Ο ανόητος και ο βλάκας

Ο ανόητος είναι περιζήτητος, ιδίως στις κοσμικές συγκεντρώσεις. Φέρνει τους πάντες σε αμηχανία, μα προσφέρει ευκαιρίες για σχόλια. Μιλάει εκτός θέματος ακόμη και για τις γκάφες των άλλων, στρέφοντας αλλού τη συζήτηση. Ωστόσο δεν μας ενδιαφέρει, δεν είναι ποτέ δημιουργικός, μηρυκάζει.Ο ανόητος δεν λέει ότι η γάτα γαβγίζει, μιλάει για τη γάτα όταν οι άλλοι μιλούν για το σκύλο. Λαθεύει στους κανόνες της συζήτησης, κι όταν λαθεύει ωραία είναι υπέροχος. Νομίζω ότι πρόκειται για απειλούμενο είδος, είναι φορέας κυρίως αστικών αρετών .
«Και ο βλάκας;».
«Α, ο βλάκας δεν κάνει λάθη συμπεριφοράς. Κάνει λάθος συλλογισμούς. Είναι αυτός που λέει ότι όλοι οι σκύλοι είναι κατοικίδια και όλοι οι σκύλοι γαβγίζουν, όμως και οι γάτοι είναι κατοικίδια ζώα, επομένως γαβγίζουν.
Ή ότι όλοι οι Αθηναίοι είναι θνητοί, όλοι οι κάτοικοι του Πειραιά είναι θνητοί, επομένως όλοι οι κάτοικοι του Πειραιά είναι Αθηναίοι».
«Πράγμα που ισχύει».
«Ναι, αλλά συμπτωματικά. Ο βλάκας μπορεί να πει και κάτι σωστό, όμως για λανθασμένους λόγους».
«Λοιπόν. Στον κόσμο υπάρχουν οι κρετίνοι, οι ανόητοι, οι βλάκες και οι τρελοί».
«Εξαιρείται κανείς;»
«Ναι, εμείς οι δυο. Ή τουλάχιστον, δίχως να θέλω να σας προσβάλω, εγώ».


Ουμπέρτο Έκο

Για νεότερους ..

Νουθεσία σοφών ανθρώπων που έχουν αφήσει έντονα και θετικά το αποτύπωμα τους:

πάνω από τις θέσεις και από τις ευθύνες, το μόνο που μένει τελικά στη ζωή είναι οι ανθρώπινες σχέσεις…

Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου –και κάποτε θα πρέπει να απαλλαγούμε από την συγκατάβαση των μεγάλων.

Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά.»

Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε

Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο ποιητής της πρόκλησης και της μοναξιάς. 

Εάν ένας άνθρωπος κυνηγάει τα λεφτά, είναι άπληστος, εάν τα φυλάει είναι τσιγκούνης, αν τα ξοδεύει είναι σπάταλος, αν δεν έχει λεφτά τότε είναι ανίκανος, αν δεν θέλει να τα έχει είναι άβουλος. Εάν τα έχει από κληρονομιά είναι χαραμοφάης και αν τα μάζεψε στη διάρκεια της ζωής του είναι κλέφτης.


Ανώνυμος

«Το 1987 η Ελλάδα δοκιμαζόταν από μια παρατεταμένη λειψυδρία»

«Το 1987 η Ελλάδα δοκιμαζόταν από μια παρατεταμένη λειψυδρία»: Η Αννίτα Π. Παναρέτου θυμάται την προηγούμενη φορά που αναδύθηκε το Κάλλιον από τη λίμνη

Η βραβευμένη συγγραφέας μοιράζεται με το Marie Claire προσωπικές φωτογραφίες από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και τη διαδρομή που την οδήγησε στη συγγραφή μιας νουβέλας εμπνευσμένης από την ιστορία του βυθισμένου χωριού, με τίτλο «Καλλίστη. Το χρονικό μιας ανομβρίας».

από την 

10/09/2024 

ΤΟ ΚΑΛΛΙΟΝ ΤΟ 1993. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΑΝΝΙΤΑ Π. ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ

Ήταν ένα τυχαίο γεγονός πριν από πολλά χρόνια που ενέπνευσε την Αννίτα Π. Παναρέτου να γράψει τη νουβέλα «Καλλίστη. Το χρονικό μιας ανομβρίας» (εκδ. Αλφειός, 2022), βασισμένη στην αληθινή ιστορία του χωριού Κάλλιον, το οποίο βυθίστηκε ολοκληρωτικά στη λίμνη του Μόρνου μετά την κατασκευή του φράγματος. Φέτος το καλοκαίρι, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο ανομβρίας, η στάθμη του νερού άρχισε να κατεβαίνει δραματικά, αποκαλύπτοντας τα ρημαγμένα πλέον σπίτια του.

Οι δυστοπικές όσο και εντυπωσιακές εικόνες από το Κάλλιον, που αναδύθηκε σαν τη χαμένη Ατλαντίδα, δημοσιεύτηκαν ακόμα και σε διεθνή μέσα. Ενώ η Αττική βρέθηκε για ακόμα μία φορά αντιμέτωπη με την απειλή της λειψυδρίας που ίσως, με υπέρμετρη αισιοδοξία, νομίζαμε ότι είχαμε αφήσει πίσω μας, η συγγραφέας –βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών για το βιβλίο της «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου…» (εκδ. Παπαδόπουλος, 2020), μια συλλογή μαρτυριών από Έλληνες μη Εβραίους ομήρους και αιχμαλώτους σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα- μοιράστηκε μαζί μας φωτογραφίες του προσωπικού αρχείου της από το Κάλλιο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και τη διαδρομή της μέχρι τη συγγραφή της «Καλλίστης»:

«Το μακρινό 1987 η Ελλάδα δοκιμαζόταν από μια παρατεταμένη λειψυδρία, που όμοιά της οι τότε νέοι δεν μπορούσαν να θυμηθούν.

»Περπατώντας μια μέρα στον δρόμο διέκρινα σε μια κρεμασμένη εφημερίδα την αλλόκοτη εικόνα ενός σπιτιού. Δεν ήταν εικόνα καταστροφής, δεν υπήρχαν σημάδια πυρκαγιάς, δεν υπήρχαν σημάδια του χρόνου. Τόσο αλλόκοτο μου φάνηκε αυτό που έβλεπα, ώστε σκέφτηκα προς στιγμήν ότι επρόκειτο για ζωγραφικό πίνακα. Πλησιάζοντας διάβασα ότι επρόκειτο για ένα σπίτι του χωριού που βυθίστηκε στα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου και που με την ανομβρία αναδύθηκε ξανά. Η λεζάντα δεν ανέφερε όνομα.

«Τόσο αλλόκοτο μου φάνηκε αυτό που έβλεπα, ώστε σκέφτηκα προς στιγμήν ότι επρόκειτο για ζωγραφικό πίνακα. Πλησιάζοντας διάβασα ότι επρόκειτο για ένα σπίτι του χωριού που βυθίστηκε στα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου και που με την ανομβρία αναδύθηκε ξανά».

»Εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα και μίλησα για την εικόνα σε μια αγαπημένη φίλη. Μου είπε πως κάποιοι κάτοικοι επέστρεφαν για να καθίσουν στις αυλές των παλιών σπιτιών τους.

»Η πληροφορία με συντάραξε και τότε άρχισε να γράφεται η “Καλλίστη”, που δεν ολοκληρώθηκε παρά είκοσι χρόνια αργότερα. Βρισκόταν όμως πάντα στη σκέψη – και στην καρδιά μου. Έτσι, το 1993 επισκέφθηκα τη λίμνη του Μόρνου. Τα νερά του ταμιευτήρα δεν είχαν επανέλθει στην προηγούμενη στάθμη τους και το χωριό εξακολουθούσε να βρίσκεται απλωμένο σε μια μικρή πλαγιά. Τότε είδα και μια πινακίδα με το όνομα Κάλλιον.

»Εκεί πια ταρακουνήθηκα για τα καλά. Καλλίστη-Κάλλιον! Τράβηξα μερικές φωτογραφίες, που μάλλον αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο για την τότε κατάσταση του χωριού, ασύγκριτα καλύτερη από τη σημερινή, όπως έχει κατ’ επανάληψη προβληθεί από τα ΜΜΕ.

»37 χρόνια μετά, η Καλλίστη αναδύθηκε ξανά. Η ιστορία επαναλήφθηκε -πόσο κρίμα- και το χρονικό της ανομβρίας έγινε και πάλι επίκαιρο».Το Κάλλιον το 1993. Φωτογραφία: Αννίτα Π. ΠαναρέτουΤο Κάλλιον το 1993. Φωτογραφία: Αννίτα Π. Παναρέτου

Η περιγραφή του βιβλίου «Καλλίστη. Το χρονικό μιας ανομβρίας»

Όταν φτιάχτηκε το φράγμα, αιχμαλωτίστηκε το νερό και πήρε την Καλλίστη μαζί του. Κράτησε για χρόνια στην υγρή αγκαλιά του τα έργα και τις ιστορίες των ανθρώπων της κι έγιναν όλα ένα τοπίο του βυθού.

Οι ίδιοι οι άνθρωποι είχαν μετοικήσει σε νέο τόπο, σε νέο μέλλον. Μόνο ένας αλαφροΐσκιωτος νοσταλγός ήταν βέβαιος πως το βουλιαγμένο χωριό του ζούσε μια άλλη ζωή, σ’ έναν άλλο χρόνο.

Εκεί ήθελε να ανήκει.

Ίσως επειδή το ήθελε τόσο, ήρθε η ανομβρία.

Το νερό ολοένα χαμήλωνε και, σαν να έγινε η βαρύτητα άνωση, αναδύθηκε η Καλλίστη μαλακά στην επιφάνεια κι εκείνος την αναδέχθηκε, καθώς επέστρεφε λίγο λίγο.

Η δυστοπική εικόνα της ήταν στα μάτια του πάντα καλλίστη, με ένα κάλλος αλλιώτικο, φιλοτεχνημένο από τη στοργική υδάτινη φροντίδα.

Πήρε την απόφαση να μείνει μαζί της ζώντας μια πρωτόγνωρη πραγματικότητα και περιμένοντας τη στιγμή που το δικό του μέλλον, μεταλλαγμένο σε βροχή, θα απαιτούσε μια επόμενη απόφαση – την τελευταία.