Σταύρος Ζουμπουλάκης*

Οι άνθρωποι της ηλικίας μου (γεννήθηκα το 1953), όσοι ειδικότερα γεννηθήκαμε σε κάποιο ελληνικό χωριό, έχουμε ένα τεράστιο πολιτιστικό πλεονέκτημα: γνωρίσαμε, όπως έλεγε ένας μακαρίτης πια Κύπριος φίλος, ένα χρόνο μεγαλύτερος μου, την ιστορία της ανθρωπότητας από το ησιόδειο άροτρο μέχρι το ταξίδι στο φεγγάρι. Κυριολεκτικά.

Οι άνθρωποι στη Συκιά όργωναν, έσπερναν, θέριζαν, αλώνιζαν, όπως διαβάζουμε στο Έργα και Ημέραι του Ησιόδου.
Αυτός ο κόσμος έχει περάσει ανεπίστροφα, καταποντίστηκε για πάντα. Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις. Δεν είχα καμιά διάθεση να διηγηθώ εδώ τα δικά μου παιδικά χρόνια, παρά τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να αποτυπωθεί το χνάρι αυτού του αιωνόβιου, χτεσινού μα και οριστικά καταποντισμένου κόσμου. Στα παιδιά μου είναι ακατανόητος. Αλλά και στα παιδιά που ζουν στο χωριό, τα περισσότερα από όσα γράφω εδώ είναι, όπως έχω διαπιστώσει, άγνωστα. Ούτε τους τα διηγείται κανείς ούτε κι εκείνα έχουν όρεξη να τα ακούσουν και να τα μάθουν. Εμένα αυτός ο κόσμος με συγκινεί βαθιά, όχι γιατί είναι ο κόσμος της παιδικής μου ηλικίας -δεν ήταν άλλωστε αποκλειστικά-, αλλά γιατί είναι ο κόσμος των αγαπημένων μου ανθρώπων, των ανθρώπων που με αγάπησαν και τους αγάπησα πολύ. Τον σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση, αλλά δεν τον νοσταλγώ. Τι να νοσταλγήσεις; Τη φτώχεια, την υψηλή παιδική θνησιμότητα, την εντελώς απροστάτευτη απέναντι στην παραμικρή αρρώστια ζωή; Τη φυσική και ψυχική βία εις βάρος των μικρών παιδιών και των γυναικών; Το κουτσομπολιό, την κακολογία και τον ασφυκτικό έλεγχο της ιδιωτικής -τρόπος του λέγειν— ζωής; Τη δεισιδαιμονία και τον αναλφαβητισμό; Οι γυναίκες του χωριού, όταν ήθελαν να πάνε από τη μια ρούγα στην άλλη, δεν περνούσαν μέσα απ’ την αγορά, δεν τη διασχίζανε, αλλά έκαναν κύκλο και την παρακάμπτανε. Ήταν τόπος απαγορευμένος γι’ αυτές. Η ενδυματολογία τους από μια ηλικία και πέρα, μέσα στα μαύρα, με τα τσεμπέρια και τις γάζες —έτσι λέγονταν οι λεπτοί, αγανοί κεφαλόδεσμοι—, δεν διέφερε και πολύ από των μουσουλμάνων γυναικών. Αυτό τον κόσμο τον νοσταλγεί μόνο όποιος δεν τον έχει γνωρίσει. Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μαλιστα να είναι έτσι πιο αδρή.
Δεν με διαμόρφωσαν τα γράμματα και οι τέχνες, ό,τι είμαι το χρωστάω σε όσα έζησα, κυρίως σε όσα έζησα με την αδερφή μου. Τα εννιά καλοκαίρια στ’ αμπέλια έπαιξαν και αυτά σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, όπως αναγνώρισα πολύ αργότερα. Εκείνο που τους χρωστάω κυρίως είναι ότι εκεί έχει τη ρίζα της μια ηθική επιλογή, που κάποτε πήρε και πολιτικά χαρακτηριστικά, ότι θα είμαι πάντα με τη μεριά των φτωχών και των αδικημένων. Γνώρισα στη ζωή μου και συνδέθηκα φιλικά και με πλουσίους ανθρώπους. Ευγενείς, καλλιεργημένοι, με παιδεία και ενδιαφέροντα, ευαίσθητοι, ενίοτε και φιλάνθρωποι. Όσο στενά κι αν συνδέθηκα, υπήρχε πάντα κάτι, με μια δυο εξαιρέσεις, που εμπόδιζε την πλήρη ψυχική επικοινωνία. Ήμουν με τους άλλους, ακόμη και όταν ήταν αφόρητοι. Οι μια δυο εξαιρέσεις αφορούν ανθρώπους που άλλα χαρίσματά τους μείωναν κατά πολύ την αμαρτία του πλούτου. Το χρήμα δεν είναι ποτέ μόνο το χρήμα, είναι ένας τρόπος θεώρησης του κόσμου και της ζωής, που χωρίζει τους ανθρώπους με πολύ ισχυρότερο τρόπο από ό,τι άλλες διαφορές. Στα ζευγάρια, για παράδειγμα, οι κάθε λογής διαφορές -εθνικές, θρησκευτικές, γλωσσικές, φυλετικές, πολιτιστικές- μπορούν να γεφυρωθούν, όχι εύκολα αλλά πάντως μπορούν. Η ταξική διαφορά δεν γεφυρώνεται ποτέ! Νομίζουν συχνά τα ζευγάρια, κοροϊδεύοντας ο ένας τον άλλο, και κυρίως ο καθένας τον εαυτό του, ότι η ταξική διαφορά δεν τους χωρίζει, ότι η αγάπη τους κατάφερε να ξεπεράσει τη δύναμη του χρήματος. Δεν γνωρίζω καμία παρόμοια περίπτωση και είμαι πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει. Επιπλέον, θεωρώ μεγάλη παράλειψη που στις εισόδους των ναών της Εκκλησίας των του Χριστού πενήτων δεν υπάρχει επιγραφή που να ορίζει από ποιο εισοδηματικό όριο και πάνω απαγορεύεται να διαβείς το κατώφλι τους.
Προσωπικά δεν γνώρισα στα παιδικά μου χρόνια τη φτώχεια. Γνώρισα τη μικροαστική στέρηση, το μέτρημα των πραγμάτων για να βγει ο μήνας και να μείνει και κάτι για αποταμίευση, όχι όμως τη φτώχεια. Δόξα τω Θεώ. Τούτη η κατάσταση της στέρησης πάντως στάθηκε κι αυτή πολύτιμη για τη ζωή μου αργότερα: μου έδωσε ένα αίσθημα περηφάνιας και υπεροχής για όσα —ελάχιστα— κατάφερα μόνος μου, απέναντι σε διάφορους βουτυρόκωλους, που τα βρήκαν όλα στρωμένα.

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Στ’ αμπέλια

Πηγή:
https://www.lifo.gr

*Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης (γεν. Συκιά Λακωνίας1953) είναι Έλληνας εκπαιδευτικός, φιλόλογος και δοκιμιογράφος. Μεταξύ άλλων, διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Νέα Εστία και πρόεδρος της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι…

Από τον Γιάννη τον Πενταμοδιανό στάλθηκε η πιο α κάτω ανάρτηση :

Υπάρχουν άνθρωποι, άνθρωποι μεγάλοι και τρανοί, που στέκονται περήφανοι στη ζωή, σαν τα πεύκα…

Υπάρχουν άνθρωποι, άνθρωποι δυνατοί και αγέρωχοι, που στέκονται βράχοι πραγματικοί στις δυσκολίες…

Υπάρχουν άνθρωποι, άνθρωποι με πάθος, που φλέγονται μέσα τους, που η φωτιά τους, φωτίζει όλους τους γύρω…

Υπάρχουν άνθρωποι, εκρηκτικοί, κύματα που παρασέρνουν τα πάντα στο διάβα τους, μέχρι να φτάσουν στον σκοπό τους…

Υπάρχουν άνθρωποι, σαν τα ψηλά βουνά, άξιοι θαυμασμού, παράδειγμα για όλους…

Υπάρχουν άνθρωποι, άνθρωποι σπηλιές, που προστατεύουν όταν οι δυσκολίες πιάνουν…

Υπάρχουν άνθρωποι, που ξέρουν με λόγια να σε καλμάρουν, σαν τον ήλιο που ζεσταίνει την καρδιά…

Έρχεται αυτή η στιγμή όμως, που ο αέρας πιάνει και τα πεύκα σπάνε…

Έρχεται η στιγμή, που τα βράχια θρυμματίζονται και γίνονται χαλίκια…

Έρχεται η στιγμή που και η πιο δυνατή φωτιά καταλαγιάζει και μόνο ανθρακιά αφήνει…

Έρχεται η στιγμή που η θάλασσα γαληνεύει…

Έρχεται η στιγμή, που η κορυφές των βουνών, φαίνονται πλέον τόσο μακρινές…

Έρχεται η στιγμή, που η σπηλιά αρχίζει να σε πλακώνει…

Έρχεται και εκείνη η στιγμή που νυχτώνει…

Υπάρχουν και εκείνοι οι άνθρωποι όμως… Εκείνοι… Που είναι ταπεινοί και ο αέρας δεν τους σπάει, αλλά τους χαϊδεύει απαλά…

Που τίποτα δεν τους θρυμματίζει, γιατί δεν προβάλλουν αντίσταση εγωιστικά… Που διατηρούν νύχτα μέρα τη ζεστασιά τους… Που γαλήνιοι είναι, διαρκώς…

Που είναι ικανοί να απορροφούν τα κύματα, όσο λυσσασμένα και αν χτυπάνε… Που είναι πάντοτε διαθέσιμοι να τους φτάσεις…

Που δεν σε πλακώνουν, αλλά δίπλα σου στέκονται διακριτικά… Που ακόμα και στα πιο βαθιά σκοτάδια, συνεχίζουν να λαμπυρίζουν…

Είναι εκείνοι οι Άνθρωποι, σαν τις αμμουδιές…

Και αυτούς τους ανθρώπους ζηλεύω…

Ελευθεριάδης Ελ. (Ψυχολόγος M.Sc.), Πριν νυχτώσει, σσ. 9-10, εκδ. Ἐν πλῷ.

Ο χρόνος δεν υπάρχει – εμείς τον επινοήσαμε. Ο χρόνος είναι αυτό που λέει το ρολόι. Η διαφορά μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος είναι απλά μια επίμονη ψευδαίσθηση…

Αλμπέρ Αϊνστάιν

Ακόμα και ένα κουτί, διήγημα του Ν. Σαραντάκου.

Ακόμα και ένα κουτί

Για πότε ξύπνησε, δεν το κατάλαβε· έτσι το πάθαινε, πολύ καιρό τώρα· παίζοντας πάλι το ίδιο χαμένο παιχνίδι προσπάθησε να καμωθεί πως τάχα δεν είχε ξυπνήσει, γύρισε μπρούμυτα κλειώντας πεισματικά τα βλέφαρα, ανακαλώντας στο νου του τις τελευταίες εικόνες του ονείρου που ’βλεπε, προσπαθώντας ούτω πως το Μορφέα να σαγηνεύσει, τζάμπα κόπος. Γλιστρούσ’ ο ύπνος από πάνω του, έφευγε σαν που γλιστράει το νερό μέσ’ απ’ τα δάχτυλα. Πάλεψε μια δυο στιγμές, άλλαξε στάση, κι απέ, παίρνοντάς το απόφαση σηκώθηκε· κοίταξε την ώρα, πέντε και δέκα· πάλι καλά, συνήθως πέντε η ώρα ήτανε ορθός.   Άνοιξε το παράθυρο και έτσι με το φανελάκι αγνάντεψε την πόλη που βαθιά κάτω κοιμόταν· βάσανο κι αυτό μαθές, ολόκληρη ζωή να ξυπνάς χαράματα. Καλημέρα, είπε στο πρώτο τσιγάρο, στην πρώτη ρουφηξιά τη θεριακλήδικη. Έξω, κάπου μακριά, ο ήλιος αγωνιζόταν ν’ ανατείλει, σβήναν τ’ αστέρια και κανα-δυο απ’ τα ελάχιστα κοκόρια που ’χαν απομείνει εκτελούσαν το πατροπαράδοτο καθήκον τους.

Κι ο μάστρο-Πέτρος, ο συνταξιούχος πια εισπράχτορας του τέως ΚΤΕΛ, ακουμπιστός στο περβάζι κάπνιζε το παρθενικό τσιγαράκι της ημέρας, μη μπορώντας να ξεδιαλύνει το μυστήριο, πώς δηλαδή γίνεται τώρα που σχόλασε δια παντός από το μεροκάματο, τώρα να μη μπορεί να σταυρώσει πρωινό γλυκοΰπνι. Περίεργο πράμα, λες κι είχε ξυπνητήρι στο μυαλό του, μα είχε ξενυχτήσει αποβραδίς, μα όχι, μόλις πήγαινε πέντε το πρωί, βία πέντε και δέκα σαν καληώρα σήμερα, αργότερα πάντως όχι, του ’φευγε ο ύπνος σαν κυνηγημένος. Βέβαια, από πάντα του λίγο κοιμότανε. Ήταν και του επαγγέλματος τα χούγια τέτοια, τη μία γύριζε αργά, την άλλη σηκωνότανε χαράματα, όταν είχε να παραλάβει πρώτο δρομολόγιο. Έπινε καφέ στα όρθια   κι έβγαινε στη λεωφόρο απ’ όπου την κανονισμένη ώρα περνούσε το υπηρεσιακό γεμάτο οδηγούς και εισπραχτόρους, φάτσες σαν κι αυτόν κακοκοιμισμένες, και πήγαινε το λεωφορείο μες τη νύχτα με τα φώτα χαμηλά αργά-αργά, ενώ αντίθετα το αντίστοιχο της μεταμεσονύχτιας επιστροφής είχε τέρμα το φωτισμό και γκάζωνε ο οδηγός να φτάσουν σπίτια τους μια ώρα αρχύτερα, κι ήτανε όλο πειράγματα και πλάκες το λεωφορείο, ενώ από πίσω, παρατηρημένο ήταν, όλο και κάποιος θα ’πιανε κάποιο τραγούδι, το συνηθέστερο δημοτικό. Αυτά όμως γινόντουσαν τότε που ο μπαρμπα-Πέτρος δούλευε ακόμα εισπράχτορας, καθισμένος εκειπίσω στο θρόνο του συνάρχοντος του οχήματος. Και μάλιστα, τότε, αν και όσο να ’ναι είχε συνηθίσει τις ώρες τις στραβές και τον ύπνο τον κομμένο στα δυο, ωστόσο ήταν φορές που δύσκολα ξυπνούσε και πάντοτε με το ρολόι, και το πιο συχνό τονε ψιλόπαιρνε μες το υπηρεσιακό καθιστάς, στο τζάμι ακουμπώντας το κεφάλι. Τώρα όμως, που χρεία δεν υπήρχε να σηκώνεται χαράματα, όπως ξανάπαμε με το που πήγαινε η ώρα πέντε νάτον πάνω ορθός, κι άντε μαστρο-Πέτρο να δούμε τι θα σκαρφιστείς πάλι να κάνεις ώσπου να πάει οχτώ-εννιά και να ανοίξει της πλατείας το καφενείο.

Προς το παρόν βέβαια δε δείχνει να ’χει πρόβλημα, έψησε καφέ κι έφερε το φλυτζάνι τον βαρύγλυκο πλάι του στο περβάζι ν’ αχνίζει μέσα στη δροσιά και ως κοιτάει προς την ανατολή που ακόμα ανατολή δεν έχει, σκάει κάτι σαν ανήλικο χαμόγελο κάτω απ’ το μουστακάκι του, έτσι δειλό κι αυτό και συμμαζεμένο σαν τον ίδιον, αλλά άμα το προσέξεις και κομμάτι σκανταλιάρικο, «τρία χτες», ψιθυρίζει και δείχνει πως αυτή η σκέψη πολύ τον ευχαριστεί. «Αν και πρέπει να προσέχω, στο τελευταίο παρά λίγο να την πάθω, μπορεί και να το πήρανε χαμπάρι», μονολογεί.

Έξω μακριά, στον κεντρικό το δρόμο ένα βουητό έσπασε ξαφνικά την ησυχία· σταμάτησε για λίγο, έπειτα ξανάρχισε κι ύστερα πια έσβησε. Τα κοκόρια είχαν πια σωπάσει, χάραζε.

«Το δεύτερο, πέντε και τριανταπέντε από πάνω. Φτάνει στην έχτη στάση παρά τέταρτο, τώρα δηλαδή», σκέφτηκε. Το «δεύτερο»· αυτό πια ήταν γεμάτο εργατικούς, ενώ αντίθετα το πρώτο δρομολόγιο είχε κόσμο ανάμιχτο, κάθε καρυδιάς καρύδι, ύποπτους τύπους και εργαζόμενους της νύχτας, ξενύχτηδες και φανταράκια που ’χαν πάρει διανυχτέρευση. Το δεύτερο είναι δρομολόγιο πένθιμο, όλοι πάνε βλαστημώντας μεροκάματο. Παλιά, τότε που δούλευε, η πρωινή η βάρδια δεν τ’ άρεσε· τα πρωινά ο κόσμος είναι σκουντούφλης, μπαίνουνε βρίζοντας και βγαίνουνε τρεχάτοι, για ψύλλου πήδημα αρπάζονται αναμεταξύ τους και μαζί σου, το ίδιο και το μεσημέρι που σχολάνε. Του κυρ-Πέτρου πιο πολύ τ’ αρέσανε τα βραδινά τα δρομολόγια, που είναι πιο ξένοιαστος ο κόσμος, καθώς συνήθως κάπου πηγαίνει να ξεσκάσει ή πάλι επιστρέφει από έξοδο. Και το καλύτερο απ’ όλα ήταν το τελευταίο τελευταίο, που έφευγε από αφετηρία μεσάνυχτα κι έφτανε στις πέρα στάσεις καλές μία.

Αυτό, πραγματικά το απολάμβανε. Δεν ήταν μόνο που θα σχόλαγε, ήταν που είχε, σ’ αυτό το δρομολόγιο πιο πολύ απ’ τ’ άλλα, την αίσθηση πως είναι χρήσιμος και αναγκαίος. Γιατί, μετά απ’ τις δώδεκα άλλο λεωφορείο δεν υπήρχε, πάει να πει ταξί, πάει να πει έξοδα, πάει να πει επίσης ταλαιπωρία, γιατί αμέσως μετά τις δώδεκα δεν ακριβαίνουνε μονάχα τα ταξιά, μα γίνονται, τα ευλογημένα, κι άφαντα. Και πάνω κει συνήθαγε να κάνει τη ζαβολιά του ο μαστρο-Πέτρος. Όχι βέβαια καθημερνά, πάντως συχνά. Να δηλαδή, σκαρφιζόταν κάτι και κατάφερνε να καθυστερεί την αναχώρηση· όχι για πολύ, ίσα δυο-τρία λεφτά, αρκούσαν· τη μια έπιανε τάχα μου καβγά με το σταθμάρχη -είναι και κάτι οξύθυμοι που τσακώνονται με το τίποτα, εύκολο πράγμα- την άλλη «κάτσε ρε Βάσο μισό λεφτό να συμπληρώσω την κατάσταση», την άλλη άλλο, κι ας άκουγε της χρονιάς του από κανέναν τζαναμπέτη επιβάτη ή τα «τώρα τις θυμήθηκες μωρέ Πέτρο τις καταστάσεις;» του οδηγού· δεν τονε πείραζαν αυτά. Ανταμοιβή του ήταν τα ευτυχισμένα μάτια εκείνων, νέοι συνήθως, που φτάνοντας τρεχάλα στην αφετηρία καθυστερημένοι, όντας κι όλας σίγουροι πως πάει, το ’χασαν το λεωφορείο (καθώς τα άλλα, τα γειτονικά, είχανε φύγει), φτάνοντας λοιπόν λαχανιαστοί κι απελπισμένοι έβρισκαν -ω του θαύματος- το «δικό τους» εκεί να τους καρτερεί και αγαλλίαζαν όλο ευγνωμοσύνη. Μόνο που δεν επρόκειτο για θαύμα, ο κυρ-Πέτρος ήταν που ’χε βάλει το χεράκι του θέλοντας τόσο πολύ να φανεί εξυπηρετικός.

Άλλωστε, αυτό το επεδίωκε όλο τον καιρό. Κάθε που έπιανε μια νέα γραμμή, καθότανε και μ’ επιμέλεια μάθαινε τις στάσεις, τους κεντρικούς τους δρόμους, τις πλατείες, αλλά και τις εκκλησιές, τα νοσοκομεία, τα σχολεία της περιοχής ή τέλος πάντων οτιδήποτε γύρευε συχνά ο κόσμος. Μέχρι και χάρτη της Αθήνας είχε αγοράσει, για να ενημερώνεται καλύτερα, το ’βλεπε σαν καθήκον του αυτό. Είχε και μια δικιά του θεωρία μάλιστα. Ο εισπράκτορας, έλεγε, δεν είναι απλά και μόνο υπάλληλος του οργανισμού που έχει καθήκον να εισπράττει το «αντίτιμον» και να δίνει εισιτήρια και ρέστα. Είναι, να πούμε, ο υπεύθυνος επί των δημοσίων σχέσεων του οχήματος, μια και υπάρχει και το «μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Και για όσους επιβάτες ταξιδεύουν για πρώτη φορά σε άγνωστή τους περιοχή, έλεγε, ο εισπράχτορας, που εκφωνεί ταχτικά τις στάσεις και δίνει κατόπιν στον οδηγό το σήμα για την εκκίνηση με κείνο το μακρόσυρτο «φύγε», γι’ αυτούς είναι -κατά τον κυρ-Πέτρο πάντα- κάτι παραπάνω, ίσως-ίσως κάτι σαν υφυπουργός εσωτερικών της γειτονιάς. Αυτή ήτανε του μαστρο-Πέτρου η θεωρία, μα δεν την είχε εκμυστηρευτεί στους συναδέλφους του, φοβούμενος πως δε θα συμφωνούσαν.

Ήρεμα κυλούσε η ζωή του μπαρμπα-Πέτρου, σπίτι-δουλειά και κάτι άχαρες παρέες με συναδέλφους όταν είχανε ρεπό. Γίνανε βέβαια και δυο μεγάλες απεργίες, άβολα ένιωσε αλλά δεν έγινε κι απεργοσπάστης. Ύστερα τέλειωσαν και πίσω πάλι στη ρουτίνα. Μέχρι που κάναν την εμφάνισή τους τα «κουτιά». Όταν τα πρωτοφέραν, οι πιο πολλοί εισπραχτόροι μάλλον χάρηκαν απ’ την προοπτική της νωρίτερης συνταξιοδότησης ή της μετάταξης σε πιο ήσυχη θέση -γιατί να τους απολύσουν, δε γινόταν. Ο ίδιος είχε υποτιμήσει τον κίνδυνο, είμαστε λαός τζαμπατζήδων έλεγε, κανείς δε θα ρίχνει τα σωστά λεφτά, θα πήξουνε από κουμπιά και φραγκοδίφραγκα και θα τα πάρουν πίσω οι αρμόδιοι. Και βέβαια, στις αρχές τα «κουτιά» ήταν κάτι σαν αξιοθέατο, τα είχαν έτσι, σε κάνα-δυο γραμμές μονάχα, για δοκιμή. Κι όμως σιγά-σιγά εξαπλώνονταν, και μετά με πιο γρήγορο ρυθμό· σ’ ολόκληρες περιοχές ξηλώνανε τις πίσω θέσεις του εισπράχτορα και βίδωναν μπροστά τα κόκκινα κουτιά, ή πιο συχνά αγόραζαν λεωφορεία ειδικά κατασκευασμένα επί τούτου, και, πάει ο Πειραιάς, πάει η Παραλία, παν τα Βόρεια, ήρθε μια στιγμή που τα κουτιά ήσαν πλειοψηφία και οι εισπράκτορες μετρημένοι. Ο μαστρο-Πέτρος εξοργιζόταν απ’ αυτές τις εξελίξεις και αναστέναζε, πάει έλεγε, έχασαν την ανθρωπιά τους οι συγκοινωνίες, μα πώς δεν το καταλαβαίνουν οι υπεύθυνοι; Μπορεί ένα παλιόκουτο να σε πληροφορήσει ποια είν’ η έχτη στάση και από πού πάνε στην κλινική του Διαμαντή; άσε που δε δίνει και ρέστα, έλεγε και φουρκιζόταν με των άλλων την αδιαφορία μπρος στο σημαντικό τούτο πρόβλημα. Κι όταν γινόντανε ψιλοκαβγάδες στις αφετηρίες για τα καινούργια τα λεωφορεία που ερχόντουσαν συνέχεια, και μάλωναν οι οδηγοί ποια είν’ καλύτερα, τα ουγγαρέζικα -όπως λέγαν οι αριστεροί-, ή τα γερμανικά -οι δεξιοί-, ο μπαρμπα-Πέτρος ήτανε αντίθετος και με τους δυο, και στους μεν έλεγε πως τα γερμανικά είναι πανάκριβα και τα πληρώνεις με συνάλλαγμα, ενώ στους δε πως τ’ ανατολικά έχουνε σκάρτες μηχανές, επιχειρήματα που είχε ακούσει άλλους να τα λένε· καρφάκι βέβαια δεν του καιγόταν για τις μηχανές, που ήταν χωρίς εισπράκτορα τα καινούργια, αυτό τον έκοφτε.

Όταν τον ρωτήσαν, αρνήθηκε πεισματικά να μεταταχτεί, παρά ζήτησε και προσκολλήθηκε σε μιαν απόμερη, απόκεντρη γραμμή, το 171, με κάπου στο Θησείο την αφετηρία, με λεωφορεία αρχαία, από τα λιγοστά πλέον που ’χαν εισπράχτορα. Εκεί άραξε, σαν σε καταφύγιο, ησυχασμένος. Και τώρα ήταν καλύτερα από πριν, γιατί ήταν αποκλειστικός σε κείνη τη μία διαδρομή, όχι όπως παλιά που κάθε τρεις και λίγο άλλαζε, τη μια βδομάδα Νέα Σμύρνη, την άλλη Χαλάνδρι, την παράλλη Λιόσα και ύστερα Καισαριανή. Έμεινε εκεί, έμαθε απέξω ανακατωτά το μέρος και τους επιβάτες.

Γιατί ανέκαθεν του άρεσε να «πιάνει φίλους», να ψιλοκουβεντιάζει με τους επιβάτες, να γνωρίζεται ει δυνατόν. Μόνο που αυτό ποτέ δεν το πετύχαινε, έτσι συχνά που άλλαζε -πριν- τις γραμμές. Εκεί όμως, στη γραμμή του Θησείου, την ξεχασμένη θαρρείς απ’ την εξέλιξη, στο 171 που ήταν σταθερός, εκεί δεκάδες ήτανε οι ταχτικοί επιβάτες που με τον καιρό τους έμαθε και τον εμάθαν χαιρετιόνταν, καλημέρες, καλησπέρες, έμαθε τα χούγια τους, τις ιδιοτροπίες τους, τους ένιωθε λίγο δικούς του βρε αδερφέ. Να πούμε, στις πεντέμιση, με το πρώτο, ανεβαίνει από τη στάση της Στροφής η κυρα-Κούλα, που πάντα δίνει πενηντάρικο και θέλει σε δεκάρικα τα ρέστα -και της τα είχε φυλαγμένα αποβραδίς της κυρα-Κούλας τα δεκάρικα. Ή πάλι, τα μεσημέρια είναι ταχτικός ο δάσκαλος, συνταξιούχος δηλαδή, με το μαύρο το μπαστούνι που ’χει λαβή ασημένια, που κάθεται μονίμως στη θέση δίπλα στον εισπράχτορα και κάθε μέρα, όταν στη στάση του σχολείου μπουν τα γυμνασιόπαιδα με αλαλαγμούς και πλάκες και πειράγματα και σαματά και φασαρία, ο δάσκαλος αρχίζει πάντα να δυσανασχετεί και παραφυλάει μην τύχει και κανένα τους καθίσει ενώ υπάρχουν μεγαλύτεροι ορθοί, κι αν γίνει αυτό, απαραιτήτως θα το κατσαδιάσει και ύστερα στην υπόλοιπη τη διαδρομή θα μονολογεί για το πώς χάλασε η νεολαία σήμερα. Και ούτω καθεξής, ανάλογα την ώρα κι άλλοι επιβάτες, και στο βραδινό το τελευταίο, των δώδεκα, σ’ αυτό ταχτικός ήτανε ένας ψηλός μελαχρινός και όμορφος νεαρός, που απ’ ό,τι αποδείχτηκε αργότερα λεγότανε Γαβρίλης, κάπου είκοσι-εικοσιδύο, φοιτητής των ΚΑΤΕΕ όπως έλεγε το πάσο, που αγαπούσε να φορά άσπρα πουκάμισα και έσερνε πάντα μαζί του ένα λερό σακίδιο με χαρτιά, τσιγάρα και βιβλία. Ανάμεσα στο μαστρο-Πέτρο και το νεαρό (που κατέβαινε μια στάση πριν το τέρμα) ξεκίνησε μια παράξενη ας την πούμε φιλία, και αφορμή γι’ αυτό ήταν ένα βράδυ που, ως άδειο πια το λεωφορείο πήγαινε μ’ αυτόν μονάχα επιβάτη, ο μπαρμπα-Πέτρος άναψε τσιγάρο· απέναντι ο Γαβρίλης από ώρα έπαιζε στα δάχτυλά του ένα άλλο, ανυπομονώντας πότε θα κατέβει να τ’ ανάψει, του λέει λοιπόν ο κυρ-Πέτρος σιγανά και λίγο συνωμοτικά «Μη σε νοιάζει, δε μας βλέπει», με το κεφάλι δείχνοντας προς τον οδηγό. Κι είναι γνωστή των καπνιστών η αλληλεγγύη, ειδικά σε συνθήκες απαγορεύσεων, όμως εδώ η μια κουβέντα έφερε την άλλη, έπειτα βγήκανε και κοντοπατριώτες («Εγώ εδώ γεννήθηκα, στα Χανιά πάω μόνο τα καλοκαίρια», είχε πει ο μικρός) και όταν χώρισαν είχανε πει και πεντέξι ωραίες κουβέντες.

Αυτά τα ψιλοπράματα ήταν που έκαναν το μαστρο-Πέτρο ν’ αγαπάει τη δουλειά του, και κάθε που είχε ρεπό να μην τονε χωράει το σπίτι· γιατί, εδώ που τα λέμε, μονάχος είχε μείνει στη ζωή, αυτός μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή του χήρα κι άτεκνη, σκέτη μιζέρια οι λιγοστές κουβέντες τους και μόνες του παρέες ήταν με τους άλλους εισπραχτόρους και τους οδηγούς, κι αυτές με τον καιρό τις είχε βαρεθεί. Αλλά είπαμε· στη δουλειά, μέσα στο πλήθος το συνωστιζόμενο καθιστός πίσω απ’ το τεζάκι του, εκεί ένιωθε βασιλιάς· μυστήρια πράματα. Το Γαβρίλη συχνά τον απαντούσε στα τελευταία τα δρομολόγια και πάντα πιάναν τη συζήτηση· όχι πάντα δηλαδή γιατί καμιά φορά, όχι πολύ συχνά όμως, ο μικρός ερχόταν αγκαζέ με μια μελαχρινή σγουρομάλλα, παχουλή λιγάκι αλλά της πήγαινε, τη Μαίρη. Σίγουρο πράμα, η μικρή δεν ήτανε της γειτονιάς, δεν την είχε ξαναδεί ο κυρ-Πέτρος και φαινότανε που ήτανε κάπως σφιγμένη, που δεν τα ’ξερε τα κατατόπια. Στα ενδιάμεσα, όταν ο Γαβρίλης ήταν σόλο, η παρέα τους συνεχιζότανε όπως και πριν, και στο τσακ ήταν ο μπαρμπα-Πέτρος να του πει να πάνε κανα βράδυ για κανα κρασί, ντρεπόταν όμως και δεν τ’ αποφάσιζε. Ένα Σαββάτο, μπήκε ο Γαβρίλης στο λεωφορείο άλλος άνθρωπος, συνοφρυωμένος, βαρύς κι αμίλητος, σ’ όλη τη διαδρομή κοίταζε απ’ το τζάμι πέρα, ούτε χαιρέτησε ούτε τίποτα, μόνο που δεν τον παίρνανε τα κλάματα. Φως φανάρι, κάτι είχε τρέξει με το πρόσωπο, το ’πιασε αμέσως ο κυρ-Πέτρος, κι άμα κατέβηκαν οι άλλοι επιβάτες, «Τι έχεις ρε Γαβρίλη κι είσαι έτσι; Τίποτα με τη μικρή;» Λέξη ο άλλος, μόνο που κοκκίνισε. «Και τι έγινε, βρε αδερφέ; Όξω καρδιά.» Ο μικρός του ’πε κάτι σαν «άσε με»· κανονικά, εκεί έπρεπε να σταματήσεις μαστρο-Πέτρο αφού ο άλλος δε γούσταρε κουβέντες, αλλά βλέπεις σ’ έπιασε το εισπραχτόρικο: «Ξέρεις ρε συ τι λέμε εμείς του επαγγέλματος; Ποτέ μην τρέχεις πίσω από λεωφορεία και γυναίκες· θα ’ρθουν κι άλλα.» Πάνω εκεί τσαντίστηκε ο μικρός, και μ’ ένα «Ώχου, παράτα μας ρε γέρο, έχουμε όλα τ’ άλλα, να ’χουμε και σένα», σηκώθηκε, χτύπησε το κουδούνι και κατέβηκε. Έτσι είναι μαστρο-Πέτρο, με δυο τσιγάρα και με δυο κουβέντες θάρρεψες πως έγινες τακίμι με τον άλλον; Από πού κι ως πού; Ετούτος έχει όλη τη ζωή μπροστά του κι εσύ την έφαγες, άσε που και η παροιμία που μεταχειρίστηκες λάθος ήτανε, γιατί είναι φορές που ούτε άλλο λεωφορείο έρχεται -όπως ξέρεις καλά εξ επαγγέλματος-, αλλά ούτε και γυναίκα -κι αυτό το ξέρεις.

Και βέβαια δε σταμάτησε εξαιτίας του καβγά να μπαίνει στο 171 ο Γαβρίλης μόνο που καθότανε μπροστά, σιμά στον οδηγό, κι απόφευγε να κοιτάξει προς τα πίσω. Όσο για τη Μαίρη, αυτή ποτέ δεν ξαναφάνηκε στο λεωφορείο· δηλαδή, για ν’ ακριβολογούμε, δεν ξαναφάνηκε μες τους επόμενους δυο μήνες. Γιατί, κάπου δυο μήνες ύστερα απ’ το επεισόδιο ήρθε η καταστροφή. Όπως με καμάρι ανακοίνωσε στον Τύπο ο αρμόδιος υπουργός «ολοκληρώθηκε η αντικατάσταση των εισπραχτόρων στα λεωφορεία της περιφερείας πρωτευούσης». Έκανε και ρεπορτάζ η τηλεόραση, πήραν και συνέντευξη από  ’ναν απ’ τους τελευταίους των Μοϊκανών – ευτυχώς όχι απ’ τον μαστρο-Πέτρο, απ’ άλλονα. Αυτός πάλι, ήταν να τον κλαις. Γέρασε μέσα σε μια βδομάδα· όλη τη μέρα, από ανήλιαγα που ξύπναγε -του είχε μείνει αυτό το κουσούρι- ή σπίτι σαν την άδικη κατάρα θα στριφογύριζε, ή στο καφενείο για πρέφα θα σερνόταν. Και με το σούρουπο έμπαινε σ’ ένα λεωφορείο και ταξίδευε ως το τέρμα, κι από κει πίσω πάλι, κι ύστερα σ’ άλλο, και σ’ άλλο πιο μετά, μέχρι που νύχτωνε περιπλανιόταν έτσι άσκοπα, μόνο και μόνο για να ’ναι μες τον κόσμο, και έτσι πέρναγε ο καιρός. Έρμε μπαρμπα-Πέτρο, σου ’ρθε απότομα η πανταχούσα· τι νόμιζες; πως, ειδικά για σένα, το 171 θα ’μενε εσαεί με εισπράχτορα, με κείνα τα σαράβαλα λεωφορεία; Παν κι αυτά, πας κι εσύ. Πού ζεις; Ο κόσμος προοδεύει μπαρμπα-Πέτρο και συ έμεινες πίσω· τόσο ατζαμήδικα την είχες ταιριάξει τη ζωή σου, που ακόμα και ένα κουτί, ένα κουτό κουτί και τίποτα παραπάνω, μπόρεσε και στη γύρισε τα πάνω κάτω, εχ, μπαρμπα-Πέτρο!

Βέβαια, το σύστημα με τα κουτιά δεν ήταν και πολύ καλό, αυτό το ήξερες, και είχες κάτι ηλίθιες ελπίδες πως, λέει, θα τα πάρουν πίσω και θα σας ξαναφωνάξουν -άκου φίλε μου- πίσω στην υπηρεσία. Και πράγματι δεν ήτανε καλό το σύστημα. Και βγήκε ο υπουργός στην τηλεόραση, και είπε για τις απώλειες απ’ τους τζαμπατζήδες που υπολογίζονται σε είκοσι τα εκατό του τζίρου, και με χαρά ανακοίνωσε για τα καινούργια τα «ηλεκτρονικά» τα μηχανήματα που θ’ αντικαταστούσαν τα κουτιά και που, αυτά, θα ’ταν αδύνατο να τα ξεγελάσει κανείς. Έτσι είπε κι έτσι έγινε· μόνο που ύστερα από κανα-δυο μήνες τα μηχανήματα άρχισαν να παθαίνουν βλάβες· όχι ένα και δυο, παρά δεκάδες βγαίναν άχρηστα και γράφαν οι εφημερίδες για ελαττωματικές παραγγελίες και για βάνδαλους νεαρούς.

Έτσι γράφαν, γιατί δεν ξέρανε για κείνο το γεράκο, τον συνταξιούχο των τέως ΚΤΕΛ, τον καθόλα αξιοσέβαστο, που περνά τα βράδια του μες τα λεωφορεία κουβαλώντας μια τσάντα παλιά που κουδουνίζει. Άλλωστε, δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο, είν’ άνθρωπος κοινότατος, πώς και γιατί να τον προσέξεις; Μιαν ιδιοτροπία έχει μόνο: που πάντα κάθεται πίσω, στη θέση πλάι στο μηχάνημα· και που όταν το όχημα αδειάσει, αφού κοιτάξει πίσω του και σιγουρευτεί πως δεν τον βλέπουν, τότε, γρήγορος σα μαθητής που ανοίγει σκονάκι, ανοίγει κι αυτός την τσάντα και βγάζει από μέσα κέρματα στραβωμένα, ροδέλες, λάμες από σουγιάδες και χούφτες άλλα σιδερικά, και, αν το χωράει ο νους σας, πιάνει και ταΐζει το μηχάνημα με δαύτα· κι ύστερα σηκώνεται, βγαίνει απ’ το λεωφορείο καμαρωτός και ανεβαίνει σ’ άλλο. Και κει κάνει την ίδια τη δουλειά, κι έπειτα αλλού, μέχρι να σταματήσει η συγκοινωνία, οπότε και γυρνάει σπίτι του σφυρίζοντας και σκασμένος στα γέλια. Ύστερα πέφτει αμέσως και κοιμάται, γιατί κάθε πρωί ξυπνάει στις πέντε τα χαράματα…

Χρήστος Φλώρος ο διακεκριμένος επιστήμονας με καταγωγή από τον Κόκκινο Δωρίδος

 Ο διακεκριμένος επιστήμονας είναι γιος του Βασίλη Φλώρου ανώτατου αξιωματικού της ΕΛ ΑΣ . Πλήθος είναι οι διακρίσεις του Χρήστου που μα κάνουν υπερήφανους!!! Μπράβο!

Ο Καθηγητής Χρήστος Φλώρος, Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου (ΕΛΜΕΠΑ) και τ. Αντιπρύτανης Έρευνας και Δια Βίου Εκπαίδευσης του ΕΛΜΕΠΑ, κατατάσσεται 1ος σε πρόσφατη λίστα με Έλληνες Καθηγητές και Ερευνητές στην επιστημονική περιοχή της Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής σύμφωνα με το AD Scientific Index  2023. Επίσης, βρίσκεται στη θέση 78 στην Ευρώπη και στη θέση 299 στο κόσμο, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία του Δεκεμβρίου 2022.

Η λίστα περιλαμβάνει Έλληνες και ξένους επιστήμονες με τον υψηλότερο δείκτη επιστημονικής ποιότητας των δημοσιεύσεων h-index και των ετεροαναφορών που προκύπτουν από τη μηχανή αναζήτησης ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας Google Scholar.

Το ερευνητικό άρθρο με τίτλο The impact of heuristic and herding biases on portfolioconstruction and performancethe case of Greece’, με συγγραφείς τον Υποψήφιο Διδάκτορα Νεκτάριο Γαβριλάκη και τον Καθηγητή Χρήστο Φλώρο από το Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΕΛΜΕΠΑ, που δημοσιεύθηκε στο Review of Behavioural Finance, βραβεύτηκε ως εξαιρετικό άρθρο από τον Διεθνή Εκδοτικό οίκο Emerald. Συγκεκριμένα, το άρθρο κέρδισε το βραβείο Outstanding Paper in the 2023 Emerald Literati Awards.

Νέο ΔΣ στον ΕΛΓΑ – Αντιπρόεδρος ο καθηγητής του ΕΛΜΕΠΑ Χρήστος Φλώρος

Ησίοδος, ο βοσκός ποιητής από την Άσκρα της Βοιωτίας.


Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τη διάσταση που έδιναν στους βοσκούς και βουκόλους στην αρχαιότητα, πράγμα που το διαπιστώνουμε μέσα από το έπος, τη μυθολογία και τα κείμενα, θα πρέπει να αποβάλουμε τη σημερινή αντίληψη που βασίζεται στην υποβάθμιση του επαγγέλματος που άρχισε από τα τέλη του 20 αιώνα.

Κάποτε, η ποιμενική ζωή εκτός από την οικονομική σημασία που είχε, συνδεόταν με μια πλούσια πολιτιστική παράδοση που δεν περιοριζόταν μόνο στα υλικά αγαθά, αλλά επεκτείνονταν και σε πνευματικές αναζητήσεις και καλλιτεχνικές εκφράσεις.
Ο βοσκός σκάλιζε την ποιμενική του ράβδο (γκλίτσα), κατασκεύαζε τον ποιμενικό αυλό (φλογέρα) με τα ίδια του τα χέρια κυρίως από ξύλο (καλάμι), αλλά και από φτερούγα πουλιού.
Λέγεται ότι οι καλύτερες φλογέρες γίνονταν από φτερούγα γύπα.
Με τη φλογέρα του σκορπούσε τις μελωδίες σε όλη τη φύση και μάγευε ακόμα και τα ζώα.
Από το θεό Πάνα, προστάτη των βοσκών, έμαθε να κατασκευάζει τη σύριγγα (αυλό του Πανός) που αποτελείται από μια σειρά από ανισομήκεις καλαμένιους σωλήνες κολλημένους μεταξύ τους.
Η σύριγγα θεωρείτο σύμβολο του θεού Πάνα και στην αρχαιότητα ήταν το κυριότερο μουσικό όργανο των βοσκών.

Η ζωή του βοσκού είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά:
Ο βοσκός είχε από τη μια πλευρά στενή επαφή με τη φύση και με το κοπάδι του, από την άλλη η δραστηριότητά του αυτή, του επέβαλε απομόνωση και μειωμένη κοινωνικότητα.
Αυτή η απομόνωση δεν είχε βέβαια μόνο αρνητικές πλευρές, αλλά και θετικές.

Η προσέγγιση στη φύση, η εξοικείωση με τα ζώα, σε συνδυασμό με την απομόνωση ευνοεί την αυτογνωσία και την ποιητική διάθεση.

Μπαίνοντας βαθύτερα στον κόσμο των βοσκών της αρχαιότητας, βεβαιωνόμαστε ότι είναι ένας γοητευτικός κόσμος γεμάτος περιπέτεια, συναίσθημα, ευθύνη.
Ο βοσκός έχει την ευθύνη του ποιμνίου και μαζί με τη βόσκηση έχει και το άρμεγμα και την παραγωγή τυριού, το κούρεμα.
Είναι κοντά στη φύση, τη μελετά, παρατηρεί τα φυσικά φαινόμενα, γίνεται γνώστης αυτών.
Μαθαίνει πολλά, όχι μόνο σαν εμπειρία ζωής, αλλά διευρύνει το νου και εμπλουτίζει τον ψυχικό του κόσμο.
Γίνεται μουσικός, ποιητής.

Τρανταχτό παράδειγμα ο Ησίοδος. Ο πατέρας του καταγόταν από την Αιολική Κύμη της Μικράς Ασίας, έφυγε όμως από εκεί, καθώς δεν κατόρθωσε να κάνει περιουσία από το ναυτεμπόριο, με το οποίο ασχολείτο και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας.
Εκεί στον Ελικώνα κατοικούσαν οι Μούσες, μας λέει η μυθολογία.

Ο Ησίοδος, όπως ο ίδιος αναφέρει, νεαρός έζησε ως βοσκός στα βουνά και αργότερα ασχολήθηκε με τη γη.
Το ιερό αυτό αγροτικό περιβάλλον τον ενέπνευσε και μάλιστα λέει ότι οι Μούσες του έδωσαν το χάρισμα αυτό της ποίησης.
Με τον Ησίοδο η ποίηση έρχεται πιο κοντά στον άνθρωπο, γιατί δεν περιορίζεται μόνο στη μυθολογία, αλλά εμπνέεται και από τη ζωή και τη φύση.

Το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του συνέβη καθώς έβοσκε τα πρόβατα, όπως μας διηγείται ο ίδιος στο προοίμιο της Θεογονίας του:

αἵ νύ ποθ᾽ Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν,
ἄρνας ποιμαίνονθ᾽ Ἑλικῶνος ὑπὸ ζαθέοιο.
τόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον ἔειπον,
Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο·
«ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα,
ἴδμεν δ᾽, εὖτ᾽ ἐθέλωμεν, ἀληθέα γηρύσασθαι.»
ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι·
καί μοι σκῆπτρον ἔδον, δάφνης ἐριθηλέος ὄζον
δρέψασαι θηητόν· ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
καί με κέλονθ᾽ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ᾽ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν.
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;

Κάποτε εκείνες δίδαξαν τον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι,
την ώρα που βοσκούσε το κοπάδι του, στου θεϊκού Ελικώνα τις πλαγιές.
Κι ήταν αυτός ο πρώτος λόγος τους, όπως μου μίλησαν
οι Ολυμπιάδες Μούσες, θεές και θυγατέρες του αιγίοχου Δία:
«Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι,
ξέρουμε εμείς και λέμε ψεύδη, σάμπως αληθινά,
ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να μιλούμε και την καθαρήν αλήθεια.»
Έτσι μου μίλησαν κι αποτελειώνοντας τον άρτιο λόγο τους, οι κόρες του μεγάλου Δία, μου προσφέρουν σκήπτρο, να κόψω
θαυμαστό κλαδί μιας δάφνης θαλερής, και μου ενέπνευσαν θεϊκή φωνή·
να ψάλλω όλα που έγιναν κι όσα θα γίνουν, προστάζοντας να υμνώ το γένος των μακάρων, των αιωνίων θεών, όμως αρχή και τέλος να τραγουδώ εκείνες –
αλλά τι κάθομαι κι ανιστορώ πράγματα περιττά, για δέντρα και για βράχια;

(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)

Καθώς λοιπόν κάποτε ο Ησίοδος έβοσκε τα πρόβατα στον Ελικώνα, τον πλησίασαν οι Μούσες σκεπασμένες με πυκνή ομίχλη από την κορυφή του βουνού όπου έσερναν τους χορούς τους.
Η φωνή τους ξύπνησε μέσα του τον ποιητή και αυτός εφοδιασμένος με κλωνάρι δάφνης, ένοιωσε ότι τον καλούν να τραγουδήσει τα μελλούμενα και τα περασμένα.
Εδώ πρόκειται για ένα γνήσιο βίωμα και αυτό είναι το ενδιαφέρον.

Το παράδοξο είναι ότι παρουσιάζει τις Μούσες να κακολογούν τους βοσκούς και να απευθύνονται σε αυτούς με προσβλητικά λόγια και χαρακτηρισμούς.

«Κακότροπα ανθρωπάκια που ασχολούνται μόνο με την κοιλιά τους, με τα υλικά».

Προφανώς ο ποιητής θέλει να τονίσει τη χαμηλή σφαίρα των καθημερινών ασχολιών και αναγκών σε αντιδιαστολή με την πνευματική ενασχόληση που προσφέρει η ποίηση.
Επισημαίνει επίσης την αλήθεια με την οποία προτίθεται να μιλήσει κι ας έχουν οι ποιητές την αντίθετη φήμη.
Πηγές:Ησιόδου, Θεογονία.
Ελληνική Μυθολογία, Ι.Θ.Κακριδή.

Χωρίς τα έντομα θα άδειαζαν τα σουπερμάρκετ…

By dasarxeio02/08/2024

Εικόνα: Sebastian Gollnow/dpa/picture alliance

Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν συμπαθούν και πολύ τα έντομα. Κι όμως χωρίς αυτά πάρα πολλά από τα φαγητά που τρώμε κάθε μέρα δεν θα υπήρχαν πλέον.

Το 2018 η περιβαλλοντική εταιρεία NABU, το Υπουργείο Περιβάλλοντος του κρατιδίου της Κάτω Σαξονίας και η αλυσίδα εκπτωτικών σουπερμάρκετ Penny προέβησαν σε μία εντυπωσιακή κίνηση ευαισθητοποίησης των καταναλωτών, αφαιρώντας από τα ράφια ενός καταστήματος όλα τα προϊόντα που δεν θα υπήρχαν χωρίς τα έντομα – από τα 2.500 διαθέσιμα προϊόντα έμειναν μόλις περίπου 1.000.

Η χρηματική αποτίμηση της επικονίασης

Στα έντομα που επικονιάζουν τα φυτά δεν συγκαταλέγονται μονάχα οι μέλισσες, αλλά και οι σφήκες, οι μύγες, τα σκαθάρια, ακόμη και τα κουνούπια. Τα έντομα αυτά είναι οι «μεταφορείς» της αρσενικής γύρης, η οποία πρέπει να φτάσει στο λεγόμενο στίγμα ενός άλλου φυτού, προκειμένου αυτό να ανθήσει – και έτσι να αποφέρει τον καρπό του, όπως για παράδειγμα ένα μήλο.

Ορισμένα φυτά μπορούν να επικονιαστούν ακόμη και με τον αέρα, ενώ άλλα, όπως τα σιτηρά, μπορούν να γονιμοποιηθούν μόνα τους. Ωστόσο για περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων η επικονίαση είναι κομβικής σημασίας.

Με άλλα λόγια, στη γλώσσα του χρήματος, τα έντομα-επικονιαστές παράγουν ετησίως σοδειές αξίας έως και 500 δισεκατομμυρίων ευρώ – ένα ποσό που πλησιάζει το… ΑΕΠ του Βελγίου. Εάν από αύριο εξέλειπαν τα έντομα-επικονιαστές, εκτιμάται πως η παγκόσμια συγκομιδή θα μειώνονταν ακόμη και κατά 90%.

Όλα τα έντομα είναι απαραίτητα

Σημαντικό ρόλο στην επικονίαση παίζουν οι μέλισσες – και μάλιστα όλα τα είδη μελισσών. Επιπλέον, όσο περισσότερες είναι συγκεκριμένα οι άγριες μέλισσες που συμμετέχουν στη γονιμοποίηση των φυτών, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η απόδοση της συγκομιδής.

Την ίδια στιγμή πάντως οι σχετικές επιστημονικές έρευνες δείχνουν πως 25-50% των επικονιάσεων δεν γίνονται από μέλισσες, αλλά από άλλα έντομα – για παράδειγμα μύγες, σκαθάρια ή πεταλούδες.

Η ευεργετική βοήθεια των σφηκών

Ευεργετική φαίνεται πως είναι και η επικονίαση από ένα είδος εντόμων, το οποίο οι περισσότεροι απεχθάνονται: τις σφήκες.

Οι σφήκες τρέφονται κυρίως με χυμούς ζάχαρης από φυτά και άνθη – εξ ου και… ενθουσιάζονται όταν βλέπουν ένα παγωτό. Ταυτοχρόνως επικονιάζουν άλλα είδη φυτών από τις μέλισσες. Σήμερα όμως οι σφήκες χρειάζονται και ζωική πρωτεΐνη, με αποτέλεσμα να τρώνε συχνά μικρότερα έντομα, όπως για παράδειγμα κάμπιες.

Εάν οι σφήκες δεν έτρωγαν τα μικρότερα αυτά έντομα, τα παράσιτα στις σοδειές θα πολλαπλασιάζονταν, ενώ πολλά από αυτά είναι και φορείς ασθενειών. Γι’ αυτό και η προσφορά τους στα οικοσυστήματα εκτιμάται πως σε οικονομικούς όρους φτάνει τα 417 δισεκατομμύρια αμερικανικά δολάρια ετησίως.

Επίσης, το δηλητήριο των σφηκών έχει και φαρμακευτική χρησιμότητα, καθώς εξουδετερώνει αποτελεσματικά διάφορα βακτήρια και μύκητες. Υπάρχει μάλιστα και ένα συγκεκριμένο είδος σφήκας, το δηλητήριο της οποίας ενδέχεται να είναι αποδοτικό στη θεραπεία του καρκίνου του ήπατος.

Και τα κουνούπια σε τι είναι χρήσιμα;

Τα κουνούπια είναι ένα παρεξηγημένο έντομο – εξάλλου απ’ όλα τα είδη κουνουπιών μονάχα ένα από αυτά μας τσιμπάει.

Τα κουνούπια τρέφονται κατά κύριο λόγο με νέκταρ και τους χυμούς των φυτών και συμβάλλουν και αυτά στην επικονίαση. Αίμα χρειάζονται μόνο τα θηλυκά κουνούπια, διότι έχουν ανάγκη από πρωτεΐνες για τα αυγά τους. Ναι, τα κουνούπια που μας τσιμπάνε μπορεί να φέρουν επικίνδυνες ασθένειες.Αποτελούν όμως και σημαντική τροφή για άλλα ζώα, όπως πουλιά και ψάρια. Τέλος, τα πολύ μικρά άνθη των καρπών του κακάο γονιμοποιούνται πρωτίστως από μικρά κουνούπια. Επομένως, εάν δεν υπήρχαν κουνούπια, δεν θα είχαμε και καθόλου σοκολάτα!

Και τα κουνούπια σε τι είναι χρήσιμα;

Τα κουνούπια είναι ένα παρεξηγημένο έντομο – εξάλλου απ’ όλα τα είδη κουνουπιών μονάχα ένα από αυτά μας τσιμπάει.

Ζανέτ Κβινκ

Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς

Αύγουστος

Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.

Αύγουστε μήνα και Θεέ
σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις
στο βράχο να φιλιόμαστε.

Ο. Ελύτης,

Καινοτομία

Αν δεν καταλαβαίνει κανείς την έννοια της καινοτομίας, δεν καταλαβαίνει την έννοια της επιχείρησης. Η καινοτομία αναφέρεται στην απαλλαγή από τα δεσμά του χθες ώστε να κερδίσουμε την ελευθερία να δημιουργήσουμε το αύριο.. …

Peter Drucker.

ο Κάδμος και η Θήβα

Ο Κάδμος ήταν ο ιδρυτής και ο πρώτος βασιλιάς της Θήβας. Ήταν γιος του βασιλιά της Φοινίκης, Αγήνορα και της Τηλέφασσας (της κόρης του Νείλου, σύμφωνα με μια εκδοχή) και αδελφός της Ευρώπης, του Φοίνικα, του Κίλικα και του Θάσου. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από τον μυθικό βασιλιά της Αιγύπτου, τον Έπαφο, τον γιο του Δία και της αργίτισσας Ιούς, όταν εκείνη κυνηγημένη από την Ήρα έφτασε, μεταμορφωμένη σε αγελάδα, στη χώρα του Νείλου. Ο ιστορικός Ηρόδοτος στο 5ο βιβλίο των Ιστοριών του (Ἱστοριῶν πέμπτη ἐπιγραφομένη Τερψιχόρη) θεωρεί ότι ο Κάδμος έφερε το αλφάβητο στην Ελλάδα και ονομάζει τα γράμματα «καδμήια» ή «φοινικήια

Αν είχαμε όσα θέλαμε τι θα μας έλειπε;
Κι αν δεν μας έλειπε τίποτα, τι θα επιθυμούσαμε;
Και τι αξία θα είχε η ζωή χωρίς πεθυμιές;
Όχι, να μου απαντήσεις.


Μ. Λουντέμης