«Τα σταφύλια της Οργής»
Το βιβλίο του Στάινμπεκ «Τα σταφύλια της Οργής» είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό αριστούργημα είναι μια ιστορική καταγραφή για την πιο δύσκολη περίοδο της αμερικανικής ιστορίας.
Το αριστουργηματικό βιβλίο «Σταφύλια της Οργής» του Στάινμπεκ αφηγείται την ιστορία της μετανάστευσης του Dust Bowl τη δεκαετία του 1930. Η Μεγάλη Ύφεση αποτυπώνεται μέσα από την πένα του Στάινμπεκ, όπου έδωσε φωνή στους αποστεωμένους αγρότες που εκδιώχθηκαν από τη γη τους.
Ο επίλογος του βιβλίου σε ταρακουνάει με απίστευτη ωμότητα, δείχνοντας πως στο τέλος πίσω από τις μεγάλες ιδέες και τις μεγάλες συγκρούσεις, ο φτωχός έχει πάντα το ατυχέστερο πεπρωμένο και σχεδόν πάντα είναι ορισμένο από εξωγενείς παράγοντες όπως λέει και ο λαός: «ο φτωχός και η μοίρα του». Όμως μέσα σ΄ όλη αυτή τη βαριά πραγματικότητα υπάρχει πάντα η ελπίδα, είναι πάντα παρούσα αλλά πάντα αχνοφαίνεται.
Ο λαοφιλής παρουσιαστής του Αντένα εξέφρασε όλο το λουμπεναριό που καλλιέργησε και ανέδειξε η μεταπολίτευση των αξιοθρήνητων μικρομεσαίων στρωμάτων που δεν κατάφεραν ούτε θέλησαν να ενηλικιωθούν παραμένοντας άξεστοι και ανάγωγοι χωριάτες όπως ανατράφηκαν από το αξιακό σύστημα του “σοσιαλαπελευθερωτικού” Κλικ των Μακρυκωσταίων και Κοντογιώργηδων . Όλη η ευθύνη ανήκει στον Αντένα για το θλιβερό όσο και ανίερο ρεπορτάζ σχετικά με τον θάνατο του άτυχου ποδοσφαιριστή όπου το διεστραμμένο ενδιαφέρον του παρουσιαστή προκάλεσε το σπίτι που έμενε ο ποδοσφαιριστής κι όχι η ανθρώπινη απώλεια. «Κοίτα σε τι σπιταρόνα ζούσε ο ….» σκέφτηκε ο άνθρωπος-βδέλυγμα που προφανώς ενοχλήθηκε καθώς θεώρησε το σπίτι του ποδοσφαιριστή καλύτερο από το δικό του, που είναι τόσο «έξυπνος» και «μάγκας» βλάχος. Αυτό είναι το επίδικο. Τα λεφτά, η χλιδή, η απληστία της κάθε σιχαμένης σαπιοκοιλιάς! Καμία Ένωση Συντακτών, κανένας παράγοντας του δημόσιου βίου, ούτε η ηγεσία του Αντένα, κανένας δεν οσμίστηκε, δεν ενοχλήθηκε από την απάνθρωπη δυσωδία που εξέπεμψε αυτός ο άνθρωπος. Κανένας δεν αντιδρά στην επέλαση και κυριαρχία της φτήνιας. Είναι δημόσιο ζήτημα σοβαρό κι αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που αναγκαζόμαστε να λερώσουμε τα χέρια μας γράφοντας για αυτόν τον υπότροπο εσμό της δημοσιογραφίας που πλήττει και απαξιώνει τόσο βάναυσα τον δημόσιο λόγο.
Αυτή τη βία, απότοκη της χυδαιότητας που μαστίζει την ελληνική κοινωνία δεκαετίες τώρα, εξακολουθούμε να την αντιμετωπίζουμε θεσμικά, κοινωνικά και αξιακά με απερισκεψία. Είμαστε μια κοινωνία που επιβραβεύει την «λούμπεν επιτυχία» όπου η γνώμη και ο τρόπος ζωής της κάθε ινφλουένσερ συγκλονίζει το πανελλήνιο και δημιουργεί πρότυπα με ανάλογες συμπεριφορές…
Ξενοφών Μπρουντζάκης, συγγραφέας
«Η γυναίκα μου λέγεται “μωρή”»
«Η γυναίκα μου λέγεται “μωρή”»
Με λένε Μαρία Αναγνωστοπούλου, κατάγομαι από την Αμαλιάδα, σπούδασα στην Πάτρα Κοινωνική Εργασία, δηλαδή είμαι κοινωνική λειτουργός. Εγώ ήρθα στην Παραμυθιά το 1995. Γνώρισα τον σύζυγο μου τον Γιάννη τον Δημάκα στην Αθήνα κι αποφασίσαμε όταν καταλάβαμε ότι θέλουμε να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογένεια, ότι η Αθήνα δεν ήταν ένα μέρος για να κάνεις οικογένεια, εμείς δεν βλεπόμασταν μεταξύ μας πώς θα βλέπαμε και τα παιδιά μας ή θα κάναμε μία φυσιολογική ζωή; Κι έτσι, αποφασίσαμε να έρθουμε στην Παραμυθιά, γιατί ο Γιάννης είχε εδώ τους γονείς του.
Αφήνω την Αμαλιάδα, μία σύγχρονη πόλη, αφήνω την Αθήνα μία μεγάλη μεγαλούπολη, κι αποφασίζω, σαν εξερευνητής σχεδόν, να έρθω στην Ήπειρο και να ζήσουμε, να ξεκινήσουμε να στήσουμε την οικογένειά μας στην Παραμυθιά. Θα σας πω πώς ήταν να ζει μία νέα κοπέλα στην Παραμυθιά του ‘95, ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά της ζωής όσον αφορά την κουλτούρα, τις συνήθειες και τη θέση της γυναίκας…
M’ άρεσε και φορούσα αυτά τα ινδικά φουστάνια τα αραχνοΰφαντα, μαντήλια, έδενα τα μαλλιά μου… αυτό, πώς βλέπετε στο Woodstock τις φωτογραφίες; Ένα τέτοιο πράγμα. Κι έρχομαι τώρα εγώ στην Παραμυθιά έτσι. Κι όταν με βλέπει η γιαγιά του Γιάννη μπροστά της -που περίμενε να δει τη νύφη, όπως με λέγανε τότε, να με γνωρίσει- με αυτά τα ινδικά φορέματα, μου λέει:
«Μπράβο μωρ’ τσούπρα μου, μπράβο! Με έχεις κάνει και χαίρομαι, πάρα πολύ χαίρομαι!»
«Γιατί μωρέ γιαγιά;» της λέω εγώ.
«Γιατί φοράς την παραδοσιακή σου τη φορεσιά!»
Νόμιζε ότι τα ρούχα αυτά που φορούσα, τα μακριά και το γιλέκο από πάνω, γιατί φορούσαμε και τα γιλεκάκια τότε τα στολισμένα με πετρούλες και με χαντρούλες, ότι αυτό ήτανε το ντύσιμό μου κι έχω έρθει από την Αμαλιάδα με την παραδοσιακή μου φορεσιά. Τι να σας πω!
Και βρίσκω δουλειά στο Κ.Α.Π.Η. της Παραμυθιάς, ζητούσαν κοινωνική λειτουργό. Όταν είχα πρωτοπιάσει δουλειά στο Κ.Α.Π.Η., ένας φίλος του πεθερού μου του Σωτήρη έμαθε λοιπόν κι αυτό, ότι ο καλός του φίλος, ο γιος του, ας το πούμε έτσι, που τον μεγάλωσε, βρήκε κοπέλα κι ότι δουλεύει στο Κ.Α.Π.Η. Και θέλησε να ‘ρθει να με γνωρίσει. Έρχεται λοιπόν αυτός ο παππούς κι αφού δεν ήξερε πώς με λένε, ανοίγει την πόρτα κι αρχίζει να φωνάζει: «Γιάνναινα!» «Γιάνναινα!» «Γιάνναινα!» Εγώ μόνη μου είμαι στο Κ.Α.Π.Η., βγαίνω έξω, νομίζοντας πως ψάχνει το Κ.Τ.Ε.Λ. να πάει στα Γιάννενα. Του λέω: «Θα προχωρήσετε ευθεία, όπως κάνει ο δρόμος αριστερά δεν θα… τον ίδιο δρόμο θα πάρετε, θα το δείτε μπροστά σας το Κ.Τ.Ε.Λ. κι από κει θα φύγετε για τα Γιάννενα, δεν είναι εδώ το Κ.Τ.Ε.Λ., είναι λίγο παραπάνω».
Ο άνθρωπος απλά έκλεισε την πόρτα, γιατί ντράπηκε ίσως, από αμηχανία; Δεν ξέρω. Πήγε στο μαγαζάκι που είχε ο πεθερός μου και του λέει: «Έτσι και έτσι έπαθα με τη νύφη σου, εγώ πήγα να τη χαιρετήσω και να της πω καλωσόρισες και πώς να την έλεγα; Την είπα Γιάνναινα». Έτσι λέγανε τις γυναίκες τότε τις παντρεμένες, είχανε το όνομα του συζύγου! Και μου λέει ο πεθερός μου το μεσημέρι: «Εσένα έλεγε “Γιάνναινα”, εσένα έλεγε, εσένα ζήταγε». Αυτή η ιστορία είναι ενδεικτική, δε θέλω να πω της… μόνο της θέσης της γυναίκας, αλλά και της νοοτροπίας γενικότερα.
Είναι περίοδος εγγράφων στο Κ.Α.Π.Η. κι έρχεται ένας παππούς να γράψει τον ίδιο και τη γυναίκα του. Δεν ήταν μπροστά η γυναίκα, είχε έρθει μόνος του.
«Πώς τη λένε τη γυναίκα σου;» Με κοιτάει. «Πώς τη λένε;» του λέω. Με ξανακοιτάει.
«Μωρή», μου λέει.
«Τι εννοείς;» του λέω.
«Ξέρω γω;» μου λέει. «Εγώ “μωρή” τη φωνάζω, τώρα που μου λες, δε θυμάμαι το όνομά της. Για κάτσε μωρέ», μου λέει, «στη γειτονιά τη φωνάζουνε και “Μπούσαινα”, από το όνομά μου». -Μπούσης είναι ο Σπύρος. Μπούσης ο Σπύρος, η γυναίκα του «Μπούσαινα»- «Ναι, “Μπούσαινα” γράψε».
«Καλέ μου», του λέω, «ούτε, ούτε “Μπούσαινα” ούτε “μωρή” τη λένε τη γυναίκα, έχει όνομα!»
«Δεν το ξέρω», μου λέει, «το όνομα της. Τι να σου πω, δεν το ξέρω».
Δεν το θυμότανε, δε θυμόταν το όνομα της γυναίκας του, γιατί όλοι τη φώναζαν κάπως διαφορετικά κι αυτός και φώναζε «μωρή».
Εγώ όμως το ‘βλεπα όλο αυτό και με ενοχλούσε, με ενοχλούσε, γιατί έβλεπα και τις πιο νέες γυναίκες να έχουν ενστερνιστεί σ’ αυτό τον τρόπο ζωής. Εμείς όταν αποκτήσαμε την πρώτη μας την κόρη τη Βάσια, κι ο Γιάννης έβαζε το μωρό στο μάρσιπο κι έβγαινε στην Παραμυθιά… το τι καζούρα έχει φάει! Εδώ τα καροτσάκια ήταν ντροπή να τα σέρνει ο σύζυγος, πάντα η σύζυγος είχε το καροτσάκι κι ο σύζυγος δίπλα για να βγούνε μία βόλτα ή να πάνε κάπου. Ήταν ντροπή να πιάσει ο άντρας το καροτσάκι.
Ήταν μία κυρία, η οποία είχε παντρευτεί, την είχαν παντρέψει, στα δεκαέξι της ή δεκαεφτά της χρόνια, πολύ νέα. Μέχρι που παντρεύτηκε είχε ρωτήσει πολλές φορές τη μαμά της από πού γεννιούνται τα παιδιά. Κι η μαμά της έδινε πάντα την ίδια απάντηση: «Από τη μύτη». Και δεν είχε το σθένος να απαντήσει στο παιδί της από πού γεννιούνται τα παιδιά. Κι όταν έμεινε έγκυος, της είπε της μάνας της:
«Καλά, εγώ τώρα το παιδί πώς θα το γεννήσω από τη μύτη;»
Κι η μάνα της τής είπε ότι: «Αυτό που σου έλεγα ήταν μία δικαιολογία, γιατί τα παιδιά δε γεννιούνται από τη μύτη, γεννιούνται από το “πράμα” σου», έτσι λέγανε τότε.
Κι η πρώτη φορά που αυτή η γυναίκα κατάλαβε τη γενετήσια λειτουργία, ήτανε στα δεκαεφτά της. Και πίστευε πραγματικά, το πίστευε, απ’ ό,τι μας είπε η ίδια, ότι τα παιδιά… μέχρι τα δεκαεφτά της πίστευε ότι γεννιούνται από τη μύτη.
Άλλη μία πολύ θλιβερή ιστορία που μου είχαν εκμυστηρευτεί εκεί, σε συνεδρία του Κ.Α.Π.Η. Ήταν μία γιαγιά η οποία ήταν πάρα πολύ άσχημη, πραγματικά ήταν πάρα πολύ άσχημη… πώς βλέπεις αυτές τις μάγισσες, τις κούκλες μάγισσες; Είχε μία τέτοια μύτη, είχε βαθουλωμένα μάτια και σκελετωμένο πρόσωπο και σώμα. Ήταν πραγματικά… άμα την έβλεπες τρόμαζες. Είχε μείνει γεροντοκόρη, γιατί κανένας δεν ήθελε να παντρευτεί αυτή την άσχημη γυναίκα. Επειδή όμως είχε μείνει βάρος στον αδελφό της, γιατί τότε ο αδελφός έπρεπε να παντρέψει όλες τις αδελφές του, την είχε κλείσει σε μια αποθήκη και της πήγαινε φαγητό, νερό και ζούσε όλη της τη ζωή, λόγω της ασχήμιας της… σαν τον Κουασιμόδο που ζούσε στο καμπαναριό, η γιαγιά αυτή ζούσε στην αποθήκη. Της πήγαινε φαγητό, αλλά εκεί στην αυλή γύρω-γύρω. Δεν κατέβαινε στο χωριό, επειδή ήταν άσχημη.
Κι αυτή η γιαγιά… πέθανε ο αδελφός της κι έτσι βγήκε από το σπίτι κι ερχόταν σε μας μετά δειλά-δειλά να μας συναντήσει. Βρήκε την ευκαιρία, στα γεράματα της, να μπορέσει να γνωρίσει ό,τι έχει απομείνει από αυτόν τον κόσμο να γνωρίσει. Πολύ άσχημη ιστορία αυτή με τη γιαγιά… «Κωνσταντινιά», έτσι την έλεγαν, έχει πεθάνει. Αυτή ήταν η ζωή τότε.
Τότε, λοιπόν, πήγα στην υπεύθυνη της Ν.Ε.Λ.Ε. και της λέω: «Θέλω να κάνω κάποιες ομάδες γονέων». Ήθελα να δώσω στις γυναίκες και την άλλη οπτική, που δεν την ήξεραν, να τη μάθουν τουλάχιστον. Το προσπαθήσαμε και φτιάξαμε σε κάθε χωριό κι από μία ομάδα γονέων. Μέσα από την αφήγηση των ιστοριών της κάθε μίας, καταλαβαίνανε καταρχήν ότι δεν είναι μόνες κι ότι δεν είναι οι μόνες που έχουν περάσει αυτή τη ζωή που έχουν περάσει. Οι ανάγκες τους ήταν να μιλήσουν γι’ αυτό που τις απασχολούσε τις ίδιες. Και στην ουσία είχαμε μία ομάδα συμβουλευτικής γυναικών, κι έτσι ένιωθε μία ανακούφιση και μπορούσε να αλλάξει και κάποια πράγματα, αν το ήθελε. Κάθε γυναίκα έχει δύναμη και να προβάλει αυτή τη δύναμη απέναντι σε κάθε καταπιεστικό-κακόποιητικό στοιχείο.
Σήμερα η Παραμυθιά είναι πλέον μία σύγχρονη πόλη, ό,τι και να φορέσει κάποιος στο δρόμο, μέχρι να είναι γεμάτος από σκουλαρίκια, να φοράει μπότες το καλοκαίρι… Σήμερα πλέον ο κόσμος έχει φύγει κι από δω κι έχει δει και άλλα μέρη. Νομίζω αυτή η διαφορά είναι, ήτανε, ήταν ότι δεν έβγαινε ο κόσμος από τον τόπο του να δει άλλα πράγματα.
Η συμβολή μου, πιστεύω στην τρίτη ηλικία και στη νεανική ηλικία, όσον αφορά κυρίως το γυναικείο πληθυσμό της περιοχής -όπως το βλέπω τώρα από μακριά- ήταν μεγάλη και δεν το λέω μόνο εγώ. Ακόμα και τώρα όταν περνάω από το Κ.Α.Π.Η., που δεν δουλεύω εκεί, βέβαια δεν ζούνε, αλλά είναι κάποιες που τότε ήταν νέες και τώρα είναι μεγάλες σε ηλικία, με κοιτάνε μες στα μάτια, πολλές φορές δακρύζουν και μου λένε: «Πόσο καλό μας είχες κάνει τότε, πόσο καλό μας είχες κάνει, σε θυμόμαστε με τη μεγαλύτερη αγάπη».
Αυτά, για τη δική μου Θεσπρωτία, όπως την έζησα εγώ, όπως τη γνώρισα τότε. Και μέσα σε αυτά τα είκοσι εφτά χρόνια έχει αλλάξει τόσο πολύ, και πιστεύω πραγματικά ότι ένα πολύ πολύ μικρό λιθαράκι το έχω βάλει και εγώ για να αλλάξει.
Πηγη: https://www.istorima.org/…/167/i-gunaika-mou-legetai-mori/
Αριστοτέλης: Πίσω από κάθε πόνο σου υπάρχει ένα λάθος σου….
Ένα γνωμικό που είναι αρκετά δημοφιλές το τελευταίο διάστημα στο ελληνικό διαδίκτυο και αποδίδεται στον Αριστοτέλη είναι αυτό: «Πίσω από κάθε πόνο σου στέκει ένα λάθος σου». Όμως μπορεί πράγματι να είπε κάτι τέτοιο;
ΑΝΕΠΙΒΕΒΑΙΩΤΟ
Το βρίσκουμε είτε αυτούσιο, είτε σε λίστες με άλλα (πλαστά και μη) ρητά του Αριστοτέλη. Ωστόσο, παρά την μαζική ανακύκλωση αυτής της φράσης σε διάφορα blog και ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν παρουσιάζεται καμία απόδειξη ότι ο Αριστοτέλης είπε κάτι τέτοιο.
Η πηγή που συνήθως επικαλούνται και μπορεί να βρει ο οποιοσδήποτε είναι είτε σ ένα βιβλίο της Βαμβουνάκη (Ο παλιάτσος και η Άνιμα), είτε στα γνωστά “αποφθεγματάδικα” χωρίς αναφορά σε βιβλίο ή μετάφραση στα αρχαία.
Γενικά η φράση δεν υπάρχει αυτούσια σε κάποιο βιβλίο του Αριστοτέλη
Η αγγλική του εκδοχή (Behind your pain there is your mistake) είναι μάλλον “άκομψα αγγλικά”. Αποκλείεται κάποιος κλασικός φιλόλογος, ελληνιστής να είχε μεταφράσει λόγο του Αριστοτέλη με τόσο πεζό τρόπο.
H λίστα βιβλίων που θεωρεί ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ότι κάθε νέος οφείλει να έχει διαβάσει
Επιμέλεια: Δήμητρα Ντζαδήμα //
Ο Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway, 21 Ιουλίου 1899 – 2 Ιουλίου 1961) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, γνωστός ακόμα και για το δημοσιογραφικό του έργο, με ζωή περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο αποτυπώνεται στα βιβλία του. Το 1927 εγκαταστάθηκε στo Κι Γουέστ της Φλόριντα, τόπο που αποτέλεσε μία σταθερή βάση για τον Χέμινγουεϊ τα επόμενα χρόνια. Το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ τον επόμενο χρόνο βραβεύθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Το 1934, o νεαρός φοιτητής Άρνολντ Σάμιουελσον – Arnold E. Samuelson διάβασε το διήγημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ «One Trip Across». Εμπνευσμένος από όσα είχε διαβάσει και με όνειρο να γίνει και ο ίδιος συγγραφέας ο 22χρονος αποφάσισε να ταξιδέψει σε όλη την Αμερική για να επισκεφτεί τον Χέμινγουεϊ και να ζητήσει τη συμβουλή του για τη συγγραφή.
Ο Samuelson είχε μόλις τελειώσει ένα μάθημα δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα και είχε φιλοδοξίες να γίνει συγγραφέας. Ετοίμασε μια τσάντα και πήγε με ωτοστόπ στο Κι Γουέστ. Πέρασε την πρώτη του νύχτα σε μια αποβάθρα και ξύπνησε κατά τη διάρκεια της νύχτας από έναν αστυνομικό που κάλεσε τον Samuelson να κοιμηθεί στην τοπική φυλακή. Δέχτηκε την πρόταση και την επόμενη μέρα, τόλμησε να αναζητήσει το σπίτι του ήρωά του. Ο ίδιος λέει:
“Όταν χτύπησα την εξώπορτα του σπιτιού του Έρνεστ Χέμινγουεϊ στο Κι Γουέστ, βγήκε έξω και στάθηκε ακριβώς μπροστά μου, ενοχλημένος και περιμένοντας να μιλήσω. Δεν είχα τίποτα να πω. Δεν μπορούσα να θυμηθώ λέξη από την προετοιμασμένη ομιλία μου. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, ψηλός, με μεγάλους ώμους. Στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια του στη μέση, ήταν σκυμμένος ελαφρώς προς τα εμπρός, με την ενστικτώδη στάση ενός μαχητή έτοιμου να χτυπήσει.”
Ο Samuelson εξήγησε πώς είχε διαβάσει το “One Trip Across” και ήθελε να μιλήσει μαζί του για αυτό. Ο Χέμινγουεϊ σκέφτηκε για λίγο και μετά του είπε να επιστρέψει την επόμενη μέρα στις μία και μισή.
Όντως επέστρεψε την επόμενη μέρα και την καθορισμένη ώρα για να βρει τον Χέμινγουεϊ να κάθεται στη βεράντα του. Άρχισαν να μιλάνε και ο Χέμινγουεϊ του έδωσε την εξής συμβουλή:
«Το πιο σημαντικό πράγμα που έχω μάθει για το γράψιμο είναι να μην γράφω ποτέ πάρα πολλά… την κάθε φορά. Ποτέ μην “εξαντλείς” τον εαυτό σου. Είναι σημαντικό να ξέρεις πότε να σταματήσεις. Όταν γράφεις και φτάνεις σε ένα ενδιαφέρον σημείο και ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια, είναι η ώρα να σταματήσεις. Άφησε το υποσυνείδητό να κάνει τη δουλειά. Το επόμενο πρωί, όταν θα έχεις κοιμηθεί καλά και θα νιώθεις φρέσκος, ξαναγράψε αυτό που είχες γράψει την προηγούμενη μέρα. Όταν φτάσεις στο ενδιαφέρον σημείο και ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια, συνέχισε από εκεί και σταματά ξανά σε ένα άλλο σημείο υψηλού ενδιαφέροντος. Με αυτόν τον τρόπο, όταν θα το ολοκληρώνεις, τα βιβλίο σου θα είναι γεμάτο ενδιαφέροντα σημεία, δεν κολλάς ποτέ και το κάνεις όλο και πιο ενδιαφέρον όσο προχωράς».
Τότε άρχισαν να μιλούν για βιβλία, με τον Χέμινγουεϊ να ρωτά:
«Διάβασες ποτέ το ” Πόλεμος και Ειρήνη”; Αυτό είναι ένα καταραμένο καλό βιβλίο. Θα πρέπει να το διαβάσεις. Θα πάμε στο γραφείο μου και θα φτιάξω μια λίστα με όσα πρέπει να διαβάσεις».
Έτσι ο Χέμινγουεϊ έγραψε μια λίστα με δεκατέσσερα βιβλία και δύο διηγήματα, τα οποία πρότεινε να διαβάσει ένας νεαρός συγγραφέας:
- “The Blue Hotel”, Στίβεν Κρέιν
- “The Open Boat“, Στίβεν Κρέιν
- “Μαντάμ Μποβαρύ“, Γκυστάβ Φλωμπέρ
- “Οι Δουβλινέζοι“, Τζέιμς Τζόις
- “Το κόκκινο και το μαύρο“, Σταντάλ
- “Ανθρώπινη δουλεία“, Ουίλιαμ Σόμερσετ Μομ
- “Άννα Καρένινα” , Λέων Τολστόι
- “Πόλεμος και Ειρήνη“, Λέων Τολστόι
- “Οι Μπούντενμπροκ”, Τόμας Μαν
- “Hail and Farewell.“, Τζορτζ Μουρ
- “Αδελφοί Καραμάζοφ”, Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
- “The Oxford Book of English Verse ( 1250–1900)”, μια ανθολογία αγγλικής ποίησης , που επιμελήθηκε ο Arthur Quiller-Couch
- “The Enormous Room”, Ε.Ε. Κάμμινγκς
- “Ανεμοδαρμένα Ύψη”, Emily Bronte
- “Far Away και Long Ago”, Γουίλιαμ Χένρι Χάντσον
- “Ο Αμερικανός”, Χένρι Τζέιμς
Ο Samuelson κατέληξε να μείνει με τον Hemingway για σχεδόν ένα ολόκληρο έτος και κατέγραψε την εμπειρία αυτή και όσα αποκόμισε σε ένα χειρόγραφο που ανακαλύφθηκε από την κόρη του μετά το θάνατό του το 1981. Δημοσιεύθηκε με τον τίτλο “With Hemingway: A Year in Key West and Cuba”, ένα πορτρέτο του μεγάλου συγγραφέα μέσα από τη ματιά του Samuelson, το έτος 1934-1935 στο Κι Γουέστ και όσα έζησαν ο ίδιος, ο Χέμινγουεϊ και οι επισκέπτες τους εκείνη τη χρονιά.
Πηγή:fractalart.gr
Της φύσης τα περίεργα..
Στον Καύκασο, στη Γεωργία, συναντιούνται δύο ποτάμια που δεν αναμειγνύονται: ο λευκός Αραγβί και ο μαύρος Αραγβί. Ο λόγος που δεν αναμειγνύονται οφείλεται στη σύνθεση, την πυκνότητα, τη θερμοκρασία και την υψομετρική διαφορά που αναπτύσσεται μεταξύ τους, η οποία λειτουργεί σαν ένα λεπτό τοίχωμα που αποτρέπει την ανάμειξη.
Πιο νότια, το ποτάμι που σχηματίζεται από τα νερά του Αραγβί του Pshavi και εκείνου του Khevsureti, παίρνει το μοναδικό όνομα Αραγβί και στη συνέχεια εκβάλλει στον ποταμό Μτκβάρι, στην πόλη Μτσχέτα, την αρχαία πρωτεύουσα της Γεωργίας.
Στη Μτσχέτα, από το μοναστήρι Τζβάρι (του Σταυρού), μπορεί κανείς να απολαύσει την πανοραμική θέα των δύο ποταμών που συνδέονται μεταξύ τους.
Ο φόβος
Ο φόβος είναι ένα από τα πιο δυνατά και καθοριστικά βιώματα του ανθρώπου. Η φιλοσοφία προσπάθησε για αιώνες να χρησιμοποιήσει όλους τους πιθανούς μηχανισμούς για να τιθασεύσει αυτή τη δύναμη που μπορεί να φτάσει το άτομο ακόμη και στην πλήρη παράλυση.
Ο Ουρουγουανός συγγραφέας, Εδουάρδο Γκαλεάνο μύρισε τον φόβο και κατέγραψε μια πραγματικότητα που οι περισσότεροι βιώνουμε. Ο ψυχαναγκασμός του ελέγχου είναι εδώ και πηγάζει σίγουρα από τον φόβο που τρέφουμε μέσα μας. Όπως έλεγε και ο Αισχύλος στις «Ευμενίδες»: «Μέμνησο μη σε νικάτω φόβος τας φρένας» (Θυμήσου να μην νικήσει ο φόβος το μυαλό).
Μινεττα Ασφαλιστική: Εθνική Εβδομάδα Εξυπηρέτησης Πελατών 2024
Εθνική Εβδομάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, για 9η χρόνια στη ΜΙΝΕΤΤΑ Ασφαλιστική!
#
ΣΥΡΙΖΑ …πληγματα κάτω από τη ζώνη
.•Εντυπωσιάζει η ένταση και το παθος της αυτοκαταστροφικής διαδικασίας που εξελισσεται.Γιατι συμβαίνει αυτό;
•Από τη στιγμή που ο Κασσελακης μίλησε για «μαύρα ταμεια» στο ΣΥΡΙΖΑ ,επεκτεινόμενος στη Τράπεζα Αττικής και αλλά διηγήματα είχε τελειώσει.Χτυπαγε κάτω από τη ζώνη τον Τσίπρα και τη φρουρά του στην ηθική τους υποσταση.Μονομερώς.Δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό.Υπερεκτιμησε τις δυναμεις του,πέρασε τις κόκκινες γραμμές.Γιατι τα μαύρα ταμεία είναι η πραγματικότητα σε όλο το κομματικό σύστημα και στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά κανείς δεν μιλάει γι αυτό.Ειναι η πιο σκληρή καθολική ομερτά του πολιτικού μας συστήματος.Σιγα μη θέλει ο χορηγός απόδειξη.Αυτα γίνονται με συμφωνίες κυρίων.Αγραφες.Προφορικές.Σε δείπνα,σε σαλόνια,σε απόμερες ταβέρνες.Υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη ότι τα συμφωνηθέντα θα τηρηθούν.Και πάντα τηρούνται.Κρατα με να σε κρατώ.Διαπλοκή ονομάζεται αυτό.Ετσι λειτουργεί το πράγμα σε όλο το σύστημα.Το ξέρουμε όλοι.Και όταν κάτι γίνεται και τσακώνονται στο τέλος τα βρίσκουν.
•Έτσι άρχισε και εξελίσσεται το κατς.Ποιος είσαι εσυ που θα μιλήσεις.Ακόμα δεν βγήκες από το αυγό.Εκπτωτος εδώ και τώρα.Δια συνοπτικών διαδικασιών.Ακομα κι αν εξαφανιστεί όλος ο ΣΥΡΙΖΑ.Αν χρειαστεί θα διαγράψουμε και όσους σε ψήφισαν.Μεχρις εσχάτων,μέχρι τελικής πτώσεως.Προυποθεση συμμετοχής το πόθεν εσχες.Και μετά πρωτοσέλιδο να σε ξεσκίζει.Γκριζες ζώνες.Υπαινιγμοί.Που τα βρήκες τα λεφτά;Εσυ θα μιλήσεις για μας;Εσύ ο θολός ,ο ύποπτος; που κρύβεις τα λεφτά στον Τάιλερ; άντε γεια.Μίλα τώρα για αστακοκαραβα,δάνεια,οφειλές πατρός,πόθεν τα 2 εκ. δείξε το μπανιο σου,την πισίνα σου κάνε εξώδικα.Εσυ θα μας πεις για μαύρα ταμεία;
•Τι βλακεία κι αυτό το εξώδικο.Οταν δίνεις τα στοιχεία τι περιμένεις;Να μείνει μυστικό;μεταξύ μας;
•Κατς.Οι νέοι ίσως δεν ξέρουν τι είναι.Ειναι κάτι μεταξύ πάλης και θεατρικής παράστασης.Ολα τα χτυπήματα επιτρέπονται.Αλλά τα ματς είναι σικέ.Το γνωρίζουν οι θεατές αλλά έχει γοητεία το θέαμα και πήγαιναν.Στη Λεωφόρο τις δεκαετίες του 60 και του 70.Ο Μασιστας,Κουταλιανός,ο Σουγλάκος,ο Τρομάρας και άλλοι σταρ των σικέ αερολαβων και των πτώσεων.
Πάνος Μπιτσαξής
Τα θεμελιώδη μεθοδολογικά και φιλοσοφικά λάθη της Woke κουλτούρας
Του Αρχιμ. Θεόφιλου Λεμοντζή Δρ. Θεολογίας
Ποια είναι όμως τα κυριότερα μεθοδολογικά και φιλοσοφικά λάθη στα οποία υποπίπτει η Woke κουλτούρα τα οποία ακυρώνουν τόσο την ίδια όσο και το θεωρητικό της οικοδόμημα;
Πρώτον, η Woke κουλτούρα δεν είναι επιστήμη, αλλά είναι ιδεολογία και ως εκ τούτου είναι υποκειμενική κατασκευή έστω και αν οι οπαδοί την ταυτίζουν με την απόλυτη αλήθεια. Δεν είναι το αποτέλεσμα απροκατάληπτης έρευνας και μελέτης, χρήσης ορισμένης επιστημονικής μεθόδου, αλλά υιοθέτηση προσωπικών πεποιθήσεων, θεωριών και απόψεων όπως της Gayle Rubin και της Judith Butler οι οποίες υποστήριζαν ότι το «αρσενικό» και το «θηλυκό» είναι εξ ολοκλήρου κοινωνικές κατασκευές. Και όταν έγινε προσπάθεια να αποδειχθεί η εν λόγω θεωρία επιστημονικά με τα πειράματα που έκανε ο υποστηρικτής του «κοινωνικού φύλου», Νεοζηλανδός γιατρός John Money στο Πανεπιστήμιο Τζων Χόπκινς, κατέρρευσε παταγωδώς.
Ο John Money έπεισε τους γονείς του μικρού David Reimer να τον μεγαλώσουν σαν κορίτσι, εξαιτίας της καταστροφής του πέους του παιδιού από ιατρικό λάθος όταν ήταν βρέφος, χωρίς να του πουν ποτέ ότι γεννήθηκε αγόρι. Συνταγογραφεί στο παιδί, το οποίο μετονομάστηκε σε Μπρέντα, μια ορμονική θεραπεία. Οι γονείς ντύνουν το παιδί με φουστάνια, του χαρίζουν κούκλες, του μιλούν στο θηλυκό γένος. Ο γιατρός θέλει να αποδείξει ότι το φύλο διδάσκεται και δεν είναι βιολογικό, ότι μόνο η εκπαίδευση κάνει τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ως άνδρες ή γυναίκες. Όμως η φύση εκδικείται διότι όταν η Μπρέντα μπαίνει στην εφηβεία, η φωνή της γίνεται ανδρική, εξομολογείται ότι έλκεται από τα κορίτσια. Σταματά τη θεραπεία, καταφεύγει στο αλκοόλ, γίνεται και πάλι Ντέιβιντ, αποσταθεροποιείται ψυχολογικά και αυτοκτονεί τελικά το 2004. Γι’ αυτό το τραγικό τέλος ο John Money δεν κάνει καμία δήλωση και βέβαια όλα αυτά αποσιωπούνται και από την Woke κουλτούρα. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα οι Βρετανοί γιατροί και οι νομοθέτες στη Φλόριντα των Η.Π.Α απαγόρευσαν πια να δίνονται ορμονικά φάρμακα ως αναστολείς εφηβείας σε ανηλίκους που θέλουν να αλλάξουν φύλο.
Δεύτερον, κατά την ανθρωπολογική ερμηνεία που κάνει η Woke κουλτούρα συγχέει, ειδικά στη θεωρία περί φύλου, τη φύση με τη βούληση, την αναγκαιότητα με την ελευθερία. Το να αποδείξουμε ότι διακρίνεται η φύση από την ελευθερία και τη βούληση δεν χρειάζονται ιδιαίτερα θεωρητικά επιχειρήματα, επειδή η κοινή εμπειρία και η απλή παρατήρηση το αποδεικνύει. Η ίδια η γέννηση ενός ανθρώπου είναι αποτέλεσμα φύσεως και όχι βούλησης. Κανένας δεν μας ρώτησε εάν θέλουμε, ή πότε θέλουμε να γεννηθούμε ή ποιοι θέλουμε να είναι οι γονείς μας ή ποια χαρακτηριστικά θέλουμε ή ποιο φύλο θέλουμε να έχουμε διότι η φύση και η βιολογία επιβάλλει μια αναγκαιότητα και αδήριτη ανάγκη που υπερβαίνει τη βούληση και την ελευθερία του ανθρώπου. Το σπίτι του, λ.χ. παρατηρεί ο Μ. Αθανάσιος, το κατασκευάζει κανείς αφού πρώτα σκεφτεί και αποφασίσει για το πώς θα γίνει. Τον υιό του όμως δεν μπορεί να τον προσδιορίσει οντολογικά με τη σκέψη και τη βούλησή του, αλλά απλώς τον γεννά «κατά φύσιν» υπακούοντας σε μια αναγκαιότητα της φύσεως. Το ίδιο συμβαίνει και με τα βιολογικά χαρακτηριστικά (κοντός, ψηλός, έγχρωμος, λευκός, κ.ο.κ.) τα οποία δεν είναι δυνατόν να οριστούν ούτε να ακυρωθούν από την σκέψη και τη βούληση. Και το φύλο είναι έκφραση της φύσεως και όχι της βουλήσεως, το οποίο υπόκειται σε μια αδήριτη αναγκαιότητα και νομοτέλεια και δεν είναι αντικείμενο αυτοπροσδιορισμού όπως νομίζει η Woke θεωρία.
Τρίτον, η προσπάθεια εξάλειψης των διακρίσεων, όπως διατείνεται από την Woke ιδεολογία αποβαίνει σε εξάλειψη σε οντολογικό επίπεδο, όλων των ειδοποιών διαφορών (φύλο, φυλή, ανατομία, φυσιολογία κ.α.) που δίνουν ταυτότητα στο ανθρώπινο πρόσωπο και ταυτόχρονα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Έτσι, π.χ. για την Woke ιδεολογία δεν είναι σωστή η φράση «γυναίκες με έμμηνο ρύση» αλλά μόνο «πρόσωπα με έμμηνο ρύση» (μία ειδοποιός διαφορά που διακρίνει την γυναίκα από τον άντρα είναι η έμμηνος ρύση), ούτε «μητρικό γάλα» αλλά μόνο «γάλα στήθους» (μία ειδοποιός διαφορά που διακρίνει την μητέρα από τον πατέρα είναι η δυνατότητα θηλασμού), αγνοώντας εσκεμμένως ότι δεν υπάρχει ούτε «πατρικό γάλα» ούτε «άντρες με έμμηνο ρύση». Εξαλείφοντας η Woke ιδεολογία τις ειδοποιούς διαφορές οδηγείται σε μια ουσιοκρατία, όπου οι άνθρωποι δεν διακρίνονται ως ιδιαίτερα πρόσωπα, με ετερότητα χαρακτηριστικών (π.χ. άντρας-γυναίκα, πατέρας-μητέρα, κλπ.), αλλά αποτελούν αόριστες και απρόσωπες ανθρώπινες ουσίες, ένας «χυλός», όπου απαλείφεται η ιδιαιτερότητά τους, χάριν μιας καταθλιπτικής ισοπεδωτικής ομοιομορφίας, με σκοπό να διασωθεί δήθεν μια ισότητα η οποία ναι μεν είναι μαθηματική αλλά δεν είναι οντολογική και κοινωνική. Οι άνθρωποι δεν είμαστε αριθμοί μιας μαθηματικής εξίσωσης που πρέπει να επιτυγχάνεται η μεταξύ τους ισότητα απαλείφοντας τις ειδοποιούς διαφορές που μας χαρακτηρίζουν ως πρόσωπα αλλά όντα με ξεχωριστή, μοναδική ταυτότητα και ιδιαιτερότητα.
Τέταρτον, η θεώρηση και ερμηνεία της ιστορίας, της λογοτεχνίας και εν γένει της πνευματικής παράδοσης του παρελθόντος από την Woke κουλτούρα είναι αναχρονιστική. Ερμηνεύει το παρελθόν με τα «γυαλιά» του παρόντος, με κριτήρια και δεδομένα της σύγχρονης εποχής. Έτσι εκδοτικοί οίκοι, υπέρμαχοι της Woke κουλτούρας, επιστρατεύουν λογοκριτές, «αναγνώστες ευαισθησίας» όπως ονομάζονται, που αναλαμβάνουν την προσαρμογή των λογοτεχνικών έργων στις επιταγές της νέας συμπεριληπτικής γλώσσας, ακτιβιστές για το κλίμα επιτίθενται συμβολικά σε έργο του Βαν Γκόνγκ, ο Καραγάτσης, ο Μολιέρος και ο Γκαίτε εξοβελίζονται, μνημεία και αγάλματα καταστρέφονται και πανεπιστημιακοί ενοχοποιούν την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα για τη διάδοση της δουλείας, των εθνικών διακρίσεων, τον ρατσισμό και την αποικιοκρατία. Το να αποδίδονται τα αρνητικά του σύγχρονου πολιτισμού μας στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και Λατίνους είναι σαν να προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι ο εφευρέτης του αυτοκινήτου ευθύνεται για τα δυστυχήματα που συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας, ο εφευρέτης του αεροπλάνου για τα αντίστοιχα αεροπορικά, κ.ο.κ. Άραγε, ποια σχέση μπορεί να έχει η αρχαία ελληνική φιλοσοφία με την απληστία και την ακόρεστη δίψα για πλούτο των συγχρόνων αποικιοκρατών; Δεν υπάρχει ουδεμία αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα σε αυτά τα γεγονότα και μεγέθη και η αιτιώδης σύνδεσή τους είναι τόσο αντιεπιστημονική όσο και αναχρονιστική. Το κάθε λογοτεχνικό έργο, το κάθε ιστορικό γεγονός, το κάθε πολιτισμικό γεγονός, πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά μέσα στο κοινωνικοϊστορικό περιβάλλον που το γέννησε, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής που το εξέθρεψε και η ερμηνεία οφείλει να είναι πολυπαραγοντική, πολυδιάστατη και απαλλαγμένη από ιδεολογικές προκαταλήψεις και στερεότυπα.
Πηγή:πεμπτουσία
Γκιώνα

…..Αύριο πάλι, είναι ενδιαφέρον πώς λέμε αντίο κάθε μέρα της ζωής μας, λέμε και ακούμε, αύριο πάλι, και αναπόφευκτα μια από αυτές τις μέρες θα είναι η τελευταία για κάποιον, ή το άτομο στο οποίο το είπαμε δεν θα υπάρχει πια, ή εμείς που το είπαμε δεν θα υπάρχουμε πια…..
Ζοζέ Σαραμάγκου.
«…κάθε άνθρωπος είναι μια προσωπική ύπαρξη που μπορεί να υποστασιάσει τη ζωή ως αγάπη, δηλαδή ως ελευθερία από τους περιορισμούς της κτιστής του φύσης, ως ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα – όπως και ο άκτιστος Θεός».
Χρ. Γιανναράς, «Ανθρωπολογικές προϋποθέσεις», Σύναξη, τ. 2, Άνοιξη 1982, σ. 40.
Άγνωστες πτυχές της ιστορίας των ταχυδρομείων στην Ελλάδα!
Οι αποστολές με γρούπο και οι εγγυήσεις του Δημοσίου
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στην εποχή των e-mails, των couriers και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δύσκολα, οι νεότεροι κυρίως, μπορούμε να αντιληφθούμε τη σημασία που είχαν κάποτε τα Ελληνικά Ταχυδρομεία. Πλούσια η ιστορία τους και ακόμη πλουσιότερη η βιβλιογραφία, με κυρίαρχα τα έργα του Μωυσή Κωνσταντίνη. Αλλά με αφορμή τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ταχυδρομείων, η οποία γιορτάζεται την 9η Οκτωβρίου, ημερομηνία κατά την οποία ιδρύθηκε η Παγκόσμια Ταχυδρομική Ένωση το 1874, ας ρίξουμε φως σε μια άγνωστη πτυχή της νεότερης ιστορίας των ταχυδρομείων μας. Όπως στη σύνδεσή τους με μία λέξη που έχει εξαφανιστεί πλέον από το λεξιλόγιό μας. Πρόκειται για τη λέξη «γρούπος», η οποία προέρχεται από το ιταλικό gruppo και σήμαινε το χρηματόδεμα, δέμα χρημάτων που αποστελλόταν με φορτωτική. Επίσης, σήμαινε τον μικρό σωρό όμοιων πραγμάτων.
Φαίνεται ότι η λέξη ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη και χρησιμοποιούνταν τόσο από τον λαό και τη λογοτεχνία όσο και από τη διοίκηση. «Ένας έκλεψε έναν γρούπον με χρήματα» έγραφε ο Μακρυγιάννης, ενώ «έναν γρούπο από διακόσια εξήντα τάλλαρα» έβρισκε ο Σπύρος Μελάς το 1931 στο ιστόρημά του για τον ναύαρχο Μιαούλη. Αλλά κι ο Σουρής δεν παρέλειψε τον γρούπο: «Κι εντός του γρούπου Περικλή / ευρίσκω άλλον γρούπον, / κι ακούω φράγκων αργυρών / και πεντολίρων γδούπον».
Μα χάθηκε η λέξη; Όχι βεβαίως. Εξαδέλφη της είναι η λέξη γκρουπ (group) που χρησιμοποιούμε και με την έννοια αυτή εμφανίζεται ήδη από τη δεκαετία του 1920 όταν ο Κώστας Αθάνατος έγραφε για «ένα γρούπο από γεροντάκια (που) κάθονται ο ένας αντίκρυ στον άλλο». Αλλά «ένα χαριτωμένο γρούπο από παιδιά και ζώα» έβλεπε και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στο μυθιστόρημά του «Ο μικρός Δον Κιχώτης» (1938)
Αλλά πώς συνδέεται η λέξη «γρούπος» με τα Ταχυδρομεία μας; Οφείλεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του 1836, όπου, αν ανατρέξει κάποιος θα βρει ένα Διάταγμα με τον τίτλο «Περί παραδόσεως γρούπων εις τα ταχυδρομεία Αθηνών και Πειραιώς». Η βαυαρική αντιβασιλεία πρώτα απαγόρευσε στους πλοιάρχους, στους ναύτες και τους επιβάτες των διάφορων σκαφών να εκτελούν χρέη ταχυδρόμων, μεταφέροντας επιστολές, δέματα και γρούπους. Μετά εξέδωσε ιδιαίτερο Διάταγμα, με το οποίο καθόριζε τον τρόπο διαχείρισης από την ταχυδρομική υπηρεσία των «γρούπων χρημάτων», που ήταν ουσιαστικά το πρώτο Διάταγμα για χρηματαποστολές και μάλιστα με ασφάλεια του Δημοσίου! Όποιος λοιπόν επιθυμούσε να ταχυδρομήσει ένα γρούπο έπρεπε να τον σφραγίσει με τρόπο που δεν θα μπορούσε να ανοίξει, να γράψει επάνω τον παραλήπτη αλλά και το ποσό που περιείχε. Όποιος παραλάμβανε τον γρούπο έπρεπε να βάλει την επίσημη σφραγίδα του Ταχυδρομείου και να κόψει απόδειξη. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά βρίσκουμε την κυβέρνηση να εγγυάται για το μεταφερόμενο ποσό τονίζοντας στο Διάταγμα πως «εις περίστασιν απωλείας αποζημιοί τον παθόντα, οι δε ταχυδρομικοί υπάλληλοι είναι υπευθυνοι εις την κυβέρνησιν και υποφέρουν την αποζημίωσιν».
Δηλαδή αφενός η κυβέρνηση έδινε εγγυήσεις και αφετέρου θα προχωρούσε σε καταλογισμό των ποσών στους ταχυδρόμους, εάν δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι είχαν εκπληρώσει το χρέος τους και ότι η απώλεια οφειλόταν σε λόγους πάνω από τις δικές τους δυνάμεις!
Βεβαίως τέτοιου είδους μέτρα δεν ήταν δυνατόν να ανακόψουν το έντονο ενδιαφέρον των ληστών για τους ταχυδρόμους που μετέφεραν αντικείμενα και γρούπους. Οι επιθέσεις ήταν συχνές και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν, από την ιδανική περίπτωση των γρούπων μέχρι υποδήματα και κάλτσες. Μερικές φορές κρατούσαν και ως ομήρους τους ταχυδρόμους, ζητώντας χρήματα από το πιο κοντινό δημόσιο ταμείο. Αποφασίστηκε να συνοδεύονται από χωροφύλακες, αλλά και το μέτρο αυτό δεν απέδωσε. Μετά τους δόθηκε ειδική άδεια οπλοφορίας, αλλά οι ληστείες των ταχυδρόμων συνεχίστηκαν ακόμη και μέσα στην πρωτεύουσα.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 9 Οκτωβρίου 2013
Πηγή: αθηναϊκά