Ἀρίστη Τριανταφυλλίδου-Τρεντέλ
Ιt is better to be a cow in Europe than to be
a poor person in a developing country
Joseph Stiglitz
ΤΙΣ ΕΙΔΕ γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Γκὸλφ τῆς Γλυφάδας, περίεργο πλῆθος στὸ φράχτη τοῦ γηπέδου ὅπου ἔκανε τὴ βόλτα της κάθε φορὰ ποὺ βρισκόταν στὴν Ἀθήνα. Ἦταν ἡ ἀγαπημένη της βόλτα, ὁ γύρος τοῦ Γκὸλφ καὶ μετὰ στὴ θάλασσα, καὶ τῆς ἔλειπε τὶς πρῶτες μέρες τοῦ γυρισμοῦ. Χελώνια νὰ λιάζονται στὸ Γκὸλφ ἦταν ἀσυνήθιστο θέαμα. Λίγες μέρες ἀργότερα, ἐξαφανίστηκαν μυστηριωδῶς. Μάταια, τὶς ἔψαχνε σὲ ὅλη τὴν πορεία. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ τὸ Κέντρο Διάσωσης Θαλάσσιας Χελώνας κάτω στὴ μαρίνα τράβηξε τὴν προσοχή της, ἂν καὶ ἑκατοντάδες φορὲς πρὶν εἶχε περάσει ἀκριβῶς μπροστὰ ἢ πίσω ἀπὸ αὐτό. Ὄχι ὅτι περνοῦσε ἀπαρατήρητο· τὸ παλιὸ βαγόνι τρένου ποὺ στέγαζε τὸ κέντρο χαλοῦσε τὸ τοπίο. Εἶχε συνηθίσει ὅμως. Ἡ περιοχὴ μολονότι κομψὴ καὶ ἀκριβή, ἦταν καὶ παραμελημένη.
Μπῆκε νὰ ρωτήσει γιὰ τὶς χελῶνες. «Ἐδῶ φιλοξενοῦμε μόνο θαλάσσιες χελῶνες», τὴν ἐνημέρωσε ἡ ἐθελοντικὴ ὑπάλληλος, λίγο ἔκπληκτη ποὺ δὲν ἤξερε, καὶ τῆς πρόσφερε μιὰ περιήγηση στὰ ἑλληνικά, ἀγγλικὰ ἢ γαλλικά. Στὶς δύο πισίνες ὑπῆρχαν καμιὰ δεκαριὰ θαλάσσιες χελῶνες. Εἶχαν βρεθεῖ ἐγκλωβισμένες, ἄρρωστες ἢ τραυματισμένες καὶ μεταφέρθηκαν ἐπειγόντως στὸ κέντρο ὅπου το συμπονετικὸ καὶ ἐκπαιδευμένο προσωπικὸ πρόσφερε περίθαλψη. Ὁ ὁδηγὸς τῆς μίλησε γιὰ τὴν ἀμέλεια τῶν ψαράδων, τοὺς κινδύνους τῆς φύσης, τὴ συμβολὴ τῶν γειτονικῶν μεγάλων ξενοδοχείων στὸ ἔργο τοῦ κέντρου, τῆς διηγήθηκε τὴν ἱστορία κάθε χελώνας ποὺ κολυμποῦσε στὶς πισίνες ἀναπολώντας τὴ θάλασσα. Ὁ Δημήτρης, ποὺ βρέθηκε πληγωμένος στὴν παραλία, ἦταν ἐκεῖ τέσσερις μῆνες καὶ θεραπευμένος πιά, ἑτοιμαζόταν νὰ ἐπιστρέψει. Ἡ Μαρία, μιὰ μάνα καρέτα, θὰ ἔπρεπε νὰ μείνει μερικὲς ἑβδομάδες ἀκόμα, ἀλλὰ ἄσχημα νέα γιὰ τὸν Σωτηράκη, θεότυφλος, δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἐπιστρέψει ποτὲ ξανὰ στὴ Μεσόγειο καὶ κανόνιζαν νὰ τοῦ βροῦν νέο σπίτι. Ὑπῆρχαν προγράμματα υἱοθεσίας γιὰ αὐτὰ τὰ ἀπειλούμενα εἴδη, εἴτε νεοσσοί, μάνες καρέτα καρέτα, φωλιὲς ἐπώασης ἢ χελῶνες ὑπὸ ἀνάρρωση.
Εἶχε δεῖ σὲ ντοκιμαντὲρ τοὺς νεοσσοὺς νὰ τρέχουν πρὸς τὴ θάλασσα ἐνῶ ἁρπακτικὰ ὁρμοῦσαν ἐπάνω τους, καὶ ἐρωδιοὶ τοὺς κατασπάραζαν. Ἔτρεχαν νὰ ἐπιβιώσουν. Θὰ κολυμποῦσαν γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν ἐνῶ οἱ καρχαρίες τοὺς περίμεναν. Εἶχε δεῖ καὶ τὸ Ξαφνικὰ Πέρσι τὸ Καλοκαίρι τοῦ Τένεσι Γουίλιαμς. Μιὰ τέτοια σκηνὴ ἄξιζε νὰ περάσει στὴ λογοτεχνία. Πόνεσε τὸν Σωτηράκη καὶ χωρὶς δισταγμὸ τὸν υἱοθέτησε. Βγῆκε ἀπὸ τὸ Κέντρο μὲ τὸ πιστοποιητικὸ υἱοθεσίας καὶ μικροαντικείμενα ἀπὸ χελώνια ποὺ ἀγόρασε ἀπὸ τὸ μαγαζὶ γιὰ τὰ μικρά της ἀνίψια. Γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῶν χελωνίων. Δὲν ἦταν ἡ μόνη. Ὑπῆρχε καὶ οὐρά. Ἔκαναν σωστὴ δουλειά. Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε Εὐρωπαϊκὴ χώρα.
Ἔξω ἀπὸ τὸ Κέντρο, τρεῖς ἄντρες, ἀκίνητοι καὶ σιωπηλοί, ἀγνάντευαν τὴν θάλασσα. Θὰ εἶχαν λάθος διεύθυνση. Ἦταν μόνο γιὰ θαλάσσιες χελῶνες. Ἀδύνατοι, κακοντυμένοι καὶ ἀνεξιχνίαστοι. Ἀπὸ τὸ Ἀφγανιστὰν μᾶλλον, ἢ ἴσως ἀπὸ τὸ Πακιστάν. Τὸ νέο τους σπίτι μᾶλλον τὸ παλιὸ ἀεροδρόμιο. Τὸ βλέμμα στυλωμένο στὸν ὁρίζοντα σὰν νὰ περίμεναν σπουδαῖα ναυτιλιακὰ νέα. Κοντοστάθηκε νὰ παρατηρήσει καὶ αὐτὴ τὸν ὁρίζοντα. Περιπατητὲς τοὺς κρυφοκοίταζαν. Στὸ πρόσωπό τους διάβαζε, οἱ μετανάστες εἶναι ἀπειλητικὸ εἶδος. Διαφορετικὰ θὰ τοὺς ἦταν ἀόρατοι. Τὸν Homo sacer, θὰ ἔβλεπαν σ’ αὐτοὺς οἱ λόγιοι. Αὐτὴ τί ἔβλεπε; Ἱστορίες χωρὶς λόγια; Ἕνας στίχος στριφογύριζε στὸ μυαλό της, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ θυμηθεῖ τὴν ποιήτρια, οὔτε κὰν τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ ποιήματος, « Ἡ συμπόνια δὲν εἶναι γενναιόδωρη, εἶναι ἐγωϊστική». Ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ δύει. Ἴσως περίμεναν τὸ ἡλιοβασίλεμα.