Εάν ένας άνθρωπος κυνηγάει τα λεφτά, είναι άπληστος, εάν τα φυλάει είναι τσιγκούνης, αν τα ξοδεύει είναι σπάταλος, αν δεν έχει λεφτά τότε είναι ανίκανος, αν δεν θέλει να τα έχει είναι άβουλος. Εάν τα έχει από κληρονομιά είναι χαραμοφάης και αν τα μάζεψε στη διάρκεια της ζωής του είναι κλέφτης.
Ανώνυμος
«Το 1987 η Ελλάδα δοκιμαζόταν από μια παρατεταμένη λειψυδρία»
«Το 1987 η Ελλάδα δοκιμαζόταν από μια παρατεταμένη λειψυδρία»: Η Αννίτα Π. Παναρέτου θυμάται την προηγούμενη φορά που αναδύθηκε το Κάλλιον από τη λίμνη
Η βραβευμένη συγγραφέας μοιράζεται με το Marie Claire προσωπικές φωτογραφίες από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και τη διαδρομή που την οδήγησε στη συγγραφή μιας νουβέλας εμπνευσμένης από την ιστορία του βυθισμένου χωριού, με τίτλο «Καλλίστη. Το χρονικό μιας ανομβρίας».
από την Γεωργία Καρκάνη
10/09/2024
ΤΟ ΚΑΛΛΙΟΝ ΤΟ 1993. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΑΝΝΙΤΑ Π. ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ
Ήταν ένα τυχαίο γεγονός πριν από πολλά χρόνια που ενέπνευσε την Αννίτα Π. Παναρέτου να γράψει τη νουβέλα «Καλλίστη. Το χρονικό μιας ανομβρίας» (εκδ. Αλφειός, 2022), βασισμένη στην αληθινή ιστορία του χωριού Κάλλιον, το οποίο βυθίστηκε ολοκληρωτικά στη λίμνη του Μόρνου μετά την κατασκευή του φράγματος. Φέτος το καλοκαίρι, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο ανομβρίας, η στάθμη του νερού άρχισε να κατεβαίνει δραματικά, αποκαλύπτοντας τα ρημαγμένα πλέον σπίτια του.
Οι δυστοπικές όσο και εντυπωσιακές εικόνες από το Κάλλιον, που αναδύθηκε σαν τη χαμένη Ατλαντίδα, δημοσιεύτηκαν ακόμα και σε διεθνή μέσα. Ενώ η Αττική βρέθηκε για ακόμα μία φορά αντιμέτωπη με την απειλή της λειψυδρίας που ίσως, με υπέρμετρη αισιοδοξία, νομίζαμε ότι είχαμε αφήσει πίσω μας, η συγγραφέας –βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών για το βιβλίο της «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου…» (εκδ. Παπαδόπουλος, 2020), μια συλλογή μαρτυριών από Έλληνες μη Εβραίους ομήρους και αιχμαλώτους σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα- μοιράστηκε μαζί μας φωτογραφίες του προσωπικού αρχείου της από το Κάλλιο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και τη διαδρομή της μέχρι τη συγγραφή της «Καλλίστης»:
«Το μακρινό 1987 η Ελλάδα δοκιμαζόταν από μια παρατεταμένη λειψυδρία, που όμοιά της οι τότε νέοι δεν μπορούσαν να θυμηθούν.
»Περπατώντας μια μέρα στον δρόμο διέκρινα σε μια κρεμασμένη εφημερίδα την αλλόκοτη εικόνα ενός σπιτιού. Δεν ήταν εικόνα καταστροφής, δεν υπήρχαν σημάδια πυρκαγιάς, δεν υπήρχαν σημάδια του χρόνου. Τόσο αλλόκοτο μου φάνηκε αυτό που έβλεπα, ώστε σκέφτηκα προς στιγμήν ότι επρόκειτο για ζωγραφικό πίνακα. Πλησιάζοντας διάβασα ότι επρόκειτο για ένα σπίτι του χωριού που βυθίστηκε στα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου και που με την ανομβρία αναδύθηκε ξανά. Η λεζάντα δεν ανέφερε όνομα.
«Τόσο αλλόκοτο μου φάνηκε αυτό που έβλεπα, ώστε σκέφτηκα προς στιγμήν ότι επρόκειτο για ζωγραφικό πίνακα. Πλησιάζοντας διάβασα ότι επρόκειτο για ένα σπίτι του χωριού που βυθίστηκε στα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου και που με την ανομβρία αναδύθηκε ξανά».
»Εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα και μίλησα για την εικόνα σε μια αγαπημένη φίλη. Μου είπε πως κάποιοι κάτοικοι επέστρεφαν για να καθίσουν στις αυλές των παλιών σπιτιών τους.
»Η πληροφορία με συντάραξε και τότε άρχισε να γράφεται η “Καλλίστη”, που δεν ολοκληρώθηκε παρά είκοσι χρόνια αργότερα. Βρισκόταν όμως πάντα στη σκέψη – και στην καρδιά μου. Έτσι, το 1993 επισκέφθηκα τη λίμνη του Μόρνου. Τα νερά του ταμιευτήρα δεν είχαν επανέλθει στην προηγούμενη στάθμη τους και το χωριό εξακολουθούσε να βρίσκεται απλωμένο σε μια μικρή πλαγιά. Τότε είδα και μια πινακίδα με το όνομα Κάλλιον.
»Εκεί πια ταρακουνήθηκα για τα καλά. Καλλίστη-Κάλλιον! Τράβηξα μερικές φωτογραφίες, που μάλλον αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο για την τότε κατάσταση του χωριού, ασύγκριτα καλύτερη από τη σημερινή, όπως έχει κατ’ επανάληψη προβληθεί από τα ΜΜΕ.
»37 χρόνια μετά, η Καλλίστη αναδύθηκε ξανά. Η ιστορία επαναλήφθηκε -πόσο κρίμα- και το χρονικό της ανομβρίας έγινε και πάλι επίκαιρο».Το Κάλλιον το 1993. Φωτογραφία: Αννίτα Π. ΠαναρέτουΤο Κάλλιον το 1993. Φωτογραφία: Αννίτα Π. Παναρέτου
Η περιγραφή του βιβλίου «Καλλίστη. Το χρονικό μιας ανομβρίας»
Όταν φτιάχτηκε το φράγμα, αιχμαλωτίστηκε το νερό και πήρε την Καλλίστη μαζί του. Κράτησε για χρόνια στην υγρή αγκαλιά του τα έργα και τις ιστορίες των ανθρώπων της κι έγιναν όλα ένα τοπίο του βυθού.
Οι ίδιοι οι άνθρωποι είχαν μετοικήσει σε νέο τόπο, σε νέο μέλλον. Μόνο ένας αλαφροΐσκιωτος νοσταλγός ήταν βέβαιος πως το βουλιαγμένο χωριό του ζούσε μια άλλη ζωή, σ’ έναν άλλο χρόνο.
Εκεί ήθελε να ανήκει.
Ίσως επειδή το ήθελε τόσο, ήρθε η ανομβρία.
Το νερό ολοένα χαμήλωνε και, σαν να έγινε η βαρύτητα άνωση, αναδύθηκε η Καλλίστη μαλακά στην επιφάνεια κι εκείνος την αναδέχθηκε, καθώς επέστρεφε λίγο λίγο.
Η δυστοπική εικόνα της ήταν στα μάτια του πάντα καλλίστη, με ένα κάλλος αλλιώτικο, φιλοτεχνημένο από τη στοργική υδάτινη φροντίδα.
Πήρε την απόφαση να μείνει μαζί της ζώντας μια πρωτόγνωρη πραγματικότητα και περιμένοντας τη στιγμή που το δικό του μέλλον, μεταλλαγμένο σε βροχή, θα απαιτούσε μια επόμενη απόφαση – την τελευταία.
6ος αιώνας προ Χριστού
O 6ος αιώνας προ Χριστού – ο θαυμαστός αιώνας του Βούδα, του Κομφουκίου, του Λάο Τσε, των Ιώνων φιλοσόφων και του Πυθαγόρα – ήταν ένα σημείο καμπής για το ανθρώπινο είδος.
Σαν να φύσηξε ένα ανοιξιάτικο αεράκι από τη μια άκρη του πλανήτη στην άλλη, από την Κίνα μέχρι τη Σάμο.
Άριστα!!
Ο αξέχαστος καθηγητής μας …
Ο αείμνηστος Θύμιος Καραγιάννης από την ορεινή Δωρίδα
Είναι πιο εύκολο, πολύ πιο εύκολο, να υπακούς έναν άλλο παρά να ορίζεις εσύ τον εαυτό σου…
Οι άνθρωποι που αγαπάνε τα βιβλία δεν έχουν πολλές ανάγκες και, κυρίως, δεν έχουν ηλίθιες ανάγκες.
Βασίλης Ραφαηλίδης
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε το 1934 στα Σέρβια της Κοζάνης και πέθανε στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη του 2000. Το 1953 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε κινηματογράφο και δούλεψε σαν βοηθός του Ν. Κούνδουρου και του Ρ. Μανθούλη. Το 1964-65 βρέθηκε στηνΑλγερία κοντά στον Μιχάλη Ράπτη. Έγινε επαγγελματίας κινηματογραφικός κριτικός στη Δημοκρατική Αλλαγή (1965). Συμμετείχε στην εκδοτική ομάδα των περιοδικών Ελληνικός Κινηματογράφος (1966) και Σύγχρονος Κινηματογράφος (1968). Εργάστηκε σαν κινηματογραφικός κριτικός και ρεπόρτερ στο Βήμα (1974-1983) και στο Έθνος (1983-1998) σαν κινηματογραφικός κριτικός, σχολιογράφος και επιφυλλιδογράφος. Επιφυλλίδες ήταν και οι τελευταίες του δημοσιεύσεις στην Ελευθεροτυπία.
Το όραμα του Ερρίκου Ίψεν, του χαράκτη των χαραμάδων – πυλών που αποκαλύπτουν τον κόσμο μας.
Το κόστος στη μελέτη των έργων του Ίψεν είναι υψηλό υπό την έννοια πως επιτελούν τη «Μεταμόρφωση». Η μεταμόρφωση είναι η πιο επίπονη διαδικασία στη ζωή ενός ανθρώπου και οι συγγραφείς που κατάφεραν να γίνουν αφορμή για αυτή τη μεγάλη μετάβαση είναι αυτοί που σήμερα αποκαλούνται με έναν όρο που προσδίδει αυθεντία και δεν είναι άλλος από «κλασικό».
Τί είναι τελικά το κλασικό; Σίγουρα, είναι αυτό που δε μπορεί να αμφισβητηθεί η ομορφιά του. Εκεί που οι πρόγονοι και οι απόγονοι συνωμοτούνε με ένα κοινό όραμα έστω και με μια παροδικότητα. Συνοραματιστές της ομορφιάς λοιπόν…αυτό είναι το κλασικό και σε αυτό τον κόσμο γεννήθηκε και γαλουχήθηκε ο Ερρίκος.
Ερρίκος Ίψεν (1828-1906). Νορβηγός δραματουργός και ποιητής, γεννημένος στην πόλη Σιν της Νορβηγίας. Σε ηλικία 22 ετών δημοσίευσε το πρώτο του θεατρικό έργο, με τίτλο “Κατιλίνας”. Κατόπιν προσλήφθηκε στο θέατρο της πόλης Μπέργκεν ως δραματουργός, όπου δουλεύοντας, έγραψε τα έργα: “Η νύχτα του Άη Γιάννη”, “Η γιορτή του Σουλχάουγκ”, “Η κυρία Ίνγκερ”, κ.ά. Το 1857 εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα Κρίστιανσεν, όπου έγραψε την περίφημη “Κωμωδία του έρωτα”, τους “Μνηστήρες του θρόνου”, τον “Περ Γκυντ” και τον “Μπραντ”. Στη συνέχεια ταξίδεψε στο εξωτερικό, γράφοντας τα έργα: “Εχθρός του λαού”, “Κουκλόσπιτο”, “Τα στηρίγματα της κοινωνίας”, “Αγριόπαπια”, “Έντα Γκάμπλερ” και τους ασύγκριτους σε τέχνη και πλοκή “Βρικόλακες”, που θεωρούνται και ως το αριστούργημά του. Το τελευταίο έργο του είχε τον τίτλο “Όταν εμείς οι πεθαμένοι σηκωθούμε” και δημοσιεύθηκε το 1900. Πέθανε στο Κρίστιανσεν της Νορβηγίας, σε ηλικία 78 ετών, μετά από πενταετή πλήρη πνευματική και σωματική ατονία.