συνεργαστούν με το νέο καθεστώς, το οποίο δεν είχε καν «ταξική» ιδεολογία. Και θα το έκαναν, αν τους επιτρεπόταν, όπως το έκαναν οι ομοεθνείς στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι το 1955. Το μεγάλο εμπόδιο ήταν ο εθνικισμός. Δε μπορούσε ο νεότουρκος να χωνέψει την παρουσία (και την ευημερία) δίπλα του του Αρμένη κλπ, εκτός αν γινόταν δικός του, δηλαδή Τούρκος, μέσω του προσηλυτισμού στο Ισλάμ.
Γιατί ο τουρκικός εθνικισμός δεν ήταν έκθετο της Ιστορίας. Ήταν γνήσιο τέκνο του Οθωμανικού δεσποτισμού, ο οποίος είχε και ξεκάθαρα φυλετικές ιδεοληψίες μέσα του. Τα οικονομικά μπαίνουν στο παιγνίδι μονάχα όταν όλα αυτά τα… θεολογικά έχουν ξεκαθαρίσει. Χωρίς να το επηρεάσουν ουσιαστικά.
Στην κορυφή (νομίζω ότι) είναι η ανθρώπινη θέληση για κυριαρχία (εξουσία).
Μένει να συμφωνήσουμε, αφού αφήσαμε κατά μέρος τον Μαρξ, ότι τα «θεολογικά» (τα οποία εκφράζουν ακριβώς το επεκτατικό ένστικτο του ανθρώπου, που βρίσκεται πίσω από κάθε οργανωμένη βία) είχαν τον πρώτο λόγο και στο θέμα που συζητάμε.
Πύλη Βοιωτίας
Στην Πύλη Βοιωτίας, στα Δερβενοχώρια, βρίσκεται μια από τις καλύτερες ταβέρνες της περιοχής, Η Βασιλική -Ξηρόμερο- σας περιμένει να σας προσφέρει τα εκλεκτά φαγητά της τοπικής παραδοσιακής κουζίνας. Τα ψητά της σούβλας, ασυναγώνιστα!,
«Ήθελα να δω τα (αρχαία) ερείπια της Ελλάδος και είδα την Ελλάδα σε ερείπια»
Η δημοσιογράφος και πολεμική ανταποκρίτρια Danielle Hunebelle στην Ελλάδα του 1948
Πηγή: Αθηναϊκά /Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η διάσημη Danielle Hunebelle (1922-2013) ήταν από τις πρώτες γυναίκες δημοσιογράφους – πολεμικές ανταποκρίτριες που κάλυψαν μεγάλες συγκρούσεις στον κόσμο τις δεκαετίες 1950 και 1960. Σε ηλικία μόλις 26 ετών θα βρεθεί στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1948 και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η τελική φάση του εμφύλιου πολέμου. Ταξίδεψε από την Κρήτη στην Ήπειρο και από τον Αλεξανδρούπολη στην Πελοπόννησο και τα Επτάνησα, συνάντησε το σύνολο του πολιτικού κόσμου, έγραψε και φωτογράφισε, συζήτησε και κινδύνευσε παρακολουθώντας από κοντά στρατιωτικές αποστολές στο Γράμμο για να γράψει πικραμένη αλλά όχι απογοητευμένη «ήθελα να δω τα (:αρχαία) ερείπια της Ελλάδος και είδα την Ελλάδα σε ερείπια»[1]!
Αναφερόταν βεβαίως στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί από την εμμονή των κομμουνιστών να κρατούν τη χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση, όταν όλος ο πολιτισμένος κόσμος βρισκόταν σε ανασυγκρότηση και ατένιζε με αισιοδοξία το μέλλον. Οι κρίσεις, οι ψυχολογικές αναλύσεις του Έλληνα της εποχής, οι ερμηνείες της για την εξωτερική πολιτική της χώρας, οι οικονομικές εκτιμήσεις της, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον και έχουν αποδοθεί με δημοσιογραφική μαεστρία. Προφανώς η νεαρή και όμορφη δημοσιογράφος, η οποία δε δίστασε να φορέσει στολή παραλλαγής, ενθουσιάστηκε από τον αυθορμητισμό των Ελλήνων. Μέσα σε οκτώ ημέρες είχε οκτώ προτάσεις γάμου, οκτώ προσκλήσεις σε δείπνο και έκανε δεκαέξι μπάνια «στην πιο ζεστή και πιο γαλάζια θάλασσα του κόσμου»[2]!
Η Γαλλίδα δημοσιογράφος γνώρισε πρόσωπα και ανέβηκε σε αεροπλάνα την ώρα που επιχειρούσαν στα δύσβατα βουνά της Ηπείρου, εντυπωσιάστηκε με τον τρόπο που ανεφοδιάζονταν οι ομάδες των κομμουνιστών από την Αλβανία και επισκέφτηκε τις παιδοπόλεις καταγράφοντας τη θλιβερή πραγματικότητα. «Μια παιδόπολις περιέχει 300 παιδιά, αλλά αυτά είναι 18.000» έγραφε με απόγνωση[3]. Υπήρξε αντικειμενική και δεν δίστασε να παρουσιάσει πραγματικές ανθρώπινες ιστορίες και να επισημάνει πολλά αρνητικά. Έζησε την αγωνία στην περιοχή της Κόνιτσας, είδε ακρωτηριασμένους στρατιώτες και έφτασε έως το Πληκάτι για να γράψει πως «ο πόλεμος στην Ελλάδα θυμίζει τον πίθο των Δαναΐδων»[4].
Παντού εντυπωσιάστηκε από τη φιλοξενία. Ένας χωριάτης, είχε μόνον ένα κρεβάτι, έναν κόκορα και μία κότα. Της παραχώρησε το κρεβάτι, την πρώτη μέρα έσφαξε τον κόκορα και την επόμενη την κότα για να την ευχαριστήσει. Αλλά η D. Hunebelle ενθουσιάστηκε περισσότερο με την Αθήνα, για την οποία έγραψε πως «ακουμπά το κεφάλι της επάνω στα βουνά από άσπρο μάρμαρο, τα πόδια της στο βυθό μιας θάλασσας από γαλάζια διαμάντια και τα μπράτσα της επάνω σε μια πεδιάδα γεμάτη από πετεινούς που λαλούν το πρωί»[5]! Αφού μας παρέδωσε άπειρες εικόνες των αθηναϊκών δρόμων, εικόνες που έδειχναν την επιθυμία ενός λαού να ζήσει και να ευημερήσει ελεύθερος, διαπίστωσε πως στην «Αθήνα το καλοκαίρι ο ήλιος ρυθμίζει τη ζωή και όχι ο πόλεμος»[6].
Περίεργος γάμος Ελλάδος και Αμερικής, σημείωνε η Hunebelle κρίνοντας την πρόσδεση της μικρής χώρας στο άρμα των ΗΠΑ και συμπληρώνοντας πως «η αμαθής γιαγιά (:Ελλάς) είναι συχνά πιο σοφή από την σοφή εγγονή της (Αμερική)»[7]! Βάζοντας τον επίλογο από την επίσκεψή της στην Ελλάδα έγραφε: «Αγαπητή μου Ελλάς, μόνη χώρα του κόσμου, όπου ο εργάτης είναι ακόμη βιοτέχνης! Αγαπητή Ελλάς, όπου τα αρχαία πράγματα είναι τόσο σύγχρονα, όπου οι σύγχρονοι άνθρωποι είναι τόσο αρχαίοι! Αγαπητή Ελλάς αφήνω το αεροδρόμιο. Το όνομά σου γραμμένο στο υπόστεγο είναι ένας στεναγμός θλίψεως γαλλιστί: ΕΛΛΑΣ»[8]!
«Πάει πια το καλοκαίρι»
Καλό μήνα!
Ορεινός
Αρσένι Ταρκόφσκι* – «Πάει πια το καλοκαίρι»
Πάει πια το καλοκαίρι
θαρρείς και δεν υπήρξε.
Στη λιακάδα είναι ζεστά,
μα αυτό δε φτάνει.
*Ο Αρσένι Ταρκόφσκι (1907 – 1989) είναι ένας από τους πιο διάσημους ποιητές της Ρωσίας.
Θυμίσου τον Σεπτέμβρη (Πουλόπουλος Γιάννης)
Το χέρι δώσ’ μου, δώσ’ μου την καρδιά σου
και πάμε, αν θέλεις, ως τον ουρανό.
Τραγούδι του Σεπτέμβρη είν’ η ματιά σου,
αυτά τα μάτια πόσο τ’ αγαπώ.
Στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου ξέχασαν δύο δικαιώματα: της αντίρρησης και της φυγής..
Μόσχα
Λίμνη στον κάμπο των Σκούρτων
Ελληνικά πανηγύρια
Τα πανηγύρια φέτος είχαν μεγάλο σουξέ, το hype τους ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν θα το έβλεπαν πανηγυρτζήδες άλλων εποχών. Ξεφύτρωναν παντού, σε κάθε χωριό, σε κάθε νησί, σε κάθε θρησκευτική γιορτή και σε κάθε σύλλογο, με τον κόσμο, και ειδικά τους πολύ νέους που άλλοτε τα σνόμπαραν, να συρρέει μαζικά.
Είναι χίλιες φορές καλύτερο να διαθέτεις κοινή λογική χωρίς μόρφωση παρά μόρφωση χωρίς κοινή λογική διότι,αυτό είναι το μοναδικό μυστικό της επιτυχίας . Όχι η μόρφωση. Όχι να γεννηθείς με κρυφά ταλέντα.Η θέληση είναι το μέταλλο από το οποίο κατασκευάζεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου και ο πόθος της Παιδείας.
Η ιστορία των ανθρώπινων πράξεων διδάσκει ότι οι μεγάλοι άνθρωποι είχαν θέληση· οι μικροί πόθους.
«Η ταπεινοφροσύνη, αν είσαι μικρός, είναι δουλοπρέπεια, αν είσαι μεγάλος υποκρισία. Να ‘σαι περήφανος. Η περηφάνια ταιριάζει σ’ όλα τα αναστήματα».
Ντίνας Χριστιανόπουλος
«Στα κακοτράχαλα τα βουνά / με το σουραύλι και το ζουρνά / πάνω στην πέτρα την αγιασμένη / χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι».
Νίκος Γκάτσος
«Πείνα και Δίψα.»
Ένα κείμενο του Χρήστου Γιανναρά
από το έργο του «Πείνα και Δίψα.»
……..Τὸ ἀληθινὸ πάθος εἶναι ἡ μεγάλη καὶ ἀπεριόριστη δίψα τῆς ψυχῆς, ἡ τραγικὴ πάλη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ξεπεράσει τὸ μέτριο καὶ τὸ συμβατικό.
Μοναξιὰ δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς συντροφιᾶς, ἀλλὰ ἡ βαθειὰ συναίσθηση μιᾶς τέλειας μοναχικότητας, ἕνα αἴσθημα ἐγκατάλειψης ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπ᾿ ὅλα μέσα στὴ ζωή.
Ὁ χαμένος παράδεισος ζεῖ μέσα μας στὶς στιγμὲς τῆς μεγάλης χαρᾶς, στὸ πλησίασμα ἑνὸς ἀνθρώπου, μιᾶς ἀλήθειας, μιᾶς ἀγάπης ἢ μιᾶς ὀμορφιᾶς.
Οἱ στιγμὲς τῆς δυνατῆς ζωῆς μᾶς πείθουν πὼς ὁ χαμένος παράδεισος δὲν ἔχει ἀνεπανόρθωτα χαθεῖ.
Ἦταν τὸ ξεκίνημα τῆς ἀνθρώπινης πορείας, θὰ εἶναι καὶ τὸ τέρμα της.
Ἡ νοσταλγία τοῦ ἀπολύτου ποὺ καίει μέσα μας εἶναι ἡ νοσταλγία τοῦ τέρματος.
Νομίζω πὼς ἡ πιὸ συχνὴ ἀφορμὴ κόπου εἶναι ἡ ἀντινομία ἀνάμεσα στὸν κόσμο ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ στὸν κόσμο τῆς καθημερινότητας στὸν ὁποῖο εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ὑποταχτοῦμε.
Νὰ ὑπάρχεις σημαίνει νὰ ζεῖς συνειδητὰ τὴν τραγικὴ ἀντινομία τοῦ μέσα σου καὶ τοῦ γύρω σου κόσμου.
Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι πάντα μιὰ μεγάλη μοναξιά. Καὶ μιὰ μεγάλη μοναξιὰ εἶναι ἡ ὀδύνη μιᾶς ζωῆς στερημένης ἀπὸ στοργή… Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι ἕνα χρέος ποὺ θὰ τὸ σηκώσεις μονάχος.
Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνο ὅταν ἀπομένεις μονάχος.
Ἡ αἴσθηση τῆς προσωρινότητας καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ σήμερα ἴσως εἶναι τὸ μαρτυρικὸ τίμημα ποὺ προσφέρουμε γιὰ νὰ μείνουμε ἀδούλωτοι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἐφήμερης ἐπανάπαυσης, τῆς σιγουριᾶς ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ προσκόλληση στὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.
Ἐλεύθερος εἶσαι, ὅταν ἡ ἔκταση τοῦ μέσα σου κόσμου, ἡ ἔκταση στὴν ὁποία ζεῖ καὶ κινεῖται ἡ ψυχή σου, δὲν ἔχει σύνορα καὶ φραγμούς. Εἶσαι ἀδέσμευτος μέσα σου, ἔχεις μόνος ἐσὺ ὅλη τὴν εὐθύνη κι ὅλο τὸν ἔλεγχο τῆς ἐσωτερικῆς σου πορείας, κι ἡ πορεία σου αὐτὴ μπορεῖ σὲ κάθε στιγμὴ νὰ ζητήσει καινούργια κατεύθυνση.
Εἶναι τόσο σπάνιο ἡ ἀγάπη νὰ σέβεται τὴν ἐλευθερία. Εἶναι τόσο σπάνιο πρᾶγμα νὰ συντροφεύεται ἡ ἀγάπη ἀπ᾿ τὴν τρυφερότητα.
Εἶναι ἡ ἴδια ἡ τρυφερότητα μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐλευθερίας. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ τρυφερότητα δὲν ξεκινάει ἀπὸ καμιὰ σκοπιμότητα. Εἶναι ἡ ἴδια ἕνας αὐτοσκοπός, μιὰ γνησιότητα. Αὐτὸ μόνο.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀποφασίσουμε νὰ ζήσουμε μιὰ προσωπικότερη ζωή, τὴ ζωὴ μιᾶς προσωπικῆς ἀναζήτησης, ἔχουμε νὰ σηκώσουμε τὸ βαρὺ φορτίο μιᾶς εὐθύνης ἀπόλυτα προσωπικῆς, χωρὶς κανένα ξαλάφρωμα μοιρασιᾶς.
Τὸν Θεὸ θὰ τὸν βρεῖς μονάχος· ὅσα κι ἂν σοῦ ποῦν γι᾿ Αὐτόν, ὅσα κι ἂν σὲ διδάξουν δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ στὸν ἀποκαλύψουν.
Ὁ ἔρωτας εἶναι ἀκριβῶς μιὰ ἔλλειψη, μιὰ ἀνάγκη πλήρωσης, μιὰ ὀδυνηρὴ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.