Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τη διάσταση που έδιναν στους βοσκούς και βουκόλους στην αρχαιότητα, πράγμα που το διαπιστώνουμε μέσα από το έπος, τη μυθολογία και τα κείμενα, θα πρέπει να αποβάλουμε τη σημερινή αντίληψη που βασίζεται στην υποβάθμιση του επαγγέλματος που άρχισε από τα τέλη του 20 αιώνα.
Κάποτε, η ποιμενική ζωή εκτός από την οικονομική σημασία που είχε, συνδεόταν με μια πλούσια πολιτιστική παράδοση που δεν περιοριζόταν μόνο στα υλικά αγαθά, αλλά επεκτείνονταν και σε πνευματικές αναζητήσεις και καλλιτεχνικές εκφράσεις.
Ο βοσκός σκάλιζε την ποιμενική του ράβδο (γκλίτσα), κατασκεύαζε τον ποιμενικό αυλό (φλογέρα) με τα ίδια του τα χέρια κυρίως από ξύλο (καλάμι), αλλά και από φτερούγα πουλιού.
Λέγεται ότι οι καλύτερες φλογέρες γίνονταν από φτερούγα γύπα.
Με τη φλογέρα του σκορπούσε τις μελωδίες σε όλη τη φύση και μάγευε ακόμα και τα ζώα.
Από το θεό Πάνα, προστάτη των βοσκών, έμαθε να κατασκευάζει τη σύριγγα (αυλό του Πανός) που αποτελείται από μια σειρά από ανισομήκεις καλαμένιους σωλήνες κολλημένους μεταξύ τους.
Η σύριγγα θεωρείτο σύμβολο του θεού Πάνα και στην αρχαιότητα ήταν το κυριότερο μουσικό όργανο των βοσκών.
Η ζωή του βοσκού είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά:
Ο βοσκός είχε από τη μια πλευρά στενή επαφή με τη φύση και με το κοπάδι του, από την άλλη η δραστηριότητά του αυτή, του επέβαλε απομόνωση και μειωμένη κοινωνικότητα.
Αυτή η απομόνωση δεν είχε βέβαια μόνο αρνητικές πλευρές, αλλά και θετικές.
Η προσέγγιση στη φύση, η εξοικείωση με τα ζώα, σε συνδυασμό με την απομόνωση ευνοεί την αυτογνωσία και την ποιητική διάθεση.
Μπαίνοντας βαθύτερα στον κόσμο των βοσκών της αρχαιότητας, βεβαιωνόμαστε ότι είναι ένας γοητευτικός κόσμος γεμάτος περιπέτεια, συναίσθημα, ευθύνη.
Ο βοσκός έχει την ευθύνη του ποιμνίου και μαζί με τη βόσκηση έχει και το άρμεγμα και την παραγωγή τυριού, το κούρεμα.
Είναι κοντά στη φύση, τη μελετά, παρατηρεί τα φυσικά φαινόμενα, γίνεται γνώστης αυτών.
Μαθαίνει πολλά, όχι μόνο σαν εμπειρία ζωής, αλλά διευρύνει το νου και εμπλουτίζει τον ψυχικό του κόσμο.
Γίνεται μουσικός, ποιητής.
Τρανταχτό παράδειγμα ο Ησίοδος. Ο πατέρας του καταγόταν από την Αιολική Κύμη της Μικράς Ασίας, έφυγε όμως από εκεί, καθώς δεν κατόρθωσε να κάνει περιουσία από το ναυτεμπόριο, με το οποίο ασχολείτο και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας.
Εκεί στον Ελικώνα κατοικούσαν οι Μούσες, μας λέει η μυθολογία.
Ο Ησίοδος, όπως ο ίδιος αναφέρει, νεαρός έζησε ως βοσκός στα βουνά και αργότερα ασχολήθηκε με τη γη.
Το ιερό αυτό αγροτικό περιβάλλον τον ενέπνευσε και μάλιστα λέει ότι οι Μούσες του έδωσαν το χάρισμα αυτό της ποίησης.
Με τον Ησίοδο η ποίηση έρχεται πιο κοντά στον άνθρωπο, γιατί δεν περιορίζεται μόνο στη μυθολογία, αλλά εμπνέεται και από τη ζωή και τη φύση.
Το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του συνέβη καθώς έβοσκε τα πρόβατα, όπως μας διηγείται ο ίδιος στο προοίμιο της Θεογονίας του:
αἵ νύ ποθ᾽ Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν,
ἄρνας ποιμαίνονθ᾽ Ἑλικῶνος ὑπὸ ζαθέοιο.
τόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον ἔειπον,
Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο·
«ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα,
ἴδμεν δ᾽, εὖτ᾽ ἐθέλωμεν, ἀληθέα γηρύσασθαι.»
ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι·
καί μοι σκῆπτρον ἔδον, δάφνης ἐριθηλέος ὄζον
δρέψασαι θηητόν· ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
καί με κέλονθ᾽ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ᾽ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν.
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;
Κάποτε εκείνες δίδαξαν τον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι,
την ώρα που βοσκούσε το κοπάδι του, στου θεϊκού Ελικώνα τις πλαγιές.
Κι ήταν αυτός ο πρώτος λόγος τους, όπως μου μίλησαν
οι Ολυμπιάδες Μούσες, θεές και θυγατέρες του αιγίοχου Δία:
«Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι,
ξέρουμε εμείς και λέμε ψεύδη, σάμπως αληθινά,
ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να μιλούμε και την καθαρήν αλήθεια.»
Έτσι μου μίλησαν κι αποτελειώνοντας τον άρτιο λόγο τους, οι κόρες του μεγάλου Δία, μου προσφέρουν σκήπτρο, να κόψω
θαυμαστό κλαδί μιας δάφνης θαλερής, και μου ενέπνευσαν θεϊκή φωνή·
να ψάλλω όλα που έγιναν κι όσα θα γίνουν, προστάζοντας να υμνώ το γένος των μακάρων, των αιωνίων θεών, όμως αρχή και τέλος να τραγουδώ εκείνες –
αλλά τι κάθομαι κι ανιστορώ πράγματα περιττά, για δέντρα και για βράχια;
(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)
Καθώς λοιπόν κάποτε ο Ησίοδος έβοσκε τα πρόβατα στον Ελικώνα, τον πλησίασαν οι Μούσες σκεπασμένες με πυκνή ομίχλη από την κορυφή του βουνού όπου έσερναν τους χορούς τους.
Η φωνή τους ξύπνησε μέσα του τον ποιητή και αυτός εφοδιασμένος με κλωνάρι δάφνης, ένοιωσε ότι τον καλούν να τραγουδήσει τα μελλούμενα και τα περασμένα.
Εδώ πρόκειται για ένα γνήσιο βίωμα και αυτό είναι το ενδιαφέρον.
Το παράδοξο είναι ότι παρουσιάζει τις Μούσες να κακολογούν τους βοσκούς και να απευθύνονται σε αυτούς με προσβλητικά λόγια και χαρακτηρισμούς.
«Κακότροπα ανθρωπάκια που ασχολούνται μόνο με την κοιλιά τους, με τα υλικά».
Προφανώς ο ποιητής θέλει να τονίσει τη χαμηλή σφαίρα των καθημερινών ασχολιών και αναγκών σε αντιδιαστολή με την πνευματική ενασχόληση που προσφέρει η ποίηση.
Επισημαίνει επίσης την αλήθεια με την οποία προτίθεται να μιλήσει κι ας έχουν οι ποιητές την αντίθετη φήμη.
Πηγές:Ησιόδου, Θεογονία.
Ελληνική Μυθολογία, Ι.Θ.Κακριδή.