Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει».

Ν. Καζαντζάκης

Πεδινοί εναντίον Ορεινών και η παράγκα!

Πεδινοί εναντίον Ορεινών: Ο άγνωστος ελληνικός εμφύλιος του 1863

Γράφει:Γιάννης Θ. Διαμαντής

Πεδινοί εναντίον Ορεινών: Ο άγνωστος ελληνικός εμφύλιος του 1863

Πώς ξέσπασε και μεταξύ ποιων πλευρών ο άγνωστος ελληνικός εμφύλιος του 1863

Εκατόν εξήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα, από τις 19 Ιουνίου 1863, όταν έλαβε χώρα στην Ελλάδα, ο άγνωστος στους περισσότερους σήμερα Έλληνες, εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Πεδινών και Ορεινών. Ο ελληνικός λαός έχει εκδιώξει, πριν λίγους μήνες, τον Βασιλιά Όθωνα, αλλά η πολιτική αναταραχή δεν είχε κοπάσει.

ΤΟ ΒΗΜΑ, περιγράφει, τον Μάρτιο του 1958 τα βασικότερα γεγονότα αυτού του άγνωστου ελληνικού εμφυλίου.

«Βρισκόμαστε στο 1863, και πιο συγκεκριμένα είμαστε στον Ιούνιο του φοβερού εκείνου χρόνου που μοιάζει σαν σαιξπήριο ιστορικό δράμα, με τα αλλεπάλληλα δραματικά γεγονότα του.

»Πρώτη πράξις, επανάσταση του Οκτωβρίου (σ.σ. 1862) που εκθρονίζει τον Όθωνα και στέλνει στον αγύριστο μια Δυναστεία (…) Τελευταία πράξις του δράματος, αλλά με χάπυ εντ, ο ελπιδοφόρος ερχομός – μήνα Οκτώβριο πάλι – ενός άλλου ξανθού εφήβου (σ.σ. Ο νέος βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α’ , που θα στεριώσει στον τόπο μια δεύτερη υναστεία, ευτυχέστερη από την πρώη, αλλά εξ’ ίσου περιπετειώδη.

»Και ανάμεσα στους δύο αυτούς μοιραίους Οκτώβριους (…) η κορυφαία σκηνή του δράματος, ο εμφύλιος του Ιουνίου που θα ματοκυλίση την Αθήνα».

“ΤΟ ΒΗΜΑ¨, 19 Μαρτίου 1958, Ιστορικό Αρχείο “ΤΟ ΒΗΜΑ” | “ΤΑ ΝΕΑ”

Αναβρασμός

Μετά την έξωση του Βασιλιά Όθωνα στις 12 Οκτωβρίου 1962,  το κύριο ζητούμενο ήταν ποια πολιτική δύναμη θα αποκτούσε τον έλεγχο ενόψει του ερχομού του νέου βασιλιά.

Γράφει ο Ρούσσος:

«Από τις πρώτες συνεδριάσεις οι 360 πληρεξούσιοι μοιράστηκαν σε τρεις παρατάξεις. Παρατάξεις, όχι κόμματα. Γιατί τα μέχρι τότε υπάρχοντα τρία μεγάλα κόμματα Μπαρλαίων (αγγλόφιλων), Ναπαίων (ρωσόφιλων) και Μοσχομαγκιτών ή κόμμα της Φουστανέλλας (γαλλόφιλων), καταργήθηκαν σιωπηρώς μαζί με την πρώτη Δυναστεία. (…)

»Στη θέση τους ξεπρόβαλαν τρία νεοβαφτισμένα κόμματα: Οι ‘Πεδινοί’, οι ‘Ορεινοί’ και το ‘Εθνικό Κομιτάτο’. Υπήρχε και ένα τέταρτο, αλλά ‘κομματίδιον’ που ωνομάσθηκε οι ‘Ελεύθεροι Σκοπευταί’.

“ΤΟ ΒΗΜΑ», 19 Μαρτίου 1958, Ιστορικό Αρχείο “ΤΟ ΒΗΜΑ” | “ΤΑ ΝΕΑ”

Ποιοι ήταν οι Πεδινοί και οι Ορεινοί.

»Πεδινοί και Ορεινοί είχαν αυτονομασθή κατά μίμηση των ιστορικών κομμάτων της Γαλλικής Επαναστάσεως. [σ.σ. Κατά άλλη εξήγηση επειδή καθόντουσαν στα αντίστοιχα έδρανα της βουλής. Ψηλά (ορεινά) και χαμηλά (πεδινά)].

»Αλλά είχαν μόνο το όνομά τους, τίποτε από τις ιδέες τους. Αρχηγός των Πεδινών ήταν ο Βούλγαρης (σ.σ. Δημήτριος Βούλγαρης), κι ωστόσο αυτός ήταν ο πιο επαναστατικός. Και αρχηγός των Ορεινών ήταν ο ναύαρχος Κανάρης, ο πιο “φρόνιμος”».

Η “Παράγκα”

«Γενικά οι Ορεινοί ήταν οι μετριοπαθείς, αντίθετα προς τους Πεδινούς που απειλούσαν κάθε τόσο ότι θα αρπάξουν τα όπλα και ‘θα βαρέσουν στο σταυρό’”.

»Αυτές οι δυό παρατάξεις συνεκρούσθησαν από την πρώτη στιγμή, σχεδόν από την πρώτη συνεδρίασή τους στην περιβόητη ‘Παράγκα’, όπως ωνόμαζαν το τότε βουλευτήριο, που κτίσθηκε στα γρήγορα, μέσα σε 45 μέρες, εκεί που είναι σήμερα η Τηλεφωνική Εταιρεία (σ.σ. Πίσω από την παλαιά Βουλή) – ένα οίκημα ονομαστικώς λιθόκτιστον αλλά κατά μέρος ‘σανιδόπηκτον’ – εξ’ ου και ‘Παράγκα’.

“ΤΟ ΒΗΜΑ», 19 Μαρτίου 1958, Ιστορικό Αρχείο “ΤΟ ΒΗΜΑ” | “ΤΑ ΝΕΑ”

Ιδεολογικές διαφορές

»Ιδεολογικές διαφορές δεν εχώριζαν τους 360 πατέρες του Έθνους. Βέβαια έγιναν πολλές και θυελλώδεις συζητήσεις υπέρ της δημοκρατίας, αλλά τελικώς η πλειοψηφία των πληρεξουσίων ακολούθησε τον Βούλγαρη που χτυπούσε το πόδι του και φώναζε «Θέμα Βασιλέα! Είναι η πρώτη άγκυρα του καραβιού μας! Κι αν σας πιάνει το γινάτι’ εσάς, με πιάνει και μένα το δικό μου και σηκώνομαι και και φεύγω και τότε βλέπουμε».

»»Φεύγω» για τον Βούλγαρη εσήμαινε ότι θα «πάη να μαζέψη τα παιδιά» – δηλαδή τους οπλοφόρους του – και θα κάμη νέα επανάσταση. Έτσι λοιπόν οι ΄δημοκρατίζοντες’ αναγκάσθηκαν να «καταλαγιάσουν», αφού ήξερα ότι ο Βούλγαρης, που είχε πολιτικό του έμβλημα τη διαβόητη αρβανίτικη φράση του ‘άστε ντούα ου!’ (έτσι θέλω εγώ!) δεν θα δίσταζε διόλου να πραγματοποιήση τις οργίλες απειλές του. (…) Δεν τον αποκαλούσαν άδικα «Σατράπη», τίτλος άλλωστε που κατά βάθος τον κολάκευε, όπως εξωμολογείτο με καμάρι ο ίδιος».

Πώς φτάσαμε στον εμφύλιο

Μέσα λοιπόν σε ένα γενικότερο κλίμα έντασης, η εμφύλια σύρραξη έμοιαζε όλο και πιο πιθανή. «Για το ποιος θα πάρη την Κυβέρνηση, προτού να έλθη ο νεαρός βασιλιάς, ώστε ο “άναξ να ευρεθή προ τετελεσμένο γεγονότος” – αυτό υπήρξε το βαθύτερο ελατήριο του άλληλοσπαραγμού του 1863».

Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας Παύλο Καρολίδη (1849 – 1930) «η οργιώσα αχαλίνωτος και αδάμαστος φιλαρχία αμφοτέρων των παρατάξεων, ωδήγησεν εις τον εμφύλιον πόλεμον του Ιουνίου του 63» τονίζοντας όμως ότι το μεγαλύτερο μέρος ευθύνης βάρυνε τους Πεδινούς και τον Βούγλαρη.

Βούλγαρης ενατίον Κανάρη, Πεδινοί εναντίον Βορινών

Όπως γράφει ο Ρούσσος, ο Βούλγαρης «που είχε ηγηθή της «Μεγάλης Επαναστάσεως», της εναντίον του Όθωνος , επίστεψε μετά την Έξωση ότι είχε αποκτήσει αναφαίρετα δικαιώματα επί της εξουσίας».

Μετά την έκπτωση και τον διωγμό του Όθωνα σχηματίσθηκε τριανδρία με επικεφαλής τον Βούλγαρη.

«Πρόεδρος της Τριανδρίας που εσχηματίσθη μετά την αποπομπή του «Τυράννου» εκυβέρνησε τον τόπο επί τέσσερις μήνας. Αλλά φιλοδοξούσε μονοκρατορία. Και με διάφορα τεχνάσματα εξανάγκασε τον ναύαρχο Κανάρη να παραιτηθή από μέλος της Τριανδρίας.

»Υποχωρητικός συνήθως ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης, άναψε τώρα μετά την «μπαμπεσιά του Νυδραίου μπιρμπάντη», ανέβηκε στο βήμα της Εθνοσυνελεύσεως και κατήγγειλε με βαρειά λόγια τα «καμώματα του δίβουλου Τζουμπέ»».

Τα προεόρτια Φεβρουαριανά

Σε μια ιδιαίτερα θυελώδη συνεδρίαση ύστερα από τις καταγγελίες του Κανάρη, η Εθνοσυνέλευση καθαιρεί δια βοής τον Βούλγαρη. Ο Βούλγαρης σε έξαλλη κατάσταση προχωράει σε ένοπλη αντίδραση στηριζόμενος σε κάποια τάγματα του πεζικού και στο σύνολο των δυνάμεων της χωροφυλάκης που του ήταν αφωσιομένοι.

«Η Εθνοσυνέλευση όμως διέθεσε την πειθαρχημένη και καλά εξωπλισμένη Εθνοφυλακή, που είχε σχηματιστθή μετά την έξωση. Την αποτελούσαν νέοι,φοιτηταί και νοικοκυρόπαιδα και την ποδηγετούσαν καθηγηταί του Πανεπιστημίου. Τα νοικοκυρόπαιδα αυτά έσωσαν τότε την Αθήνα.

»Στις αψιμαχίες που έγιναν μέσα στους δρόμους, από 8-11 Φεβρουαρίου, η Εθνοφυλακή κατετρόπωσε τους χωροφύλακες του Βούλγαρη. Τότε ο Τζουμπές εσυνθηκολόγησε. Και στην πλατεία Όθωνος συνεκεντρώθη όλος ο στρατός και ο λαός, σε μία μεγαλειώδη τελετή συναδελφώσεως, και ωρκίσθηκαν ειρήνη και ομόνοια – εξ ου και η πλατεία Ομονοίας.

»Αυτά ήταν τα “Φεβρουαριανά” που όμως αποτέλεσαν ένα είδος γενικής δοκιμής για τα επακολουθήσαντα φρικτά “Ιουνιανά”».

Τα Ιουνιανά

Παρά τους όρκους για ειρήνη και ομόνοια, από τον Φεβρουάριο του 1863 τα πνεύματα συνεχώς και οξύνονταν με ευθύνη κυρίως του Βούλγαρη και των Πεδινών.

«Οι Πεδινοί είχαν αρχίσει μια συνεχή, άγρια κοινοβουλευτική μάχη εναντίον των Ορεινών. Επεισόδια, χειροδικίες. Οι περισσότεροι οπλοφορούσαν επιδεικτικά. Τα θεωρεία (σ.σ. της Βουλής) έπαιρναν μέρος στις συζητήσεις, βρίζανε τους πληρεξούσιους, καμμιά φορά τους μουντζώνανε και από πάνω.

»Ο Μαυροκορδάτος, τυφλός πια, ανέβηκε στο βήμα κάποτε και είπε, με πόνο: “Ως τώρα θεωρούσα τον εαυτό μου δυστυχή διότι μου έλειψε η όρασις. Τώρα όμως τον θεωρώ δυστυχέστερο διότι δεν μου λείπει και η ακοή, για να μην ακούω αυτά που γίνονται εδώ μέσα!”».

Ταυτόχρονα ο Βούλγαρης, θέλοντας να μην υποστεί το ίδιο πάθημα με τον περασμένο Φεβρουάριο ενίσχυε τις ένοπλες δυνάμεις του. «Προσεταιρίζονταν τους αξιωματικούς, εξαγόραζε στρατιώτες και χωροφύλακες, έφερνα από τα βουνά της Βοιωτίας ληστοσυμμορίτες. Και προπάντων καλλιεργούσε το μίσος στις δύο παρατάξεις.

»Σε τέτοιο ακρότατο σημείο είχε φθάσει το κομματικό πάθος «ώστε όχι μόνον φίλοι ή συγγενείς, συνδεδεμένοι μέχρι της χθες διά μεγάλης αγάπης, αλλά και μέλη μιας και της αυτής οικογενείας να καταστούν αιφνιδίως εχθροί και να μελετούν την εξόντωσιν αλλήλων”».

Η Αθήνα και άλλες πόλεις ετοιμάζονταν για αιματοχυσία.

«Στην πόρτα κάθε σπιτιού ήταν γραμμένο ένα μεγάλο “Π” ή ένα “Ο” για να υποδηλώνη τα πολιτικά φρονήματα των ενοίκων – Πεδινοί, Ορεινοί! (…) Η Τρομοκράτησις του πληθυσμού των Αθηνών εμεγάλωνε από ημέρα σε ημέρα. Στις επαρχίες χειρότερα. Στη Λακωνία, στη Μεσσηνία, στην Αρκαδία είχε καταλυθή το κράτος του νόμου.

»Συμμορίες από αρπακτικούς χωρικούς εισέβαλαν στις γειτονικές επαρχίες και λεηλατούσαν. Ολόκληρη πολιτεία, η Κυπαρισσία, κατεστράφη κυριολεκτικώς από μια τέτοια ομαδική εισβολή λεηλατών. Καμμιά επαρχία δεν επλήρωνε πια φόρους, επί μήνες πολλούς.

»Το Ναύπλιο ήθελε να κηρύξη…την δημοκρατία, η Βόνιτσα ήθελε να αποτελέση “ελευθέραν προνομιούχον πολιτείαν”. Έδιωχναν τους νομάρχες, καταργούσαν τις αρχές, προπηλάκιζαν τους Υπουργούς που πήγαιναν να τους ημερέψουν. Ωσότου το πανελλήνιο αυτό δράμα βρήκε την λύσιν του στην αλληλοσφαγή των Αθηνών.

Ο εμφύλιος ξεκινά

»Το σύνθημα του εμφυλίου το έδωσε η παραίτηση του υπουργού των Στρατιωτικών Δημητρίου Νότη Μπότσαρη, πεδινού το φρόνημα. Στην ψηφοφορία που έγινε για νέο Υπουργό, εξελέγη ο πληρεξούσιος Αττικής και αρχηγός της Εθνοφυλακής Πάνος Κορωναίος, ορεινός. (…) Η ήττα αυτή της Πεδινής παρατάξεως έδωσε στον Βούλγαρη την ευκαιρία που περίμενε.

»Την ίδια νύχτα άρχισε η κινητοποίηση των “δυνάμεων” του Υδραίου αρχομανούς. Ένας διαβόητος αρχιλήσταρχος, ο Κυριάκος, ενεφανίσθη ξαφνικά στην Αθήνα με ογδόντα “παλληκάρια”.

»Εστάλησαν χωροφύλακες να τους κτυπήσουν αλλά αυτοί ενώθησαν με τους ληστάς. Κι όλοι μαζί μπήκαν στη μονή Ασωμάτων (Πετράκη), που βρισκόνταν στη βραχώδη περιοχή όπου σήμερα υψώνεται το νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”».

Προς το σημείο αυτό εστάλησαν, από την “ορεινή” κυβέρνηση και τμήματα του στρατού, τα οποία όμως όπως και οι άνδρες της χωροφυλακής συντάχθηκαν με τις δυνάμεις των Πεδινών.

«Η ανταρσία είχε πια ξεσπάση. Το ένα τάγμα ύστερα από το άλλο προσχωρούσαν στο κίνημα, που είχε ετοιμάσει μυστικά ο Βούλγαρης. (…) Οι στασιασταί στρατοπέδευσαν στην πλατεία Συντάγματος, όπου σε λίγο ήρχισαν να συρρέουν και άλλοι επαναστατημένοι λόχοι καθώς και χιλιάδες πολίτες, ωπλισμένοι, οπαδοί του Βούλγαρη.

Στην άλλη πλευρά, πρωταγωνιστής των κινήσεων των Ορεινών είναι ο υπουργός Στρατιωτικών (της κυβέρνησης Μπενιζέλου Ρούφου) που είχε αναλάβει τον Απρίλιο του 1863, Πάνος Κορωναίος.

“ΤΟ ΒΗΜΑ», 20 Μαρτίου 1958, Ιστορικό Αρχείο “ΤΟ ΒΗΜΑ” | “ΤΑ ΝΕΑ”

«“Εγκαθίσταται στο Βαρβάκειο, το νεόδμητο τότε (σημερινή Βαρβάκειο Αγόρα, τότε σχολή) και το μεταβάλλει σε στρατηγείο του και γενικό στρατόπεδο των Ορεινών. Με τα στρατεύματα που του μένουν πιστά, καταλαμβάνει την Ακρόπολη και το Παλάτι, ενω οι επανάσταται μαζί με τον αρχιληστή Κυριάκο σπεύδουν και καταλαμβάνουν την Εθνική Τράπεζα. (…)

»Τρεις μέρες διαρκούν οι μάχες. Σκληρές οδομαχίες με εκατοντάδες θύματα. Ανάμεσά σ’ αυτά ο γυιός του Κανάρη, ο λοχαγός του πεζικού Αριστείδης Κανάρης, που σκοτώνεται υπερασπιζόμενος τα Ανάκτορα. Στην κηδεία του οι Πεδινοί περικυκλώνουν τους οδυρόμενους συγγενείς και τους βάζουν στο τουφέκι. Παρά λίγο να σκοτώσουν την μητέρα του νεκρού και τον πατέρα του, τον γέρο Κανάρη.

Θηριωδείες

Η φρίκη του εμφυλίου έχει τώρα απλωθή σε όλη την Αθήνα. “Λύσσα ανεξήγητος και δίψα αίματος κατέλαβε τους ανθρώπους” έγραφε η “Κλείω” της Τεργέστης.

Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες «Από των θυρών, των παραθύρων, των στεγών, των οικιών, οι μεν πυροβολούν λυσσωδώς τους δε!» (…)

«Τρόμος βασίλευε σ’ όλη την πόλη. Οι ευπορώτεροι άρχισαν να φεύγουν προς τα χωριά, άλλοι ζητούσαν άσυλο στις πρεσβείες.

»Κακοποιά στοιχεία ωργάνωναν συστηματικάς λεηλασίας και αρπαγάς. Άλλοι, αυτοσχέδιοι ληστές, δρούσαν ανενόχλητα, σκότωναν, εβίαζαν».

“ΤΟ ΒΗΜΑ», 21 Μαρτίου 1958, Ιστορικό Αρχείο “ΤΟ ΒΗΜΑ” | “ΤΑ ΝΕΑ”

Η μάχη της Εθνικής Τράπεζας

Η σκληρότερη μάχη δόθηκε στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, στη σημερινή πλατεία Κοτζιά, καθώς, όπως προαναφέρθηκε είχε καταληφθεί από τους Πεδινούς και περικυκλώθηκε από ισχυρή δύναμη Ορεινών.

«Τα επτά εκατομμύρια που βρίσκονταν στα ταμεία της απετέλεσαν ΄μέγα δέλεαρ’ δι’ αμφοτέρας τας παρατάξεις. (…)

»Πεντακόσιοι Ορεινοί στρατιώτες και εθνοφύλακες πολιορκούσαν και χτυπούσαν με πάσης φύσεως πυροβόλα όπλα την Τράπεζα.

Οι Πεδινοί εντός της Εθνικής Τράπεζας ανταπαντούσαν, ύστερα από περαιτέρω ενισχύσεις οι εκατέρωθεν δυνάμεις έφταναν τους 1000 άνδρες. Τελικά οι Ορεινοί έλυσαν την πολιορκία. Οι νεκροί, και από τις δύο πλευρές έφτασαν τους 80.

«Ωστόσο οι συγκρούσεις εξακολουθούσαν σε διάφορα σημεία των Αθηνων. Από τον λόφο του Σχιστού τα κανόνια των Πεδινών (…) χτυπούσαν την Πλάκα με κύριο στόχο τα σπίτια του ναυάρχου Κανάρη και του στρατηγού Γρίβα, που ήταν οι ηγέται των Ορεινών.

»Στη Νεάπολι οδοφράγματα, στην οδό Σταδίου και στην οδό Πανεπιστημίου λυσσαλέες μάχες, ολούθε μακελειό, διαρπαγές, ληστείες βιασμοί.

Το τελεσίγραφο

Τελικά οι εμφύλια σύρραξη έληξε ύστερα από παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων. «Στέλνουν στους αρχηγούς των δύο παρατάξεων ένα αυστηρό τελεσίγραφο. Ζητούν την σύναψι 48ώρου ανακωχής μέχρις ότου η Εθνοσυνέλευσις ρυθμίση τα πράγματα.

»Άλλως θα παραλάβουν τους υπηκόους των και θα αφήσουν τον τόπον τούτον εις την κακήν του μοίραν και εις τον ανίερον πόλεμον, όστις τον καταματώνει από δύο ημερών και δύο νυκτών».

Η πίεση των ξένων έφερε αποτελέσματα και τελικά έστω και αν πολλοί βουλευτές χρειάστηκε να προσέλθουν βιαίως η βουλή κατέληξε σε συγκεκριμένες αποφάσεις.

Η βασικότερη ήταν ότι «τα διάφορα σώματα του εν τη πρωτευούση στρατού θέλουν μεταβή αμέσως εις τας επαρχίας και η ασφάλεια της πρωτευούσης ανατίθεται εις τον πατριωτισμόν της Εθνοφυλακής.

»Έτσι η Β’ των Ελλήνων Εθνοσυνέλευσις απέδειξε, όπως ετόνιζε η “Παλιγγενεσία”, ότι “είναι η δύναμις εκείνη ήτις δύναται να επιβάλη την θέλησίν της”.

Η επόμενη ημέρα

Το επόμενο πρωινό η εικόνα της Αθήνας έκοβε την ανάσα.

«Κηδείαι διέσχιζαν ανά πάσαν στιγμήν αυτάς και ψαλμωδίαι συνεχώς αντηχούν, συνοδευόμεναι από τους θρήνους των ακαλουθούντων οικείων…

»Εκ παραλλήλου ανά παν λεπτόν εθεώντο εις τας οδούς ασκεπείς ιερείς, κρατούντες τα ‘Αχραντα Μυστήρια και σπεύδοντες να κοινωνήσουν ετοιμοθανάτους, τραυματισθέντας κατά τον τετραήμερον εμφύλιον. (…)

»Πτώματα πολιτών και ίππων ευρίσκοντο εγκατεσπαρμένα εις πολλά των Αθηνών σημεία εντός λιμνών αίματος, απαισίαν αναδίδοντα δυσωδίαν, κυρίως ένεκα του αφορήτου καύσωνος”.

Έτσι έληξαν τα «Ιουνιανά», ο σχεδόν άγνωστος σήμερα εμφύλιος μεταξύ Πεδινών και Ορεινών το 1863.

Ελευθερία…

Περηφανευόμαστε για την ελευθερία μας, ενώ η ζωή μας είναι παγιδευμένη στην ολοκληρωτική καταγραφή των πάντων προς όφελος της ψυχοπολιτικής διαμόρφωσης της συμπεριφοράς. Στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς της πληροφορίας η εξουσία δε διασφαλίζεται από την διαρκή επιτήρηση, αλλά από την νόθα ελευθερία. Σε αντίθεση με την μη προσβάσιμη οθόνη του Μεγάλου Αδελφού, η έξυπνη οθόνη επαφής κάνει τα πάντα διαθέσιμα και καταναλώσιμα. Έτσι δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας «ελευθερίας των ακροδακτύλων». Στο καθεστώς της πληροφορίας το να είσαι ελεύθερος δε σημαίνει να δρας, αλλά να κλικάρεις, να πατάς like και να κοινοποιείς. Κανείς δεν αντιστέκεται σε αυτό. Αυτό το σύστημα δεν έχει να φοβηθεί καμία επανάσταση. Τα δάκτυλα δεν είναι ικανά να δράσουν. Είναι απλά ένα όργανο προορισμένο να επιλέγει τις καταναλωτικές επιθυμίες. Η κατανάλωση και η επανάσταση αποκλείουν η μία την άλλη.

πηγή: https://thinkalternativeblog.wordpress.com/

έχει πάντα δίκιο…

Ίσως γνωρίζετε ένα άτομο που θέλει… να έχει πάντα δίκιο. Λοιπόν, υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, σε περίπτωση που δεν έχετε γνωρίσει ακόμη έναν. Ακόμα κι αν που κάτι εντελώς λάθος και τους διορθώσεις, θα θυμώσουν.

Ανεξάρτητα από το πόσο περίεργη είναι η δήλωση/ άποψη τους, αυτό που λένε δεν μπορεί ποτέ να είναι λάθος, σύμφωνα με τους ίδιους. Στις διαφωνίες, είτε θα πρέπει να κερδίζουν, είτε θα στραφούν ενταντίον σου αν πας να τους χαλάσεις την τέλεια κοσμοθεωρία τους….

Ημερίδα ενημέρωσης Καράτε

Ολοκληρώθηκε με μεγάλη επιτυχία ημερίδα ενημέρωσης Καράτε στο κλειστό Νέας Αρτάκης , παρόλο την μεγάλη νεροποντή παρευρέθηκαν αρκετοί μικροί και μεγάλοι αθλητές να αναδείξουν το ταλέντο τους , ανάμεσα σε 7 σωματεία ο Αθλητικός Σύλλογος Καράτε Δήμου Τανάγρας – Δηλεσίου – Οινοφύτων – Δερβενοχωρίων.

Το Δήλεσι έλαβε την 1η θέση σε αυτό το μικρό τουρνουά.

Να ευχαριστήσουμε: την ΜΙΝΕΤΤΑ Ασφαλιστική , τους εκκολαπτόμενους διαιτητές , την γιατρό , τους συναδέλφους-δασκάλους , τους γονείς των αθλητών και τους πρωταγωνιστές που είναι οι αθλητές μας.

Τέλος , ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Αθλητικό Σύλλογο Πολυδεύκη που μας έκανε την πρόσκληση να παρευρεθούμε.

Συγχαρητήρια στην Κ.Μπασούκου Χριστίνα για την άψογη λειτουργία αυτής της διοργάνωσης. Πολλά πολλά συγχαρητήρια !!!

Από τον Shihan dai Κώστα Καρλατήρα Μαύρη Ζώνη 5ο DAN της Ελληνικής οργάνωσης Motobu ha Kuniba Kai Shito Ryu 🥋🥋

ελπίδα..

Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, λένε. Η ελπίδα συναρτάται με το μέλλον. Εμάς, όμως μας νοιάζει το παρόν, σωστά; Τότε, γιατί λέμε ότι ελπίζουμε ακόμη;

Μια ελπίδα που να βασίζεται πάνω στην αλήθεια και μόνο στην αλήθεια. Όσο πικρή κι αν είναι σήμερα αυτή η αλήθεια.

Άλλος δρόμος δεν υπάρχει….

Δεν γεννηθήκαμε για να είμαστε τέλειοι, γεννηθήκαμε για να είμαστε αληθινοί!

το ταξιδιωτικό της συμφοράς (διήγημα)

της ΜΑΡΙΑΣ Σ. ΜΠΛΑΝΑ

Μάνη, 2023. Του Αγίου Πνεύματος.Γερολιμένας. Φτάνοντας καταλαβαίνεις πόσο ταιριαστό το τοπωνύμιο. Τοπίο αγέρωχο, πέλαγος, γυμνόστηθα βουνά, κροκάλες, πέτρινα κτίσματα από άλλη εποχή. Εγκατάλειψη που πάει χέρι χέρι με την αρπαχτή. Κυριλέ εστιατόρια πάνω στο κύμα, απ’ αυτά όπου σου γεμίζουν το ποτήρι, πλάι σε χαλάσματα πέτρινων πύργων, στον χωματόδρομο με τα μαδέρια. Συντρίμμια δίπλα σε σωρούς αμμοχάλικο, έτοιμους να ορθώσουν τα Airbnb της επόμενης σεζόν, 250 ευρώ η διανυκτέρευση – τιμή μη επιστρέψιμη. Κακοφωτισμένα στενά που ζέχνουν μούχλα και σκουριά. Ο ήλιος, ευτυχώς τόσο καυτός που ζαλίζει. Κι η θάλασσα τόσο παγωμένη και κρυστάλλινη που σε κάνει να ξεχνάς τη θέα των πλαστικών σκουπιδιών στο βυθό. Στη στεριά πάλι, ούτε ένας κάδος σκουπιδιών.

Κάνουμε check in σ’ ένα από τα παμπάλαια κτίσματα όπου το τρεχούμενο νερό αποδεικνύεται πολυτέλεια – τιμή μη επιστρέψιμη. Πάτε στο χωράφι δίπλα, λέει η host όταν της λέμε πως δεν λειτουργεί το καζανάκι. Το νερό, νεράκι. Τη Μάνη ή τη μισείς ή τη λατρεύεις, διαβάζω σ’ ένα άρθρο της Καθημερινής. Κι οι Μανιάτες, «όπως είναι οι βράχοι τους», που λέει κι ο ποιητής. Τουλάχιστον η θέα στη βεράντα κάτι λέει, φεγγαράδα, κυματισμοί, η φαγωμένη από την υγρασία ταράτσα του μπροστινού μονώροφου πέτρινου με τις εξωτερικές μονάδες κλιματιστικών από το πάλαι ποτέ. Τολμώ να πηδήξω πάνω της για να δω τη θάλασσα απρόσκοπτα. Τζιτζίκια, βλαχομπαρόκ μουσική απ’ το καφέ–μπαρ με τις ξαπλώστρες πάνω στα τσιμεντωμένα βράχια, ο αχός των κυμάτων, μακρινές συζητήσεις εκδρομέων του τριημέρου, σερβιτόροι που πηγαινοέρχονται απέναντι, αυτοκίνητα μες στη σκόνη που σηκώνουν, βαρκάκια. Ένα ιστιοπλοϊκό. Ας περπατήσω λίγο για να ξεχαστώ.

Περνάω έξω απ’ το «Ακρογιάλι», τη «Ρεστία». Έχετε νερό; Ρωτώ τον μπάρμαν. Νομίζει πως θέλω ν’ αγοράσω ένα μπουκάλι. Του εξηγώ μισοσοβαρά – μισοαστεία. Κουνάει το κεφάλι. Εγώ έχω έρθει για δουλειά εδώ, μου λέει. Έχει τύχει να μείνω ίσαμε δύο μέρες χωρίς νερό εκεί που μας «φιλοξενούν». Άσε, δεν θέλω να μιλήσω γιατί έχω πολλά να πω. Κουνάω το κεφάλι. Καληνύχτα, του λέω, ευχαριστώ. Καταλήγω στο λουξάτο Kyrimai. Ρωτώ αν έχουν νερό. Βεβαίως, έχουν δική τους δεξαμενή. Μα δυστυχώς είναι κλεισμένοι, άσε που έχουν και ελάχιστη διαμονή – τρία βράδια. Πνίγω τον πόνο μου σ’ ένα κοκτέιλ πλάι στην πισίνα του λουξάτου. Στο διπλανό τραπέζι, ένας σικάτος γέρος κύριος μ’ ένα σικάτο νεαρό αγόρι, παραγγέλνουν αστακό. Φυσικά και το ζήτημα είναι ταξικό. Κι όπως παίρνει να φουντώνει μέσα μου πάθος επαναστατικό, την κατάσταση σώζει το μικρό μου σκυλί: ο σικάτος κύριος αρχίζει να το πασπατεύει, να του ομιλεί – ο σαρδανάπαλος έχει μούρη που ξεγελάει: είναι –τρομάρα του– μισός Μαλτέζος. Μένετε εδώ; Ρωτάω τον σικάτο. Oui, μου λέει, bien sur! Μην φανταστείτε, το δωμάτιο είναι λίγο τελευταίο, δεν έχει θέα à la mer. Μα πού είναι αυτός ο αστακός; Ξέρετε, αν παραψηθεί δεν τρώγεται. Au revoir chérie! Λέει πάλι στο σκυλί. Δεν σας κρύβω τον συμπάθησα λίγο. Αποφασίζω να μη φύγω – άλλωστε ήρθα τόσο μακριά. Αύριο θα κάνω πρωί–πρωί μια βουτιά. Και θα ’ναι μια άλλη μέρα.

Μια άλλη μέρα! Της Πεντηκοστής. Ήρθε το νερό! Ροή, ανεπαρκής. Μα κάτι είναι κι αυτό. Θα κάνουμε ζεστό μπανάκι το βράδυ! Προς το παρόν όμως, μετά την πρωινή βουτιά –που ομολογώ βοήθησε πολύ– μπουκάρουμε στ’ αμάξι. Ψάχνουμε κάτι να μας αλλάξει τη διάθεση – και ιδού! Λιμναίο Σπήλαιο Δηρού. Μας κάνει. Δώδεκα ευρώ το εισιτήριο (δέκα το φοιτητικό, δεν ζήτησαν πάσο). Οιονεί κατάβαση στον Άδη, μαύρο νερό, βαρκάδα στο σκοτάδι, άγνωστοι συνεπιβάτες. Με βάζουν στην ίδια βάρκα με μια εξαμελή οικογένεια Γερμανών. Θα μας βουλιάξουν αυτοί, λέει ο βαρκάρης. Μην κουνιέστε, τους λέει – δεν μιλά Αγγλικά. Αναλαμβάνω να κάνω αυτό που ξέρω καλά. Μεταφράζω σε χρέη ξεναγού. Ο βαρκάρης μούγκα – τι Χάρων θα ήταν αλλιώς. Τον ρωτώ τί και πώς. Τί βάθος έχει το νερό; Τί ζώα ζουν εδώ; Τί ηλικία έχει το σπήλαιο; Απαντά μονολεκτικά. Μεταφράζω συμπληρώνοντας ό,τι μπορώ – παρακινώ τα παιδιά να βαφτίσουν σχηματισμούς σταλακτιτών. Wir müssen immer nicht bewegen, τους θυμίζω καθ’ οδόν. Ο Χάρων βάζει κόντρα στους σταλαγμίτες με το ένα του κουπί – κι άλλοτε με τα ιδρωμένα απ’ την προσπάθεια χέρια του, γραπώνεται απ’ τους σταλακτίτες των τριών εκατομμυρίων ετών – δεν ισχύει το «μην αγγίζετε», λοιπόν;;; Σε άλλα σημεία, σε περάσματα στενά, η καρίνα της βάρκας βρίσκει στους πανάρχαιους σχηματισμούς αφήνοντας στο πέρασμά της μπλε μπογιά. Παλεύω να μην προδώσω πως είμαι ψυχαναγκαστικιά. Δεν λέω τίποτα. Επιτρέπεται το κολύμπι; Ρωτώ τον άχαρο Χάροντα. Ε, κανονικά όχι, μου λέει. Αν ήμασταν η τελευταία βάρκα μπορεί να σας άφηνα, συμπληρώνει. Αυτό δεν το μεταφράζω. Στο τέλος μου λέει ο Χάροντας, είσαι τρομερή, εγώ από γλώσσες δεν. Ελλάδα 2.0. Επιστρέφοντας στην έξοδο, μεγάλος ντόρος: στο επόμενο γκρουπ, ο πρίγκηψ του Μονακό! Πω πω πω πω! Γαμώτο. Σε λάθος βάρκα μπήκα να εκτελέσω χρέη ξεναγού / διερμηνέα. Σπουδαία! Τώρα με τη Γη της Ελιάς, λέει η κυρία που εξυπηρετεί στην καντίνα, φτάσαμε ίσαμε τρακόσιους επισκέφτες το μήνα! Δουλειά να υπάρχει και υγεία! Αμήν.

Η εις Άδου κάθοδος μας φέρνει πείνα. Ψάχνουμε κάτι με καλές κριτικές, και να: 4,9. ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΛΓΕΡΙ ΜΕΖΕΔΟΠΩΛΕΙΟ ΚΑΡΑΒΟΣΤΑΣΙ ΜΑΝΗ. Καλαμαράκια, οχταπόδι, παγωμένη μπύρα Σπάρτα, βλίτα, σκορδαλιά. Πατάτα τηγανιτή; Φέρ’ τη κι αυτή. Επιτέλους, κάτι προσεγμένο, ευγένεια, εξυπηρέτηση, σβελτάδα. Υπάρχει κι αυτή η Ελλάδα. Μας κερνούν και ρακή, παγωτίνια (φρέσκα!), λικέρ μαστίχα. Κάτω απ’ τη μουριά, ανάβουμε τσιγάρο. Ανάσα βαθιά.

Επόμενη στάση; Ψάχνουμε για κανένα μοναστήρι. Όχι πολύ μακριά, πήγε αργά. Δεν προλαβαίνουμε να πάμε Καρδαμύλη. Κι η έπαυλη του Φέρμορ είναι σήμερα κλειστή. Ιερά Μονή Ντεκουλών – φύγαμε λοιπόν. Από τον 16ο αιώνα είναι εκεί, ας ελπίσουμε να είναι ανοιχτή. Κατηφορίζουμε έναν στενό δρόμο μες στο πουθενά. Φτάνουμε στο τέλος του δρόμου – μονή πουθενά. Μόνο ένα πέτρινο δίπατο σπίτι σαν όλα τ’ άλλα – κι ένας σκύλαρος δεμένος μπροστά στη σιδερένια σκάλα. Μόλις μας βλέπει, αφιονίζεται – ο Πίπης (ο Μαλτέζος) θα του φαίνεται λουκούμι, κάνει να σπάσει την αλυσίδα του ενός μέτρου, μια γυναίκα μας φωνάζει απ’ τη βεράντα με σπαστή προφορά – δεν ακούμε τί μας τσαμπουνά. Πλησιάζουμε κι αφουγκραζόμαστε σηκώνοντας στα χέρια το λουκούμι, ο σκύλαρος παλεύει να λυθεί, κι η γυναίκα μας λέει να φύγουμε από εκεί – της λέμε ήρθαμε για τη Μονή – αααα, κάνει, κατεβαίνει τη σκάλα βγάζοντας μέσα απ’ τα φουστάνια της ένα κλειδί, να με συμπαθάτε, λέει, να σας ανοίξω – μόνο προσέχτε το σκυλί – μια φορά έφαγε την αλυσίδα του κι ένα μικρό σκυλάκι τουριστών! Τί υποδοχή. Μας ανοίγει τη μονή – ένα παμπάλαιο εκκλησάκι, δίχως μοναχούς ή μοναχές, μονάχα με ένα παμπάλαιο επίχρυσο τέμπλο κι έναν αναλυτικό ζωδιακό κύκλο στην οροφή γύρω από τον Παντοκράτορα. Και μια ταμπέλα ευρωπαϊκής επιχορήγησης για την συντήρησή του στην αυλή. Δεν λειτουργεί η μονή; Ρωτάμε τη γυναίκα. Όχι καλέ, μας απαντά, ένα εκκλησάκι είναι οικογενειακό. Άμα έρχεται κανείς του το ανοίγω εγώ. Προσέχτε το σκυλί – θα του πετάξω λίγο φαΐ, γρήγορα να μην σας δει!

Επόμενη στάση; Για σήμερα είδαμε αρκετά. Γυρνάμε στο κατάλυμα, για εκείνο το πολυπόθητο μπανάκι – κι ύστερα θ’ αράξουμε στην αυλή. Μα τελικά, φαίνεται πως ο θερμοσίφων υπολειτουργεί. Ζεσταίνω το λιγοστό νερό με το κατσαρολάκι. Όπως έκανε κάποτε η γιαγιά μου, τότε που ζούσαν σ’ ένα δωματιάκι εφτά ανθρώποι. Δεν αλλάζουν οι τόποι. Καθόμαστε στη βεράντα παύλα αυλή, που μετά το ξαράχνιασμα με τη σκούπα δείχνει πιο φιλική. Κι όπως σηκώνεται πίσω από το βουνό ένα κόκκινο, υπερμέγεθες φεγγάρι – η πανσέληνος της φράουλας, διαβάζω σκρολάροντας στο κινητό – και το καθρέφτισμά του απλώνει πάνω στο κυματιστό νερό, είναι σα να σηκώνεται με μίαν αόρατη τροχαλία κι όλος ο εκνευρισμός των τόσο ασήμαντων απογοητεύσεων της μέρας – ορίστε, είχε πρόγραμμα η host, όλα κι όλα. Παραμονή Δευτέρας. Λίγο ουίσκι με πάγο, ένα πουράκι Montechristo, η σελήνη γυαλί, που λέγαν κάποτε και οι Ματ Σε Δύο Υφέσεις, κι ορίστε, γράψαμε και ποίημα. Και ένα χρονικό της συμφοράς. Μου λες: μια μέρα θα το διαβάζεις και θα γελάς. Αύριο θα πάμε στο Μαρμάρι. Θα μείνουμε εκεί όλη μέρα – μπάνιο, διάβασμα, γράψιμο, ύπνος στην παραλία. Θα ’ρθουμε εδώ μόνο για ύπνο. Θα ξεχάσουμε την ταλαιπωρία, τί κι αν τα οχτώ βράδια των διακοπών γίναν τρία; Μεθαύριο θα ’μαστε πίσω στη δουλειά. Καταλαβαίνω τώρα την αρθρογράφο της Καθημερινής. Τη Μάνη ή την λατρεύεις ή τη μισείς. Ή και τα δύο, θα συμπληρώσω. Εσείς;