Μέχρι να κάνεις το ασυνείδητο συνειδητό, αυτό θα κατευθύνει τη ζωή σου και εσύ θα το αποκαλείς μοίρα…


Καρλ Γιουνγκ,

Ελβετός ψυχίατρος, που ανέπτυξε την αναλυτική ψυχολογία, καθώς και έννοιες όπως η εξωστρεφής και ενδοστρεφής προσωπικότητα, οι αρχέτυποι και το συλλογικό ασυνείδητο.

    Νίτσε: 5 πράγματα που πρέπει να ξέρεις για τον σπουδαίο Γερμανό φιλόσοφο 

    Νίτσε: 5 πράγματα που πρέπει να ξέρεις για τον σπουδαίο Γερμανό φιλόσοφο

    Η έννοια του Υπερανθρώπου, η εκμετάλλευση του έργου του από τον Χίτλερ, η ψυχική διαταραχή και ο θάνατός του. 

    Στις 15 Οκτωβρίου του 1844, γεννήθηκε ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε, ένας από τους σπουδαιότερους φιλοσόφους του 19ου αιώνα. Ο Νίτσε αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους, ενώ τα έργα του επηρέασαν σημαντικά τη φιλοσοφία, τη θεολογία και τις τέχνες του 20ου αιώνα και η νιτσεϊκή φιλοσοφία ενέπνευσε όλους τους διανοούμενους που ακολούθησαν.

    1. Η θεματολογία των έργων του

    Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν τον «θάνατο του Θεού», την ύπαρξη του Υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό καθώς και τη θεωρία της ηθικής κυρίων – δούλων. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Η ριζική αμφισβήτηση από μέρους του της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας έχει οδηγήσει σε αμέτρητες διαμάχες και η επίδρασή του παραμένει ουσιαστική, κυρίως στους κλάδους του υπαρξισμού, του μεταμοντερνισμού και του μεταστρουκτουραλισμού. Στον Υπεράνθρωπο η ελευθερία, η υγεία και η δύναμη χαρακτηρίζονται ως τα απόλυτα αγαθά και η επιστροφή στην αρετή είναι το γνώρισμα εκείνο που θα καταξιώσει τον άνθρωπο.

    2. Η παρερμηνεία από τον Χίτλερ

    Ο Αδόλφος Χίτλερ βασίστηκε στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία τού εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο («Τάδε έφη Ζαρατούστρα»), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε είδους αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απάνθρωπο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Νίτσε προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευθούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».

    3. Η ψυχική διαταραχή

    Στις 3 Ιανουαρίου 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, σε κλινική της Ιένας, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλείτο δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, συνοδευόμενες συχνά από περιστατικά βίαιης συμπεριφοράς. 

    4. Η αδελφή του και τα χειρόγραφα

    Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Εκτός από τη φροντίδα του, η Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε ανέλαβε χρέη εκδότριας και επιμελήτριας των χειρογράφων του, ενώ προηγουμένως εξασφάλισε επίσης όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε, που μέχρι πρότινος κατείχε η μητέρα του. Ήταν παντρεμένη με τον Μπέρναρντ Φούρστερ, ηγετική μορφή του αντισημιτικού μετώπου της γερμανικής ακροδεξιάς, και ξαναδούλεψε αρκετά από τα ανέκδοτα χειρόγραφα του Νίτσε υπό το φως των ιδεών του Φούρστερ, ριζικά αντίθετων από τις απόψεις του φιλόσοφου, οι οποίες ήταν ξεκάθαρα εναντίον του αντισημιτισμού και του εθνικισμού .

    5. Ο θάνατός του

    Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 55 ετών. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.

    «Αν κάποιος δεν είχε έναν καλό πατέρα, τότε πρέπει να δημιουργήσει έναν».Τι εννοεί ο Νίτσε με αυτό;

    Με την πρώτη ματιά, το απόσπασμα του Νίτσε φαίνεται παράξενο. Πώς μπορεί κανείς να «δημιουργήσει» έναν πατέρα; Ο φιλόσοφος δε μιλούσε για κάποιο φουτουριστικό πείραμα κλωνοποίησης αντίθετα, άγγιζε μια ισχυρή ιδέα για την αυτοδυναμία και την προσωπική ανάπτυξη.

    Αν ο βιολογικός σας πατέρας ήταν απών, αμελής ή απλώς δεν ενσάρκωνε τα χαρακτηριστικά που χρειαζόσασταν σ’ ένα πρότυπο, ο Νίτσε προτείνει ότι είναι στο χέρι σας να εφεύρετε αυτή τη φιγούρα. Αλλά πώς ακριβώς «δημιουργεί» κανείς έναν πατέρα;

    Όχι κυριολεκτικά, φυσικά. Η ιδέα του Νίτσε αφορά περισσότερο τη δημιουργία των ιδιοτήτων που θα θέλατε να σας είχε δώσει ένας πατέρας. Σκεφτείτε τις αξίες που θα περιμένατε από έναν καλό πατέρα: δύναμη, σοφία, υπευθυνότητα, ακεραιότητα. Αν δεν έχετε λάβει αυτή την καθοδήγηση, λέει ο Νίτσε, μπορείτε να καλλιεργήσετε αυτά τα χαρακτηριστικά μέσα σας. Είναι σαν να γίνεσαι ο δικός σου μέντορας, διαμορφώνοντας τον εαυτό σου στο πρόσωπο που θα σε βοηθούσε να γίνεις ο ιδανικός σου πατέρας.

    Δεν είναι πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις;
    Σίγουρα! Δεν είναι τόσο απλό να πεις «Θα γίνω σοφός τώρα». Η σοφία, η δύναμη και το ηθικό σθένος δεν έρχονται από τη μια μέρα στην άλλη και η διαδικασία ανάπτυξής τους μπορεί να είναι άβολη.

    Αλλά σκεφτείτε το έτσι: δεν είναι όλα τα σημαντικά πράγματα δύσκολα; Αν ήσασταν αρκετά τυχεροί ώστε να έχετε έναν σπουδαίο πατέρα, θα πρέπει και πάλι να αγωνιστείτε για να ενστερνιστείτε τις αξίες που προσπάθησε να σας μεταδώσει. Έτσι, κατά μία έννοια, πρόκειται για το ίδιο είδος προσπάθειας απλώς κατευθύνεται από εσάς, όχι από μία εξωτερική φιγούρα. Βέβαια, η βιωματική προσέγγιση είναι πάντα η καλύτερη μέθοδος για να υιοθετηθεί ένας τρόπος ζωής για αυτό και πολλοί εκπαιδευτικοί υποστηρίζουν πως τα παιδιά δεν ακούν αυτά τα που τους λες αλλά βλέπουν αυτά που πράττεις.

    Αυτό δεν έχει να κάνει με τη μίμηση κάποιου ανέφικτου ιδανικού. Αντίθετα, πρόκειται για το να αναλογιστείτε ποιες ιδιότητες θαυμάζετε και να οικοδομήσετε μια ισχυρότερη εκδοχή του εαυτού σας γύρω από αυτές. Είναι μια αυστηρά προσωπική διαδικασία.

    Δεν είναι άδικο να ζητάς από κάποιον να το κάνει αυτό;
    Η ζωή, σύμφωνα με τον Νίτσε, είναι συχνά άδικη. Αλλά ο φιλόσοφος δεν ενδιαφερόταν για τη δικαιοσύνη ενδιαφερόταν για τη δύναμη. Ολόκληρη η φιλοσοφία του επικεντρώνεται στο να γινόμαστε πιο δυνατοί και πιο ανθεκτικοί μέσα από τις δυσκολίες. Αν σας έχουν μοιράσει άσχημα χαρτιά μ’ έναν απόντα ή ανεπαρκή πατέρα, ο Νίτσε δε θα έλεγε ότι έχετε αδικηθεί θα έλεγε ότι σας δόθηκε μια ευκαιρία. Αυτή είναι η ευκαιρία σου να χτίσεις τον εαυτό σου, να γίνεις ο άνθρωπος που χρειαζόσουν.

    Τι μας διδάσκει αυτό το απόφθεγμα λοιπόν για την ανάπτυξη;

    Η ουσία αυτού του αποσπάσματος αφορά την αυτοδημιουργία. Η ιδέα του Νίτσε δεν περιορίζεται στους πατέρες μιλάει για οποιοδήποτε κενό μπορεί να βιώνουμε στην ανατροφή μας. Ίσως σας έλειπε η αγάπη, η σταθερότητα ή η υποστήριξη. Ο Νίτσε υποστηρίζει ότι αυτά τα κενά στη ζωή μας δε χρειάζεται να μας καθορίζουν αρνητικά. Στην πραγματικότητα, παρέχουν ένα θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορούμε να χτίσουμε. Αντί να βλέπετε τη ζωή σας με βάση αυτά που δεν πήρατε, προτείνει να ρωτάτε: Τι μπορώ να δημιουργήσω;

    Και πάμε στην κορφή του παγόβουνου. Χρειάζεστε πραγματικά έναν πατέρα για να αναπτυχθείτε;

    Το απόσπασμα του Νίτσε μας υπενθυμίζει ότι, αν και το να έχεις έναν καλό πατέρα μπορεί να είναι ευεργετικό, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Η ζωή μπορεί να μη σας δώσει την ιδανική γονική φιγούρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είστε καταδικασμένοι να είστε ατελείς. Αντίθετα, η απουσία ενός καλού πατέρα μπορεί να γίνει ένα ισχυρό κίνητρο, ωθώντας σας να γίνετε η δική σας πηγή καθοδήγησης, σοφίας και δύναμης.

    Τελικά, αυτό είναι ένα κάλεσμα να αναλάβετε τον έλεγχο της ζωής σας. Ο Νίτσε μας ενθαρρύνει να σταματήσουμε να περιμένουμε κάποιον άλλο να καλύψει τα κενά και μα γίνουμε οι δημιουργοί σαν άλλοι «θεοί» της δικής μας πραγματικότητας.

    Πηγή: lavart.gr

    Οι τζαμπατζήδες (λαθροθεατές) έχουν την δική τους ιστορία

    Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

    Ήταν τόσοι οι τζαμπατζήδες που είχαν ανέβει στην ταράτσα μιας αποθήκης, τον Ιούλιο 1933, για να παρακολουθήσουν την προβολή του θερινού κινηματογράφου «Παναθήναια» στην οδό Χαρ. Τρικούπη, ώστε η στέγη κατέρρευσε με αποτέλεσμα δεκάδες άνδρες και γυναικόπαιδα να προσγειωθούν… ανώμαλα στο υπόγειο. Το φαινόμενο ήρθε στην επικαιρότητα, δημοσιογράφοι και λογοτέχνες αναγκάστηκαν να ασχοληθούν με την περιγραφή του και οι αρχές με την περιστολή του.

    Αλλά όσο άκμαζαν οι θερινοί κινηματογράφοι στις γειτονιές, μέχρι και την δεκαετία του 1970, οι μικροί και μεγάλοι τζαμπατζήδες ήταν αναπόσπαστο μέρος τους. Εξάλλου, με το τζάμπα ή τσάμπα, λέξη που προέρχεται από την τουρκική «caba», έχουν ασχοληθεί οι σημαντικότεροι λογοτέχνες μας από τον 19ο αιώνα ακόμη. Όπως και με τους τζαμπατζήδες ή τις τζαμπατζούδες, δηλαδή εκείνους και εκείνες που συστηματικά επιδιώκουν ή καταφέρνουν να αποκτήσουν ή να απολαύσουν κάτι χωρίς να πληρώσουν. Τι κι αν ο Θεολόγος Βοσταντζόγλου επέμενε στη χρήση της λέξης λαθροθεατής[1]; Τζαμπατζή συνέχισε να τον αποκαλεί ο ελληνικός λαός.

    Το Θέατρο της Αλυσίδας, αρχές 20ού αιώνος.

    «Απ’ αιγείρου θέα»

    Αλλά οι τζαμπατζήδες δεν είναι υπόθεση της Νεώτερης Ιστορίας. Στην αρχαιότητα υπήρχε η παροιμιώδης φράση «αιγείρου θέα» ή «απ’ αιγείρου θέα», η οποία τους αφορούσε. Στην αίγειρο, στην περίφημη αυτή σκούρα λεύκη των Αθηνών, την οποία μνημονεύουν διάφοροι αρχαίοι συγγραφείς (Ησύχιος, Ερατοσθένης κ.ά.) ανέβαιναν αυτοί που ήθελαν να παρακολουθήσουν την παράσταση τζάμπα ή εκείνοι που δεν έβρισκαν θέση στα ξύλινα καθίσματα, αφού ακόμη δεν είχε ανεγερθεί λίθινο θέατρο στην Αθήνα! Έκτοτε η φράση «απ’ αιγείρου θέα» καθιερώθηκε στη φιλολογική παράδοση και χρησιμοποιείτο από Έλληνες και ξένους για τους τζαμπατζήδες.

    Όσο για τα νεώτερα χρόνια, πρέπει να αναζητήσουμε την εμφάνιση των τζαμπατζήδων, ιδιαίτερα των πιο δημοφιλών που φρόντιζαν να παρακολουθούν δωρεάν θεάματα, στις αρχές του 20ού αιώνος. Όταν τα υπαίθρια καλοκαιρινά θεατράκια άρχισαν να απλώνονται στις αθηναϊκές γειτονιές. Γύρω τους ξεφύτρωναν καφενεδάκια, οι θαμώνες των οποίων συγκεντρώνονταν για να ακούνε τα τραγούδια. Όταν δε σταματούσε η κίνηση του δρόμου και κόπαζε ο θόρυβος από τα τραμ και τα αμάξια, ακουγόταν καλά και η πρόζα. Οπότε με έναν καφέ ή με ένα λουκούμι οι τζαμπατζήδες απολάμβαναν σχεδόν ολόκληρη παράσταση, αρκούσε να έχουν βρει ένα τραπεζάκι, όπως μας πληροφορεί ο Γρηγόριος Ξενόπουλος[2].

    Με το πέρασμα του χρόνου και όσο πυκνοκατοικούνταν οι γειτονιές, δεν ήταν μόνον τα καφενεία που φρόντιζαν να κερδίζουν από τους τζαμπατζήδες. Ήταν και τα γύρω σπίτια, τα οποία εκμεταλλεύονταν την περίσταση για να απολαύσουν δωρεάν τις παραστάσεις οι ίδιοι αλλά και οι φίλοι και γνωστοί τους. Τι κι αν οι θεατρώνηδες προσπαθούσαν να απομονώσουν τα αδιάκριτα βλέμματα με τέντες που άπλωναν εδώ κι εκεί, δεξιά, αριστερά και πάνω από την σκηνή. Οι τζαμπατζήδες ανέβαιναν πιο πάνω, στις ταράτσες, χρησιμοποιούσαν τα παράθυρα, τα μπαλκόνια και όποιο σημείο του σπιτιού τούς επέτρεπε να απολαύσουν το δωρεάν θέαμα. Σε μεγάλη ακτίνα γύρω από τα θεατράκια, στη σιγή της νύχτας, τα σπίτια μετατρέπονταν σε θεωρεία πρώτης τάξεως. Τι κι αν ο κόσμος του θεάτρου, από τους συγγραφείς έως τους κομπάρσους, διαμαρτυρόνταν; Το πρόβλημα ήταν άλυτο. Ο τζαμπατζής θα βρει την καλή παράσταση, όπου και να πάει, έγραφε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο οποίος με την γλαφυρή του πένα απαθανάτισε το φαινόμενο γράφοντας πως ήταν «ο σκόρος του θεάτρου»[3]. Για να αντιμετωπιστεί το… κακό ο αείμνηστος Δημήτρης Χατζόπουλος, που έγραφε και με το ψευδώνυμο Μποέμ πρότεινε να γίνει ειδική κατηγορία εισιτηρίων, τα «τζαμπατζίδικα» ώστε τουλάχιστον να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα μέσω της «νομιμοποίησής» του[4].

    Τα «σπουργίτια»

    Με μία ειδική και συμπαθή κατηγορία τζαμπατζήδων ασχολήθηκε ο Μιλτιάδης Γ. Λιδωρίκης. Τα «σπουργίτια των κινηματογράφων», όπως τα αποκαλούσε και ήταν τα μικρά παιδιά, τα τρυφερά ανήλικα[5]. Όταν οι οθόνες των κινηματογράφων απλώνονταν ακόμη στις πλατείες, αναρίθμητα παιδιά έρχονταν πίσω από την οθόνη και σκύβοντας περνούσαν μπροστά και στέκονταν στρυμωγμένα σίρριζα στο πανί. Το ένα κοντά στο άλλο σήκωναν τα μικρά κεφαλάκια τους για να μπορέσουν να διακρίνουν και να εννοήσουν τι παρίστανε ο κινηματογράφος που τον έβλεπαν από θέση μαρτυρική.

    Έβλεπαν μόνον μακριές και όρθιες σκιές που έτρεμαν και αποτελούσαν ένα σύνολο το οποίο κούραζε τα μάτια και το λαιμό. Παρά ταύτα, τα.. σπουργιτάκια μαζεύονταν και παρακολουθούσαν με ανοικτό το στόμα σαν τα πουλάκια την ώρα που τους φέρνουν την τροφή τος. Έτσι μας τα παρουσίασε ο Μιλ. Λιδωρίκης εκφράζοντας έναν πόθο και μία ευχή. Ήθελε να είναι πλούσιος και να είχε την δυνατότητα να στήσει έναν κινηματογράφο με θέσεις αναπαυτικές. Και τις θέσεις αυτές να τις διαθέτει στα… σπουργίτια δωρεάν ώστε να μην αντικρίζει το σκληρό θέαμά τους να τρυπώνουν κάτω από το λευκό πανί.

    Τραμ του μεσοπολέμου «πνιγμένο» από τζαμπατζήδες.

    Οι καλοί

    Ανάμεσα στ’ άλλα επίσημος τζαμπατζής στα θεάματα γινόταν το κράτος, το οποίο με διάφορους τρόπους εξασφάλιζε στους λειτουργούς του δωρεάν εισιτήρια. Ήδη, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, κάθε δημόσια υπηρεσία είχε και από δύο θέσεις στα θέατρα. Το Φρουραρχείο, η Διεύθυνση της Αστυνομίας, το Πρωτοδικείο, η Εισαγγελία, οι ανακριτικές Αρχές, το υπουργείο Εσωτερικών, το αρχηγείο της Χωροφυλακής, το Σώμα Στρατού κ.ο.κ.

    Βεβαίως οι τζαμπατζήδες δεν αφορούσαν μόνον στα θεάματα. Επέκτειναν τις δραστηριότητές τους σε σειρά κοινωνικών και άλλων εκδηλώσεων, όπως οι αγώνες στα γήπεδα, η μετακίνηση με τα τραμ κ.ά. Ο δημοσιογράφος Ν. Γιοκαρίνης έσπευσε να μιλήσει για τους καλούς και κακούς τζαμπατζήδες. Στους πρώτους κατέγραφε τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, τον φτωχό αυτάδελφο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο οποίος όταν σκοτείνιαζε πήγαινε στο περίπτερο ενός φίλου του στην Ομόνοια για να διαβάσει τις εφημερίδες[6].

    Οι κακοί

    Στους δεύτερους, στους… κακούς τζαμπατζήδες, περιλάμβανε κυρίες της αποκαλούμενης «καλής κοινωνίας», τις τζαμπατζούδες, οι οποίες παρευρίσκονταν απρόσκλητες σε πολλές κοσμικές συγκεντρώσεις και δεξιώσεις και τιμούσαν με το παραπάνω τους μπουφέδες.

    «Φωτογράφισε» μάλιστα κάποια που είχε τέτοιο θράσος, ώστε δεν δίστασε η αφιλότιμη να εισχωρήσει και σε επίσημο ταξίδι της Ολυμπιακής Επιτροπής από την Αθήνα στην Ολυμπία και στο οποίο συμμετείχαν ο διάδοχος και υπουργοί. Όταν δε αποκαλύφθηκε, απλά δήλωσε… θαυμάστρια του Κουμπερτέν[7]!

    Ο γλυκύς ουρανός

    Όσο για την υπόθεση του 1933, όταν κατέρρευσε στέγη με τζαμπατζήδες ήταν περιστατικό που αποκάλυπτε την… ακμή του φαινομένου. Συνέβη στον υπαίθριο ομιλούντα κινηματογράφο «Παναθήναια» στο τέρμα της οδού Χαριλάου Τρικούπη. Είκοσι γείτονες, άνδρες και γυναικόπαιδα, είχαν ανέβει στην ταράτσα παρακείμενης αποθήκης. Αργότερα προστέθηκαν και άλλοι και υπό το βάρος τόσων θεατών έπεσε η στέγη και βρέθηκαν όλοι μέσα στην αποθήκη. Η συνοικία αναστατώθηκε από τους θρήνους και τις κραυγές των τζαμπατζήδων και τα αστυνομικά όργανα φρόντισαν για την μεταφορά τους στο παρακείμενο Γαλλικό Νοσοκομείο[8].

    Ήταν τόσο έντονο το φαινόμενο ώστε το σύνολο των χρονογράφων φρόντισαν τουλάχιστον μία φορά να απασχολήσουν τη στήλη τους με το θέμα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 εξάλλου, είχε αρχίσει η… καταδίωξη των τζαμπατζήδων. Αλλά ο γλυκύς ελληνικός ουρανός και η νοοτροπία ενός ολόκληρου λαού συνέτειναν στην διαιώνιση του φαινομένου. Το φαινόμενο δεν εξαφανίστηκε βέβαια, αφού όλοι μας –λίγο πολύ– τουλάχιστον στα παιδικά μας χρόνια βρήκαμε τρόπο να παρακολουθήσουμε κάποιο έργο σε θερινό συνοικιακό σινεμά.

    Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 28 Ιουλίου 2013

    Πηγή: αθηναϊκά