«Νομίζω ότι γενικά οι γυναίκες διαλέγουν τους άντρες τους. Οι γυναίκες θέτουν -έστω και άρρητα- τους όρους της σχέσης. Και οι γυναίκες κατά κανόνα αποφασίζουν πότε μια σχέση έχει τελειώσει. Τα αρσενικά -τί τα θέλετε;- είμαστε όντα ατελέστερα και αφελέστερα. Θέλουμε να νομίζουμε πως κρατάμε τα γκέμια. Κούνια που μάς κούναγε!»
χ. χωμενίδης συγγραφέας
Κορεκτίλα!
*
Α! κύριε, κύριε Καραγάτση,
ποιός θα βρεθεί να σας την κάτσει,
μικρός εσείς και μεις μεγάλοι
κράχτες στα σόσιαλ παπαγάλοι!
Τους τρόπους και τους χαρακτήρες,
λασπόνερα σε ανεμιστήρες
σας έχουν προ πολλού λερώσει
μα σεις στέκεστε εκεί στο πλάι
δίχως το αυτί σας να ιδρώσει.
Σεις, ζηλευτή αρρενωπότης
και περιποιημένη φάτσα.
Την αφοπλιστική γκριμάτσα
από τη μια μεριά θα βάλω
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα ανάλαφρη αρβύλα
την πανηλίθια κορεκτίλα
πάτημα, βήματος αιόλου
του κάθε πικραμένου κώλου.
Α! κύριε, κύριε Καραγάτση,
ποιός τελευταίος θα γελάσει;ΑΛΕΞΗΣ ΓΟΥΔΑΣ
Πηγή:neoplanodion.gr
η λίμνη του Μόρνου απο ψηλά!
photo by lalas p.
Δεκαετία 90.
Πολιτικά ορθότητα:η νέα εκδοχή του φασισμού
Σχετικά με το κείμενο της Λένας Λούνα , “Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η «Μεγάλη Χίμαιρα» και οι έμφυλες ταυτότητες. Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, έστω με τους λογοτέχνες, μπορεί να σταματήσει εδώ”.
Επειδή παρενέβησαν οι ειδικές δυνάμεις να υπερασπιστούν την νεότητα και το δικαίωμά της στην άγνοια να μιλά για θέματα που δεν κατέχει διευκρινίζουμε ότι ο καθείς μπορεί να ασκήσει κριτική στον Καραγάτση και στην Βίβλο όχι ως δικαίωμα στη άποψη αλλά ως υποχρέωση να γνωρίζεις επαρκώς το αντικείμενό σου.
Έχουμε να κάνουμε με καραμπινάτη περίπτωση της της Πολιτικής Ορθότητας και της Woke Culture
Είναι προφανές ότι έχει ξεκινήσει μια νέα σκοταδιστική περίοδος του προοδευτικού ολοκληρωτισμού. Το σκεπτικό προκαλεί τρόμο καθώς δεν πρόκειται για μια παραδοξότητα ενός εναλλακτικού πανεπιστήμιου, ούτε μια από τις συνήθεις μπουρδολογίες που δοκιμάζουν στην αγορά ιδεών διάφοροι πανεπιστημιακοί. Η λογική της απόφασης είναι σαφής όσο και τρομαχτική: επειδή ο πολιτισμός είναι …ρατσιστικός, θα καταργήσουμε τον πολιτισμό. Οι ιεροεξεταστές της πολιτικής ορθότητας, αυτής της νέας εκδοχής του φασισμού, προτείνουν απλά να καταργηθεί το παρελθόν, να σβήσουν οι πολιτισμικές μνήμες, να σφραγιστούν οι κλασικές βιβλιοθήκες με τα μιαρά αναγνώσματα που προωθούν το δομικό ρατσισμού.
Οι ευλαβείς κομισάριοι της πολιτικής ορθότητας ανακαλύπτουν πίσω από κάθε διαφορά και μιαν ανισότητα – και η πολιτική ορθότητα δεν ανέχεται καμιάν ανισότητα στον θαυμαστό ιδεατό της κόσμο. Εκεί που δεν θα υπάρχουν αρσενικό και θηλυκό, άσπρο και μαύρο, ωραίο και άσχημο. Όλα θα είναι πανομοιότυπα για να μην διαταραχθεί ο μηχανιστικός ψυχισμός του τέρατος που ονειρεύεται η πολιτική ορθότητα.
Προτείνει, λοιπόν, να αντικατασταθεί το παρελθόν. Αρχικά, να γίνει προαιρετικό και στη συνέχεια να καταργηθεί ώστε να δικαιωθεί η ζωή δίχως δομικό ρατσισμό. Πρόκειται για σκεπτικό τρομαχτικότερο του Γιόζεφ Μένγκελε. Ενοχοποιείται το πολιτισμικό παρελθόν του δυτικού κόσμου καθώς η ανθρωπότητα υπέπεσε στο ολίσθημα να αποδειχθεί δομικά ρατσιστική.
Είναι γνωστό ότι η Πολιτική Ορθότητα κατάφερε να αποκτήσει απήχηση γιατί απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν ροπή στον αυταρχισμό, με σοβαρά προβλήματα κοινής λογικής και κριτικής σκέψης, δυστυχώς σε πολύ κόσμο. Κόσμο που αδυνατεί ή βαριέται να σκεφτεί αυτόνομα, που καταπίνει εύκολα πιασάρικες, ψευτο-ανθρωπιστικές ατάκες, ακολουθεί πιστά οδηγίες αγελαίας συμπεριφοράς, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται μοναδικός, διαφωτισμένος, ανώτερος και ιδιαίτερος.
Ξενοφών Μπρουντζάκης συγγραφέας, δημοσιογράφος.
«Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος —αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος— σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται»
Νίκος Καζαντζακης
Πελοποννησιακά τοπία
Το πανηγύρι (Πάνος Ζέρβας)
Σήμερα είναι το πανηγύρι του χωριού μου, η εκκλησία του οποίου εορτάζει «της Αγιατριάδος» (ποιο Πνεύμα;).
Έχω να βρεθώ στο πανηγύρι πάνω από 30 χρόνια. Δεν ξέρω αν σήμερα γίνεται καν πανηγύρι. Θυμάμαι όμως πολύ ζωηρά εικόνες του πανηγυριού από πιο παλιά – ουσιαστικά της δεκαετίας του ’70, από την αρχή μέχρι το τέλος της.
Τα πανηγύρια τότε ήταν οικογενειακή υπόθεση, την οποία πλήρωναν… τα κατσίκια. Για παράδειγμα, στο πανηγύρι της Σχινόλακας (Πέτρου + Παύλου) ο παππούς Παντελής και η γιαγιά Αγγελική είχαν μουσαφιραίους παιδιά, εγγόνια, νύφες, γαμπρούς, αδέρφια και πρωτοξάδερφα – το σύνολον όχι μικρότερο από τριάντα νοματαίους. Η γιαγιά και οι τέσσερις κόρες της (άπασες προκομμένες και άριστες νοικοκυρές) πηγαινοέφερναν αβέρτα τα ταψιά με τα κατσίκια με τις πατάτες στο φούρνο, στη γωνιά της αυλής με το κοκκινόχωμα, έκοβαν σαλάτες και σέρβιραν στους άντρες τους πρώτους μεζέδες, δηλαδή τις τηγανισμένες συκωταριές. Το κρασί, σπιτικό, από το βαρέλι, έρρεε άφθονο από (σχεδόν) πρωίας.
Οι άντρες απολάμβαναν την ημερήσια βασιλεία τους και τη συνάντησή τους: τρωγόπιναν και συζητούσαν, ενώ τα παιδιά αλωνίζαμε στις αυλές με τις αγγινάρες, τα κουνέλια, τις μουριές. Σε μια από αυτές κρεμόντουσαν 4-5 δέρματα από τα σφαχτά, κόκκινα και υγρά ακόμα.
Κάποια στιγμή εμφανίζονταν και τα όργανα, ήτοι μια ορχήστρα δυναμική από κλαρίνο και νταούλι, υπό τη διεύθυνση του μπαρμπα Γιώργη (αν θυμάμαι καλά) του Βουλωμένου. Με (πάγια) εντολή του παππού, η ορχήστρα… έτρωγε πριν αποχωρήσει.
Μέχρι να συμβούν αυτά, η κρασοκατάνυξη είχε τα πρώτα της θύματα, τα οποία συνήθως αποχωρούσαν ειρηνικά για τα κρεβάτια στο πάνω πάτωμα ή για τις αγκινάρες, στην κατωφέρεια της αυλής. Οι πιο ανθεκτικοί δε σχολούσαν μέχρι το βράδυ, με τελευταίους τον πατέρα μου και τον Πέτρο, ένα γείτονα που ερχόταν για να τα πούνε και να τα πιούνε.
Το βράδυ είχε πλατεία, όπου τα όργανα (όχι τα μεσημβρινά) συγκέντρωναν όλο το χωριό και τους επισκέπτες. Οι μπύρες έβγαιναν παγωμένες από τα πλαστικά βαρέλια με τον πάγο (ω ναι, ακόμα δεν υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία στα χωριά μας) ενώ το μενού ήταν εξαιρετικά απλό: γουρνοπούλα στη λαδόκολλα, εννοείται χωρίς σαλάτες και λοιπά περιττά. Τα παιδιά, πορτοκαλάδες.
Οι χοροί ήταν οικογενειακοί. Έπαιρνες σειρά και όταν ερχόταν η ώρα σου η οικογένεια ανέβαινε στην πίστα, οι γυναίκες χόρευαν συρτά, ο νοικοκύρης τροφοδοτούσε τα όργανα με κόκκινα κατοστάρικα, ώσπου νάρθει η ώρα να ρίξει κι αυτός το τσάμικο. Κι αν η ορχήστρα ήξερε το «δικό του» και τον μεράκλωνε, είχε πιάσει την καλή…
Επωφελούμαι από το τσάμικο που παίζει η ορχήστρα για να επιστρέψω από τη Σχινόλακα στο Μεσοπόταμο, που είχε σαν σήμερα το πανηγύρι του. Χόρευε λοιπόν ο Μέγας, ένας γλυκός άνθρωπος και ανοικονόμητος γλεντζές, ήτανε και δυο τρεις τραγουδίστριες στο πάλκο, χραπ, κάνει ο δικός σου και αδειάζει το πορτοφόλι του τίγκα στα χιλιάρικα, πάνω τους, χαρτοπόλεμο. Και φεύγει, κύριος.
Μόλις πήγε στο σπίτι και τον χτύπησε κρύος αέρας, επέστρεψε και ζητούσε το ποσόν (το οποίο είχε συγκεντρώσει οργώνοντας για μήνες νυχθημερόν με το τρακτέρ) αλλά εις μάτην.
Λίγο αργότερα ακούστηκε ένα άγριο μαρσάρισμα, στην άκρη της πλατείας: είχε καταφθάσει ο Μέγας με το τρακτέρ και την υδροφόρα και υπό την πειστική απειλή ότι θα τα κάνει όλα μούσκεμα πήρε πίσω κάποια από τα χαρτονομίσματα…
Κατά τα λοιπά, όποιος καφετζής αποφάσιζε να κάνει πανηγύρι γύριζε με το σκαπτικό, «την Άγκρια» (και την καρότσα) στα γύρω χωριά και μάζευε από τα άλλα καφενεία… καρέκλες και τσίγκινα τραπέζια. Φρόντιζε νάχει αρκετά πλαστικά βαρέλια (υπό φυσιολογικές συνθήκες τα χρησιμοποιούσαν στο ράντισμα της σταφίδας) και τις ανάλογες παγοκολώνες. Ως βοηθοί επιστρατεύονταν μικροί μεγάλοι του σπιτιού – και όποιοι στενοί συγγενείς ήταν διαθέσιμοι.
Σημειωτέον ότι τα γερόντια δεν έπιναν μπύρα. Ένας γεροντάκος εξηγούσε «μου βγάνει καντήλες, παιδάκι μ’» και έδειχνε το χέρι του από τον αγκώνα και κάτω, εννοώντας ότι η μπύρα είναι πολύ ακριβή.
Το θρησκευτικόν μέρος του πράγματος αφορούσε αποκλειστικά τις γυναίκες (όχι όλες και σίγουρα όχι τις νέες νοικοκυρές) και τους πολύ γέρους. Ωστόσο, η εκκλησία του χωριού, η Αγιατριάδα ντε, πλημμύριζε από κόσμο. Στην πραγματικότητα το μόνο που ενδιέφερε τους χωρικούς ήταν το πανηγύρι – το οποίο όμως χρειαζόταν, ανέκαθεν, το άλλοθί του.
Οι επισκέψεις στα σπίτια από τα γειτονικά χωριά δεν αναγγέλλονταν, απλά γίνονταν. Απαραιτήτως από τους συγγενείς (μέχρι τριακοστού βαθμού) και τους κουμπάρους, κατά βούληση από τους φίλους και γνωστούς. Συνήθως ο επισκέπτης πήγαινε στου συγγενή του και μετά έσμιγε τους άλλους χωρικούς στα καφενεία, όπου εξελίσσονταν πάμπολλοι γουστόζικοι καυγάδες με αντικείμενο «όχι, ‘γω θα πλερώσω, δεν ακώ τίποτα, κουμπάρε!», τις δώδεκα και σαράντα που έφτανε ο λογαριασμός με τους καφέδες, τις πορτοκαλάδες και τα γλυκά του κουταλιού.
(Ένας μπάρμπα Γιάννης από διπλανό χωριό δεν παρέλειπε να κερνάει ένα λουκουμάκι το… γάιδαρό του. Μια φορά, μεθυσμένος στην πλατεία της Πύλου είχε φωνάξει «χ.ζω μες το Γέρο τον αφαιρεμένο» και τον βούτηξαν οι χωροφύλακες, για προσβολή του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Την άλλη μέρα στο αυτόφωρο είπε με αμίμητο ύφος «ε, είπα, κύριε Πρόεδρε, είπα… αλλά δεν έκαμα κιόλας!» και αθωώθηκε «λόγω βλακείας» – δεν υπήρχε άλλος τρόπος…)
Οι γυναίκες είχαν το δικό τους τρόπο να συνευρίσκονται στις αυλές μπροστά από τους φούρνους, φουρνίζοντας κατσίκια και φρέσκο ψωμί και γαλόπιττες (γαλατόπιττες) – και τα παιδιά, μιλιούνια από δαύτα, αλώνιζαν τα δρομάκια και την πλατεία του χωριού, μαζεύονταν όμως σαν τις μύγες μπροστά στους γυρολόγους που άπλωναν τα παιχνιδάκια και τα μπιχλιμπίδια ή τα παγωτά λαχταριστά μπροστά στα παιδικά μάτια. «Δομ’ ένα φράγκο!» απαιτούσε ο πιτσιρικάς από τη μάνα του – και το έπαιρνε για να απολαύσει παγωτό και καραμέλες και στραγάλια. Κατά τη διάρκεια της μέρας θα έπαιρνε πολύ περισσότερα από μπαρμπάδες και παππούδες και νονούς.
Αλλά η κορύφωση ήταν πάντα τα «όργανα». Δυστυχώς, δεν έχω συγκρατήσει στη μνήμη μου τον ήχο που έβγαζαν εκείνες οι ορχήστρες. Λίγο αργότερα, στη δεκαετία του ’80 που θυμάμαι καλά, επρόκειτο περί πραγματικής τραγωδίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος γλεντούσε με την ψυχή του. Και την άλλη μέρα επέστρεφαν όλοι στις σταφίδες, στα περιβόλια και στα ζωντανά.
Πάνος Ζέρβας
Ο Ηλίας ο αρχικαπετάνιος των Σκούρτων!
Λίχνισμα ρεβιθιών!
Συνάντησα μια νέα μαυρομαλλούσα
Σαν κυπαρίσσι ήταν το ανάστημά τησ
Και είχε ένα άσπρομαυρο μεγαλούτσικο σκυλάκι!!
Μαραθώνας δεκαετία 90
Νέα Υόρκη 1989
Παρασκευή τραχανά στα ορεινά δερβενοχώρια
Και τα δυο είδη: ξυνός και γλυκός!
Πρόταση της Ερασμίας Γκατζόφλια για την μετατροπή του θερινού Παλλάς σε χώρο πολιτισμού
Γράφει:
Πρόθεσή μας είναι το κτίσμα αυτό να αποτελέσει πυρήνα πολιτισμού
Bασικό μέλημα η διατήρηση της αυτονομίας των χώρων, αλλά με διαφορετική διάταξη
Ενδιαφέρον από τη Δημοτική Αρχή σε πρόσφατη συνάντηση
Μια πρόταση που θα ταράξει τα νερά της συριανής κοινωνίας έρχεται μέσω της Διπλωματικής Εργασίας τής σπουδάστριας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης Ερασμίας Γκατζόφλια. Σε αυτήν η κ. Γκατζόφλια μεταμορφώνει το κτήριο του θερινού κινηματογράφου «Παλλάς» σε έναν υπέροχο χώρο πολιτισμού, ενώ απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της εφημερίδας κάνει γνωστό ότι σε συνάντησή της με τη Δημοτική Αρχή, υπήρξε έντονο ενδιαφέρον για την πρότασή της.
«Η διπλωματική εργασία μου αποτελεί το τελευταίο τμήμα των εργασιών που οφείλουμε να περατώσουμε για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Καθώς και συνέχεια της ερευνητικής μου εργασίας με τίτλο: «Οι περίκλειστες διατάξεις στη δημόσια αρχιτεκτονική του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και οι Πρώτοι Έλληνες Μηχανικοί» δηλώνει στο «Λ» κάνοντας γνωστό πως με την υποστήριξη και την καθοδήγηση των καθηγητών της, Μαρίας Αρακαδάκη και Σοφοκλή Κωτσόπουλου, της δόθηκε η ευκαιρία να αναλύσει το δομικό σύστημα του κτίσματος, αλλά και να υλοποιήσει μια ολοκληρωμένη πρόταση επανάχρησής του.