Από τον Xristoforos Ntizos

Φίλες και φίλοι μου , έχω βαρεθεί να ακούω κάποιους υπερπατριωτες του πληκτρολογίου να λένε και να ξαναλενε για τα ελληνοτουρκικά τα γνωστά τροπάρια κι αν πρέπει η όχι να συναντιέται ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον Τούρκο Πρόεδρο…αφού η αλήθεια είναι πως υπάρχουν οι γνωστές τοις πάσι διάφορες εδώ και δεκαετίες..
Έχετε όμως αναλογιστεί ότι ο Μητσοτάκης έχει πετύχει μετά από δεκαετίες να μην γίνονται εδώ και πολλούς μήνες υπερπτήσεις και να υπάρχει η καλύτερη δυνατή εξέλιξη στο μεταναστευτικό που θυμάστε σε τι επίπεδα είχε φτάσει?
Οι διαφορές μας με του Τούρκους είναι γνωστές, γνωστές και κανείς δεν τις αμφισβητεί, αλλά η σύγχρονη εξωτερική πολιτική κι η κοινή λογική αν θέλετε, επιτάσσει να υπάρχει σε τακτά χρονικά διαστήματα μια επαφή κορυφής με την γείτονα χώρα…ειδεμη το ανάποδο είναι πολύ χειρότερο.
Ο Μητσοτάκης ειδικά στα ελληνοτουρκικά έχει πετύχει πολλά…και τα ” ήρεμα νερά” που εδώ και καιρό υπάρχουν στο Αιγαιο μόνο τυχαίο γεγονός δεν είναι.
Έχουμε εμπιστοσυνη στους χειρισμούς του Προέδρου μας, κλείνουμε τα αυτιά σε κάποιους “δήθεν” που την επικρίνουν, οι διεργασίες όλες είναι σε εξέλιξη…και θα είναι για πολύ καιρό ακόμη, ας δούμε όμως τα θετικά που αποκομίζονται έως τωρα…ο Μητσοτάκης σε λίγο θα έχει κάνει την Ελλάδα ” αστακό” με τα τελευταίας γενιάς μαχητικά αεροπλάνα και φρεγάτες που έχει παραγγείλει η Ελλάδα ενώ είχε (εμεσσα κι άμεσα) μπλοκάρει κατ’ επαναληψη αντίστοιχες τουρκικές παραγγελίες με την σωστή και σώφρονα τακτική και στρατηγική που ακολούθησε η χώρα έως τώρα.

ΥΓ. Δεν ευλογώ τα γένια μας, δεν είμαι τετοιος τύπος, το δίκαιο υπερασπίζομαι, τις σωστές κινήσεις του Μητσοτάκη επισημαίνω…και έχω βαρεθεί να το παίζουν πατριώτες κάποιοι τύποι στο f/b… που ορισμένοι δεν έχουν πάει καν στρατό …να το παίζουν πατριώτες απ’ τον καναπέ τους…
ΥΓ. 2. Η φωτογραφία του ποστ μου , είναι η ιστορία που σήκωσε ο Πρόεδρος εχθές στο f/b…..

Xristoforos Ntizos

Τσελιγκάδες άρχισαν να κάνουν παρέα με συγγραφείς ……χάλασε ο κόσμος πατριώτες!

8.Και οι όμορφες θέλουν τον ασφαλιστή τους! (διήγημα*)

8. Και οι όμορφες θέλουν τον ασφαλιστή τους!

Δεν έχουν περάσει ούτε δέκα ημέρες στην καινούργια μου θέση  όταν απρόσμενα ο γενικός διευθυντής της εταιρίας ο κύριος Γιώργος έρχεται στο γραφείο μου και κάθετε στην καρέκλα του επισκέπτη και με ρωτά με πατρικό ύφος πως τα πάω και αν έχω δυσκολίες. Η αλήθεια είναι πως η επίσκεψη του με ξάφνιασε και με άγχωσε. Ο γενικός ήταν ένας απόμακρος άνθρωπος σε σημείο που προκαλούσε μάλλον φόβο στους υπαλλήλους χωρίς όμως ποτέ η συμπεριφορά του να έχει θίξει κάποιον. Ερχόταν στο γραφείο γύρω στις 10 το πρωί. Διέσχιζε μια τεράστια αίθουσα όπου εργαζόντουσαν καμία τριανταριά υπάλληλοι, με ψηλά το κεφάλι χωρίς να λέει σε κανέναν καλημέρα, κλεινότανε στο γραφείο του και γύρω στις τρεις με παρόμοιο τρόπο αναχωρούσε. Βασικά είχε ένα τουπέ που έδειχνε πως δεν ήθελε πολλά πολλά με τους υπαλλήλους του τομέα που ήταν επικεφαλής. Συνεργαζόταν μόνο με του διευθυντές του και απέφευγε την επαφή με τους υπαλλήλους. Αυτή η φήμη τον συνόδευε γιαυτό ξαφνιάστηκα από την επίσκεψη του, το ίδιο ξάφνιασμα ένιωσαν όπως μου είπαν αργότερα και όλοι οι υπάλληλοι των διπλανών γραφείων.

Από την συζήτηση ανακάλυψα ότι ο γενικός ήταν ένας σωστός επαγγελματίας, με ευρύτερες γνώσεις, είχε πλήρη γνώση για την δουλειά που μου είχε ανατεθεί και οι συμβουλές του ήταν αρκετά χρήσιμες για μένα.  Παρά την φαινομενική του παγερότητα ήταν αρκετά ανθρώπινος και νοιαζόταν για τους ανθρώπους του. Η «προνομιακή» επίσκεψη και η συνεργασία μαζί μου σε κοινή θέα όλων των υπαλλήλων του τμήματος, που εργαζόμουν μου πρόσφερε μια ψήφο εμπιστοσύνης απαραίτητη στην προσπάθεια μου να ηγηθώ μιας ομάδας αποτελούμενη αποκλειστικά από γυναίκες. Αυτό το ένιωσα τις επόμενες μέρες από τα διάφορα μισόλογα που μπορούσα να αφουγκραστώ…

Δεν μπορώ με βεβαιότητα να διαγνώσω τις πραγματικές προθέσεις του γενικού αλλά ένα ήταν σίγουρο: ο γενικός  γνώριζε όσο κανείς άλλος την ψυχοσύνθεση και το χαρακτήρα των γυναικών. Ο κύριος Γιώργος παράλληλα με την δουλειά του γενικού διευθυντή στην εταιρία είχε και την ευθύνη για την διενέργεια των ελληνικών καλλιστείων!

Μάλιστα είχαμε την ευκαιρία να βλέπουμε τις υποψήφιες καλλονές πολύ πιο πριν οι Έλληνες τις δουν στον επίσημο διαγωνισμό,  μιας και ο κύριος Γιώργος έβλεπε τις υποψήφιες στο γραφείο του στην εταιρία.  Τα καλλιστεία εκείνη την εποχή ήταν ένα μεγάλο κοσμικό γεγονός που συγκέντρωνε τα φώτα της δημοσιότητας και μια μεγάλη μερίδα του κόσμου έδειχνε έντονο ενδιαφέρον.

Ενδιαφέρον έχει η ιστορία που θα σας διηγηθώ που κυκλοφορούσε μεν  δίκην κουτσομπολιού αλλά με αρκετά στοιχεία που παρέπεμπαν σε πραγματικό γεγονός.

Η Λίζα μια νεαρή πανέμορφη κρητικοπούλα με καταγωγή, αν θυμάμαι καλά, από το Ρέθυμνο πείστηκε να συμμετάσχει στον μεγάλο διαγωνισμό των καλλιστείων.

Το όνομα της μάλιστα κυκλοφορούσε ανάμεσα στα φαβορί για την πρωτιά. Η νεαρή λογάριαζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο και ξενοδόχος ήταν κάποιος αψύς νεαρός κρητικός με τον οποίον διατηρούσε σχέσεις και μάλλον ήταν και λογοδοσμένη.  Ο νεαρός θύμωσε όταν έμαθε τις προθέσεις της αγαπημένης του και ζήτησε επιτακτικά την απόσυρση της από το μεγάλο γεγονός. Η Λίζα αρνήθηκε και όπου ο λόγος δεν πείθει χρησιμοποιείται η ράβδος …Τα σημάδια του ξυλοδαρμού φαίνεται ήσαν έντονα που δεν επέτρεπαν σε καμιά περίπτωση  την συμμετοχή στα καλλιστεία.και φυσικά χάθηκε και η μεγάλη ευκαιρία για την  νεαρή  να στεφθεί  μις Ελλάς .

Το γεγονός έφθασε στα αυτιά του μεγάλου αρχηγού, που πανέξυπνος όπως ήταν, το είδε σαν μια μεγάλη ευκαιρία να διαφημίσει την εταιρία του. Ο ξυλοδαρμός μετατράπηκε σε αυτοκινητικό ατύχημα, η νεαρή Λιζα είχε προνοήσει να είναι ασφαλισμένη  για ατύχημα και έτσι μπορεί να έχασε τον διαγωνισμό αλλά αποζημιώθηκε πλουσιοπάροχα από την ασφαλιστική εταιρία.

Στο άψε σβήσε δόθηκε η αποζημίωση, οι φωτογραφίες επιβεβαιώνουν την παραλαβή της επιταγής και η δημοσιότητα που δόθηκε ανύψωσαν την φήμη της εταιρία η οποία είχε αρχίσει να ξεχωρίζει έτσι και αλλιώς  για την ταχύτητα με την οποία αποζημιώνονται οι πελάτες της

Ακόμη και αν δεν υπήρχε ‘’πραγματική’’ αιτία  θα βρισκόταν όπως στην περίπτωση της Λίζας για να ακουστεί ότι πληρώνει άμεσα. Η ασφαλιστική εταιρία υπάρχει γιατί υπάρχουν ζημιές και πρέπει σε αυτό τον τομέα να αριστεύει έλεγε συνεχώς στους συνεργάτες του ο νεαρός επιχειρηματίας που φιλοδοξούσε να δημιουργήσει μια νέα ασφαλιστική αγορά που να την εμπιστεύεται ο κόσμος.

Λίγους μήνες μετά την ίδρυση και την λειτουργία της εταιρίας ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής που ερχόταν από τα Χανιά συνετρίβη στον Υμηττό, ανάμεσα στα θύματα ήσαν και δυο υποψήφιοι πελάτες της εταιρίας. Ο ασφαλιστής τους είχε συμπληρώσει τις αιτήσεις για την ασφαλιστική τους κάλυψη αλλά τα συμβόλαια δεν είχαν συνταχθεί  και φυσικά δεν είχαν πληρωθεί ασφάλιστρα, απαραίτητη προϋπόθεση για να ισχύει η κάλυψη. Όταν έμαθε το γεγονός έδωσε εντολή να καταβληθούν άμεσα στους κληρονόμους οι αποζημιώσεις και να γίνει γνωστό το γεγονός σε όλος τους συνεργάτες της εταιρίας. Φυσικά με τέτοιες πρακτικές η εταιρία πολύ γρήγορα απέκτησε κύρος και την αποδοχή του κόσμου ως μιας σοβαρής και αξιόπιστης ασφαλιστικής.

Όσο  περνούσε ο καιρός αισθανόμουν αρκετά καλύτερα.  Ένιωθα ότι ήμουν αποδεκτός ως προϊστάμενος  από τις κοπέλες του τμήματος μου  αλλά και  από τους εξωτερικούς συνεργάτες με τους οποίους ήμουν σε συνεχή επικοινωνία.

Ήμουν και αρκετά τυχερός αν και στην αρχή με δυσκόλεψε πολύ το γεγονός ότι ο Γιώργος ο Διευθυντής μου δεν ήταν και πολύ πρωινός τύπος. Στο γραφείο εμφανιζόταν μετά το μεσημέρι έχοντας την δικαιολογία ότι εργαζόταν είτε στο γραφείο είτε επισκεπτόμενος υποκαταστήματα της εταιρίας μέχρι αργά το βράδυ. Η πρωινή απουσία του  με ανάγκασε αμέσως να πάρω πρωτοβουλίες για την αποτελεσματική και εύρυθμη λειτουργία του τμήματος και ουσιαστικά να κολυμπήσω πολύ γρήγορα στα βαθιά…

Κατάλαβα ότι η καθαρή και σωστή επικοινωνία, η αξιοπιστία, η ταύτιση λόγων και πράξεων, το να ψάχνεις να βρεις λύση μπαίνοντας και στην θέση του άλλου, και το προσωπικό παράδειγμα  αποτελούσαν τα κλειδιά που καθιερώνουν και κάνουν αποδεκτό έναν επικεφαλής μιας ομάδας.

Φαίνεται ότι το καλό αποτέλεσμα της δουλειάς άρχισε να ακούγεται και το εισέπραττα  αυτό και από τον Γιώργο τον άμεσο διευθυντή μου αλλά και από τον Γενικό. Το γεγονός αυτό με χαροποιούσε ιδιαίτερα και με ενθάρρυνε να προσπαθώ ακόμη περισσότερο.

Απρόσμενα πήρα μεγάλη χαρά ένα πρωινό που το μεγάλο αφεντικό καθότανε στην είσοδο  με υποδέχτηκε με μια θερμή καλημέρα και  εις επήκοον πολλών  συναδέλφων μου είπε:

«μπράβο Κώστα ακούω πολύ καλά λόγια από τους ασφαλιστές μας, δείχνεις μεγάλο ενδιαφέρον για την δουλειά τους και δίνεις λύσεις, μπράβο πολύ χαίρομαι!»

*Το διήγημα:”Και οι όμορφες θέλουν τον ασφαλιστή τους”, είναι από το,προς έκδοση, βιβλίο του Κ Μπερτσιά με τίτλο, πολλές οι ιστορίες, αλλά ένα της ζωής το αφήγημᨔ.

 

 

 

 

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: «κάποιος που ξέρει πάρα πολλά, δυσκολεύεται να μη λέει ψέματα».

Θα ‘ρθει μία μέρα, που η απληστία της ιδιοκτησίας, του πλούτου και της έπαρσης, θα αποθηκευτεί στις Τράπεζες, στις πολυεθνικές και σε τόσο λίγους, που οι πολλοί μη κατέχοντες, θα ξεσπάσουν σαν θεομηνία που θα κάνει τη ζωή των ολίγων κατεχόντων κόλαση

Ωνάσης

Ο Ολυμπιονίκης που έκανε χαρακίρι έχοντας δίπλα του το χάλκινο μετάλλιο

Το αποχαιρετιστήριο μήνυμα στους γονείς του

Κόκιτσι Τσουμπουράγια: Ο Ολυμπιονίκης που έκανε χαρακίρι έχοντας δίπλα του το χάλκινο μετάλλιο

Για να είναι κάποιος αυστηρός με τους άλλους θα πρέπει πρώτα από όλα να είναι αυστηρός με τον εαυτό του, καλό θα είναι όμως να υπάρχει και ένα όριο σε αυτή την αυστηρότητα γιατί σε διαφορετική περίπτωση προκύπτουν ιστορίες σαν κι αυτή του Κόκιτσι Τσουμπουράγια, του Ιάπωνα μαραθωνοδρόμου που αυτοκτόνησε πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες 1968 επειδή δεν θα είχε τη δυνατότητα να διορθώσει το «λάθος» του σε αυτούς του 1964.

Γεννηθείς στις 13 Μαΐου 1940 ο Τσουμπουράγια είχε δείξει από μικρό παιδί την αγάπη του για τον στίβο και ειδικά για τις μεσαίες ή μεγάλες αποστάσεις, με τις επιδόσεις του να βελτιώνονται καθώς μεγάλωνε. Δεν προκάλεσε έκπληξη, επομένως, το γεγονός ότι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1964, στο Τόκιο, ήταν ένα από τα φαβορί για το χρυσό μετάλλιο στον μαραθώνιο. Σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν το πρώτο φαβορί και κάπως έτσι το έβλεπαν και οι συμπατριώτες του, οι οποίοι περίμεναν να πανηγυρίσουν τον θρίαμβό του.

Στις 21 Οκτωβρίου 1964, επομένως, ήταν η μέρα του, ήταν η μέρα που… έπρεπε να νικήσει στον μαραθώνιο. Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαν όπως ήθελε. Ο Αμπέλε Μπικίλα από την Αιθιοπία, ο άνθρωπος που είχε νικήσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες 1960 τρέχοντας ξυπόλητος, θριάμβευσε και στο Τόκιο το 1964. Για τον Τσουμπουράγια, επομένως, το καλύτερο αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι η 2η θέση και όντως ήταν σε αυτή όταν μπήκε στο στάδιο για τον τερματισμό, τελικά όμως έμεινε 3ος αφού τον πέρασε ο Άγγλος Μπέιζιλ Χέιτλι για έξι κλάσματα του δευτερολέπτου.

Κοκίτσι Τσουμπουράγια

Για οποιονδήποτε αθλητή, η 3η θέση, το χάλκινο μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες, είναι επιτυχία. Ή τουλάχιστον δεν είναι αποτυχία. Για τον Κόκιτσι Τσουμπουράγια, όμως, ήταν, όπως αποδείχθηκε, λόγος για να αυτοκτονήσει… Ο Ιάπωνας είναι απαρηγόρητος, τονίζει ότι έκανε ένα ασυγχώρητο λάθος και τονίζει ότι θα επανορθώσει στους Αγώνες του 1968 κάνοντας υπερήφανο τον λαό της Ιαπωνίας. Στα τέλη του 1967, όμως, θα διαγνωστεί με πρόβλημα στη μέση, με λουμπάγκο και θα υποβληθεί σε επέμβαση.

Μια επέμβαση, όμως, που θα είχε ως συνέπεια να μην είναι έτοιμος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Για τον ίδιο, αυτό είναι το μεγαλύτερο «χτύπημα» όχι της καριέρας του αλλά της ζωής του γενικά. Έτσι, στις 9 Ιανουαρίου 1968 θα αυτοκτονήσει κάνοντας χαρακίρι και έχοντας δίπλα του το χάλκινο μετάλλιο που είχε κατακτήσει το 1964 ενώ το μήνυμα που είχε αφήσει για τους δικούς του ανθρώπους, έκλεινε με την εξής φράση…

«Αγαπητέ μου πατέρα και αγαπητή μου μητέρα, ο Κόκιτσι είναι πολύ κουρασμένος για να τρέχει πια. Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε. Οι καρδιές σας δεν πρέπει να είχαν ηρεμήσει ποτέ ανησυχώντας για μένα. Αγαπητοί μου γονείς, ο Κόκιτσι θα ήθελε να ζήσει δίπλα σας».

Πηγή:newsbeast.gr

Ἀνε­μι­στῆ­ρας (διήγημα του Κ Πούλου)

ΟΔΗΓΩ ἕνα σα­ρά­βα­λο ποὺ δὲν ἔχει κα­λὰ φρέ­να σὲ ἕναν δρό­μο γε­μᾶ­το λακ­κοῦ­βες καὶ εἶ­μαι ἀπελ­πι­σμέ­νος. Τὸ πορ­τμ­παγ­κὰζ εἶ­ναι γε­μᾶ­το ροῦ­χα καὶ βι­βλία ποὺ δὲν ἔχω δια­βά­σει καὶ ἔχω ἔν­το­νες ἀμ­φι­βο­λί­ες ἂν τὸ ρε­ζερ­βουὰρ πε­ριέ­χει τὴν πο­σό­τη­τα βεν­ζί­νης ποὺ θὰ χρεια­στῶ γιὰ νὰ φτά­σω στὸν προ­ο­ρι­σμό μου. Στὴ θέ­ση τοῦ συ­νο­δη­γοῦ εἶ­ναι ὁ ἀγα­πη­μέ­νος μου ἀνε­μι­στῆ­ρας, ὁ ὁποῖ­ος μοῦ ἔκα­νε ἀπί­στευ­τα κα­λὴ πα­ρέα στὴ διάρ­κεια τοῦ κα­λο­και­ρι­νοῦ καύ­σω­να. Τοῦ ρί­χνω μιὰ μα­τιὰ εὐ­γνω­μο­σύ­νης. Κά­θε­ται ἐκεῖ δί­πλα μου ἤρε­μος καὶ σιω­πη­λός. Δεί­χνει στε­νο­χω­ρη­μέ­νος.

       «Δὲν θὰ πεῖς κά­τι;» τοῦ λέω.

       «Τί νὰ πῶ…» μοῦ ἀπαν­τᾶ. «Χω­ρὶς ρεῦ­μα; Ἐμέ­να ὁ ἠλε­κτρι­σμὸς εἶ­ναι ἡ μά­να μου. Χω­ρὶς αὐ­τὸν δὲν εἶ­μαι πα­ρὰ ἕνα ἄχρη­στο σκου­πί­δι.»

       Ἄχρη­στο σκου­πί­δι! Ὁ φί­λος μου ὁ ἀνε­μι­στῆ­ρας πέ­τυ­χε τὴ σω­στὴ δια­τύ­πω­ση: ἄχρη­στο σκου­πί­δι! Ἔτσι ἀκρι­βῶς νιώ­θω κι ἐγὼ με­τὰ τὸν χω­ρι­σμό μου μὲ τὴν Ἄν­να. Ὁ νοῦς μου ἐπι­κεν­τρώ­θη­κε στὴν ὁδή­γη­ση. Στρο­φές, δέν­τρα, βου­νὰ στὸν ὀπτι­κό μου ὁρί­ζον­τα. Δύο γλά­ροι καὶ ἕνα ἀε­ρό­στα­το ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νὸ κο­ροϊ­δεύ­ουν τὸν Νεύ­τω­να. Ἔχου­με ἤδη μπεῖ στὸ φθι­νό­πω­ρο, ἀλ­λὰ ἡ ζέ­στη ζέ­στη.

       «Δῶ­σε μου τοὐ­λά­χι­στον ἕνα πε­ρι­θώ­ριο με­ρι­κῶν ἡμε­ρῶν», τῆς εἶ­χα πεῖ. «Νὰ βρῶ τοὐ­λά­χι­στον ἕνα σπί­τι νὰ νοι­κιά­σω.»

       Ἡ Ἄν­να ἦταν ἀνέν­δο­τη.

       «Δὲν μὲ νοιά­ζει. Νὰ βρεῖς μιὰ σπη­λιὰ νὰ μεί­νεις. Εἶ­ναι τὸ μό­νο σπί­τι ποὺ σοῦ ται­ριά­ζει!»

       Ἔτσι ἀκρι­βῶς τὸ εἶ­πε. Καὶ νά ’μαι τώ­ρα στὸ δρό­μο μὲ τὸν φί­λο μου τὸν ἀνε­μι­στῆ­ρα, ποὺ γιὰ νὰ τοῦ πά­ρεις κου­βέν­τα χρειά­ζε­σαι κα­νο­νι­κὸ συμ­βό­λαιο μὲ τὴ ΔΕΗ. Νό­μι­ζα ὅτι θὰ πε­ρά­σει ὅλη ἡ δια­δρο­μὴ στὰ μουγ­κά, ὅταν ξαφ­νι­κὰ ἄκου­σα πά­λι τὴ γνώ­ρι­μη φω­νή του.

       «Ἔπρε­πε νὰ μὲ ἀφή­σεις στὴν Ἄν­να» εἶ­πε.

       «Καὶ για­τί πα­ρα­κα­λῶ; Μὴν ξε­χνᾶς ὅτι μὲ τὶς οἰ­κο­νο­μί­ες μου σὲ ἀγό­ρα­σα, καὶ μά­λι­στα ἔβα­λα δό­σεις. Τὴν ἑπό­με­νη βδο­μά­δα πρέ­πει νὰ πλη­ρώ­σω τὴν τε­λευ­ταία.»

       «Στὴν Ἄν­να ἔχει ρεῦ­μα, ἐνῷ στὴ σπη­λιά…»

       Εἶ­χε πά­ρει τοῖς με­τρη­τοῖς τὰ λό­για τῆς Ἄν­νας ὅτι θὰ μεί­νω σὲ σπη­λιά. Ἠλί­θια μη­χα­νή­μα­τα!

       «Εἶ­ναι λί­γο πιὸ ἀκρι­βός, ἀλ­λὰ δια­θέ­τει τε­χνη­τὴ νο­η­μο­σύ­νη» μοῦ εἶ­χε πεῖ ἡ ὑπάλ­λη­λος.

       «Δη­λα­δή;» τὴν εἶ­χα ρω­τή­σει.

       «Δη­λα­δὴ τοῦ μι­λᾶ­τε καὶ σᾶς ἀπαν­τᾶ ἢ ἐκτε­λεῖ τὶς ἐν­το­λὲς ποὺ τοῦ δί­νε­τε.»

       Ἀλή­θεια ἦταν.

       «Ἀνε­μι­στῆ­ρα, ἀέ­ρα» τοῦ ἔλε­γα, καὶ αὐ­το­μά­τως ἔμ­παι­νε σὲ λει­τουρ­γία.

       «Μά­λι­στα κύ­ριε» ἀπαν­τοῦ­σε. «Σὲ ποιά σκά­λα θέ­λε­τε;»

       «Στὴ Σκά­λα τοῦ Μι­λά­νου» τοῦ ἀπαν­τοῦ­σα γιὰ νὰ τὸν μπερ­δέ­ψω.

       Σπά­νια μπερ­δευό­ταν.

       «Δὲν ὑπάρ­χει τέ­τοια σκά­λα, κύ­ριε.»

       Στὴν ἀρ­χὴ ἤξε­ρε μό­νο με­ρι­κὲς συγ­κε­κρι­μέ­νες ἐν­το­λές. Μὲ τὸν και­ρὸ ὅμως ἔμα­θε κι ἄλ­λες φρά­σεις. Κά­να­με κα­λὴ πα­ρέα, ὅταν ἡ Ἄν­να ἔλει­πε στὸ γρα­φεῖο. Μέ­χρι συ­ζη­τή­σεις γιὰ γε­ω­τρή­σεις στὸ φεγ­γά­ρι.

       «Σε­λη­νο­τρή­σεις», μὲ διόρ­θω­νε.

       Ἐκεῖ­νος πί­στευε ὅτι ὑπῆρ­χε ἄφθο­νο πλου­τώ­νιο στὸ φεγ­γά­ρι. Εἶ­χε ἀπο­δεί­ξεις. Τὸ εἶ­πα στὴν Ἄν­να καὶ μὲ κοί­τα­ξε σὰν οὖ­φο.

       «Τρε­λά­θη­κες τε­λεί­ως;» μοῦ εἶ­πε. «Μι­λᾶς μὲ τὸν ἀνε­μι­στῆ­ρα τώ­ρα;»

       «Ἐκεῖ­νος ἄρ­χι­σε πρῶ­τος», δι­καιο­λο­γή­θη­κα.

       Ἡ ἀλή­θεια εἶ­ναι ὅτι ὁ ἀνε­μι­στῆ­ρας πο­τὲ δὲν μι­λοῦ­σε στὴν Ἄν­να. Ἀπὸ τὴ μιὰ στε­νο­χω­ριό­μουν γι’ αὐ­τό, ἀπὸ τὴν ἄλ­λη ὅμως χαι­ρό­μουν, ποὺ εἶ­χα ἕναν τό­σο κα­λὸ καὶ ἀπο­κλει­στι­κὸ φί­λο. Ὅμως τώ­ρα, ποὺ τὸν εἶ­χα ἀνάγ­κη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ πο­τέ, κα­θό­ταν σιω­πη­λὸς στὸ κά­θι­σμα τοῦ συ­νο­δη­γοῦ καὶ κοι­τοῦ­σε ἀνέκ­φρα­στος μπρο­στὰ τὸν ἥλιο τοῦ δει­λι­νοῦ νὰ μειώ­νει στα­δια­κὰ τὸ φῶς του κα­τη­φο­ρί­ζον­τας πρὸς τὸν ὁρί­ζον­τα. Οἱ λακ­κοῦ­βες στὸν δρό­μο πολ­λα­πλα­σιά­ζον­ταν, ἀφοῦ οἱ ὑπο­σχέ­σεις τῆς κυ­βέρ­νη­σης γιὰ βελ­τί­ω­ση τοῦ ὁδι­κοῦ δι­κτύ­ου δὲν κα­τά­φε­ραν νὰ με­τα­μορ­φω­θοῦν σὲ πρά­ξεις. Ὁ ἀνε­μι­στῆ­ρας τραν­τα­ζό­ταν δί­πλα μου. Ἀνη­σύ­χη­σα. Κι ἂν τοῦ λα­σκά­ρι­ζε κά­ποια βί­δα;

       Ξαφ­νι­κά, ἔνιω­σα ἕνα εὐ­χά­ρι­στο ἀε­ρά­κι νὰ ἔρ­χε­ται ἀπὸ τὰ δε­ξιά μου. Γύ­ρι­σα καὶ δὲν πί­στευα στὰ μά­τια μου: ὁ φί­λος μου ὁ ἀνε­μι­στῆ­ρας εἶ­χε τε­θεῖ σὲ λει­τουρ­γία, καὶ μά­λι­στα χω­ρὶς κα­μία ἐν­το­λή!

       «Χω­ρὶς ρεῦ­μα;» τὸν ρώ­τη­σα. «Πῶς τὰ κα­τά­φε­ρες;»

       «Ἔ, γιὰ τοὺς φί­λους πρέ­πει πάν­τα νὰ κά­νεις το κά­τι πα­ρα­πά­νω», μοῦ εἶ­πε κλεί­νον­τάς μου τὸ μά­τι.

       Γκά­ζω­σα. Ἔπρε­πε νὰ φτά­σω στὴ σπη­λιὰ πρὶν πέ­σει τὸ βρά­δυ, ὥστε νὰ μπο­ρέ­σω νὰ δια­βά­σω κά­ποιο ἀπὸ τὰ βι­βλία ποὺ δὲν ἔχω δια­βά­σει. Στὴ στρο­φὴ πα­τάω φρέ­νο γιὰ νὰ μὴ φύ­γω στὸ γκρε­μὸ καὶ πά­θει κά­τι ὁ φί­λος μου ὁ ἀνε­μι­στῆ­ρας, ἀλ­λὰ ποῦ φρέ­νο.

Κώ­στας Ποῦ­λος

Πηγή: neoplanodion.gr