υγεία, είναι η αγάπη του αρχέγονου φλερτ μεταξύ των φύλων, 
που γεννά νέα ζωή,  και που βασίζεται και αναπαράγει 
τις  παμπάλαιες ρίζες των λαών της καταγωγής των ανθρώπων,
η αγάπη που δημιουργεί σεμνότητα, και όχι κομπασμό, 
που δημιουργεί αλληλεγγύη και όχι ελεημοσύνη
που δημιουργεί σεβασμό και όχι αγνωμοσύνη.

Απόσπασμα από άρθρο του Παύλου Α. Στράνα.

72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας που επιβεβαιώνουν ότι:Το μόνο που ζει είναι η αγάπη!


 Το μόνο που ζει είναι η αγάπη!

1951, παιδιά που απήχθησαν στον Εμφύλιο, επιστρέφουν από τις Λαϊκές Δημοκρατίες των Βαλκανίων στην Θεσσαλονίκη και ξαναβρίσκουν τη μάνα τους ή όποιον απέμεινε από την οικογένειά τους, μέσω του Ερυθρού Σταυρού.

ΑΥΤΕΣ  είναι μερικές από τις πιο συγκινητικές φωτογραφίες που έχω δει στη ζωή μου. Κι έχω δει πολλές- λόγω επαγγέλματος. Είναι του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, τραβηγμένες πέριξ του 1951 οι περισσότερες, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, όταν επιστράφηκαν στους γονείς τους τα παιδιά που είχαν μεταφερθεί από τους αντάρτες, βιαίως τα περισσότερα, στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίο

Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «παιδομάζωμα», πόσω μάλλον τη λέξη «παιδοσώσιμο», που χρησιμοποίησαν κατά κόρον τα αντίπαλα μέρη, αν και διαβάζοντας το βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού «Κορίτσια σε περίκλειστους χώρους, Μαρτυρίες 1942 – 1952» εκδ. Αλεξάνδρεια, που μόλις κυκλοφόρησε με πλήθος ετερόκλητων, διασταυρούμενων πηγών, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι αυτά τα παιδιά και σώθηκαν και απήχθησαν -κυρίως όμως χρησιμοποιήθηκαν για λόγους πολιτικούς κι αυτό είναι περίπου εγκληματικό, αν όχι έγκλημα.

Οι ερανισμένες μαρτυρίες στο βιβλίο της Φαφαλιού είναι συγκλονιστικές. Μιλούν για ποικίλες εξορίες (στα ελληνικά ξερονήσια κυρίως και στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης), ένα μέρος τους όμως αφορά στα παιδιά που μεταφέρθηκαν με κάρα ή με τα πόδια, από τη Θράκη, τον Έβρο, τη Μακεδονία και αλλού, στις λαϊκές δημοκρατίες, τη Βουλγαρία, την Ρουμανία, το Βελιγράδι, την Πολωνία, στο ουγγρικό χωριό που αργότερα θα ονομαζόταν Μπελλογιάννης, για να αποκτήσουν κομμουνιστική συνείδηση και βεβαίως να σωθούν.

Όταν τέλειωσε ο Εμφύλιος, ο Ερυθρός Σταυρός και ο ΟΗΕ μεσολάβησαν ώστε όσα παιδιά δεν είχαν εντελώς απολησμονηθεί στις νέες χώρες και ήθελαν, να επιστρέψουν στις οικογένειές τους -που οι περισσότερες ήταν ξεκληρισμένες από τον πόλεμο- συνήθως χήρες μόνες. Από τα περίπου 25.000 παιδιά που είχαν απαχθεί, επέστρεψαν γύρω στα 5.000

Αυτές είναι οι εικόνες από τη στιγμή που συναντιούνται ξανά, μετά από 3, 4, ακόμη και 5 χρόνια εξορίας. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει κι αλλάξει, σοβαρά,  βιαίως ενηλικιωμένα. Οι γυναίκες είναι όλες στα μαύρα, οι άντρες αξύριστοι, με βαθουλωμένα μάγουλα. Κρατάνε όλοι ένα χαρτάκι, με το όνομα και ίσως τον αριθμό τους (τα παιδιά δεν είχαν ταυτότητες).

Η στιγμή της αναγνώρισης έχει όλο το τραγικό μέγεθος ανάλογων στιγμών στον Ευριπίδη- κι ακόμη μεγαλύτερο, διότι εδώ είναι αληθινή ζωή. Από τη κραυγή του αγαπημένου ονόματος ως το δειλό κούρνιασμα στο στήθος της μητέρας, από το τρέξιμο  ως τα κομένα γόνατα, από τη διάπλατη αγκαλιά ως το τρυφερό χάδι του σβέρκου, η χαρά που ξεσπάει σαν άγριο κύμα στη κοιλιά λύνεται σε δάκρυα αγαλλίασης, για όλους, μηδενός εξαιρουμένου. Ακόμη κι οι νοσοκόμες κλαίνε βλέποντας το πιο ωραίο θέαμα του κόσμου: τα παιδιά να ξαναβρίσκουν τη μάνα τους· τον αρχαίο δεσμό να αποκαθίσταται. 

Υπάρχει ένα ποίημα του Μπρεχτ που εγκωμιάζει τη λησμονιά γιατί χωρίς αυτή το παιδί δεν θα μπορούσε να απογαλακτιστεί από τη μάνα. Θα με κάλυπτε, αν το παιδί δεν αποζητούσε μετά άλλους σάπιους «πατερούληδες». Αυτός που χωρίζει τη μάνα απ’ το παιδί για να δυναμώσει ένα κόμμα, εκτός από κτηνώδης είναι και άκυρος. Ο δεσμός του αίματος είναι απαραβίαστος και ανίκητος αφότου έλαμψε το φως του ήλιου. Αυτά τα ντοκουμέντα που δημοσιεύουμε σήμερα είναι η πιο θερμή απόδειξη ότι οι ιδεολογίες που εναντιώνονται στη φύση του ανθρώπου, απλώς πεθαίνουν.

Το μόνο που ζει είναι η αγάπη. Δεν είναι σχήμα λόγου.

72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας
 ICRC ARCHIVES 
72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας
 ICRC ARCHIVES 
72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας
 ICRC ARCHIVES 
72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας
 ICRC ARCHIVES 
72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας
 ICRC ARCHIVES 

Το μόνο που ζει είναι η αγάπη. Δεν είναι σχήμα λόγου.

72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας
 ICRC ARCHIVES 
72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας
 ICRC ARCHIVES 
72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας
 ICRC ARCHIVES 
72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας
 ICRC ARCHIVES 
72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας

Πολύ ζωηρά θυμάμαι ακόμη και σήμερα τρεις αποστολές παιδιών που σταμάτησαν στο χωριό μας και έμειναν, για να κοιμηθούν σε διάφορα σπίτια του χωριού. Η μια αποστολή είπαν ότι είχε παιδιά από τη Θεσσαλία και η δεύτερη από την περιοχή της Κοζάνης. Η τρίτη, και τελευταία, αποστολή που έμεινε στο χωριό μας όμως ήταν εκείνη που έχει μείνει πολύ ζωηρά στη μνήμη μου. Ήταν παιδάκια κυρίως από την Ήπειρο. Νομίζω ότι ήταν Μάρτιος μήνας. Εκείνες τις ημέρες έκανε φοβερό κρύο και φυσούσε δυνατός παγωμένος αέρας, όταν έφεραν τα παιδιά στο χωριό μας και τα μοίρασαν στα σπίτια να κοιμηθούν.
Την επόμενη ημέρα οι συνοδοί των παιδιών διέταξαν τους κατοίκους του χωριού μας, του Αγίου Δημητριού, να φέρουν όλα τα ζώα τους -γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα— στο κέντρο του χωριού. Ακόμη τους είπαν να φέρουν και ό,τι μεγάλα κοφίνια είχαν. Αυτά που χρησιμοποιούσαμε για τη μεταφορά των σταφυλιών από τα αμπέλια, για να κάνουμε μούστο. Στα κοφίνια έβαζαν δύο-δύο και τρία-τρία τα μικρά παιδάκια που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Οι μανάδες τους, που τα είχαν φέρει έως εκεί, δεν ήταν δυνατόν να τα μεταφέρουν πια στην αγκαλιά τους ή στον ώμο τους, αφού επρόκειτο να μπουν στην Αλβανία και έπρεπε να τα αποχωρισθούν.
Τα περισσότερα παιδάκια έκλαιγαν σπαρακτικά και προσπαθούσαν να βγουν από τα κοφίνια και να κατέβουν από τα ζώα. Οι μανάδες των παιδιών έκλαιγαν και τραβούσαν τα μαλλιά τους. Πολλά από αυτά ήταν τόσο μικρά, που πρέπει να τα θήλαζαν ακόμη οι μητέρες τους. Καθώς η πομπή ετοιμαζόταν να ξεκινήσει, οι συνοδοί ξεχώρισαν τις μητέρες των παιδιών που είχαν έρθει έως εκεί και τις έσπρωχναν για να φύγουν. Αρκετές από αυτές άρχισαν να κλαίνε γοερά, να τραβούν τα μαλλιά τους και να φωνάζουν τα ονόματα των παιδιών τους. Οι αντάρτες από τη δική τους μεριά φώναζαν και αυτοί. Βλαστημούσαν και απειλούσαν τις μανάδες να πάψουν να τους ακολουθούν. Εμείς παρακολουθούσαμε από το σπίτι μας τις τραγικές εκείνες σκηνές που συνέβαιναν λίγα μέτρα πιο εκεί.
Σε κάποια στιγμή αναχώρησε η φάλαγγα των ζώων, με τα παιδάκια φορτωμένα στα κοφίνια και τα μεγαλύτερα παιδιά να ακολουθούν με τα πόδια, με κατεύθυνση τα αλβανικά σύνορα. Μάθαμε όμως ότι για κάποιο λόγο αναγκάσθηκαν να παραμείνουν κρυμμένα κοντά στα σύνορα για τρία ολόκληρα μερόνυκτα. Στο χωριό μας κυκλοφόρησε τότε η φήμη ότι κάμποσα από τα μικρά παιδάκια πέθαναν από το κρύο.Θυμάμαι ότι εκείνη την περίοδο η μητέρα μου είχε γίνει πολύ ανήσυχη. Δεν μας άφηνε καθόλου με τον αδελφό μου να απομακρυνόμαστε από το σπίτι.

 Ειρήνη Δαμοπούλου, στο Ιωάννης Μπουγάς, Η φωνή της Ειρήνης. 

Από το χωριό μάς κυνήγησαν στις 15.3.1948. Με πολύ μεγάλη δυσκολία οι αντάρτες μπόρεσαν να μας γλιτώσουν τη βραδιά εκείνη, γιατί γινότανε μεγάλη μάχη. Ένα μέρος των ανταρτών δίνανε μάχη με τους φασίστεςκαι τους Μάυδες που βρισκότανε στο σχολείο και στην εκκλησία. Κι ένα άλλο μέρος των ανταρτών βγάζανε τα παιδιά κυριολεκτικά μέσα από τη φωτιά, γιατί καιγότανε πολλά σπίτια. Κυριολεκτικά, μας γλιτώσανε από τη φωτιά. Οι αντάρτες μπορέσανε να μας βάλουνε στα κάρα και με μεγάλη δυσκολία να μας απομακρύνουνε, αλλά δυστυχώς είχαμε και θύμα. Στο κάρο που ήμουνα εγώ, σκοτώθηκε η θεία μου Μόρφω Χατζήπαπα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της, δύο χρονών περίπου, τον Παναγιώτη, τυλιγμένο με μια κουβερτούλα. Είχε τραυματιστεί σοβαρά και ο εξάδερφός μου Λάμπρος Χατζήπαπας. Η θεία μου Μόρφω καθότανε στο πίσω μέρος του κάρου και χτυπήθηκε στο κεφάλι. Το κεφάλι της έγειρε πίσω, κρέμασαν οι κοτσίδες της μέχρι κάτω και ο μικρός Παναγιώτης έμεινε στην ποδιά της, χωρίς να καταλάβει τι συνέβη. Τη μόνη λέξη που ακούσαμε ήταν «μάνα», δυστυχώς, η μανούλα του ήταν πια νεκρή. Οι κοτσίδες της μάνας του λούστηκαν για τελευταία φορά στα παγωμένα νερά του ποταμού Διδυμοτείχου, εκεί θάψαμε τη θεία μου. Ο μικρός Παναγιώτης τη στιγμή που σκοτώθηκε η μαμά του πιτσιλίστηκε στο μέτωπο με το αίμα της. Με το αίμα αυτό, ένιωθε ότι είχε τη μάνα του δίπλα. Γι’ αυτό δεν ήθελε με κα- νέναν τρόπο να το καθαρίσουμε. Έκλαιγε και δεν επέτρεπε σε κανέναν να το πειράξει. Το σκέπαζε με το χεράκι του. Μέχρι που φτάσαμε στη Λ.Δ. Βουλγαρίας στην πόλη Χισάρια, το αίμα της μαμάς του το φύλαγε. Στη Χισάρια μάς πλύνανε, μας καθαρίσανε, μας ντύσανε με καινούργια ρούχα. Τον Παναγιώτη με μεγάλη δυσκολία τον πήρε μια νοσοκόμα, που τον έκανε μπάνιο και καθάρισε από πάνω του το ξερό αίμα της μητέρας του.

Βασιλική Χατζήπαπα, στο Γιώργος Πολυμερίδης, «Η αλήθεια για τα εκπατρισμένα ελληνόπουλα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας».

72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας

Τον Οκτώβριο του 1948 ήμουν στην Πολωνία. Σε δυο-τρεις μήνες έφθαναν δέματα ολόκληρα με γράμματα από γονείς… προς παιδιά! Ανοίξαμε τα δέματα και βρήκαμε γράμματα γονέων που τα παιδιά τους βρέθηκαν στην Πολωνία. Με χαρά μεγάλη δώσαμε τα γράμματα στα παιδιά. Δεν πέρασαν όμως ημέρες, ούτε ώρες! Πηγαίνοντας μέσα στο δάσος από σταθμό σε σταθμό να επισκεφθώ τα παιδιά (οι σταθμοί ήταν όλοι μέσα στο δάσος) βρέθηκα προ μιας φοβερής καταστάσεως. Έβλεπα παιδιά παρέες παρέες μακριά κάπου στην ρίζα ενός ελάτου να κλαίουν ομαδικά. Διάβαζαν τα γράμματα και έβλεπαν τα μαύρα μαντάτα που τους έγραφε η μάνα ή ο πατέρας. Ποιος να τα παρηγορήσει; Σε άλλο σταθμό, που είχε όλο κορίτσια, μόλις πήραν γράμματα άρχισε η τραγωδία. Άλλα έγραφαν ότι σκοτώθηκε ο πατέρας στο Γράμμο, άλλο ο αδελφός στο Βίτσι κ.λπ. και άρχιζε το φοβερό μοιρολόι των κοριτσιών, αντηχούσαν οι λαγκαδιές από τους θρήνους! Το ίδιο φαινόμενο σε όλους τους σταθμούς!

 Γιώργος X. Μανούκας, Παιδομάζωμα, το μεγάλο έγκλημα κατά της φυλής.

72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας

Τη διετία 1952-1954 το ΚΚΕ, η ΕΒΟΠ και οι προσφυγικοί σύλλογοι επιδίωξαν να συντονίσουν όσο καλύτερα γινότανε τις προσπάθειες τους, προκειμένου να βρουν μια λύση στο πιο ακανθώδες ζήτημα που απασχολούσε τότε τη μεγάλη πλειοψηφία της πολιτικής προσφυγιάς, αυτό της επανένωσης των οικογενειών, που κατά τη διάρκεια της αποχώρησης τους από την Ελλάδα το 1948-1949 είχαν διασκορπιστεί σε δύο και τρεις διαφορετικές χώρες. *
Υπολογίζεται ότι περίπου το 60% των Ελλήνων προσφύγων αντιμετώπιζε το συγκεκριμένο πρόβλημα και εύλογα η ταραχή και η φόρτιση αυτών των ανθρώπων ήταν μεγάλη. Το μεγάλο πρόβλημα εδραζόταν κυρίως στην κατηγορία των παιδιών, επειδή αυτά δεν διέθεταν ταυτότητες ή κάποια άλλα πιστοποιητικά που θα διευκόλυναν την ταυτοποίησή τους και την αποστολή στους γονείς τους. Οι οικογένειες έπειτα έπρεπε να αποφασίσουν σε ποια χώρα επρόκειτο να επανενωθούν, έτσι ώστε να χορηγηθεί η ανάλογη άδεια μετακίνησης από το σχετικό κράτος. Η διαδικασία της επανένωσης ήταν ουσιαστικά ακόμα μια μορφή μετανάστευσης, η οποία συνεπαγόταν φυσικά εκμάθηση άλλης μιας ξένης γλώσσας, καθώς και εκ νέου προσαρμογή σε διαφορετικές πάλι συνθήκες. Τα περισσότερα παιδιά μπόρεσαν να ξαναδούν τους γονείς τους, αλλά μετά από 3 έως 6 (και ορισμένες φορές περισσότερα) χρόνια αποχωρισμού από την οικογένεια, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στη συμπεριφορά και την προσαρμογή τους ήταν ιδιαίτερα έντονα. 

Απόστολος Πατελάκης και Παύλος Βασιλειάδης, «Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες της Ρουμανίας, 1948-1956».

72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας
 ICRC ARCHIVES 
72 κυριολεκτικά συγκλονιστικές φωτογραφίες της διχασμένης Ελλάδας

Πηγή:lifo.gr

«Η “γενιά” της Μεταπολίτευσης -βάζω εισαγωγικά επειδή δεν πιστεύω στις γενιές- ήταν ένα κοπάδι που ακολουθούσε τυφλά και βουβά διάφορους ηγετίσκους οι οποίοι ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Ήθελαν να αλλάξουν “τα πράγματα” χωρίς να ξέρουν απολύτως τίποτα και χωρίς να έχουν την πρόθεση να αλλάξουν τον εαυτό τους»
Σώτη Τριανταφύλλου, συγγραφέας.

Μπρεχτ: «γλιτώσαμε από τους καρχαρίες και μας έφαγαν οι κοριοί»

Άγνοια της ιστορίας, χρυσή νεολαία και τα παιδιά του ΚΚΕ

Το πιο κάτω κείμενο είναι της Σώτη  Τριανταφύλλου , που όπως έμαθα τελευταία είναι γέννημα  θρέμα  παραδοσιακής   αριστερής  οικογένειας  του  Ευπαλίου Φωκίδας. Δημοσιεύθηκε στην Athens voice και μου το έστειλε ο Νίκος Π. παλιός μου φίλος από το Λιδωρίκι με την προτροπή να το διαβάσουμε ανεξαρτήτως ιδεολογικών προσανατολισμών μας.

Παρατηρώ, όχι χωρίς κάποια αφηρημάδα, το θέαμα της «προοδευτικής» μας παράταξης: ο επαρχιακός θίασος περιοδεύει σε επιχώριες και ευρωπαϊκές σκηνές με πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και καρατερίστες που επαναλαμβάνουν την κωμικοτραγική της ιστορία αναδεικνύοντας τα φαρσικά στοιχεία. Aν και έχουμε προ πολλού γλιτώσει από την πολιτική ανωμαλία του πάλαι ποτέ ΚΚΕ που ξεκινούσε εμφύλιες συρράξεις και διέπραττε εγκλήματα, η ανωμαλία ελλοχεύει: η αριστερά, με όλες τις αποχρώσεις της, ελέγχει το ιστορικό αφήγημα και τις νοοτροπίες, εμποδίζοντας όλες τις ωφέλιμες μεταρρυθμίσεις. Αυτό έκανε πάντοτε.

Αν και σήμερα δεν προκαλεί αιματοχυσία —είναι νωδή, κοινώς ξεδοντιασμένη— εμπεριέχει μια μεγάλη ποικιλία παραγόντων ανωμαλίας. Κόκκινους δικτατορίσκους και δήθεν επαναστατημένα νιάτα που εκπροσωπούν μέρος των συνομηλίκων τους και όσους νεάζουν: τη χρυσή νεολαία, τους δικαιωματιστές και τους αντισυστημικούς, μερικοί εκ των οποίων θα μπορούσαν να στηρίζουν εξίσου την αντισυστημική δεξιά. Όλα είναι τυχαία και επιφανειακά. Και παρ’ όλ’ αυτά, πολλοί ψηφοφόροι της αριστεράς είναι άνθρωποι καλής προαιρέσεως· ή έτσι τείνουμε να πιστεύουμε.

Tα απανταχού κομμουνιστικά κόμματα, μετά από αλλεπάλληλες διασπάσεις —όχι πάντοτε αναίμακτες— γέννησαν παιδάκια που τώρα δεν τα αναγνωρίζουν και με τα οποία δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση. Όμως, το αίμα νερό δεν γίνεται: ο αυταρχισμός, η αβελτηρία, η μοχθηρία, η στενοκεφαλιά, η μικρόνοια έχουν κληροδοτηθεί στα αριστερά κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ανανεωτικά. Τα οποία, προσπαθώντας να αποτινάξουν τον εγγενή πουριτανισμό και την εγγενή βία, εξελίχθησαν σε καρναβάλι. Έναντι του οποίου ο ελληνικός λαός και τα ΜΜΕ δείχνουν παράξενη υπομονή.

Αλλά, αν και συνήθως εμφανιζόμαστε γελοιωδέστεροι από τους περισσότερους Ευρωπαίους, η φαιδρότητα δεν είναι αποκλειστικά ελληνική: παρατηρείται στη Γαλλία, παρατηρείται στη Βρετανία, παρατηρείται στις ΗΠΑ — και περιέχει ιστορικά υπολείμματα από τα βάθη του 20ού αιώνα. Καθώς η αριστερά βρίσκεται σε πόλεμο με τον εαυτό της, επισύρει εκδηλώσεις ατομικού και μαζικού παροξυσμού, αλλοπρόσαλλες στοχοθεσίες, καθώς και κατάρες εναντίον των (σχεδόν) ομοϊδεατών της για κάποιου είδους ρεβιζιονισμό, ταξική προδοσία, ιδεολογικές παρεκκλίσεις. Σήμερα, το κύριο έργο της είναι να εντοπίζει τους «συντηρητικούς», τους «νεοφιλελεύθερους», τους ισλαμοφοβικούς, τους ομοφοβικούς και τους υπόλοιπους φοβικούς και να τους αφαιρεί τον λόγο. Ιδιαίτερα η ελληνική αριστερά, που δεν έχει δημοκρατική παιδεία, βλέπει παντού, μαζί με τον νεοφιλελευθερισμό, παραβιάσεις του κράτους δικαίου —όπως φαντάζεται το «κράτος δικαίου» στο πλαίσιο της εσχατολογικής της μυθολογίας. Παραλλήλως, το αριστερό ήθος και ύφος, μολονότι συχνά παραβατικό  από νομική και ηθική άποψη, όχι μόνο νομιμοποιείται αλλά επιβάλλεται. Παρότι στη δημόσια συμπεριφορά των αριστερών στελεχών διαπιστώνουμε υπερβολική συχνότητα παρεκτροπών που υπερβαίνουν τα όρια του νόμου —συκοφαντίες, προσβολές πολιτικών αντιπάλων, εκφοβισμό, ασύστολη ψευδολογία— ουδείς τιμωρείται. Στα στελέχη της αριστεράς επιτρέπεται διαγωγή που απαγορεύεται στους υπολοίπους.

Αν δεν συνέβαιναν όλα τούτα, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη ίσως να είχε λάβει τα μέτρα που πρέπει να λάβει για μια σειρά ζητήματα που ενοχλούν την αριστερά —για την ασφάλεια, για την παιδεία, για τον κρατικό μηχανισμό και τα τοιαύτα. Η ασυγχώρητη ατολμία και ο απολογητικός τόνος της κυβέρνησης («δεν περιμένουμε να τηρηθεί αμέσως η απαγόρευση για τα κινητά τηλέφωνα στο σχολείο!») ερμηνεύονται μέσω της διαρκούς και αμετάκλητης θωπείας της αριστεράς. Η οποία αυτόν τον καιρό, αν και δεν συνιστά κομματική αντιπολίτευση, διατηρεί την ακατανίκητη αντιπολίτευση των νοοτροπιών. Όπως είπα, αν οι δεξιοί ξεστόμιζαν και έπρατταν όσα ξεστομίζουν και πράττουν οι αριστεροί, το αγριεμένο πλήθος θα τους είχε λιντσάρει.

«αυτός είναι τόσο ικανός, που είναι ικανός για όλα».

Τζούλιο Αντρεότι

Ο Τζούλιο Αντρεότι, ο επί επτά φορές εκλεγμένος πρωθυπουργός της Ιταλίας, είχε διοριστεί ισόβιος γερουσιαστής το 1991, πριν από την καταδίκη του για το σκάνδαλο διαφθοράς «Καθαρά Χέρια» και πριν από τη δίκη του – στην οποία αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών – ως ηθικού αυτουργού στη δολοφονία ενός δημοσιογράφου που επρόκειτο να δημοσιεύσει στοιχεία για τη σχέση του με τη Μαφία της Σικελίας.

Η ιστορία του Νικολάου Ι. Θεοχαράκη – Από το Καστέλι της Κρήτης στην Datsun

Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος, από το 1924, οπότε ο Νικόλαος Ι. Θεοχαράκης ξεκίνησε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στον χώρο της αυτοκίνησης, με ένα μικρό κατάστημα ειδών αυτοκινήτου και λίγο αργότερα υγρών καυσίμων.

Ο Νικόλαος Ι. Θεοχαράκης, πάντοτε διορατικός και τολμηρός, με επιμονή παρακολούθησε τις εξελίξεις στον χώρο της ελληνικής αυτοκίνησης, τα χρόνια πριν από την αντιπροσώπευση της Datsun το 1961 και την ίδρυση της «Νικ. Ι. Θεοχαράκης Α.Ε.». Η ταύτιση, επομένως, του ονόματός του με την ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία και τα προϊόντα της, ήταν καρπός μιας ώριμης απόφασης. Η συνεργασία με τη Nissan Motor Corporation συμπλήρωσε το 2021 εξήντα χρόνια ζωής και εορτάστηκε, όπως τής πρέπει, με έναν τόμο αναφοράς και για την ιστορία της αυτοκίνησης στην Ελλάδα: 60 Χρόνια Nissan Νικ. Ι. Θεοχαράκης Α.Ε.ένδειξη, άλλωστε, και για τον σεβασμό της εταιρείας στο παρελθόν της και στην ιστορία της. Την οποία ακριβώς εδώ προσπαθούμε να ιχνηλατήσουμε.

Η ιστορία των επιχειρήσεων του ομίλου Θεοχαράκη ξεκινά από τον Νικόλαο Ιωάννου Θεοχαράκη (στην κεντρική φωτογραφία με τους γιους του, Βασίλειο στα δεξιά και Ιωάννη στα αριστέρα). Γεννήθηκε το 1898 στο Καστέλι, στην επαρχία Κισάμου Κρήτης, τότε τουρκοκρατούμενη. Ήταν παιδί του Ιωάννη Θεοχαράκη και της Αλεξίας Μπρεδάκη. Στο Καστέλι τελείωσε το Δημοτικό και στη συνέχεια εργάστηκε στο παντοπωλείο που διατηρούσε ο πατέρας του. Το 1916, σε ηλικία 18 ετών, πάντοτε ανήσυχος και ανησυχών, αποφάσισε να έρθει στην Αθήνα, σε αναζήτηση ευοίωνου μέλλοντος. Τέσσερα χρόνια αργότερα, υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό κατά τη Μικρασιατική εμπλοκή και τιμήθηκε με αριστείο ανδρείας. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1922 εργάστηκε ως οδηγός ταξί. Λίγο αργότερα έγινε ιδιοκτήτης τριών λεωφορείων. Ακριβώς εκείνη την εποχή, το 1924, άνοιξε στην Αθήνα, στην οδό Φιλελλήνων 1, το πρώτο του κατάστημα. Πωλούσε ανταλλακτικά αυτοκινήτων και μουσαμάδες για την κάλυψη κιβωταμαξών φορτηγών.

Βερανζέρου 6, Χαυτεία, ύστερα από την Απελευθέρωση. Με κοντά παντελόνια διακρίνεται ένας από τους δύο γιους του Νικολάου, ο Βασίλειος, ο οποίος, όπως και ο αδελφός του Ιωάννης, ασχολήθηκε από νωρίς με την οικογενειακή επιχείρηση.

Βερανζέρου 6, Χαυτεία, ύστερα από την Απελευθέρωση. Με κοντά παντελόνια διακρίνεται ένας από τους δύο γιους του Νικολάου, ο Βασίλειος, ο οποίος, όπως και ο αδελφός του Ιωάννης, ασχολήθηκε από νωρίς με την οικογενειακή επιχείρηση.

Πέντε χρόνια αργότερα, διεύρυνε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, στον Πειραιά, αυτήν τη φορά, ανοίγοντας έναν σταθμό αυτοκινήτων στην οδό Ρετσίνα 50. Μπροστά στις εγκαταστάσεις είχε εγκαταστήσει βενζιναντλία – επί τη ευκαιρία, η πρώτη βενζιναντλία στη χώρα φαίνεται ότι εγκαταστάθηκε το 1923 στην αντιπροσωπεία αυτοκινήτων Μαριόλη-Μπούρα, στην οδό Πανεπιστημίου. Το 1937, για να μείνουμε στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Νικολάου Ι. Θεοχαράκη πριν τον Πόλεμο και την Απελευθέρωση, ο ιδρυτής δημιούργησε και Τρίτη μονάδα, με αντικείμενο την κατασκευή ανταλλακτικών φρένων στο Αιγάλεω, στη Λεωφόρο Θηβών, όπου, όπως θα δούμε, από το 1976 κατασκευάζονταν κιβωτάμαξες για ελαφρά φορτηγά.

Το 1928, οπότε γίνεται λόγος για 20.000 αυτοκίνητα στην Αθήνα και 8.900 «διπλωματούχους οδηγούς», ο Νικόλαος Ι. Θεοχαράκης παντρεύτηκε την Άννα Τζούμα, η οποία του χάρισε τρία παιδιά, δύο γιους και μία κόρη. Ο λόγος για τον Ιωάννη Ν. Θεοχαράκη (Πειραιάς, 1929 – Αθήνα, Ιανουάριος 1980), τον Βασίλειο Ν. Θεοχαράκη (Πειραιάς, 1930 – ) και την Αλεξία Θεοχαράκη. Από τον δεύτερο γάμο του με την Ελένη Δανομάρα το 1946, ο Νικόλαος Θεοχαράκης απέκτησε, επίσης, μία κόρη, τη Μαρία. Ο Ιωάννης και ο Βασίλειος, με σπουδές Οικονομικών στην ΑΣΟΕΕ, ο πρώτος, με σπουδές Νομικής στο ΕΚΠΑ, αλλά και μαθητής του ζωγράφου Σπύρου Παπαλουκά στην ΑΣΚΤ, ο δεύτερος, ασχολήθηκαν από νωρίς, από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, με την οικογενειακή επιχείρηση, ο Βασίλειος σε ηλικία 17 ετών, πριν αναλάβει αργότερα, το 1980, καθήκοντα Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου στον Όμιλο των Επιχειρήσεων Θεοχαράκη.

Ο Βασίλειος Ν. Θεοχαράκης παντρεύτηκε με τη Μαρίνα Αλεξανδρή, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Αννίτα και τη Δέσποινα (Ντένη). Ο Ιωάννης Ν. Θεοχαράκης νυμφεύθηκε το 1955 τη Μαρία Κανελλοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Νικόλαο και τον Παναγιώτη, ο οποίος συμμετέχει στις οικογενειακές επιχειρήσεις από το 1984, στη «Νικ. Ι. Θεοχαράκης Α.Ε.» και στην «Τeocar Α.Ε.». Σήμερα, ο Παναγιώτης Θεοχαράκης είναι Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της «Νικ. Ι. Θεοχαράκης Α.Ε.». Πρωτεργάτης για τη σύναψη της συμφωνίας τεχνολογικής συνεργασίας του ομίλου Θεοχαράκη με τη Nissan Motor Co, απότοκος της οποίας της οποίας ήταν η «Teocar A.E.», μία ολοκληρωμένη μονάδα συναρμολόγησης αυτοκινήτων και ελαφρών φορτηγών στη βιομηχανική περιοχή του Βόλου, ήταν ο Ιωάννης Ν. Θεοχαράκης.

Ο Νικόλαος Θεοχαράκης δραστηριοποιείται, μετά την Απελευθέρωση, και πάλι στην εμπορία ειδών αυτοκινήτου, στην οδό Βερανζέρου 6 και στον Πειραιά, στην οδό Ρετσίνα 50. Στην επιχείρηση συμμετέχουν και οι δύο γιοι του, ο Ιωάννης και ο Βασίλειος. Το 1957 η επιχείρηση αναλαμβάνει την εκπροσώπηση στην Ελλάδα των ελαστικών Yokohama. Ακριβώς με αυτό το αντικείμενο ιδρύθηκε το 1959 στην Αθήνα η «Θεοχαράκης Α.Ε. Εμπορίας Αυτοκινήτων, Ελαστικών και Ανταλλακτικών». Το αυτοκίνητο, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, είχε προσδώσει νέα ταχύτητα στις πόλεις, στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, ύστερα στην ύπαιθρο χώρα, ιδίως μετά την εγκατάσταση των προσφύγων.

Κατά την εποχή της «μπελ επόκ», την εποχή που γεννήθηκε ο Νικόλαος Ιωάννου Θεοχαράκης, η εμφάνιση του αυτοκινήτου λειτούργησε ως εμβρυουλκός για την εμφάνιση νέων επαγγελμάτων –όπως, κατά τη δεκαετία 1900-1910– αυτού του αντιπροσώπου αυτοκινήτου. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι άλλαξαν τα δεδομένα στον χώρο της αυτοκίνησης, αφού νέες ανάγκες μεταφορών δημιουργήθηκαν, αναλόγως και της διεύρυνσης των ορίων του εθνικού χώρου και της αύξησης του πληθυσμού. Η επιστράτευση αυτοκινήτων μαζί με τους οδηγούς και ιδιοκτήτες τους και οι ανάγκες της πολεμικής προσπάθειας, εξάλλου, ιδίως η επιτυχής έκβαση των Βαλκανικών, κατέστησαν το αυτοκίνητο πρόσημο κύρους και σύμβολο μοντερνισμού. Έτσι, οι εμπλεκόμενοι στην πολεμική προσπάθεια επιχειρηματίες συνιστούν τους πυρήνες αντιπροσωπειών.

Η εμπλοκή στη Μικρά Ασία, με τον Ελληνικό Στρατό να διαθέτει 2.500 φορτηγά τον Ιούνιο του 1921, οι ανάγκες συντήρησής τους, οι οδηγοί που εκπαιδεύτηκαν και η συμπληρωματική λειτουργία των μέσων μεταφοράς ανέδειξαν το αυτοκίνητο σε πρωταγωνιστή, όταν ο σιδηρόδρομος απεδείχθη ανεπαρκής για την τελική προέλαση – ο Νικόλαος Ιωάννου Θεοχαράκης ήταν εκεί. Έπειτα, η έλευση των προσφύγων ανανοηματοδότησε τον αστικό χώρο, δημιούργησε ανάγκες διεύρυνσης της εσωτερικής αγοράς και, επομένως ανάπτυξης, του δικτύου μεταφορών – ιδιωτικά αυτοκίνητα, λεωφορεία, ταξί, φορτηγά και τα ανταλλακτικά τους, συνεργεία επισκευών και αντλίες καυσίμων ανέλαβαν να υποστηρίξουν τις μετακινήσεις και ο Νικόλαος Ιωάννης Θεοχαράκης δηλώνει παρών.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 το αυτοκίνητο διαδόθηκε ταχύτατα, λόγω της ανόδου του βιοτικού επιπέδου, της μείωσης της τιμής κτήσης και των εξόδων συντήρησης, της ανάπτυξης των μέσων υποστήριξης και της ανάπτυξης και εκμηχάνισης της γεωργίας. Συγχρόνως, αναπτύχθηκε το δίκτυο διανομής πετρελαιοειδών, με τον Θεοχαράκη πάντοτε παρόντα και ενεργό. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, η αγορά αυτοκινήτου είναι ασταθής –ο Θεοχαράκης ορθά εκτίμησε την κατάσταση και δεν ασχολήθηκε με εισαγωγές αυτοκινήτων– και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας η κερδοφορία των αντιπροσώπων είναι περιορισμένη, εξαιτίας και της ανταγωνιστικής παροχής πιστώσεων, αν και το 1935 καταγράφονται 36 εκθέσεις αυτοκινήτων στην Αθήνα και 10 αντιπροσωπίες στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1949 τα μέλη του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων συναριθμούνται σε 48. Η ελαφρά ανάκαμψη της αγοράς το 1934 και το 1935 συνδυάστηκε με την επιβολή ποικίλων εισαγωγικών περιορισμών, μέχρι την επιβολή γενικής απαγόρευσης εισαγωγών το 1938, ενώ η Ελλάδα προετοιμάζεται ήδη για πόλεμο.

Ύστερα από τον πόλεμο, και χάρη κυρίως στην Αμερικανική Βοήθεια, αρχίζουν να αποκαθίστανται το οδικό δίκτυο και να εισάγονται από κρατικούς φορείς στη χώρα αυτοκίνητα, κυρίως αμερικανικής κατασκευής. Αλλά η άμεση κρατική παρέμβαση στην αγορά και η έμμεση, με τον περιορισμό των εισαγωγών, δημιούργησαν ιδιόρρυθμες συνθήκες στην αγορά αυτοκινήτου και ανταλλακτικών. Οι επίσημοι αντιπρόσωποι ήταν αποκλεισμένοι από τα προγράμματα εισαγωγής, ενώ και η βενζίνη ήταν αγαθό δυσεύρετο – οι περιορισμοί στην κατανάλωση βενζίνης που ίσχυσαν μετά την Κατοχή για τις Κυριακές και τις γιορτές ήρθησαν το 1950.

Συμφωνητικό πώλησης και απόδειξη προκαταβολής, υπογεγραμμένες από τον Ιωάννη Θεοχαράκη, ενός Datsun Bluebird 1200 στον Μιχαήλ Ιωάν. Κιτσόγλου στις 30 Απριλίου 1963.

Συμφωνητικό πώλησης και απόδειξη προκαταβολής, υπογεγραμμένες από τον Ιωάννη Θεοχαράκη, ενός Datsun Bluebird 1200 στον Μιχαήλ Ιωάν. Κιτσόγλου στις 30 Απριλίου 1963.

Τον Απρίλιο του 1953 καταργήθηκαν οι αυστηρές απαγορεύσεις εισαγωγής αυτοκινήτων και ανταλλακτικών, αλλά ο «Φόρος Κύκλου Εργασιών», ο οποίος είχε υιοθετηθεί με Αναγκαστικό Νόμο το 1937, αντικαταστάθηκε από «εισφορά» 200% επί της αξίας του αυτοκινήτου, αναλόγως της εργοστασιακής αξίας, και καθιερώθηκε το «ειδικό τέλος», ίσο προς το ισόποσο των τελών κυκλοφορίας ενός εξαμήνου. Ακριβώς την ίδια χρονιά, το 1953, επιβλήθηκε φόρος πολυτελείας για τα μεγαλύτερου κυβισμού αυτοκίνητα, αλλά σταδιακά επεκτάθηκε για όλα τα αυτοκίνητα. Το 1955 διπλασιάστηκαν τα τέλη κυκλοφορίας για τα ΙΧ επιβατικά αυτοκίνητα, με αιτιολόγηση τη συγκέντρωση εσόδων για την ανακούφιση των σεισμόπληκτων του Βόλου. Τρία χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1958, η εισαγωγή αυτοκινήτων έγινε ακόμα πιο δύσκολη, αφού επιβλήθηκε εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος, με αποτέλεσμα τον σχεδόν διπλασιασμό των τιμών λιανικής των αυτοκινήτων.

Κατά τη δεκαετία του 1960 σταδιακά μετατοπίζεται η κοινωνική σημασιοδότηση του αυτοκινήτου ως μέσου της αναδυόμενης μεσαίας τάξης, αν και η κτήση του δεν είναι οικονομικά εύκολη. Λόγου χάριν, το 1957 μόνον 36,4% όλων όσοι έχουν μηνιαίο εισόδημα πάνω από 4.400 δρχ. αποφασίζουν να αγοράσουν καινούργιο αυτοκίνητο, ενώ το 1963 όσοι έχουν αντίστοιχο εισόδημα πάνω από 6.600 δρχ. κάνουν την αντίστοιχη επιλογή. Οι υπόλοιποι εμπιστεύονται τα παλιά τους οχήματα ή αγοράζουν μεταχειρισμένα, συνήθως εισαγωγής από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Εν προκειμένω, την ίδια αυτή χρονιά, από τα 61.513 αυτοκίνητα που συναριθμούνται στη χώρα, μόνον 19. 904 κυκλοφόρησαν από το 1961 και ύστερα.

Οι κατώτατες μηνιαίες αποδοχές των υπαλλήλων ανέρχονταν σε 1.500-2.000 δρχ. και ένας τεχνίτης αμειβόταν με ημερομίσθιο 700 δρχ., όταν το γάλα «Νουνού» κόστιζε 4-8 δρχ. το κιλό, η εγγραφή στο Δημοτικό σχολείο 5 δρχ. και στο Γυμνάσιο 65 δρχ., ενώ ένα ποδήλατο κόστιζε 4.000 δρχ., ένα «μοτοσακό» 5-7.000 δρχ., ένα ραδιόφωνο μπαταρίας 1.500 δρχ. και άνω και οι Εικόνες 5 δρχ. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, τι οικονομίες έπρεπε να έχει στην άκρη μία οικογένεια για να αποκτήσει το δικό της αυτοκίνητο, όπως το Bluebird που πριν λίγο επισκεφθήκαμε.

Η ίδρυση της Νικ. Ι. Θεοχαράκης Α.Ε. πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο εντυπωσιακής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και πυκνής αλλαγής των καταναλωτικών ηθών και συμπεριφορών.

Κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960 η ελληνική οικονομία επέδειξε την πιο δυναμική της περίοδο, με πιο χαρακτηριστική εξέλιξη τον τριπλασιασμό του ΑΕΠ από το τέλος του Εμφυλίου μέχρι το 1967. Ο δείκτης του εθνικού προïόντος από 100 μονάδες το 1950 έφτασε στις 300 το 1967.

Συγχρόνως μεταβλήθηκε η σύνθεση των νοικοκυριών και αυξήθηκε η καταναλωτική δυνατότητα των μισθωτών του Δημοσίου. Όλα τα παραπάνω μάς επιτρέπουν να αντιληφθούμε, δεδομένου ότι νέες μεταφορικές ανάγκες είχαν δημιουργηθεί, τον μεγάλο βαθμό διάδοσης του αυτοκινήτου.

«Πότε θα γίνει η Ελλάδα Κυανή Ακτή;»

«Πότε θα γίνει η Ελλάδα Κυανή Ακτή;», ανησυχούσε ο Ταχυδρόμος στις 20 Σεπτεμβρίου 1958, ενώ ήδη από τον Αύγουστο του 1949 η χώρα «κραύγαζε για τουρισμό», κατά τη δήλωση του επικεφαλής για την εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα, και έναν χρόνο αργότερα (επανα)ιδρύθηκε ο ΕΟΤ. Σπεύδουν οι Αθηναίοι –αφού στην Περιφέρεια Πρωτευούσης ήταν συγκεντρωμένο το 74% του συνολικού αριθμού αυτοκινήτων στη χώρα–, εποχούμενοι στη Γλυφάδα, στο Μάτι ή στο Κόκκινο Λιμανάκι, αλλά και στην Επίδαυρο, τον χώρο στάθμευσης της οποίας έχει φωτογραφίσει ο Δημήτρης Χαρισιάδης το 1956 – η κατασκευή της τουριστικής οδού Ναυπλίου-Επιδαύρου είχε ενταχθεί στον Προϋπολογισμό 1953-1954, το φεστιβάλ εγκαινιάστηκε στις 19 Ιουνίου 1955. Σπεύδουν οι Αθηναίοι και προς το Σούνιο μέσω της «νέας παραλιακής», οι εργασίες για τη διάνοιξη της οποίας ξεκίνησαν στις 18 Φεβρουαρίου 1953. Σπεύδουν οι Αθηναίοι εποχούμενοι.

Ήδη από το 1954, ο γοητευτικός αθηναιογράφος Γιάννης Μαρής, στο δεύτερο βιβλίο του, Έγκλημα στα παρασκήνια, επισημαίνει ότι η Αθήνα έχει γίνει Νέα Υόρκη από πλευράς κυκλοφοριακού φόρτου, με τον τροχονόμο στο «βαρέλι» του μέσα επιβλητικός να ρυθμίζει την κυκλοφορία και να υποδέχεται τα δώρα τα Χριστούγεννα. Ο Δημήτρης Χαρισιάδης φωτογραφίζει την Πλατεία Ομονοίας μποτιλιαρισμένη το 1956, οπότε στην Αθήνα κυκλοφορούσαν ήδη 20.500 αυτοκίνητα, τη φωτογραφίζει και το 1959. Ο Γιάννης Μπαλάφας εξεικονίζει φωτογραφικά μποτιλιαρισμένη την οδό Σταδίου το 1960, ενώ τα ταξί, πολλά «αμερικάνικα», «κολλούσαν» το 1966 στην κυκλοφορία «εντός των τειχών», στην «άγνωστη κεντρική ζώνη των Αθηνών», εκεί όπου η διαδρομή είναι δύσκολη, «αφού κτίζονται πολλά σπίτια, κυκλοφορούν πολλά αυτοκίνητα». Εφεξής η ανάπτυξη του Πολεοδομικού Συγκροτήματος είχε ως άξονα το αυτοκίνητο, όπως φαίνεται από μελέτες που ανέπτυξαν πολεοδόμοι και αρχιτέκτονες, όπως ο Κώστας Μπίρης και ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης, αυτή την εποχή για την ανάπτυξη των αστικών κέντρων στη χώρα μας.

Τότε, κατά τη δεκαετία του 1960, η κυκλοφορία στην πόλη είναι προβληματική, «τόσα πολλά αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα δεξιά κι αριστερά», σε μια πόλη της οποίας ο πληθυσμός είχε αυξηθεί από το 1951 μέχρι το 1961 από 1.378.586 κατοίκους σε 1.852.709, σύμφωνα με τα στοιχεία των γενικών απογραφών, ενώ στα προάστια οι 153.323 κάτοικοι του 1951 είχαν φτάσει δέκα χρόνια αργότερα στους 251.680 – το 1961, μόνο ένας στους τέσσερις κατοίκους που ζούσε στο πολεοδομικό συγκρότημα είχε γεννηθεί εκεί. Την ίδια περίοδο ο πληθυσμός της χώρας διαρκώς αυξάνει, αναλόγως αυξάνει και ο αστικός πληθυσμός – 37% επί του συνόλου το 1951 κατοικεί σε πόλεις, 43% δέκα χρόνια. Το 1966 εκτιμήθηκε πως κάθε τέσσερα χρόνια κατοικούνταν νέες περιοχές του Λεκανοπεδίου, η έκταση των οποίων ήταν ίση με αυτήν του Δήμου Αθηναίων.

Η Αθήνα γίνεται σιγά σιγά «συγχρονική» πόλη, απλώνεται και υψώνεται, χάρη στην επίλυση του ιδιοκτησιακού πλαισίου, χάρη στην αντιπαροχή, η οποία λειτούργησε ως «γενετική διαδικασία της νεοελληνικής πόλης». Οι συλλογικότητες, οι βασισμένες στους τόπους κατοικίας διαλύονται οριστικά, νέες περιοχές εντάσσονται στο σχέδιο πόλης, στις ήδη ρυμοτομημένες περιοχές γεμίζουν τα κενά, τα κατ΄αρχάς άδεια οικόπεδα και, από κοντά, συγχρόνως με την κατοικία και το αυτοκίνητο, προβάλλονται τα αεροπορικά ταξίδια και το ουίσκι αντικαθιστά τα έως τότε προσφιλή ποτά, ενώ η εισαγόμενη μόδα εμφανίζεται όλο και πιο συχνά, όπως και οι ομότροπες διατροφικές συνήθειες.

Νέα καταναλωτικά ήθη και συμπεριφορές εμφανίζονται και εγκαθιδρύονται. Λόγου χάριν, οι δαπάνες αναψυχής και διασκέδασης αυξάνουν από 4.188 δρχ. ανά άτομο το 1958 σε 7.500 το 1964 και σε 15.427 το 1971. Την ίδια στιγμή, εποχή νέων καταναλωτικών ηθών και συμπεριφορών, λίγοι νέοι δρόμοι δίνονται στην κυκλοφορία, η Λεωφόρος Συγγρού, «με τον καινούργιο φωτισμό της θύμιζε ξένο φιλμ», για να θυμηθούμε την εντύπωση του Γιάννη Μαρή και των Αθηναίων αναγνωστών του το 1961. Ένιες πλατείες αναδιαμορφώνονται, καινούργια κτίρια γοήτρου κατασκευάζονται, κάποια άλλα αποκτούν νέες χρήσεις, τα κίτρινα τρόλεϋ – τα Alfa Romeo από το 1955, τα Lancia από το 1961, ενώ δέκα Fiat κατασκευής 1939 κυκλοφορούν στον Πειραιά– αντικαθιστούν τα τραμ.

Η γραμμή του τραμ ξηλώθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1953 στην Πατησίων και στη Β. Σοφίας από συνεργείο Μακεδόνων εργατών, του οποίου ηγείτο αυτοπροσώπως ο τότε υπουργός Δημοσίων ΄Εργων Κ. Καραμανλής. Τα φανάρια ρυθμίζουν την όλο και πυκνότερη κυκλοφορία – η Ειδική Υπηρεσία Κυκλοφορίας του Υπουργείου Δημοσίων Έργων είχε ιδρυθεί το 1957 και το 1962 ανέθεσε στον W. Smith την πρώτη κυκλοφοριακή μελέτη για το Λεκανοπέδιο, η οποία παραδόθηκε έναν χρόνο αργότερα, ενώ ήδη από το 1961 είχε τεθεί σε ισχύ ο πρώτος εν Ελλάδι ΚΟΚ και από τον Ιούλιο του 1960 είχε εγκατασταθεί από τη Siemens πρώτη φορά σύστημα αυτόματης σηματοδότησης.

.

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ ΚΑΙ ΛΕΖΑΝΤΩΝ: 60Χρόνια Nissan Νικ. Ι. Θεοχαράκης Α.Ε., Αθήνα 2021, όπου και Ενδεικτική Βιβλιογραφία.

Πηγή: car&driver

Βάρναλης:ποιος φταίει;

-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;… κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.

ΗΛΕΙΑΚΈΣ ΜΝΉΜΕΣ ΤΟΥ 1969 ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

*

Στη μνήμη του πατέρα μου 

Φέτος το ταξίδι για το χωριό του πατέρα μου δεν ήταν ατέλειωτο, όπως τότε, αρχές της δεκαετίας του ’50, που ταξιδεύαμε με τον καρβουνιάρη, φορώντας ό,τι πιο πρόχειρο, για να μην λερωθούμε από τη μουτζούρα του. Ήταν πιο γρήγορο κι από το ταξίδι που κάναμε, αργότερα, με το «πολυτελές», και αρκετά ταχύτερο, ωτομοτρίς.

Τώρα, μετά από πολλά χρόνια, ταξιδεύαμε άνετα με το ΙΧ του πατέρα μου και σταματούσαμε όπου θέλαμε, όποτε θέλαμε. Κι όταν φτάσαμε στην Αμαλιάδα, δεν χρειάστηκε να φορτώσουμε, όπως τότε, τις αποσκευές μας πάνω στη σκεπή τού λεωφορείου-σακαράκα, όπου μέσα στοιβάζονταν οι επιβάτες με προορισμό την Εφύρα και το Σιμόπουλο. Εμείς κατεβαίναμε πάντα πιο πριν, στού Μπεζαΐτη, όπως έλεγαν τότε την Κεραμιδιά, τρίτο χωριό μετά το μεγαλοχώρι του Χάβαρη και τη μικρή Ντάμιζα.

Η διαδρομή από την Αθήνα ώς το χωριό μου φαινόταν μαγευτική. Όλα γνωστά, τα είχα δει πολλές φορές, μα σήμερα μου φαίνονταν καινούργια, διαφορετικά από άλλοτε· δεν μου ’κανε όρεξη να ρίξω ούτε ένα βλέμμα στο βιβλίο, που είχα πάρει μαζί μου για το μακρύ ταξίδι. Όλη την ώρα παρατηρούσα γύρω αμίλητη και σκεπτόμουν… σκεπτόμουν…

Απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής φτάσαμε στο σπίτι του αδελφού τού πατέρα μου. Όλοι μάς περίμεναν στην αυλή, κάτω από την πελώρια, σχεδόν αιωνόβια μουριά, την ίδια όπου σκαρφάλωνε παιδί ο πατέρας μου. Το παλιό σπίτι όμως, το πατρικό, δεν υπήρχε πιά.

Αρκετό καιρό μετά το κάψιμο του σπιτιού και του χωριού από τους Γερμανούς το 1944, για αντίποινα, ο θείος είχε πρόχειρα επιδιορθώσει ένα δωμάτιο, όπου η οικογένειά του έμενε για χρόνια. Οι εμφυλιακές περιπέτειες και η διαρκής ανέχεια δεν επέτρεπαν κανονική επισκευή.

Ο θείος, ως καπετάνιος αντάρτης του Ε.ΛΑ.Σ, «Αντρούτσος» το προσωνύμι του, πλήρωσε την ανάμειξή του με μακροχρόνια φυλάκιση. Πολύμηνη ήταν και η «φιλοξενία» της θείας, της γυναίκας του, στα κρατητήρια του Πύργου και στη συνέχεια η εκτόπισή της στη Χίο, μαζί με το λίγων μηνών Θοδωράκη τους.

Περίμενα να δω εκείνο το κατακαμένο δωμάτιο που ήξερα, με τα μαυρισμένα δοκάρια και τα χαλάσματα, το οποίο χρησιμοποιούσαν για κουζίνα, ν’ ανέβω δίπλα του τα λίγα σκαλάκια για τη μεγάλη και μοναδική κάμαρα. Κάτω από το παράθυρό της πόζαρε η μάνα του πατέρα μου στη μοναδική φωτογραφία της.

Όμως τίποτα πιά τώρα δεν υπήρχε από εκείνες τις παλιές πληγές. Ο θείος με πολύ μεγάλη καθυστέρηση πήρε από το κράτος την αποζημίωση για το κάψιμο του σπιτιού του και ξανάκτισε από την αρχή ένα άλλο σπίτι, χωρίς πολυτέλειες· και χωρίς μνήμες.

Με το που πατήσαμε το πόδι μας, μύριες νέες εντυπώσεις και παλιές θύμησες με κατάκλυσαν. Η χαρούμενη διάθεση με γύρισε στο πολύ μικρό παιδί που ήμουν κάποτε, όταν ερχόμουν εδώ, σ’ εκείνο το μισοερειπωμένο παράξενο σπίτι.

Η μικρή ξαδέρφη μου με επανέφερε στο τώρα· με πήρε γρήγορα στην αποκλειστικότητά της. Ήθελε να τη συνοδεύσω ως το χωράφι, όπου είχε πάει το πρωί τη γίδα της να βοσκήσει και τώρα όφειλε να τη γυρίσει πίσω, στο σπίτι. «Να, εδώ κοντά είναι», μου είπε, «θα σου αρέσει η βόλτα». Με έπεισε.

Περπατούσαμε για ώρα στην ανθισμένη φύση, πάνω σε ατέλειωτα στενά μονοπατάκια με θαλερό χορτάρι, μα γίδα δεν φαινόταν. Οι αποστάσεις εδώ έχουν άλλο νόημα. Λένε «να, εδώ» και αυτό το «εδώ» είναι πάνω από ένα χιλιόμετρο μακριά.

***

Όταν επιστρέψαμε, είδα να «παρελαύνουν» ξένοι μπροστά από το σπίτι τού θείου, στον κεντρικό δρόμο τού χωριού. Ήταν αρχαιολόγοι, μου είπαν, εφτά Άγγλοι και δυό Αγγλίδες. Με τις ανασκαφές τους έχουν ήδη βρει αγγεία, ίσως από την εποχή της καθόδου των Αχαιών το 2000 π.Χ. και το ενδιαφέρον όλων έχει ενταθεί. Αλλά όλοι έχουν περισσότερο εντυπωσιαστεί από την απρόσμενη απλότητα και καταδεκτικότητά τους· ζούν όπως και οι χωρικοί, έχουν μάθει λίγα ελληνικά που τους βοηθούν στην απευθείας συνεννόηση μαζί τους.

Επιτέλους γνώρισα από πιο κοντά τον αρχηγό των Άγγλων αρχαιολόγων. Ήλθε ξανά στο σπίτι για επίσκεψη και η θειά μου, φιλόξενη πάντα, τον κράτησε για το βραδυνό φαγητό. Είναι υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουαλίας, τριάντα εννιά ετών είναι, είπε, μα δεν φαίνεται πάνω από τριάντα. Με μούσι και κοντοκουρεμένα μαλλιά, δείχνει απλός, καλοσυνάτος κι ευγενικός, με βορεινή λεπτότητα. Μιλήσαμε άνετα, ελληνικά και αγγλικά για ένα σωρό πράγματα: για το Πανεπιστήμιο για τους φοιτητές, μα κυρίως για τις ανασκαφές της περιοχής.

Μου είπε πως έχουν βρει μια γωνιά ενός σπιτιού ελληνιστικής περιόδου, μια δεξαμενή, ένα πιθάρι, θραύσματα αγγείων και πολλά κεραμίδια… ‒ άραγε απ’ αυτά να πήρε το χωριό το όνομα «Κεραμιδιά»; Θυμάμαι που παλιά, πριν από τις ανασκαφές, στους περιπάτους μας στα χωράφια, στα μονοπάτια, στα δρομάκια, έβλεπα κεραμικά θραύσματα, δεν ήξερα τότε τίποτα. Η δουλειά, είπε, είναι πολλή, αλλά τα χρήματα τούς τέλειωσαν και θα φύγουν· αρχίζουν εξάλλου στην Αγγλία οι εξετάσεις. Θα γυρίσουν, ελπίζουν, τον Αύγουστο να συνεχίσουν.

***

Το απογευματάκι κάναμε την επίσκεψή μας στο φράγμα του Πηνειού, που μου δημιούργησε την εντύπωση ενός πολύ μεγάλου τεχνικού έργου. Θυμάμαι το γνωστό χορικό του Σοφοκλή από την Αντιγόνη «Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει…» και επιβεβαιώνω μέσα μου τον θαυμασμό για τις δυνατότητες του ανθρώπινου μυαλού.

Είναι, λένε, το μεγαλύτερο έργο των Βαλκανίων. Υπέροχο θέαμα. Η τεχνητή λίμνη χάρμα οφθαλμών. Οι κορφές των δέντρων επιπλέουν· κάποτε τα δέντρα αυτά αντίκριζαν τον ήλιο, ίσως σε κάποιο από αυτά να είχα κιόλας σκαρφαλώσει παιδί ή να είχα ξεκουραστεί στη σκιά του, μα τώρα αυτά ζούν μεσ’ στο νερό. Δεν χόρταινα να κοιτάζω, να καμαρώνω και να ρωτώ. Η κάθε απάντηση που έπαιρνα γεννούσε άλλη ερώτηση· ασταμάτητη ήταν η γέννηση των ερωτημάτων τούτο το απόγευμα.

Το ξάφνιασμά μου μεγάλωσε, όταν αντιλήφτηκα πως το χωριό του πατέρα μου έχει γίνει παραλίμνιο. Το φράγμα του Πηνειού έφερε την τεχνητή λίμνη στην άκρη του. Με λίγο περπάτημα φτάνεις στην όχθη της, όπου κουνούπια αμέτρητα σε πολιορκούν και το νερό του Πηνειού γίνεται εμπόδιο αξεπέραστο, για να συνεχίσεις με τα πόδια εκεί, όπου περπατούσες αμέριμνα κάποτε· τώρα μόνο με βάρκα μπορείς να περάσεις απέναντι, αλλά βάρκα δεν υπάρχει. Πως ξαφνικά οι αγρότες να γίνουν ψαράδες;

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
1969, 2010

Από το ανέκδοτο βιβλίο Στην όδο Πηλέως και άλλα αφηγήματα.

Πηγή:neoplanodion.gr