ΕΣ ΑΥΡΙΟΝ ΤΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ

Αυτή η παροιμιακή φράση είναι του Πλουτάρχου, από το βίο του Πλουτάρχου που αναφέρεται στον Πελοπίδα. Ανήκει στον Θηβαίο στρατηγό Αρχία (4ος αι. π.Χ.), φίλο των Σπαρτιατών, όταν σε ένα συμπόσιο κάποιος του πήγε ένα γράμμα, που περιείχε την πληροφορία ότι κινδύνευε από τους δημοκρατικούς και τον Πελοπίδα που είχε επιστρέψει στη Θήβα από την Αθήνα κρυφά. Βρισκόμαστε στο 379 π.Χ.

Ο Αρχίας, πάνω στο γλέντι και μέσα στη χαρά του, πάνω στη μέθη της δύναμής του και της εξουσίας, αμέλησε να το ανοίξει. Αντί να ανοίξει την επιστολή και να τη διαβάσει, την έβαλε στην άκρη λέγοντας «εις αύριον τα σπουδαία», δηλαδή αύριο θα διαβάσω τα σημαντικά πράγματα που περιέχει αυτή η επιστολή. Αυτό ήταν και το λάθος του. Σε λίγο δολοφονήθηκε και αυτός και οι φίλοι του.

Ο Μάρσελ Προυστ γράφει πως η σοφία δε μας χαρίζεται, πρέπει να ανακαλύψουμε μόνοιμας το νόημα, μέσα από τα βιώματά μας και πάντα πρόθυμοι να αισθανθούμε άβολα. Με λίγα λόγια δεν μπορεί να μας σώσει κανείς. Δεν υπάρχουν σωτήρες! Κι αν αυτή η διατύπωση σας φαίνεται κάπως παρωχημένη για τον σημερινό κόσμο, αυτή η δήλωση την εποχή του Προυστ ήταν αιρετική και βαθύτατα μακριά από τις τότε κυρίαρχες θρησκευτικές ιδεολογίες.

Φθόνος, άφθονο …

Είναι πραγματικά ενδιαφέρον ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη.


Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» – ελαττώνει ως ανθρώπους – και μας φθίνει μέχρι και την υγεία μας. Και, βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει, πως το λέμε; Μα, φυσικά, «άφθονο».

ΤΑ ΣΠΑΣΑΜΕ

Οι αρχαίοι Κρήτες την παραμονή του γάμου τους, συγκέντρωναν σε ένα μεγάλο δωμάτιο διάφορα πήλινα βάζα κι ενώ τραγουδούσαν και χόρευαν, τα έσπαζαν ένα ένα. Η συνήθεια αυτή με τον καιρό, γενικεύτηκε σε όλη την Ελλάδα. Από αυτή την συνήθεια βγήκε η φράση «τα σπάσαμε» που τη λέμε μετά από κάθε διασκέδαση.

Υπάρχει κάποιο σημείο, πέρα από το οποίο, η υπομονή παύει να είναι αρετή.

ἈΛΈΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΆΝΤΗΣ, ΝΕΚΡῸΣ ΤΑΞΙΔΙΏΤΗΣ

Διήγημα.

Ἔργο τοῦ Χρήστου Μποκόρου (2024)

*

ΟΤΑΝ ΕΥΡΕΘΗ Ο ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ, ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὸν βράχον τοῦ Κοιμητηρίου, ἀνάμεσα εἰς τὴν Μεγάλην Ἄμμον κ᾿ εἰς τὸν Ταρσανάν, ὀλίγον ἀκόμη ἤθελε νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, ἢ μᾶλλον νὰ κρυφθῇ ὀπίσω ἀπὸ τὸ γεῖτον βουνὸν ἀντικρύ. Τότε αἱ ἀρχαὶ τοῦ τόπου ―ὁ Εἰρηνοδίκης τοῦ πάλαι ποτὲ εἰρηνοδικείου, κι ὁ Νωματάρχης ὁ ἀστυνομεύων― ἀπεφάνθησαν ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνῃ ὁλονυχτὶς ἄταφος, ἐπειδὴ ἦτο ἀνάγκη νὰ τὸν σχίσουν οἱ γιατροί, διὰ νὰ βεβαιωθῇ ἂν ἦτον πνιγμένος ἢ δὲν ἦτον.

Κ᾿ ἦτον καλῆς ψυχῆς ἄνθρωπος, ὁ συχωρεμένος ὁ Κώστας τοῦ Σταματάκη. Φαίνεται, εἶχε τάξει εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κ᾿νιστριώτισσαν, νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ ταφῇ εἰς τὸ χῶμα τῆς μικρᾶς νήσου του ―ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸν θαλασσόπληκτον βράχον, ὅπου τὰ κύματα φαίνονται νὰ τραγουδοῦν μυστηριῶδες νανούρισμα εἰς τοὺς νεκρούς― κ᾿ ἡ Παναγία ἡ Κ᾿νιστριώτισσα τοῦ παρεχώρησε τὸ ταπεινὸν αἴτημα, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ ἔπλευσε ναυαγὸς εἰς τὸ κῦμα, καὶ ἀπέδωκε τὴν ἁπλοϊκὴν ψυχήν του πελαγωμένος εἰς τὴν πάλην μὲ τὸν Χάρον τὸν θαλάσσιον, δὲν ἔπαυσε ν᾿ ἀντικρύζῃ τὸν ἔρημον ναΐσκον της πέραν, εἰς τὸ δυτικὸν πλάγι τοῦ χαριτωμένου νησιοῦ. Ἐκεῖ λοιπὸν ἀγνάντευε, κ᾿ ἐκεῖ ἦτον προσκολλημένος ὁ πόθος του, μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς του. Κ᾿ ἐκεῖ ἄσπριζεν ἀκόμη τὸ παλαιὸν ἔρημον μοναστηράκι, προκῦπτον μέσα ἀπὸ βαθεῖαν χλόην ἀνάμεσα εἰς τὰς πίτυς καὶ τὰς καστανέας, ὀλίγον ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν ὡραίαν θαλασσίαν ἀγκάλην τοῦ Ἀσέληνου, ὅπου ἐβασίλευε γλυκὰ σιγὰ ὁ ἥλιος, ὡς νὰ ἔκρυπτεν ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον τὰ χρυσᾶ καὶ στίλβοντα στολίδια του μέσα εἰς τὸν θησαυρόν του.

Κι ὅταν ἡ μικρὰ καμπάνα ἐκάλει τοὺς ἀγροίκους βοσκοὺς τοῦ βουνοῦ εἰς τὴν προσευχήν ―οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπήγαιναν, ἀλλ᾿ ἴσως νὰ ἔκαναν μακρόθεν ἕνα σταυρόν, ἂν ἤξευραν ἀκόμη νὰ κάμουν τὸν σταυρόν τους― κ᾿ ἐδιάβαζεν ὁ πάτερ Ἐφραὶμ ὁ πνευματικὸς τὸν Ἑσπερινόν, μαζὶ μὲ τὸν Μιχαίαν τὸν ὑποτακτικόν του, κατέβαινε τὰ σκαλοπάτια ὁ γέρων ἕως τὴν βρύσιν, διὰ ν᾿ ἀπολαύσῃ καὶ ἅπαξ ἀκόμη τὴν γλυκεῖαν μελαγχολίαν τῆς μοναξιᾶς μέσα εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν αὐτὸς εἶχεν ὀνομάσει «γωνίαν τοῦ Παραδείσου». Καὶ τῆς βρύσης τὸ μάρμαρον, τὸν κρουνὸν καὶ τὴν λεκάνην, τὰ εἶχε φάγει τὸ νερόν. Καὶ μόλις ἠμποροῦσε νὰ διαβάσῃ τις, μισοσβησμένους, τοὺς ἰαμβικοὺς στίχους, τοὺς ὁποίους εἶχε γράψει ποτὲ ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς πηγῆς, ὁ διάσημος ἀσκητής, ὁ ἀββᾶς Διονύσιος: «Χεῖρας, πρόσωπα καὶ πόδας νίπτων ἁβρῶς, ὁμοῦ δὲ καὶ διαυγὲς νῦν ὕδωρ πίνων, τῆς καλλιρρείθρου τῆσδε τῆς κρήνης, ξένε, ψυχῆς τότε μνήσθητι Διονυσίου».Καὶ ψηλὰ εἰς τὸ πλάγι, σιμὰ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ἵστατο ἀκόμη ὀρθὸς ὁ χιλιετὴς πεῦκος, ὁποὺ εἰς τοὺς κλάδους ἐπάνω, ἀνάμεσα στοὺς κλῶνάς του, εἶχεν εὑρεθῆ ἕνα καιρὸν αἰωρουμένη ἡ λαμπρὰ Εἰκὼν τῆς Παναγίας. Ὁ πεῦκος ὁμοιάζει μὲ ἄνθρωπον ὁποὺ δὲν ἐκάρη τὴν κόμην εἰς ὅλην τὴν ζωήν του. Ἀπὸ τριακοσίων χρόνων καὶ πλέον κανεὶς δὲν ἐξάμωσε νὰ κόψῃ φύλλον ἀπὸ τὸ γιγαντιαῖον δένδρον. Ὅλοι οἱ κωνίσκοι, οἱ καρποὶ τοῦ πεύκου, μυριάδες ἀναρίθμητοι, ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων ἐκρέμαντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κλῶνάς του. Εἶναι βέβαιον ὅτι ἐκεῖ ἐπάνω εὑρέθη μίαν πρωίαν, εἰς τὰ χίλια ἑξακόσια τόσα, ἡ Εἰκὼν τῆς Παναγίας. Ἦτο ζωγραφισμένη ὡς προτομὴ παιδίσκης, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὸν Χριστὸν βρέφος εἰς τὰς ἀγκάλας της, καὶ διὰ τοῦτο ἐσχετίσθη μὲ τὰ Εἰσόδια, ὅταν προσεφέρθη «ὡς τριετίζουσα δάμαλις» εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ναΐσκος τοῦ μικροῦ ἀσκητηρίου, ὅπως ἦτο τότε τὸ ὕστερον κτισθὲν μοναστήριον, ἐτιμᾶτο ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Εἰσοδίων. Ἡ εὑρεθεῖσα παραδόξως τότε εἰκών, ἐφάνη εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς τότε ὡς νὰ ἦτο ἀθῴα κόρη εὐαίσθητος, ἥτις ἐνέδωκεν εἰς τὴν ἐπιθυμίαν νὰ κάμῃ κούνια, νὰ λικνισθῇ αἰωρουμένη ἐπὶ τῶν κλάδων τοῦ δένδρου· καὶ διὰ τοῦτο ἐπωνομάσθη Παναγία ἡ Κουνίστρα ἢ Κ᾿νιστριώτισσα.

~ . ~

Ἐκεῖνο τὸ παλαιὸν ἀσκητήριον, τὸ ὁποῖον ἀσπροβολᾷ ἀνάμεσα εἰς τὴν βαθεῖαν πρασινάδαν τῆς κοιλάδος, εἰς ὅλην τὴν παραθαλασσίαν φάραγγα τὴν πολυσχιδῆ ἀπὸ τὶς ράχες καὶ τὶς ρεματιές, ἀντίκρυζεν ὁ πνιγμένος νεκρός, ὅταν ἀρμένιζεν ἐπὶ ἡμέρας διὰ νὰ πλεύσῃ ἀπὸ τοὺς κρημνώδεις αἰγιαλοὺς τῶν ὑπωρειῶν τῆς Ὄσσης καὶ τοῦ Πηλίου εἰς τὴν βάσιν τοῦ θαλασσίου λόφου, ὅπου λευκάζουν τὰ Μνημούρια τῆς μικρᾶς πατρίδος του, ἐκεῖ ὅπου προσκυνεῖ τοὺς βράχους τὸ μόλις δαμασθὲν μετὰ γογγυσμῶν καὶ ὑλακτοῦν κῦμα. Καὶ τὸ μικρὸν πλοῖόν του, βάρκα μεγάλη, σκαμπαβία φορτηγός, ἔπλεεν ἀπὸ Σαλονίκης εἰς Ζαγορὰν καὶ ἔμπαλιν, φορτωμένον καὶ ξαναφορτωμένον. Ἦσαν οἱ δύο ἀδελφοί, ὁ Γιάννης κι ὁ Κωσταντὴς τοῦ Σταματάκη, καὶ μαζί των ἐπέβαινεν ὁ ἔμπορός των. Μῆλα καὶ πατάτες καὶ κάστανα ἐκόμιζον πρὸς τοὺς Ἑβραίους τῆς Σαλονίκης, διὰ νὰ τοὺς ξαναφορτώσουν οἱ Ἑβραῖοι ἐκεῖθεν ἄλλα εἴδη, λ.χ. ὄσπρια ἀνακατωμένα, ὀλίγα πρόσφατα τῆς χρονιᾶς, ὅσον διὰ δεῖγμα, καὶ πολλὰ περυσινὰ ἢ προπέρσινα σαπρακωμένα.

Ἡ βάρκα ἦτον ἰδιοκτησία τοῦ Γιάννη, τοῦ νεωτέρου ἀδελφοῦ, ὅστις καὶ ἐπλοιάρχει. Αὐτὴ ἦτον ἡ περιουσία του εἰς τὸν κόσμον. Ὅσον διὰ τὸν Κώσταν, οὗτος δὲν εἶχεν ἀποκτήσει ποτὲ τίποτε. Εἶχε λάβει γυναῖκά ποτε, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει ἓν παιδίον. Εἶτα τὸ παιδίον ἀπέθανεν εἰς τὸν μαζὸν τῆς μητρός του, ἡ δὲ γυνὴ ἐφονεύθη, νομίζω, πεσοῦσα ἀπὸ τοῦ ἐξώστου, ἐν ἐκστάσει φρενῶν. Ἔκτοτε ἔμεινεν ἐλεύθερος, τόσῳ μᾶλλον, ὅσῳ ἦτο εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ἐλευθερίαν του, καὶ νὰ μὴ τὴν ἀπεμπολήσῃ πλέον. Ἔκυπτε τὴν κεφαλήν, ἐκάπνιζεν, ἔπινε καφέ, καὶ δὲν ὡμίλει. Ποτὲ δὲν ἔβγαζε λόγον ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἦτο πλέον ἢ πενῆντα ἐτῶν, κ᾿ ἐσυντρόφευε τὸν νεώτερον ἀδελφόν του, κ᾿ ἐθαλασσοπνίγετο προθύμως μαζί του, ἐν ἄκρᾳ ὑπακοῇ. Ὁ Γιάννης ἦτο ὀλιγώτερον τῶν πενῆντα ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, εἶχε δὲ οἰκογένειαν, σχεδὸν μισὴν δουζίνα παιδιά.

Ἦσαν καὶ αὐτοὶ θύματα τῆς τοκογλυφίας τῶν 36 τοῖς ἑκατόν, καὶ «τὸ διάφορο κεφάλι», ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι. (Τὸ ὁμοιοτέλευτον δὲν τὸ ἔκαμα ἐκ προθέσεως.) Ὁ τοκογλύφος, βίαιος ἐπαίτης, (καὶ ἐνίοτε ὁ ἐπαίτης, ὕπουλος τοκογλύφος· ― ποῖον ἐκ τῶν δύο θηρίων εἶναι τὸ χαλεπώτερον;) μὲ τὰ «θαλασσοδάνεια», καὶ μὲ τὸ 36 τοῖς %, εἶχε καταστρέψει πρὸ πολλοῦ τὸ ναυτικὸν τοῦ τόπου των, καὶ εἶχεν ἐξανδραποδίσει ὅλον τὸν λαόν. Κλῆρος καὶ μοῖρα καὶ προορισμὸς τῶν δύο ἀδελφῶν, ὅπως καὶ τόσων ἄλλων, ἦτο νὰ θαλασσώνουν, νὰ παραδέρνουν, νὰ βασανίζωνται χειμῶνα καιρὸν μὲ τὴν ψυχὴν στὰ δόντια, νὰ «θανατοῦνται ὅλην τὴν ἡμέραν, ὡς πρόβατα σφαγῆς». Τέλος… ἐσώθηκαν τὰ βάσανά του. Μίαν νύκτα, τὴν προτελευταίαν τοῦ Νοεμβρίου, ἡμέραν τοῦ φεγγαριοῦ, ὁποὺ ἦτο φοβερὰ ταραχὴ καὶ τρικυμία… καὶ τὸ μὲν πρῶτον κῦμα ἐσάλευσεν ἐκ βάθρων, δηλ. ἐκ τῆς τρόπιδος, τὴν βάρκαν, τὸ δεύτερον κῦμα τὴν ἐγέμισε νερά, διὰ νὰ πλέῃ ἴσα μὲ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, τὸ δὲ τρίτον κῦμα, τὸ σφοδρότερον, τὴν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ τῆς ἔδωκεν τὸν τελειωτικὸν κτύπον, τὴν κατεπόντισε.

~ . ~

Συνεχίστε την ανάγνωση του “ἈΛΈΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΆΝΤΗΣ, ΝΕΚΡῸΣ ΤΑΞΙΔΙΏΤΗΣ”