ΟΔΗΓΩ ἕνα σαράβαλο ποὺ δὲν ἔχει καλὰ φρένα σὲ ἕναν δρόμο γεμᾶτο λακκοῦβες καὶ εἶμαι ἀπελπισμένος. Τὸ πορτμπαγκὰζ εἶναι γεμᾶτο ροῦχα καὶ βιβλία ποὺ δὲν ἔχω διαβάσει καὶ ἔχω ἔντονες ἀμφιβολίες ἂν τὸ ρεζερβουὰρ περιέχει τὴν ποσότητα βενζίνης ποὺ θὰ χρειαστῶ γιὰ νὰ φτάσω στὸν προορισμό μου. Στὴ θέση τοῦ συνοδηγοῦ εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου ἀνεμιστῆρας, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔκανε ἀπίστευτα καλὴ παρέα στὴ διάρκεια τοῦ καλοκαιρινοῦ καύσωνα. Τοῦ ρίχνω μιὰ ματιὰ εὐγνωμοσύνης. Κάθεται ἐκεῖ δίπλα μου ἤρεμος καὶ σιωπηλός. Δείχνει στενοχωρημένος.
«Δὲν θὰ πεῖς κάτι;» τοῦ λέω.
«Τί νὰ πῶ…» μοῦ ἀπαντᾶ. «Χωρὶς ρεῦμα; Ἐμένα ὁ ἠλεκτρισμὸς εἶναι ἡ μάνα μου. Χωρὶς αὐτὸν δὲν εἶμαι παρὰ ἕνα ἄχρηστο σκουπίδι.»
Ἄχρηστο σκουπίδι! Ὁ φίλος μου ὁ ἀνεμιστῆρας πέτυχε τὴ σωστὴ διατύπωση: ἄχρηστο σκουπίδι! Ἔτσι ἀκριβῶς νιώθω κι ἐγὼ μετὰ τὸν χωρισμό μου μὲ τὴν Ἄννα. Ὁ νοῦς μου ἐπικεντρώθηκε στὴν ὁδήγηση. Στροφές, δέντρα, βουνὰ στὸν ὀπτικό μου ὁρίζοντα. Δύο γλάροι καὶ ἕνα ἀερόστατο ψηλὰ στὸν οὐρανὸ κοροϊδεύουν τὸν Νεύτωνα. Ἔχουμε ἤδη μπεῖ στὸ φθινόπωρο, ἀλλὰ ἡ ζέστη ζέστη.
«Δῶσε μου τοὐλάχιστον ἕνα περιθώριο μερικῶν ἡμερῶν», τῆς εἶχα πεῖ. «Νὰ βρῶ τοὐλάχιστον ἕνα σπίτι νὰ νοικιάσω.»
Ἡ Ἄννα ἦταν ἀνένδοτη.
«Δὲν μὲ νοιάζει. Νὰ βρεῖς μιὰ σπηλιὰ νὰ μείνεις. Εἶναι τὸ μόνο σπίτι ποὺ σοῦ ταιριάζει!»
Ἔτσι ἀκριβῶς τὸ εἶπε. Καὶ νά ’μαι τώρα στὸ δρόμο μὲ τὸν φίλο μου τὸν ἀνεμιστῆρα, ποὺ γιὰ νὰ τοῦ πάρεις κουβέντα χρειάζεσαι κανονικὸ συμβόλαιο μὲ τὴ ΔΕΗ. Νόμιζα ὅτι θὰ περάσει ὅλη ἡ διαδρομὴ στὰ μουγκά, ὅταν ξαφνικὰ ἄκουσα πάλι τὴ γνώριμη φωνή του.
«Ἔπρεπε νὰ μὲ ἀφήσεις στὴν Ἄννα» εἶπε.
«Καὶ γιατί παρακαλῶ; Μὴν ξεχνᾶς ὅτι μὲ τὶς οἰκονομίες μου σὲ ἀγόρασα, καὶ μάλιστα ἔβαλα δόσεις. Τὴν ἑπόμενη βδομάδα πρέπει νὰ πληρώσω τὴν τελευταία.»
«Στὴν Ἄννα ἔχει ρεῦμα, ἐνῷ στὴ σπηλιά…»
Εἶχε πάρει τοῖς μετρητοῖς τὰ λόγια τῆς Ἄννας ὅτι θὰ μείνω σὲ σπηλιά. Ἠλίθια μηχανήματα!
«Εἶναι λίγο πιὸ ἀκριβός, ἀλλὰ διαθέτει τεχνητὴ νοημοσύνη» μοῦ εἶχε πεῖ ἡ ὑπάλληλος.
«Δηλαδή;» τὴν εἶχα ρωτήσει.
«Δηλαδὴ τοῦ μιλᾶτε καὶ σᾶς ἀπαντᾶ ἢ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς ποὺ τοῦ δίνετε.»
Ἀλήθεια ἦταν.
«Ἀνεμιστῆρα, ἀέρα» τοῦ ἔλεγα, καὶ αὐτομάτως ἔμπαινε σὲ λειτουργία.
«Μάλιστα κύριε» ἀπαντοῦσε. «Σὲ ποιά σκάλα θέλετε;»
«Στὴ Σκάλα τοῦ Μιλάνου» τοῦ ἀπαντοῦσα γιὰ νὰ τὸν μπερδέψω.
Σπάνια μπερδευόταν.
«Δὲν ὑπάρχει τέτοια σκάλα, κύριε.»
Στὴν ἀρχὴ ἤξερε μόνο μερικὲς συγκεκριμένες ἐντολές. Μὲ τὸν καιρὸ ὅμως ἔμαθε κι ἄλλες φράσεις. Κάναμε καλὴ παρέα, ὅταν ἡ Ἄννα ἔλειπε στὸ γραφεῖο. Μέχρι συζητήσεις γιὰ γεωτρήσεις στὸ φεγγάρι.
«Σεληνοτρήσεις», μὲ διόρθωνε.
Ἐκεῖνος πίστευε ὅτι ὑπῆρχε ἄφθονο πλουτώνιο στὸ φεγγάρι. Εἶχε ἀποδείξεις. Τὸ εἶπα στὴν Ἄννα καὶ μὲ κοίταξε σὰν οὖφο.
«Τρελάθηκες τελείως;» μοῦ εἶπε. «Μιλᾶς μὲ τὸν ἀνεμιστῆρα τώρα;»
«Ἐκεῖνος ἄρχισε πρῶτος», δικαιολογήθηκα.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἀνεμιστῆρας ποτὲ δὲν μιλοῦσε στὴν Ἄννα. Ἀπὸ τὴ μιὰ στενοχωριόμουν γι’ αὐτό, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως χαιρόμουν, ποὺ εἶχα ἕναν τόσο καλὸ καὶ ἀποκλειστικὸ φίλο. Ὅμως τώρα, ποὺ τὸν εἶχα ἀνάγκη περισσότερο ἀπὸ ποτέ, καθόταν σιωπηλὸς στὸ κάθισμα τοῦ συνοδηγοῦ καὶ κοιτοῦσε ἀνέκφραστος μπροστὰ τὸν ἥλιο τοῦ δειλινοῦ νὰ μειώνει σταδιακὰ τὸ φῶς του κατηφορίζοντας πρὸς τὸν ὁρίζοντα. Οἱ λακκοῦβες στὸν δρόμο πολλαπλασιάζονταν, ἀφοῦ οἱ ὑποσχέσεις τῆς κυβέρνησης γιὰ βελτίωση τοῦ ὁδικοῦ δικτύου δὲν κατάφεραν νὰ μεταμορφωθοῦν σὲ πράξεις. Ὁ ἀνεμιστῆρας τρανταζόταν δίπλα μου. Ἀνησύχησα. Κι ἂν τοῦ λασκάριζε κάποια βίδα;
Ξαφνικά, ἔνιωσα ἕνα εὐχάριστο ἀεράκι νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὰ δεξιά μου. Γύρισα καὶ δὲν πίστευα στὰ μάτια μου: ὁ φίλος μου ὁ ἀνεμιστῆρας εἶχε τεθεῖ σὲ λειτουργία, καὶ μάλιστα χωρὶς καμία ἐντολή!
«Χωρὶς ρεῦμα;» τὸν ρώτησα. «Πῶς τὰ κατάφερες;»
«Ἔ, γιὰ τοὺς φίλους πρέπει πάντα νὰ κάνεις το κάτι παραπάνω», μοῦ εἶπε κλείνοντάς μου τὸ μάτι.
Γκάζωσα. Ἔπρεπε νὰ φτάσω στὴ σπηλιὰ πρὶν πέσει τὸ βράδυ, ὥστε νὰ μπορέσω νὰ διαβάσω κάποιο ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ δὲν ἔχω διαβάσει. Στὴ στροφὴ πατάω φρένο γιὰ νὰ μὴ φύγω στὸ γκρεμὸ καὶ πάθει κάτι ὁ φίλος μου ὁ ἀνεμιστῆρας, ἀλλὰ ποῦ φρένο.
Κώστας Ποῦλος
Πηγή: neoplanodion.gr