Παρία Λίθος- ή αλλιώς, ο λυχνίτης της Πάρου

Ο λυχνίτης Πάρου, ήταν το πολυτιμότερο – και διασημότερο- μάρμαρο της αρχαιότητας, και έμεινε στην ιστορία ως «Παρία Λίθος». Κύρια χαρακτηριστικά του είναι το κατάλευκο χρώμα του και η διαφάνειά του, καθώς επιτρέπει στο φως να διεισδύει μέχρι και 25 χιλιοστά. Εμβληματικά έργα γλυπτικής/ αγαλματοποιΐας, αλλά και αρχιτεκτονικής, σμιλεύτηκαν από αυτό, από τον 7ο αιώνα πΧ μέχρι και τον 3ο αιώνα μΧ. Όσον αφορά στο όνομά του, προέρχεται από το λυχνάρι, καθώς η εξόρυξή του γινόταν υπογείως, με φωτισμό από λυχνάρια.

Πολλά ήταν τα λατομεία στην Πάρο όπου εξορυσσόταν το πολύτιμο μάρμαρο- τα περισσότερα ήταν στον ορεινό όγκο των Αγίων Πάντων (κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστός ως Μάρπησσα). Μεταξύ των κύριων λατομείων στα οποία εξορυσσόταν ήταν τα υπόγεια λατομεία των Νυμφών και του Πανός στο Μαράθι- η στοά των Νυμφών ιδιαίτερα είναι γνωστή για το ανάγλυφο στην είσοδό της, από τον 4ο αιώνα πΧ- αφιέρωμα του Αδάμαντα από τη Θράκη στις Νύμφες. Αξίζει να σημειωθεί πως άλλα σημαντικά λατομεία της αρχαιότητας βρίσκονταν στους Λάκκους, τις Σπηλιές και τα Θαψανά (αν και αυτά ήταν επιφανειακά).

Δεν θα ήταν υπερβολικό να ειπωθεί πως χωρίς το ελληνικό μάρμαρο η αρχαία ελληνική τέχνη δεν θα είχε τη μορφή με την οποία τη γνωρίζουμε σήμερα: Η λίθος που «μαρμαίρει» (λαμπυρίζει στον ήλιο) έχει μια διαχρονική πορεία όχι μόνο στην ελληνική, μα και στην παγκόσμια τέχνη, καθώς αποτέλεσε το υλικό από το οποίο φτιάχτηκαν κάποια από τα σημαντικότερα έργα τέχνης της ιστορίας.

τέλος δ᾽ εἶναι τὴν εὐθυμίαν..

Για τον Δημόκριτο* σκοπός της ζωής είναι η ψυχική γαλήνη (τέλος δ᾽ εἶναι τὴν εὐθυμίαν), η οποία δεν ταυτίζεται με την ηδονή, όπως πιστεύουν κάποιοι που παρανόησαν τα διδάγματά του, αλλά η κατάσταση κατά την οποία η ψυχή ζει με γαλήνη και σταθερότητα, χωρίς να ταράζεται από κανέναν φόβο ή δεισιδαιμονία ή από κάποιο άλλο πάθος

*Ο Δημόκριτος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Προσωκρατικούς φιλοσόφους και ανάμεσα στους πρώτους που θεώρησαν ότι το σύμπαν έχει και άλλους κατοικημένους κόσμους, που υπόκεινται στον αέναο νόμο της γένεσης και της φθοράς, επηρεάζοντας με τη θεωρία του μεταγενέστερους και σύγχρονους μελετητές. Το συγγραφικό του έργο εκτεινόταν σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, ενώ ειδικές πραγματείες προερχόμενες από το Δημόκριτο συνέταξαν μετέπειτα ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος. Τα συγγράμματά του έγραψε στην ιωνική διάλεκτο και περιλάμβαναν όλα τα πεδία της ανθρώπινης γνώσης, όπως μαθηματικά, φυσική, ιατρική, μουσική, γραμματική, αισθητική κ.ά.

ΕΣ ΑΥΡΙΟΝ ΤΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ

Αυτή η παροιμιακή φράση είναι του Πλουτάρχου, από το βίο του Πλουτάρχου που αναφέρεται στον Πελοπίδα. Ανήκει στον Θηβαίο στρατηγό Αρχία (4ος αι. π.Χ.), φίλο των Σπαρτιατών, όταν σε ένα συμπόσιο κάποιος του πήγε ένα γράμμα, που περιείχε την πληροφορία ότι κινδύνευε από τους δημοκρατικούς και τον Πελοπίδα που είχε επιστρέψει στη Θήβα από την Αθήνα κρυφά. Βρισκόμαστε στο 379 π.Χ.

Ο Αρχίας, πάνω στο γλέντι και μέσα στη χαρά του, πάνω στη μέθη της δύναμής του και της εξουσίας, αμέλησε να το ανοίξει. Αντί να ανοίξει την επιστολή και να τη διαβάσει, την έβαλε στην άκρη λέγοντας «εις αύριον τα σπουδαία», δηλαδή αύριο θα διαβάσω τα σημαντικά πράγματα που περιέχει αυτή η επιστολή. Αυτό ήταν και το λάθος του. Σε λίγο δολοφονήθηκε και αυτός και οι φίλοι του.

Ο Μάρσελ Προυστ γράφει πως η σοφία δε μας χαρίζεται, πρέπει να ανακαλύψουμε μόνοιμας το νόημα, μέσα από τα βιώματά μας και πάντα πρόθυμοι να αισθανθούμε άβολα. Με λίγα λόγια δεν μπορεί να μας σώσει κανείς. Δεν υπάρχουν σωτήρες! Κι αν αυτή η διατύπωση σας φαίνεται κάπως παρωχημένη για τον σημερινό κόσμο, αυτή η δήλωση την εποχή του Προυστ ήταν αιρετική και βαθύτατα μακριά από τις τότε κυρίαρχες θρησκευτικές ιδεολογίες.

Φθόνος, άφθονο …

Είναι πραγματικά ενδιαφέρον ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη.


Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» – ελαττώνει ως ανθρώπους – και μας φθίνει μέχρι και την υγεία μας. Και, βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει, πως το λέμε; Μα, φυσικά, «άφθονο».

ΤΑ ΣΠΑΣΑΜΕ

Οι αρχαίοι Κρήτες την παραμονή του γάμου τους, συγκέντρωναν σε ένα μεγάλο δωμάτιο διάφορα πήλινα βάζα κι ενώ τραγουδούσαν και χόρευαν, τα έσπαζαν ένα ένα. Η συνήθεια αυτή με τον καιρό, γενικεύτηκε σε όλη την Ελλάδα. Από αυτή την συνήθεια βγήκε η φράση «τα σπάσαμε» που τη λέμε μετά από κάθε διασκέδαση.

Υπάρχει κάποιο σημείο, πέρα από το οποίο, η υπομονή παύει να είναι αρετή.