Χανιά 2011
8.Και οι όμορφες θέλουν τον ασφαλιστή τους! (διήγημα*)
8. Και οι όμορφες θέλουν τον ασφαλιστή τους!
Δεν έχουν περάσει ούτε δέκα ημέρες στην καινούργια μου θέση όταν απρόσμενα ο γενικός διευθυντής της εταιρίας ο κύριος Γιώργος έρχεται στο γραφείο μου και κάθετε στην καρέκλα του επισκέπτη και με ρωτά με πατρικό ύφος πως τα πάω και αν έχω δυσκολίες. Η αλήθεια είναι πως η επίσκεψη του με ξάφνιασε και με άγχωσε. Ο γενικός ήταν ένας απόμακρος άνθρωπος σε σημείο που προκαλούσε μάλλον φόβο στους υπαλλήλους χωρίς όμως ποτέ η συμπεριφορά του να έχει θίξει κάποιον. Ερχόταν στο γραφείο γύρω στις 10 το πρωί. Διέσχιζε μια τεράστια αίθουσα όπου εργαζόντουσαν καμία τριανταριά υπάλληλοι, με ψηλά το κεφάλι χωρίς να λέει σε κανέναν καλημέρα, κλεινότανε στο γραφείο του και γύρω στις τρεις με παρόμοιο τρόπο αναχωρούσε. Βασικά είχε ένα τουπέ που έδειχνε πως δεν ήθελε πολλά πολλά με τους υπαλλήλους του τομέα που ήταν επικεφαλής. Συνεργαζόταν μόνο με του διευθυντές του και απέφευγε την επαφή με τους υπαλλήλους. Αυτή η φήμη τον συνόδευε γιαυτό ξαφνιάστηκα από την επίσκεψη του, το ίδιο ξάφνιασμα ένιωσαν όπως μου είπαν αργότερα και όλοι οι υπάλληλοι των διπλανών γραφείων.
Από την συζήτηση ανακάλυψα ότι ο γενικός ήταν ένας σωστός επαγγελματίας, με ευρύτερες γνώσεις, είχε πλήρη γνώση για την δουλειά που μου είχε ανατεθεί και οι συμβουλές του ήταν αρκετά χρήσιμες για μένα. Παρά την φαινομενική του παγερότητα ήταν αρκετά ανθρώπινος και νοιαζόταν για τους ανθρώπους του. Η «προνομιακή» επίσκεψη και η συνεργασία μαζί μου σε κοινή θέα όλων των υπαλλήλων του τμήματος, που εργαζόμουν μου πρόσφερε μια ψήφο εμπιστοσύνης απαραίτητη στην προσπάθεια μου να ηγηθώ μιας ομάδας αποτελούμενη αποκλειστικά από γυναίκες. Αυτό το ένιωσα τις επόμενες μέρες από τα διάφορα μισόλογα που μπορούσα να αφουγκραστώ…
Δεν μπορώ με βεβαιότητα να διαγνώσω τις πραγματικές προθέσεις του γενικού αλλά ένα ήταν σίγουρο: ο γενικός γνώριζε όσο κανείς άλλος την ψυχοσύνθεση και το χαρακτήρα των γυναικών. Ο κύριος Γιώργος παράλληλα με την δουλειά του γενικού διευθυντή στην εταιρία είχε και την ευθύνη για την διενέργεια των ελληνικών καλλιστείων!
Μάλιστα είχαμε την ευκαιρία να βλέπουμε τις υποψήφιες καλλονές πολύ πιο πριν οι Έλληνες τις δουν στον επίσημο διαγωνισμό, μιας και ο κύριος Γιώργος έβλεπε τις υποψήφιες στο γραφείο του στην εταιρία. Τα καλλιστεία εκείνη την εποχή ήταν ένα μεγάλο κοσμικό γεγονός που συγκέντρωνε τα φώτα της δημοσιότητας και μια μεγάλη μερίδα του κόσμου έδειχνε έντονο ενδιαφέρον.
Ενδιαφέρον έχει η ιστορία που θα σας διηγηθώ που κυκλοφορούσε μεν δίκην κουτσομπολιού αλλά με αρκετά στοιχεία που παρέπεμπαν σε πραγματικό γεγονός.
Η Λίζα μια νεαρή πανέμορφη κρητικοπούλα με καταγωγή, αν θυμάμαι καλά, από το Ρέθυμνο πείστηκε να συμμετάσχει στον μεγάλο διαγωνισμό των καλλιστείων.
Το όνομα της μάλιστα κυκλοφορούσε ανάμεσα στα φαβορί για την πρωτιά. Η νεαρή λογάριαζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο και ξενοδόχος ήταν κάποιος αψύς νεαρός κρητικός με τον οποίον διατηρούσε σχέσεις και μάλλον ήταν και λογοδοσμένη. Ο νεαρός θύμωσε όταν έμαθε τις προθέσεις της αγαπημένης του και ζήτησε επιτακτικά την απόσυρση της από το μεγάλο γεγονός. Η Λίζα αρνήθηκε και όπου ο λόγος δεν πείθει χρησιμοποιείται η ράβδος …Τα σημάδια του ξυλοδαρμού φαίνεται ήσαν έντονα που δεν επέτρεπαν σε καμιά περίπτωση την συμμετοχή στα καλλιστεία.και φυσικά χάθηκε και η μεγάλη ευκαιρία για την νεαρή να στεφθεί μις Ελλάς .
Το γεγονός έφθασε στα αυτιά του μεγάλου αρχηγού, που πανέξυπνος όπως ήταν, το είδε σαν μια μεγάλη ευκαιρία να διαφημίσει την εταιρία του. Ο ξυλοδαρμός μετατράπηκε σε αυτοκινητικό ατύχημα, η νεαρή Λιζα είχε προνοήσει να είναι ασφαλισμένη για ατύχημα και έτσι μπορεί να έχασε τον διαγωνισμό αλλά αποζημιώθηκε πλουσιοπάροχα από την ασφαλιστική εταιρία.
Στο άψε σβήσε δόθηκε η αποζημίωση, οι φωτογραφίες επιβεβαιώνουν την παραλαβή της επιταγής και η δημοσιότητα που δόθηκε ανύψωσαν την φήμη της εταιρία η οποία είχε αρχίσει να ξεχωρίζει έτσι και αλλιώς για την ταχύτητα με την οποία αποζημιώνονται οι πελάτες της
Ακόμη και αν δεν υπήρχε ‘’πραγματική’’ αιτία θα βρισκόταν όπως στην περίπτωση της Λίζας για να ακουστεί ότι πληρώνει άμεσα. Η ασφαλιστική εταιρία υπάρχει γιατί υπάρχουν ζημιές και πρέπει σε αυτό τον τομέα να αριστεύει έλεγε συνεχώς στους συνεργάτες του ο νεαρός επιχειρηματίας που φιλοδοξούσε να δημιουργήσει μια νέα ασφαλιστική αγορά που να την εμπιστεύεται ο κόσμος.
Λίγους μήνες μετά την ίδρυση και την λειτουργία της εταιρίας ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής που ερχόταν από τα Χανιά συνετρίβη στον Υμηττό, ανάμεσα στα θύματα ήσαν και δυο υποψήφιοι πελάτες της εταιρίας. Ο ασφαλιστής τους είχε συμπληρώσει τις αιτήσεις για την ασφαλιστική τους κάλυψη αλλά τα συμβόλαια δεν είχαν συνταχθεί και φυσικά δεν είχαν πληρωθεί ασφάλιστρα, απαραίτητη προϋπόθεση για να ισχύει η κάλυψη. Όταν έμαθε το γεγονός έδωσε εντολή να καταβληθούν άμεσα στους κληρονόμους οι αποζημιώσεις και να γίνει γνωστό το γεγονός σε όλος τους συνεργάτες της εταιρίας. Φυσικά με τέτοιες πρακτικές η εταιρία πολύ γρήγορα απέκτησε κύρος και την αποδοχή του κόσμου ως μιας σοβαρής και αξιόπιστης ασφαλιστικής.
Όσο περνούσε ο καιρός αισθανόμουν αρκετά καλύτερα. Ένιωθα ότι ήμουν αποδεκτός ως προϊστάμενος από τις κοπέλες του τμήματος μου αλλά και από τους εξωτερικούς συνεργάτες με τους οποίους ήμουν σε συνεχή επικοινωνία.
Ήμουν και αρκετά τυχερός αν και στην αρχή με δυσκόλεψε πολύ το γεγονός ότι ο Γιώργος ο Διευθυντής μου δεν ήταν και πολύ πρωινός τύπος. Στο γραφείο εμφανιζόταν μετά το μεσημέρι έχοντας την δικαιολογία ότι εργαζόταν είτε στο γραφείο είτε επισκεπτόμενος υποκαταστήματα της εταιρίας μέχρι αργά το βράδυ. Η πρωινή απουσία του με ανάγκασε αμέσως να πάρω πρωτοβουλίες για την αποτελεσματική και εύρυθμη λειτουργία του τμήματος και ουσιαστικά να κολυμπήσω πολύ γρήγορα στα βαθιά…
Κατάλαβα ότι η καθαρή και σωστή επικοινωνία, η αξιοπιστία, η ταύτιση λόγων και πράξεων, το να ψάχνεις να βρεις λύση μπαίνοντας και στην θέση του άλλου, και το προσωπικό παράδειγμα αποτελούσαν τα κλειδιά που καθιερώνουν και κάνουν αποδεκτό έναν επικεφαλής μιας ομάδας.
Φαίνεται ότι το καλό αποτέλεσμα της δουλειάς άρχισε να ακούγεται και το εισέπραττα αυτό και από τον Γιώργο τον άμεσο διευθυντή μου αλλά και από τον Γενικό. Το γεγονός αυτό με χαροποιούσε ιδιαίτερα και με ενθάρρυνε να προσπαθώ ακόμη περισσότερο.
Απρόσμενα πήρα μεγάλη χαρά ένα πρωινό που το μεγάλο αφεντικό καθότανε στην είσοδο με υποδέχτηκε με μια θερμή καλημέρα και εις επήκοον πολλών συναδέλφων μου είπε:
«μπράβο Κώστα ακούω πολύ καλά λόγια από τους ασφαλιστές μας, δείχνεις μεγάλο ενδιαφέρον για την δουλειά τους και δίνεις λύσεις, μπράβο πολύ χαίρομαι!»
*Το διήγημα:”Και οι όμορφες θέλουν τον ασφαλιστή τους”, είναι από το,προς έκδοση, βιβλίο του Κ Μπερτσιά με τίτλο, πολλές οι ιστορίες, αλλά ένα της ζωής το αφήγημᨔ.
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: «κάποιος που ξέρει πάρα πολλά, δυσκολεύεται να μη λέει ψέματα».
Πάρνηθας καρπολογήματα!
Θα ‘ρθει μία μέρα, που η απληστία της ιδιοκτησίας, του πλούτου και της έπαρσης, θα αποθηκευτεί στις Τράπεζες, στις πολυεθνικές και σε τόσο λίγους, που οι πολλοί μη κατέχοντες, θα ξεσπάσουν σαν θεομηνία που θα κάνει τη ζωή των ολίγων κατεχόντων κόλαση
Ωνάσης
Άγραφα!!
Επιτέλους!
Ο Ολυμπιονίκης που έκανε χαρακίρι έχοντας δίπλα του το χάλκινο μετάλλιο
Το αποχαιρετιστήριο μήνυμα στους γονείς του
Για να είναι κάποιος αυστηρός με τους άλλους θα πρέπει πρώτα από όλα να είναι αυστηρός με τον εαυτό του, καλό θα είναι όμως να υπάρχει και ένα όριο σε αυτή την αυστηρότητα γιατί σε διαφορετική περίπτωση προκύπτουν ιστορίες σαν κι αυτή του Κόκιτσι Τσουμπουράγια, του Ιάπωνα μαραθωνοδρόμου που αυτοκτόνησε πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες 1968 επειδή δεν θα είχε τη δυνατότητα να διορθώσει το «λάθος» του σε αυτούς του 1964.
Γεννηθείς στις 13 Μαΐου 1940 ο Τσουμπουράγια είχε δείξει από μικρό παιδί την αγάπη του για τον στίβο και ειδικά για τις μεσαίες ή μεγάλες αποστάσεις, με τις επιδόσεις του να βελτιώνονται καθώς μεγάλωνε. Δεν προκάλεσε έκπληξη, επομένως, το γεγονός ότι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1964, στο Τόκιο, ήταν ένα από τα φαβορί για το χρυσό μετάλλιο στον μαραθώνιο. Σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν το πρώτο φαβορί και κάπως έτσι το έβλεπαν και οι συμπατριώτες του, οι οποίοι περίμεναν να πανηγυρίσουν τον θρίαμβό του.
Στις 21 Οκτωβρίου 1964, επομένως, ήταν η μέρα του, ήταν η μέρα που… έπρεπε να νικήσει στον μαραθώνιο. Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαν όπως ήθελε. Ο Αμπέλε Μπικίλα από την Αιθιοπία, ο άνθρωπος που είχε νικήσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες 1960 τρέχοντας ξυπόλητος, θριάμβευσε και στο Τόκιο το 1964. Για τον Τσουμπουράγια, επομένως, το καλύτερο αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι η 2η θέση και όντως ήταν σε αυτή όταν μπήκε στο στάδιο για τον τερματισμό, τελικά όμως έμεινε 3ος αφού τον πέρασε ο Άγγλος Μπέιζιλ Χέιτλι για έξι κλάσματα του δευτερολέπτου.
Για οποιονδήποτε αθλητή, η 3η θέση, το χάλκινο μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες, είναι επιτυχία. Ή τουλάχιστον δεν είναι αποτυχία. Για τον Κόκιτσι Τσουμπουράγια, όμως, ήταν, όπως αποδείχθηκε, λόγος για να αυτοκτονήσει… Ο Ιάπωνας είναι απαρηγόρητος, τονίζει ότι έκανε ένα ασυγχώρητο λάθος και τονίζει ότι θα επανορθώσει στους Αγώνες του 1968 κάνοντας υπερήφανο τον λαό της Ιαπωνίας. Στα τέλη του 1967, όμως, θα διαγνωστεί με πρόβλημα στη μέση, με λουμπάγκο και θα υποβληθεί σε επέμβαση.
Μια επέμβαση, όμως, που θα είχε ως συνέπεια να μην είναι έτοιμος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Για τον ίδιο, αυτό είναι το μεγαλύτερο «χτύπημα» όχι της καριέρας του αλλά της ζωής του γενικά. Έτσι, στις 9 Ιανουαρίου 1968 θα αυτοκτονήσει κάνοντας χαρακίρι και έχοντας δίπλα του το χάλκινο μετάλλιο που είχε κατακτήσει το 1964 ενώ το μήνυμα που είχε αφήσει για τους δικούς του ανθρώπους, έκλεινε με την εξής φράση…
«Αγαπητέ μου πατέρα και αγαπητή μου μητέρα, ο Κόκιτσι είναι πολύ κουρασμένος για να τρέχει πια. Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε. Οι καρδιές σας δεν πρέπει να είχαν ηρεμήσει ποτέ ανησυχώντας για μένα. Αγαπητοί μου γονείς, ο Κόκιτσι θα ήθελε να ζήσει δίπλα σας».
Πηγή:newsbeast.gr
Ἀνεμιστῆρας (διήγημα του Κ Πούλου)
ΟΔΗΓΩ ἕνα σαράβαλο ποὺ δὲν ἔχει καλὰ φρένα σὲ ἕναν δρόμο γεμᾶτο λακκοῦβες καὶ εἶμαι ἀπελπισμένος. Τὸ πορτμπαγκὰζ εἶναι γεμᾶτο ροῦχα καὶ βιβλία ποὺ δὲν ἔχω διαβάσει καὶ ἔχω ἔντονες ἀμφιβολίες ἂν τὸ ρεζερβουὰρ περιέχει τὴν ποσότητα βενζίνης ποὺ θὰ χρειαστῶ γιὰ νὰ φτάσω στὸν προορισμό μου. Στὴ θέση τοῦ συνοδηγοῦ εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου ἀνεμιστῆρας, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔκανε ἀπίστευτα καλὴ παρέα στὴ διάρκεια τοῦ καλοκαιρινοῦ καύσωνα. Τοῦ ρίχνω μιὰ ματιὰ εὐγνωμοσύνης. Κάθεται ἐκεῖ δίπλα μου ἤρεμος καὶ σιωπηλός. Δείχνει στενοχωρημένος.
«Δὲν θὰ πεῖς κάτι;» τοῦ λέω.
«Τί νὰ πῶ…» μοῦ ἀπαντᾶ. «Χωρὶς ρεῦμα; Ἐμένα ὁ ἠλεκτρισμὸς εἶναι ἡ μάνα μου. Χωρὶς αὐτὸν δὲν εἶμαι παρὰ ἕνα ἄχρηστο σκουπίδι.»
Ἄχρηστο σκουπίδι! Ὁ φίλος μου ὁ ἀνεμιστῆρας πέτυχε τὴ σωστὴ διατύπωση: ἄχρηστο σκουπίδι! Ἔτσι ἀκριβῶς νιώθω κι ἐγὼ μετὰ τὸν χωρισμό μου μὲ τὴν Ἄννα. Ὁ νοῦς μου ἐπικεντρώθηκε στὴν ὁδήγηση. Στροφές, δέντρα, βουνὰ στὸν ὀπτικό μου ὁρίζοντα. Δύο γλάροι καὶ ἕνα ἀερόστατο ψηλὰ στὸν οὐρανὸ κοροϊδεύουν τὸν Νεύτωνα. Ἔχουμε ἤδη μπεῖ στὸ φθινόπωρο, ἀλλὰ ἡ ζέστη ζέστη.
«Δῶσε μου τοὐλάχιστον ἕνα περιθώριο μερικῶν ἡμερῶν», τῆς εἶχα πεῖ. «Νὰ βρῶ τοὐλάχιστον ἕνα σπίτι νὰ νοικιάσω.»
Ἡ Ἄννα ἦταν ἀνένδοτη.
«Δὲν μὲ νοιάζει. Νὰ βρεῖς μιὰ σπηλιὰ νὰ μείνεις. Εἶναι τὸ μόνο σπίτι ποὺ σοῦ ταιριάζει!»
Ἔτσι ἀκριβῶς τὸ εἶπε. Καὶ νά ’μαι τώρα στὸ δρόμο μὲ τὸν φίλο μου τὸν ἀνεμιστῆρα, ποὺ γιὰ νὰ τοῦ πάρεις κουβέντα χρειάζεσαι κανονικὸ συμβόλαιο μὲ τὴ ΔΕΗ. Νόμιζα ὅτι θὰ περάσει ὅλη ἡ διαδρομὴ στὰ μουγκά, ὅταν ξαφνικὰ ἄκουσα πάλι τὴ γνώριμη φωνή του.
«Ἔπρεπε νὰ μὲ ἀφήσεις στὴν Ἄννα» εἶπε.
«Καὶ γιατί παρακαλῶ; Μὴν ξεχνᾶς ὅτι μὲ τὶς οἰκονομίες μου σὲ ἀγόρασα, καὶ μάλιστα ἔβαλα δόσεις. Τὴν ἑπόμενη βδομάδα πρέπει νὰ πληρώσω τὴν τελευταία.»
«Στὴν Ἄννα ἔχει ρεῦμα, ἐνῷ στὴ σπηλιά…»
Εἶχε πάρει τοῖς μετρητοῖς τὰ λόγια τῆς Ἄννας ὅτι θὰ μείνω σὲ σπηλιά. Ἠλίθια μηχανήματα!
«Εἶναι λίγο πιὸ ἀκριβός, ἀλλὰ διαθέτει τεχνητὴ νοημοσύνη» μοῦ εἶχε πεῖ ἡ ὑπάλληλος.
«Δηλαδή;» τὴν εἶχα ρωτήσει.
«Δηλαδὴ τοῦ μιλᾶτε καὶ σᾶς ἀπαντᾶ ἢ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς ποὺ τοῦ δίνετε.»
Ἀλήθεια ἦταν.
«Ἀνεμιστῆρα, ἀέρα» τοῦ ἔλεγα, καὶ αὐτομάτως ἔμπαινε σὲ λειτουργία.
«Μάλιστα κύριε» ἀπαντοῦσε. «Σὲ ποιά σκάλα θέλετε;»
«Στὴ Σκάλα τοῦ Μιλάνου» τοῦ ἀπαντοῦσα γιὰ νὰ τὸν μπερδέψω.
Σπάνια μπερδευόταν.
«Δὲν ὑπάρχει τέτοια σκάλα, κύριε.»
Στὴν ἀρχὴ ἤξερε μόνο μερικὲς συγκεκριμένες ἐντολές. Μὲ τὸν καιρὸ ὅμως ἔμαθε κι ἄλλες φράσεις. Κάναμε καλὴ παρέα, ὅταν ἡ Ἄννα ἔλειπε στὸ γραφεῖο. Μέχρι συζητήσεις γιὰ γεωτρήσεις στὸ φεγγάρι.
«Σεληνοτρήσεις», μὲ διόρθωνε.
Ἐκεῖνος πίστευε ὅτι ὑπῆρχε ἄφθονο πλουτώνιο στὸ φεγγάρι. Εἶχε ἀποδείξεις. Τὸ εἶπα στὴν Ἄννα καὶ μὲ κοίταξε σὰν οὖφο.
«Τρελάθηκες τελείως;» μοῦ εἶπε. «Μιλᾶς μὲ τὸν ἀνεμιστῆρα τώρα;»
«Ἐκεῖνος ἄρχισε πρῶτος», δικαιολογήθηκα.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἀνεμιστῆρας ποτὲ δὲν μιλοῦσε στὴν Ἄννα. Ἀπὸ τὴ μιὰ στενοχωριόμουν γι’ αὐτό, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως χαιρόμουν, ποὺ εἶχα ἕναν τόσο καλὸ καὶ ἀποκλειστικὸ φίλο. Ὅμως τώρα, ποὺ τὸν εἶχα ἀνάγκη περισσότερο ἀπὸ ποτέ, καθόταν σιωπηλὸς στὸ κάθισμα τοῦ συνοδηγοῦ καὶ κοιτοῦσε ἀνέκφραστος μπροστὰ τὸν ἥλιο τοῦ δειλινοῦ νὰ μειώνει σταδιακὰ τὸ φῶς του κατηφορίζοντας πρὸς τὸν ὁρίζοντα. Οἱ λακκοῦβες στὸν δρόμο πολλαπλασιάζονταν, ἀφοῦ οἱ ὑποσχέσεις τῆς κυβέρνησης γιὰ βελτίωση τοῦ ὁδικοῦ δικτύου δὲν κατάφεραν νὰ μεταμορφωθοῦν σὲ πράξεις. Ὁ ἀνεμιστῆρας τρανταζόταν δίπλα μου. Ἀνησύχησα. Κι ἂν τοῦ λασκάριζε κάποια βίδα;
Ξαφνικά, ἔνιωσα ἕνα εὐχάριστο ἀεράκι νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὰ δεξιά μου. Γύρισα καὶ δὲν πίστευα στὰ μάτια μου: ὁ φίλος μου ὁ ἀνεμιστῆρας εἶχε τεθεῖ σὲ λειτουργία, καὶ μάλιστα χωρὶς καμία ἐντολή!
«Χωρὶς ρεῦμα;» τὸν ρώτησα. «Πῶς τὰ κατάφερες;»
«Ἔ, γιὰ τοὺς φίλους πρέπει πάντα νὰ κάνεις το κάτι παραπάνω», μοῦ εἶπε κλείνοντάς μου τὸ μάτι.
Γκάζωσα. Ἔπρεπε νὰ φτάσω στὴ σπηλιὰ πρὶν πέσει τὸ βράδυ, ὥστε νὰ μπορέσω νὰ διαβάσω κάποιο ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ δὲν ἔχω διαβάσει. Στὴ στροφὴ πατάω φρένο γιὰ νὰ μὴ φύγω στὸ γκρεμὸ καὶ πάθει κάτι ὁ φίλος μου ὁ ἀνεμιστῆρας, ἀλλὰ ποῦ φρένο.
Κώστας Ποῦλος
Πηγή: neoplanodion.gr
Βαρδούσια
50 χρόνια απόσταση…
Καλημέρα!
Tα πάντα συνδέονται μεταξύ τους και όλα καθορίζονται μέσα από αυτό το σύνολο της σύνδεσης, σύμφωνα με τους στωικούς φιλοσόφους .