Είμαστε για τα πανηγύρια!

Γιατί οι νέοι αγαπούν τόσο πολύ τα πανηγύρια

Μουσική, χορός, φαγητό και ποτό έχουν την τιμητική τους στα ατέλειωτα παραδοσιακά πανηγύρια που γίνονται κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΩΡΓΙΑ ΔΡΑΚΑΚΗ/travel.gr

Πανοραμική λήψη από το πανηγύρι στις Ράχες στην Ικαρία/Photo: Marketing Greece

Τα insta stories του Αυγούστου είναι γεμάτα γλέντι, new age διονυσιασμό και τσίκνα με τα πανηγύρια ανά την Ελλάδα να έχουν την τιμητική τους και να αποτελούν τον απόλυτο, άχαστο προορισμό. Πώς συνέβη όμως αυτό;

Ο σκηνοθέτης Κώστας Κουτσολέλος γράφει στο χιουμοριστικό του προφίλ στο Facebook κάποια στιγμή το εξής: «Αρχίσανε βλέπω και τα ικαριώτικα γλέντια που χοροπηδάνε οι μοντέρνοι πάνω κάτω και νομίζουν ότι διονυσιάζονται». Γέλασα. Τα τελευταία χρόνια, η στροφή στην παράδοση, από εκεί που ήταν μια επιλογή εντός συγκεκριμένου πολιτιστικού πλαισίου, έχει γίνει μέινστριμ. Το πανηγύρι (και ιδίως κάποια συγκεκριμένα) είναι στην εποχή μας ό,τι ήταν κάποτε το Villa Mercedes και το Plus Soda -hot προορισμός, πεδίο συνάντησης ανθρώπων και σωμάτων, και όλα αυτά χωρίς το ξόδεμα μισής περιουσίας. Εάν οι urban νέοι των 90s ενημερώνονταν από μία χρονοκάψουλα ότι οι νέοι των mid 20s θα έπιναν τσίπουρο και θα λάτρευαν κλαρίνο και βιολί, μπορεί και να μην το πίστευαν. Και σίγουρα, δεν θα πίστευαν ότι ο Δήμος Αθηναίων θα διοργάνωνε το απόλυτο αστικό πανηγύρι στον Λυκαβηττό.

Τι έχει κάνει όμως τον θεσμό των πανηγυριών να είναι τόσο hot τα τελευταία τουλάχιστον πέντε χρόνια, αν όχι και περισσότερο; H επικοινωνιολόγος και Διδάκτωρ στο Πάντειον ΠανεπιστήμιοΛήδα Τσενέ, σχολιάζει σχετικά: «Τα πανηγύρια πάντοτε κατείχαν μια ιδιαίτερη θέση στην παράδοση της Ελλάδας και αποτελούν μέρος της ταυτότητας, του brand μας ως προορισμού. Σίγουρα όλοι μας έχουμε βρεθεί σε κάποιο από αυτά, είτε γιατί κάποιος μας τράβηξε ως εκεί, είτε γιατί αποτελεί μέρος και απαραίτητη προϋπόθεση για να βιώσει κανείς την πολιτιστική/κοινωνική εμπειρία της επίσκεψης σε έναν τόπο -όπως για παράδειγμα στην Ικαρία-, είτε γιατί απλά τυχαίνει να είναι η σημαντικότερη έξοδος που μπορεί να κάνει ένας 16χρονος έφηβος στις οικογενειακές διακοπές του, είτε γιατί από FOMO (fear of missing out) πρέπει να πάμε και εμείς και να ποστάρουμε ότι “αισθανόμαστε χαρούμενοι στην τοποθεσία πανηγύρι στη Λόζα στην Αμοργό”.

Ικαριώτικο πανηγύρι/Photo: Shutterstock

Τα τελευταία χρόνια ωστόσο και σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις ότι η γενιά Z σνομπάρει τις παραδόσεις, βλέπουμε όλο και περισσότερους εκπροσώπους της να συμμετέχουν φυσικά και ψηφιακά σε αυτά τα μεγάλα γλέντια του Αυγούστου, όπου οι σμίγουν οι γενιές, οι ντόπιοι και οι επισκέπτες. Το ενδιαφέρον για αυτή τη μορφή παραδοσιακής διασκέδασης και συνεύρεσης, ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία ειδικής εφαρμογής, η οποία καταγράφει όλα τα πανηγύρια που συμβαίνουν στη δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά και το θέμα που παρουσίασε η καλλιτεχνική ομάδα που εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 60η Bienalle της Βενετίας. Και τα δύο, με διαφορετικό ίσως τρόπο, αντανακλούν το υβριδικό αποτύπωμα των ελληνικών πανηγυριών στις ζωές όλων μας».

Από τον 7ο αιώνα π.Χ., ο αρχαίος λυρικός ποιητής Αρχίλοχος από την Πάρο χρησιμοποιεί τη λέξη «πανήγυρις»: «Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης τὴν πανήγυριν σέβων». Αυτό το έθιμο των αρχαίων Ελλήνων να μαζεύονται για να γιορτάσουν τους θεούς τους συνεχίστηκε και όταν οι θεοί έγιναν ένας θεός. Το πανηγύρι στο σύμπαν της χριστιανοσύνης αποτελούσε ένα δυνατό κύτταρο της κοινότητας.

Οι άνθρωποι, ομόψυχα και ομαδικά, ορμούσαν στο γλέντι και στο χορό, ξεχνώντας για λίγο τις διαφορές τους ή τα προβλήματα, για να απολαύσουν το συναίσθημα του «ανήκειν» και να τιμήσουν τον τόπο τους, τρώγοντας ντόπια εδέσματα και χορεύοντας με την παραδοσιακή μουσική. Τα πανηγύρια χωρίζονταν, παλιά, σε τρία σκέλη: πρώτο το θρησκευτικό, με λειτουργία στην εκκλησία και λιτάνευση της εικόνας, δεύτερο το ψυχαγωγικό, με όργανα, μουσική και χορό και τρίτο το οικονομικό, καθώς στήνονταν υπαίθρια παζάρια. Ο καθηγητής Λαογραφίας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Μανόλης Βαρβούνης επισημαίνει ότι το πανηγύρι αποτελούσε και μία ευκαιρία για τα δύο φύλα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ώστε να γίνουν συνοικέσια που τις περισσότερες φορές οδηγούσαν σε γάμους.

Παραδοσιακό πανηγύρι στην Ίο/Photo: Shutterstock

Φυσικά, μέχρι σήμερα, στα πανηγύρια οι άνθρωποι, και ιδίως οι νεότεροι, φλερτάρουν και ερωτεύονται. Η διαδικασία του χορού, που πολλές φορές προσομοιάζει στην ίδια την ερωτική πράξη, βοηθά πολύ τα σώματα και τις ψυχές να πλησιάσουν. Ο ιδρώτας, η έξαψη, τα χέρια ανακατεμένα προς τα πάνω, η μουσική που ενώνει και το ποτό που ζαλίζει. Για την Μυρτώ Στέλιου, graphic designer ετών 32, με έδρα της την Κυψέλη, τα πανηγύρια αποτελούσαν πάντα ένα σημαντικό γεγονός στην ζωή της, κι ας μη χόρευε. Κατάγεται από ένα χωριό της Ηπείρου και μιλά στο travel.gr σχετικά: «Το πρώτο πανηγύρι που θυμάμαι να χορεύω πάρα πολύ και να νιώθω έντονα το αίσθημα ότι γουστάρω ήταν στα 23 μου χρόνια περίπου σε ένα πανηγύρι στην Αθήνα, όπου έπαιζε ο Πετρολούκας Χαλκιάς. Είχα γλεντήσει πάρα πολύ κι από τότε το ζητάω συνέχεια αυτό το πράγμα. Το να πηγαίνω σε πανηγύρια με φέρνει σε επαφή και επικοινωνία με τις ηπειρώτικες ρίζες μου και αυτό μού αρέσει. Είναι ένα πολύ συγκεκριμένο, ανεκτίμητο συναίσθημα. Οκ, είναι η αλήθεια ότι έρχονται οι «φασαίοι» πολλές φορές, έτσι, για να πουν ότι πήγαν σε πανηγύρι και δεν ξέρουν καν και να χορεύουν. Δεν ισχύει αυτό όμως για όλους τους νέους ανθρώπους που επιλέγουμε να διασκεδάσουμε έτσι. Οι περισσότερες κι οι περισσότεροι προερχόμαστε από κάποιο χωριό, έχουμε περάσει εκεί καλοκαίρια και γιορτές, είναι ο τρόπος μας να συνδεθούμε με στιγμές ξεγνοιασιάς, με την ίδια την παιδική μας ηλικία».

Και η ηθοποιός Μιχαέλα Δάβιου, μόνιμη κάτοικος Αθήνας, με καταγωγή από την Τήνο, ετών 28, λέει ότι αγάπησε τα πανηγύρια από μια καλοκαιρινή βραδιά μετά την τελευταία επί Covid καραντίνα. Όπως σημειώνει: «Ξαφνικά, μεγάλοι, νέοι, άγνωστοι, γνωστοί, γίναμε μια παρέα μεταξύ μας, αρχίσαμε να χορεύουμε. Μέχρι και πριν λίγο καιρό, φορούσαμε όλοι μάσκες, άρα αυτή η στιγμή είχε μεγάλη σημασία. Θυμάμαι συγκινήθηκα. Ήταν σχεδόν βακχικό να αγγίζει και να ιδρώνεις με άλλα κορμιά που δεν τα ξέρεις και να χορεύεις σα να μην υπάρχει αύριο. Αυτή την ένωση με τους άλλους ανθρώπους προσωπικά δεν τη βρίσκω σε κανένα μπαρ ή κλαμπ. Επίσης, λατρεύω την παραδοσιακή μουσική, τα νησιώτικα, τα σουβλάκια, τις πατάτες, την μοσχοβολιά της τσίκνας!».

Ηπειρώτικο πανηγύρι στους Πάδες/Photo: Shutterstock

Ο Αναστάσιος Φέκαςυποψήφιος Διδάκτορας Κοινωνιολογίας, εξηγεί στο travel.gr: «Αν έπρεπε κάποιος να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα “για ποιο λόγο τα τελευταία χρόνια τα πανηγύρια στην ελληνική επαρχία έχουν επανακτήσει την φήμη τους”, θα έπρεπε αρχικά να ξεκινήσει από το ίδιο το ερώτημα. Να απαντήσει δηλαδή αρχικά στο τι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία και πώς αυτό ξαναέκανε τα πανηγύρια να «είναι μέσα στην φάση» κυρίως της νεολαίας. Τα πανηγύρια αποτελούν εδώ και αιώνες έναν θεσμό στην ελληνική ορεινή αλλά και νησιωτική ύπαιθρο. Με τις ιδιορρυθμίες που μπορεί να τα χαρακτηρίζουν, ανάλογα και τον τόπο τέλεσής τους, από την ορεινή Ήπειρο έως τη νησιωτική Ικαρία, και από την ακριτική Θράκη έως και την Κρήτη, αποτελούν ένα σύνολο παγιωμένων σχέσεων, οι οποίες εκφράζονται κυρίως μέσω της μουσικής και του χορού.

Ίσως σε αυτό το στοιχείο, ότι δηλαδή πρόκειται για έναν κατεξοχήν παραδοσιακό θεσμό, έναν θεσμό επομένως ο οποίος κρατάει από τα προεπαναστατικά του 1821 ακόμα χρόνια, να βρίσκεται ο πρώτος από τους λόγους για τους ο οποίους ο κόσμος επιστρέφει σε αυτά. Αποτελούν άρα έναν ισχυρό αντίβαρο στις συνθήκες των ρευστών καιρών τις οποίες βιώνουμε παγκόσμια τα τελευταία χρόνια και ειδικά μέσω των συνεχόμενων κρίσεων στην ελληνική κοινωνία. Αρχής γενομένης της οικονομικής κρίσης του 2008 και με την πανδημία του covid ως το αποκορύφωμα αυτών, η ελληνική κοινωνία και ειδικότερα τα νεότερα τμήματα αυτής, να προσπαθούν να αγκιστρωθούν σε έναν θεσμό ο οποίος να συμβολίζει τρόπον τινά την μονιμότητα και την συνέχεια. Λέμε ειδικότερα τα νεότερα τμήματα αυτής, καθώς οι νέες γενιές δεν έχουν ζήσει ουσιαστικά καθόλου συνθήκες ασφάλειας και ηρεμίας στις ζωές τους. 

Παραδοσιακό πανηγύρι στη Σέριφο/Photo: Shutterstock

Άρα, ίσως να εκφράζουν και μια επιστροφή στο παρελθόν, εφόσον το παρόν μας φαίνεται άσχημο, το μέλλον αβέβαιο και το πρόσφατο παρελθόν εξίσου τραυματικό. Νιώθουμε πως χρειαζόμαστε κάτι που να μας συνδέει με το πολύ μακρινό παρελθόν, το οποίο ίσως να είναι και εξιδανικευμένο, αλλά δεν μπορεί να μας βλάψει. Επίσης, ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος να αιτιολογεί μια τέτοια επιστροφή στα πανηγύρια, είναι ότι ίσως η συμμετοχή σε αυτά να αποτελεί και ένα είδος συμβολικού κεφαλαίου και κοινωνικού κεφαλαίου του συμμετέχοντα σε αυτά, ο οποίος θα ανεβάσει εν συνεχεία την συμμετοχή του σε αυτά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να φαίνεται ότι συμμετέχει και ο ίδιος «στην φάση αυτή». 

Ενδιαφέρον μάλιστα ενδεχομένως να αποτελεί το γεγονός πως η συμμετοχή σε πανηγυρικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα στις χαρακτηριστικά μαζικές και δυναμικές ικαριώτικες καλοκαιρινές εκδηλώσεις, είναι αρκετά συνήθης σε νέους οι οποίοι (αυτό)προσδιορίζονται με όρους όπως «εναλλακτικοί», «ελευθεριακοί» ή «αναρχοαυτόνομοι». Ενδιαφέρον από την άποψη πως άτομα τα οποία ιδεολογικά ανήκουν σε χώρους οι οποίοι αντιστρέφονται τις μεγάλες εθνικές, ελληνικές, τοπικές ταυτότητες οι οποίες ρητά ή άρρητα εκφράζονται στα πανηγύρια, παρόλα αυτά συμμετέχουν ακριβώς σε αυτές τις εκδηλώσεις. Η ίδια η νεολαία άλλωστε θα περίμενε κανείς, ειδικά στην περίοδο των μικροταυτοτήτων στην οποία ζούμε, να στρέφεται στην αντίθετη της παράδοσης κατεύθυνση.

Μια εξήγηση για το εν λόγω γεγονός ίσως να αποτελεί η ίδια η ιδιοσυγκρασία της ελληνικής κοινωνίας, να ρέπει μονίμως μεταξύ της κίνησης προς τα μπρος αφενός και της παράδοσης και της συντήρησης αφετέρου. Επιπλέον, ακόμα και για άτομα τα οποία προσδιορίζονται από έναν ελευθεριακό τρόπο ζωής, η συμμετοχή τους αυτή σε ένα παραδοσιακό τελετουργικό όπως είναι ένα ελληνικό πανηγύρι, να είναι ακριβώς ένα από τα στοιχεία αυτής της ελευθεριακής τους ταυτότητας».

Πηγή: travel.gr

Οι μισθοί και οι συντάξεις αποτελούν την κύρια εισοδηματική πηγή στην ελληνική επικράτεια ήτοι 69,793 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στο 71,5% επί του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος. Όμως σχεδόν για το 40% των μισθωτών και των συνταξιούχων δεν αναλογεί φόρος, καθότι τα φορολογητέα ποσά εισοδήματος δεν υπερβαίνουν το αφορολόγητο όριο.

Στα 97,5 δισ. ευρώ έφτασε το συνολικό φορολογητέο εισόδημα που δηλώθηκε το 2023.

Στα 10,41% διαμορφώθηκε στη χώρα ο μέσος συντελεστής φορολόγησης για τα εισοδήματα που δηλώθηκαν το 2023 από όλες τις πηγές, καθώς ένας στους δύο φορολογούμενους δήλωσε πέρυσι στην Εφορία ετήσιο εισόδημα έως 7.680 ευρώ.

Εισόδημα άνω των 20.842 ευρώ δήλωσε μόνο το 10%, σύμφωνα με τα ευρήματα της ανάλυσης των στοιχείων που δηλώθηκαν από 9.017.477 φορολογούμενους.

..τὰ λουλούδια θέλουν φροντίδα
τὰ ζῶα περιποίηση
οἱ ἄνθρωποι ἀφοσίωση
οἱ θεοὶ λατρεία
πῶς νὰ τὰ βγάλει πέρα ἕνας ἄνθρωπος..

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ο Φούσκας και οι ένδεκα μαντράχαλοι! (διήγημα του Κ. Μπερτσιά )

Σήμερα είχα την χαρά να συναντήσω τυχαία στο Λιδωρίκι, μετά από 52 χρόνια, τον παλιό μου συμμαθητή Γιάννη Μπάκα από την Λεύκα,γνωστή και με το παλιό όνομα Μαυραγάννη.

Μου τον σύστησε ο επίσης συμμαθητής μου, Λιδωρικεύς, Νίκος Πανάγος .

Ο Γιάννης Μπάκας, γνωστός στα γυμνασιακά μας χρόνια ως Φραντζής, ήταν πρωταγωνιστής ενός διηγήματος μου, που πριν ένα χρόνο είχα δημοσιεύσει στον Ορεινό.

Το επαναλαμβάνω σήμερα αφιερωμένο στους συμμαθητές μου στο εξατάξιο Γυμνάσιο Λιδωρικίου των ετών 1967-1972.

Ο Φούσκας και οι ένδεκα μαντράχαλοι!

Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά όταν φθάσαμε στο μικρό χωριό στα ριζά ενός λόφου και στα στενά θεοσκότεινα δρομάκια τα μονά ζωντανά, που τους ενοχλούσε η άφιξη μας, ήταν μια πολυάριθμη ομάδα σκυλιών, που με τα άγρια αλυχτίσματά τους προσπαθούσαν να μας κρατήσουν μακριά από τον χώρο, που είχαν ορίσει ως δικό τους.

Εντοπίσαμε ένα σπίτι, που ταίριαζε στην περιγραφή που μας είχε δοθεί και χτυπήσαμε δισταχτικά την πόρτα. Σε λίγο άνοιξε, και μας υποδέχτηκε ο συμμαθητής μας ο Δημήτρης ο Φραντζής, δεν ήταν βέβαια αυτό το όνομα του, αλλά του είχαμε κολλήσει το Φραντζής γιατί έμοιαζε καταπληκτικά με έναν πολύ δημοφιλή ποδοσφαιριστή της Προοδευτικής.

Ο Φραντζής είχε προσκαλέσει, εμένα και δυο φίλους μας συμμαθητές, τον Κώστα και τον Βασίλη να επισκεφτούμε το χωριό του, που βρισκόταν στα νοτιοανατολικά  της κωμόπολη μας, πρωτεύουσα μιας ορεινής επαρχίας  στο κέντρο της Στερεάς Ελλάδος. Στην μικρή μας πόλη  λειτουργούσε εξατάξιο γυμνάσιο όπου εμείς που καταγόμασταν από τα γύρω χωριά της επαρχίας ζούσαμε μόνοι μας σε κάποιο μικρό δωμάτιο που οι γονείς μας είχαν ενοικιάσει . Δύσκολη η ζωή μακριά από την οικογενειακή εστία αλλά είχε όμως και τα καλά της. Είχες σημαντική ελευθερία που αν κατάφερνες να την χειριστείς σωστά μεγάλωνες πιο υπεύθυνα και καλλιεργούσες από μικρός την αρετή της αυτοπεποίθησης και της αυτοπειθαρχίας.

Χωρίς την στενή επίβλεψη των γονιών μας ήταν πιο εύκολο να δεχθούμε την πρόσκληση του φίλου μας χωρίς να λογαριάσουμε ότι  θα έπρεπε να  περπατήσουμε περίπου μιάμιση ώρα και μάλιστα η επιστροφή μας θα ήταν γύρω στα μεσάνυχτα..

Βέβαια η πρόσκληση ήταν πολύ δελεαστική, θα βλέπαμε  για πρώτη φορά τηλεόραση και μάλιστα ένα παιγνίδι για το οποίο αγωνιούσε όλη η Ελλάδα.

Ο Παναθηναϊκός εκείνο το βράδυ έπαιζε για το πρωτάθλημα Ευρώπης με την πρωταθλήτρια της Αγγλίας, την Έβερτον.

Το 1971 οι τηλεοράσεις σπάνιζαν, ελάχιστοι είχαν την οικονομική ευχέρεια να αποκτήσουν μια ασπρόμαυρη, για έγχρωμη δεν γίνεται καν λόγος αφού δεν υπήρχε ακόμη έγχρωμη εκπομπή, αλλά και αυτοί που θα μπορούσαν να αγοράσουν στις περισσότερες περιπτώσεις θα τους ήταν άχρηστη μιας και δεν είχαν εγκατασταθεί αρκετοί αναμεταδότες για να μεταφέρουν το τηλεοπτικό σήμα.

Ο φίλος μας, ο Φραντζής, είχε ένα ξάδελφο, που είχε αγοράσει τηλεόραση και είχε την τύχη η θέση του χωριού, στους πρόποδες ενός λόφου να επιτρέπει να «πιάνει» το σήμα από τα Γεράνια, μάλλον εξ αντανακλάσεως..

Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι που ζούσαμε εκείνα τα χρόνια στα ορεινά χωριά, την τηλεόραση ακουστά την είχαμε και ελάχιστοι ήσαν εκείνοι οι τυχεροί που είχαν επισκεφθεί την Αθήνα και είχαν δει το πως λειτουργούσε αυτό το μαγικό κουτί.

Πέρασαν μάλιστα πολλά χρόνια για να μπορέσουν τα χωριά μας τα περίκλειστα από  ορεινούς όγκους  να «πιάσουν σήμα» έστω και με πολλά «χιόνια», όπως βάπτισαν την κακή λήψη…

Ο Φραντζής μας σύστησε στον ξάδελφο του και στην οικογένεια του,που μας καλοδεχθήκαν πολύ θερμά, μας πέρασαν σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο όπου στην μια άκρη υπήρχε το αναμμένο τζάκι. Βρισκόμασταν στις αρχές Μαρτίου με το κρύο να είναι ακόμη αρκετά έντονο, ιδιαίτερα τα βραδιά. Στην άλλη άκρη πάνω σε ένα τραπεζάκι ήταν τοποθετημένο το «μυθικό κουτί», η περίφημη τηλεόραση. Κοντά στο τζάκι υπήρχε ένα τραπέζι με τις καρέκλες όπου καθίσαμε όλοι με πλάτη στο τζάκι και βλέπαμε μπροστά μας την οθόνη της τηλεόρασης που εκείνη την στιγμή παρουσίαζε το δελτίο ειδήσεων. Έμοιαζε μάλλον σαν τα κινηματογραφικά επίκαιρα που βλέπαμε στον σινεμά πριν ξεκινήσει να παίζει η ταινία. Η αλήθεια είναι ότι ενώ εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι συμβαίνει κάτι τόσο μακριά και μπορείς και το βλέπεις εκείνη την στιγμή καθισμένος στην καρέκλα του σπιτιού σου, δίπλα στην ζεστασιά του τζακιού,  δεν ενθουσιαστικά  όμως γιατί η εικόνα ήταν χάλια, κάποιες φιγούρες διακρίναμε και με δυσκολία ξεχωρίζαμε τα πρόσωπα. Η τηλεόραση είχε πολλά «χιόνια», η φωνή όμως του εκφωνητή ήταν αρκετά καθαρή και έτσι ακούγαμε τα πάντα και ας μην τα διακρίναμε ευκρινώς.

Το παιγνίδι θα ξεκινούσε σε μισή περίπου ώρα και έτσι αρχίσαμε την συζήτηση με θέμα ποιο άλλο βέβαια από την πορεία του Παναθηναϊκού!

Θυμάμαι ότι εμείς οι νεαροί μαθητές μονοπωλούσαμε την συζήτηση που οι μεγαλύτεροι ήσαν μάλλον άφωνοι ακροατές εκτός από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού που ήταν ποδοσφαιρικά ενήμερος, οπαδός του Ολυμπιακού αλλά για παιγνίδια του Παναθηναϊκού με τις ξένες ομάδες γινόταν φανατικός παναθηναϊκός και όπως μας δήλωσε με στόμφο: “πάνω από όλα η πατρίς!”

Διανύαμε ήδη τον πέμπτο χρόνο της στρατιωτικής διακυβέρνησης και η πατρίς μαζί με την θρησκεία και την οικογένεια αποτελούσαν το αγαπημένο μότο των συνταγματαρχών!

Ξαφνικά η ηλικιωμένη γιαγιά που φρόντιζε το τζάκι μας διέκοψε και  ζήτησε αν μπορούσε να ρωτήσει κάτι. Σταματήσαμε την συζήτηση και περιμέναμε με περιέργεια της γιαγιάς το ερώτημα.

«Σας ακούω τόση ώρα εσάς τα παιδιά, που πηγαίνετε και στο γυμνάσιο, να αραδιάζεται ένα σορό ονόματα και να λέτε τόσα πράγματα γι αυτούς που κυνηγάνε ένα τόπι σε ένα χωράφι με γρασίδι που έχουν αρχηγό ένα Φούσκα – τον Πούσκας εννοούσε -λες και αυτό θα σας δώσει ψωμί να φάτε. Αυτά είναι τα γράμματα που μαθαίνετε; Θα κάνετε τρεις ώρες ποδαρόδρομο στα θεοσκότεινα για να δείτε σε αυτό το παράξενο κουτί κάτι μαντράχαλους να κυνηγάνε και να κλωτσάνε ένα τόπι. Να με συμπαθάτε παιδιά μου εγώ δεν μπορώ να σας καταλάβω».

Και συνέχισε:«βέβαια πολλά δεν τα πιάνει το μυαλό μου, έχω γεράσει αρκετά .. να αυτό το κουτί που έφερε ο γιος μου πριν δυο βδομάδες, τηλεόραση μου είπε ότι το λένε.. πως στο καλό έρχονται εδώ μπροστά μας και βλέπουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους!  Αυτοί δεν μας βλέπουν; τους έχουμε βάλει στο σπιτι μας ..ευτυχώς που υπάρχει το κουμπί και κλείνει και μπορούμε να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι μας χωρίς να μας βλέπουν!»

«Ρε μάνα σιγά σιγά θα τα καταλάβεις ..βάλε τώρα ξύλα στο τζάκι και φέρε τα στραγάλια με το ούζο να μας τρατάρεις, και μην ξεχάσεις και τα λουκούμια για τα παιδιά» και συνέχισε «στην εποχή σου μάνα είχατε αλλά πράγματα που δεν καταλάβαιναν οι παλιότεροι, έτσι πορεύεται ο κόσμος».

Η γιαγιά δεν αντιμίλησε και σηκώθηκε να πάει στην διπλανή κάμαρα για να εκτελέσει την επιθυμία του γιου της, μαζί της σηκώθηκε και πήγε και η νύφη της.

Γεγονός ήταν ότι στα επτά χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας η μόνη ουσιαστική διέξοδος της νεολαίας ήταν ο αθλητισμός και για την επαρχία, το ποδόσφαιρο κατά κύριο λόγο. Ο Ασλανίδης, ο γενικός γραμματέας αθλητισμού, με το προσφιλές του σύνθημα: «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο», προέτρεπε την νεολαία να ασχολείται αποκλειστικά με τα αθλητισμό ώστε να παραμένει μακριά από πολιτικές αναζητήσεις που σίγουρα μπελάδες θα έφερναν στο καθεστώς. Οι αθλητικές εφημερίδες με κυρίαρχες το Φως τω σπορ και την Αθλητική ηχώ έκαναν ρεκόρ πωλήσεων.

Στα διαλείμματα των μαθημάτων μας οι μόνες συζητήσεις μεταξύ των αγοριών ήταν το ποδόσφαιρο και ομηρικοί ήταν  οι καυγάδες για το πια ήταν η καλύτερη ομάδα. Τα μεγάλα μέτωπα των συγκρούσεων αφορούσαν τους οπαδούς του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Στην δίκη μου τάξη εγώ είχα αναδειχθεί αρχηγός των κόκκινων και ο συμμαθητής μου ο Θανάσης αρχηγός των πρασίνων. Η ζωή όμως κάνει τα δικά της παιγνίδια και ο Θανάσης «άλλαξε» στρατόπεδο και βρέθηκε στο κατακόκκινο στρατόπεδο, ως σημαίνον στέλεχος του ΚΚΕ

Πριν μερικά χρόνια που ο Θανάσης μιλούσε σε μια συγκέντρωση του ΚΚΕ στα δυτικά προάστια Αττικής και πήγα να τον συναντήσω, σχεδόν 50 χρόνια από τους ομηρικούς καυγάδες μας. Μόλις κατέβηκε από την εξέδρα τον πλησίασα και πολύ σοβαρά του επισήμαινα ότι δεν περίμενα ποτέ να αλλάξει παράταξη και να γίνει κόκκινος, αιφνιδιάστηκε και με αμήχανο  ύφος μου απαντά: «δεν σας καταλαβαίνω κύριε εγώ πάντα κόκκινος ήμουν». «Για θυμήσου καλύτερα.. εγώ θυμάμαι πολύ καλά ότι στα χρόνια του γυμνασίου ήσουν φανατικός πράσινος» του απαντώ γελώντας! Η εγκάρδια χειραψία και το τρανταχτό του γέλιο μας πήγε στα χρόνια εκείνα τα αλλοτινά …

 

Το παιγνίδι ξεκίνησε με τον Παναθηναϊκό να παλεύει και να στέκεται όρθιος. Η άμυνα του με τον Καμάρα και τον Σούρπη και τα αλλά παιδιά να μην αφήνουν μύγα να περάσει και αν περνούσε κάποια βολίδα των Άγγλων ο Τάκης ο Οικονομόπουλος να πιάνει τα άπιαστα. Το απίθανο συμβαίνει στο 81 λεπτό που ο ψηλός ο Αντωνιάδης στέλνει την μπάλα στα δίχτυα  της ´Εβερτον.

Η χαρά ήταν τόσο  μεγάλη που ο Γιώργος ξεκρέμασε το δίκαννο που ήταν στον τοίχο δίπλα στο τζάκι και έτρεξε  στο μπαλκόνι για να ρίξει τους χαρμόσυνους  πυροβολισμούς αλλά η γυναίκα του έμπηξε τις φωνές θυμίζοντας ότι έχουμε στρατιωτικό νόμο και θα μπλέξουμε …

Η γιαγιά ήταν η μόνη  ατάραχη και μάλιστα χαμηλόφωνα  μονολογούσε: «δεν πάει καλά ο κόσμος, Παναγία μου βοήθησε μας!». Δυστυχώς η χαρά δεν διήρκεσε  για πολύ και το όνειρο της νίκης έσβησε ακριβώς στη λήξη του παιγνιδιού αφού οι Άγγλοι κατάφεραν να ισοφαρίσουν.

Φύγαμε αμέσως, είχαμε και μια επιστροφή δύσκολη. Μόλις αφήσαμε τα τελευταία σπίτια του χωριού και σταματήσαμε να ακούμε τα άγρια αλυχτίσματα των σκυλιών νιώσαμε την απόκοσμη πήχτρα του σκοταδιού και πλησιάζοντας τον μικρό χείμαρρο, που διέσχιζε την στενή ορεινή κοιλάδα, ρέοντας προς το μεγάλο ποταμό, που τον συναντούσε στα περίπου τεσσάρα χιλιόμετρα, ένα πυκνό πούσι μας εμπόδιζε να δούμε πέραν της μύτης μας. Η αλήθεια είναι πως αρχίσαμε να φοβόμαστε και ανησυχούσαμε αν βρισκόμασταν και στο σωστό μονοπάτι. Πλησιάσαμε αρκετά κοντά στον χείμαρρο για να προσανατολιστούμε από την κατεύθυνση των νερών. Ευτυχώς σε λίγο βγήκαμε στην δημοσιά που μας ήταν γνώριμος δρόμος και ηρεμήσαμε. 

Συναντήσαμε την γέφυρα που ένωνε τις όχθες του χείμαρρου και εκεί ο φίλος μας ο Κώστας θα συνέχιζε ευθεία στην δημοσιά για περίπου έξι χιλιόμετρα για να φθάσει  στο σπίτι του, που ήταν το Χάνι στην άκρη μιας μεγάλης γέφυρας και σταυροδρόμι αρκετών δρόμων που ένωναν τα ορεινά χωριά της επαρχίας. Οι υπόλοιποι θα πηγαίναμε δεξιά για να επιστρέψουμε περασμένα μεσάνυχτα στα σπίτια μας στην κωμόπολη περπατώντας πέντε έξι χιλιόμετρα. Χαρούμενοι ήμασταν και χωρίς άγχος μια και κανείς δεν μας περίμενε…..

Κωνσταντίνος Μπερτσιάς