Μυστικά και ψέμματα

Στα καλά αστικά σπίτια το κυριακάτικο τραπέζι διατηρεί ένα ελάχιστο θεσμικό κύρος. Χάριν του συνδυασμού σεμνοπρέπειας και υποκρισίας, οι κακές λέξεις απαγορεύονται εξίσου αυστηρά με τις βρώμικες αναμνήσεις. Οι φαρμακεροί υπαινιγμοί για κάποια καμπαρετζού κόβονται σαν το βούτυρο, με ζεστό μαχαίρι. Ένας αράπης εξαφανίζεται μαγικά όταν ο πατριάρχης χτυπά το κουτάλι του στο πιάτο. Μία απάτη διορθώνεται βιαστικά σε οικονομική διαφορά. Τα παιδιά φυσικά, που έχουν (τα άτιμα!) το συνήθειο να τρυπώνουν κάτω από τραπέζια, να παραμονεύουν πίσω απ’ τις πόρτες ή να κρύβονται σε ντουλάπες, συμπληρώνουν με άνεση τα μισόλογα. Ξέρουν πως ο θείος Ισίδωρος ψάρεψε την ερωμένη του από τη δεύτερη σειρά ενός κακόφημου μπαλέτου. Ότι η Μαιρούλα γέννησε σε κατάλευκη ελβετική κλινική το εκδρομικό εξώγαμο που έπιασε στην Κένυα. Κι ότι ο Αργύρης, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, δεν λείπει σε μακρινό ταξίδι αλλά ασπρίζει στη φυλακή. Ξέρουν τα πάντα, ακριβώς γιατί αποκρύβονται επιμελώς.

Οι μόνοι που δεν το αντιλαμβάνονται είναι οι προασπιστές της πολιτικής γελοιορθότητας. Κύριοι και κυρίες σαν την Helen Adam και την Laurie Harper που αναστάτωσαν προσφάτως την Αυστραλία αξιώνοντας να αποσυρθούν από τις σχολικές βιβλιοθήκες τα παλιά παιδικά βιβλία ως ρατσιστικά και σεξιστικά. Δεν τις απασχολεί το ότι ρατσισμός και σεξουαλική εκμετάλλευση πράγματι υπήρξαν (και υπάρχουν) αλλά το να μη φτάνει ο απόηχός τους στα παιδιά. Δεν ντρέπονται για το Άουσβιτς ή την εξόντωση των ιθαγενών αλλά θεωρούν απαράδεκτο να υποψιαστούν τα παιδιά τη φρίκη τους. Τα απαίσια πράγματα, καλό είναι να κρύβονται κάτω από το χαλί του ιστορικού αφοπλισμού. Γιατί τα παιδιά είναι κουτά. Πρέπει να ζουν σε φανταστικό παρόν, να πιστεύουν ότι το παρελθόν ήταν ειδυλλιακό και το μέλλον έρχεται ειρηνικό σαν χορτοφάγος λύκος. Χώνοντας το πηρούνι στο ψητό μπορεί να βγάλουν κάνα μάτι. Είναι σημαντικό λοιπόν να ξεγελάμε διαρκώς την πείνα τους. Να τους δίνουμε μόνο λιγοστά τρίμματα από το ψωμί της αλήθειας — και συγκαλύπτοντας αλλοτινά αίσχη να καθαρίζουμε, επιφανειακά τουλάχιστον, το τραπεζομάντηλο της ιστορίας.

Η θεία μου η Ειρήνη, μπορεί να μ’ έβαζε να τρώω με δυό χοντρά λεξικά κάτω απ’ τις μασχάλες για να μάθω να τηρώ στο τραπέζι την προσήκουσα στάση. Μα ποτέ δεν σκέφτηκε να αφαιρέσει τις σελίδες που περιείχαν επίμεμπτες λέξεις για να μ’ ελαφρύνει από το βάρος της αλήθειας τους.

Ηρακλής Λογοθέτης/neoplanodion.gr

Τα βιβλία…

Τα βιβλία δεν είναι παρά σπαταλημένο χαρτί όταν δεν επενδύουμε στη δράση τη σοφία που παίρνουμε από τη σκέψη, είναι απονάρκωση. Όταν πια μας κουράζουν οι ζωντανοί, ας επιστρέφουμε στους νεκρούς που δεν έχουν στον λόγο τους τίποτα από την κακεντρέχεια, την αλαζονεία ή την υστεροβουλία των ζωντανών.

ΓΕΗΤΣ

«Τις πταίει;»

Ετσι αποκτήσαμε τη «δεδηλωμένη» Το λογικό και αυτονόητο του σήμερα ήταν άλλοτε καινοφανές και ριζοσπαστικό.

Το 1875 δεν ήταν αυτονόητος ο σχηματισμός κυβέρνησης από το κόμμα που είχε τη δεδηλωμένη στη Βουλή. Και κάθε φορά που κλείνουμε την τηλεόραση μετά από μια εκλογική βραδιά, αξίζει να θυμόμαστε εκείνον τον απόμακρο άντρα, θαυμαστή του αγγλικού κοινοβουλευτικού συστήματος, στον οποίο οφείλουμε το γεγονός ότι το πρωί μετά τις εκλογές δεν μας περιμένουν εκπλήξεις

Υποθετικό σενάριο: βράδυ εκλογών, η ώρα 19:00, οι κάλπες μόλις έχουν κλείσει και τα exit polls δίνονται στη δημοσιότητα. Οι προβλέψεις επιβεβαιώνονται και λίγες ώρες αργότερα όλοι γνωρίζουμε ποιο κόμμα κέρδισε τις εκλογές. Και πέφτουμε για ύπνο – άλλοι χαρούμενοι και άλλοι απογοητευμένοι, μιας και όλοι ξέρουμε ποιος θα μας κυβερνά από την επόμενη μέρα.

Τί θα γινόταν όμως εάν ξυπνούσαμε το επόμενο πρωί και μαθαίναμε ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο κόμμα που βγήκε τέταρτο σε ψήφους; Θα μου πείτε, τότε τι νόημα θα είχε να γίνονται εκλογές αν ήταν να σχηματίζει κυβέρνηση όποιος προκρίνεται από την (τον) Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Κανένα νόημα. Απολύτως.

Και όμως, κάπως έτσι λειτουργούσε το σύστημα μία δεκαετία αφότου είχε τεθεί σε ισχύ το δεύτερο Σύνταγμα του ελληνικού κράτους, δηλαδή το Σύνταγμα του 1864. Εκείνος που πρώτος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου δεν ήταν άλλος από τον Χαρίλαο Τρικούπη.

Στις 29 Ιουνίου 1874 δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί» ένα άρθρο που έχει μείνει ιστορικό . Ο τίτλος του ήταν «Τις Πταίει;». Σε αυτό, προειδοποιούσε τον βασιλιά Γεώργιο Α’ για τις ευθύνες του, τονίζοντας ότι η χώρα όδευε στον γκρεμό με τις κυβερνήσεις μειοψηφίας που την κυβερνούσαν.

Εγραφε χαρακτηριστικά ο Τρικούπης ότι οι εκλογές μοιάζουν με «ελεεινό δράμα» και ότι αν συνεχιζόταν η ίδια κατάσταση θα οδηγούσε τον λαό σε επανάσταση. «Αφού μέσω της διαστροφής του Συντάγματος και της εικονικότητας της Βουλής κυβερνάται πράγματι η Ελλάδα ως απόλυτη μοναρχία, ήταν επόμενο όσοι πολιτεύονται να γίνουν όπως τους διαπλάττει το νόθο καθεστώς. […] Δεν φταίει το πολίτευμα, δεν φταίνε οι αντιπρόσωποι του Έθνους, δεν φταίει το Έθνος».

Ποιος έφταιγε λοιπόν; Η απάντηση γινόταν φανερή μέσα από το άρθρο. Ο ανώτατος άρχοντας, ο βασιλιάς.

Λίγες μέρες αργότερα ακολούθησε και δεύτερο άρθρο, στην ίδια εφημερίδα, με τίτλο «Παρελθόν και Ενεστώς». Εκεί ο Τρικούπης μιλούσε για τις τελευταίες εκλογές και ανέφερε συγκεκριμένα γεγονότα, εκλογικές παραβάσεις, παρανομίες, αυθαιρεσίες, ενώ θύμιζε στον Γεώργιο ότι τα ίδια γίνονταν και επί Όθωνος, με αποτέλεσμα την έξωσή του.

Η δημοσίευση των άρθρων προκάλεσε πολιτικό σεισμό. Ο τότε πρωθυπουργός Δημήτριος Βούλγαρης κάλεσε τον εισαγγελέα να απαγγείλει κατηγορίες κατά του συντάκτη των άρθρων. Τα άρθρα είχαν δημοσιευθεί ανώνυμα κι έτσι στην αρχή συνελήφθη ο εκδότης της εφημερίδας. Αμέσως όμως ο Τρικούπης έστειλε γράμμα στην εισαγγελία και ενημέρωσε ότι εκείνος ήταν ο συντάκτης των άρθρων. Αφού απολογήθηκε, προφυλακίστηκε και έμεινε φυλακισμένος για τρεις ημέρες, οπότε και βγήκε με εγγύηση. Δέκα ημέρες αργότερα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να απαγγελθούν κατηγορίες στον Τρικούπη γιατί τα άρθρα του δεν ήταν επιλήψιμα.

Τα άρθρα πήραν τέτοια δημοσιότητα που γράφτηκαν για αυτά κολακευτικά σχόλια ακόμη και σε εφημερίδες του εξωτερικού, όπως παραδείγματος χάριν στους Times του Λονδίνου. Μπορεί σήμερα να μας φαίνεται εντελώς αυτονόητο αυτό που ανέδειξε ο Τρικούπης ως επιτακτική ανάγκη και προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος, αλλά όπως καταλαβαίνουμε μέχρι τότε δεν ήταν…

Δεν πρέπει όμως να παραγνωριστεί και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την κατάσταση ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Αντί να θεωρήσει τον Τρικούπη εχθρό του ή, στην καλύτερη περίπτωση, να τον αγνοήσει, ο Γεώργιος τον κάλεσε μετά από λίγους μήνες και του ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Ο Τρικούπης αποδέχτηκε, με τον όρο να διαλυθεί η Βουλή και να προκηρυχθούν εκλογές. Οι εκλογές όντως έγιναν στις 18 Ιουλίου 1875, με παραδειγματική τάξη σε ολόκληρη τη χώρα. Το ίδιο επρόκειτο να ισχύσει και για τις περισσότερες εκλογές που ακολούθησαν.

Και κάπως έτσι φτάσαμε στην ιστορική μέρα της 11ης Αυγούστου 1875. Γιατί ιστορική; Διότι εκείνη τη μέρα, στα πλαίσια της έναρξης της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου, ο βασιλιάς Γεώργιος εκφώνησε στη Βουλή τον λεγόμενο Λόγο του Θρόνου, που είχε γράψει ο ίδιος ο Τρικούπης. Με αυτό το κείμενο ο βασιλιάς δεσμευόταν εφεξής να δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε όποιο πρόσωπο είχε τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής.

Εκείνη τη μέρα λοιπόν, μαζί με το ολοκαίνουργιο κτίριο της Βουλής, επί της οδού Σταδίου 13, εγκαινιάστηκε ουσιαστικά και το κοινοβουλευτικό σύστημα στη χώρα μας. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι έχουμε συνδυάσει στο μυαλό μας τον Τρικούπη είτε με την πτώχευση του 1893, που του χρεώνεται, είτε με τα μεγάλης έκτασης και κομβικής σημασίας δημόσια έργα που έγιναν επί των ημερών του, όπως η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου και τα σχεδόν 1.000 χιλιόμετρα σιδηροδρόμου. Ωστόσο, νομίζω ότι κάθε φορά που κλείνουμε την τηλεόραση μετά από μια εκλογική βραδιά, αξίζει να θυμόμαστε εκείνον τον απόμακρο άντρα, θαυμαστή του αγγλικού κοινοβουλευτικού συστήματος, στον οποίο οφείλουμε το γεγονός ότι το πρωί μετά τις εκλογές δεν μας περιμένουν εκπλήξεις.

Πηγή: Protagon.gr

Ποδόσφαιρο

Εμπρός στον γρίφο του ποδοσφαίρου, οι προοδευτικοί και οι φιλελεύθεροι, οι θιασώτες του one world κι όλοι αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους «πολίτη του κόσμου» μένουν πάντα ενεοί. Τι έχει αυτό το παράδοξο σπορ, τι κρύβει μέσα του τόσο ισχυρό που κάνει τους προλετάριους και τους μεγιστάνες, τους κρατουμένους και τους δεσμοφύλακες, τους πάνω και τους κάτω να γιορτάζουν μαζί; Πώς γίνεται να τους χωρίζει απ’ τους πανόμοιούς τους στην άλλη πλευρά της μεθορίου; Δεν είμαστε όλοι γόνοι της ίδιας γης; Γιατί αναριγούμε, γιατί κλαίμε, γιατί ουρλιάζουμε από χαρά κι από πόνο εμπρός σε ένα κομμάτι χρωματιστό πανί –φανέλα ή σημαία– που μας θυμίζει ακριβώς το αντίθετο: ότι αυτό που ζυγίζει ψυχικά δεν είναι ότι ανήκουμε στην αφηρημένη, νοερή ανθρωπότητα, αλλά σ’ ένα κλάσμα της συγκεκριμένο, χειροπιαστό, έναν σύλλογο, μια πόλη, έναν λαό.

Κάποιοι άλλοι, κουτοπόνηρα, πασχίζουν να στρέψουν το πράγμα στον αισθητισμό: Ας κερδίσει ο καλύτερος, «a beleza do jogο», η ομορφιά του αθλήματος, διακηρύσσουν, μόνο τούτο βαραίνει! Λες και ο Βραζιλιάνος στη φαβέλα θα σχιζόταν λιγότερο στις κερκίδες αν η ομάδα του συναγωνιζόταν σε χάρη την Εθνική του Ρεχάγκελ… Ή ότι θα πάταγε ποτέ κανείς στα γήπεδα αν δεν μετρούσε γι’ αυτόν πάνω απ’ όλα η νίκη. Άλλοι αψίθυμοι καταστρώνουν θεωρητικές αναλύσεις, υποδεικνύουν τις κρυφές συνάφειες με τον ρατσισμό και τη βία, προειδοποιούν, κραδαίνουν τον δείχτη… Κι ας ξέρουν στο βάθος ότι ματαιοπονούν.

Το ποδόσφαιρο βέβαια για τους εχθρούς του αυτούς αδιαφορεί. Όπως όλα τα σοβαρά πράγματα, δεν είναι κάτι στενό, πώς να χωρέσει στα απλοϊκά τους κουτάκια; Δεν είναι άθλημα μόνο, ένα κοινό κλωτσοσκούφι, όπως λένε. Δεν είναι εμπόρευμα απλώς, κι ας πουλιέται. Δεν είναι τέχνη μονάχα, κι ας μας θαμπώνει συχνά. Δεν είναι στεγνή πολιτική προπαγάνδα, κι ας κρύβονται πίσω του μυριάδες στρατοί και συνθήματα. Είναι όλα αυτά, αλλά συνάμα κι εκείνο το πράγμα που όλα αυτά τα κοινά τα προσπερνά και τα υπερβαίνει δωρίζοντάς τους μια νέα, ανώτερη ενότητα. Που γίνεται ταύτιση και ταυτότητα, συναλληλία και δεσμός ψυχικός, συνεορτή και συμπένθος, γίνεται άμιλλα, μάχη και αγώνας, όνειρο συλλογικό και σκοπός που για 90΄ μάς κάνει να ανήκουμε κάπου.

Το ποδόσφαιρο είναι υπέροχο επειδή δεν υποστηρίζουμε πάντα τον καλύτερο, υποστηρίζουμε την ομάδα μας – όπως ακριβώς στη ζωή. Επειδή δεν νικάει πάντα ο πιο μεγάλος και ο πιο δυνατός και ο πιο ταλαντούχος, αλλά και ο πιο τολμηρός, και ο πιο τυχερός, και ο πιο πονηρός – όπως ακριβώς στη ζωή. Επειδή τα πάντα στο γήπεδο κρέμονται μέχρι το τέλος από μια κλωστή κι επειδή όλοι έχουμε το δικαίωμα να ελπίζουμε ότι η δική μας η κλωστή θ’ αντέξει – όπως ακριβώς το ελπίζουμε, μέχρι το τέλος, και γι’ αυτή τη ζωή.

Το ποδόσφαιρο είναι ο χαμένος παράδεισος που μας έταξαν. Το παιχνίδι που μας αναβαπτίζει στην παμπάλαια κοίτη τού «εμείς». Και που, έστω για λίγο, μας θυμίζει ότι δεν είμαστε μόνοι.

*

Κωστας Κουτσουρέλης /neoplanodion.gr