Τη γνώση την αποκτούμε χάρη στην επαφή με τα πράγματα. Τη σοφία την αποκτούμε χάρη στην απόσταση από τα πράγματα.

Ανώνυμος

Οι τασιάρχες

•Έμαθα την νεα άγνωστη λέξη.Τασιαρχης σημαίνει αρχηγός τάσης στο ΣΥΡΙΖΑ.Διαφωνούν μεταξύ τους επι παντός διαδικαστικού και ουσιαστικού επιστητού.Προσωρας υποθέτω γιατί τα γεγονότα κυλάνε χωρις να υπολογίζουν την περίεργη αισθηση χρόνου των τασιαρχων.Κάπου λογικά θα καταλήξουν.

Αλλά αδερφέ μου πόση ανικανότητα.Η παραίτηση Τσίπρα τους έδωσε μια επικοινωνιακή ευκαιρία τεράστιας εμβέλειας.Ούτε ένας τους δεν βρήκε μια λέξη για τη χώρα.Για τη χρησιμότητα της αριστεράς για το μέλλον.Ολοι αυτοί οι αρχηγησιμοι.Η Αχτσιόγλου,ο Χαρίτσης,η Δούρου κλπ.Ούτε μια λέξη.Όλοι δείχνουν να κοιτάνε το φθαρμένο λαφυρο.Αν συνεχίσουν θα είναι άξιοι της τύχης τους

.
•Το ΠΑΣΟΚ σιωπά.Άλλο πράγμα να μην ανακατεύεσαι,αυτό σωστό είναι,και άλλο να μην έχεις τίποτα να πεις σε ένα αμήχανο,απογοητευμένο κόσμο που ψηφισε ΣΥΡΙΖΑ.Γιατί όποιοι πιστεύουν ότι οι πολιτες θα μεταφερθούν στο ΠΑΣΟΚ με αυτόματο πιλότο πλανώνται πλάνη οικτρά.Νέα ηγεσία η παρέα του Νίκου,ωραία παιδιά και αξιόλογα,με όλες τις χαρες του κόσμου,φερέλπιδες,καλοσπουδασμενοι κι έχουν πάθει κοκο μπλόκο.Όλη η εγνοια να τελειώνουν με τον Καστανίδη.


•Στο μεταξύ ο Μητσοτακης επιβεβαιώνει το καλαθι,το μάρκετ pass,το youth pass,πακέτο φοροελαφρύνσεων( δευτερευουσών αλλά από ολότελα..),διεκδικεί την επενδυτική βαθμίδα,ασχολείται με μια ασθενή νέα,έναν σερβιτόρο στη Ρόδο ,θέτει το μηχανισμό σε εγρήγορση για το μεταναστευτικό ψάχνει το ελληνοτουρκικό μονοπάτι κι έχουμε ντάλα κατακαλόκαιρο.Κι όλα λαθος να τα κάνει κάτι κάνει ,μην απορειτε αύριο.Οι τασιαρχες έχουν άλλες δουλειές.Υψιπετείς,ιδεολογικές.Διάβαζα το commonality.Τρικυμία εν κρανίω.Το ΠΑΣΟΚ επίσης υπνωττει.Στις δάφνες του 12%.Λες και τίποτα δεν συμβαίνει.Μια μόνο,για να μην το αδικούμε,ουσιαστική και ολοσωστη τοποθέτηση για το μεταναστευτικό του Νίκου Ανδρουλακη.

Πάνος Μπιτσαξής


•Και τι να κάνουν;Προφανως δεν μου πέφτει λόγος.Έλα όμως που δεν μπορώ να φανταστώ και δεν θέλω την Ελλάδα χωρίς μια αξιόπιστη αριστερά.Δεν έχουν πρόσωπα μου λένε.Είναι δυνατόν ένα κόμμα με 18% να μην έχει πρόσωπα.Και βέβαια έχουν.Δέστε ας πούμε το προφίλ της Ολγας Γεροβασίλη.Την φέρνω ως παράδειγμα.Δεν τη γνωρίζω προσωπικά.62 ετών,άριστη ηλικία,εκλέγεται 12 χρόνια στην αριστερόστροφη Αρτα.σύζυγο και τρία παιδιά,χαμογελάει και φωτίζεται το προσωπο της,περιποιημένη καλοντυμένη και χτενισμένη όχι αμπεχωνο,μιλάει καλά για τα μέτρα των θεότρελων.Πήγε καλά,στη περίοδο της παράνοιας στο Υπουργείο του πολίτη Σε περιβάλλον ανδροκρατούμενο και σκληρό. το κυριωτερο έχει δουλέψει.Και ως ιδιώτης γιατρός και ως επιχειρηματίας ιατρικών υπηρεσιών.Δηλαδή εκτός από την επιστήμη γνωρίζει τι θα πει τιμολόγιο,έσοδα έξοδα,ΦΠΑ,μισθολογικό κοστος κλπ.Δεν τα έχει ακούσει καπου όπως η φερελπις Αχτσιόγλου.Πως δεν έχουν πρόσωπα.Και τη Γεροβασίλη κι ένα σωρό άλλους.Αλλά μάλλον είναι τέτοια η παρόρμηση για το κενό περιεχομένου τρόπαιο που μπορούν να τα δουν κι ας είναι δίπλα τους.Διαρκές συνέδριο λένε αυτάρεσκα με τη μπουρδολογία.Μου θυμίζουν δυο έννοιες το «αχρι καιρού» στην πατριαρχικη διάλεκτο και το ad perpetuum (εις το διηνεκές)των Λατίνων.

Δεν έχω τόπο, δεν έχω ελπίδα,
δε θα με χάσει καμιά πατρίδα …

Σαν λαλήσει το τζιτζίκι
στον Ιούλιο κοντά
πτυχιούχος σε νησάκι
τη δουλειά αναζητά

Δεξιότητες γεμάτος
μες στη θάλασσα βουτά
το τζατζίκι απά στον δίσκο
στους τουρίστες κουβαλά

Με πτυχία είναι γεμάτο
το πορτφόλιο που κρατά
το μενού όταν απαγγέλλει
μ’ άψογη την προφορά

Παράδεισος και κόλαση ..

Ο παράδεισος είναι ένας Βρετανός αστυνομικός, ένας Γάλλος μάγειρας, ένας Γερμανός μηχανικός, ένας Ιταλός εραστής και την οργάνωση έχουν οι Ελβετοί. Η κόλαση είναι ένας Βρετανός μάγειρας, ένας Γάλλος μηχανικός, ένας Γερμανός αστυνομικός, ένας Ελβετός εραστής και την οργάνωση έχουν οι Ιταλοί!

Ανώνυμος

Καλό μήνα!

—  Ιούλιος

Ο έβδομος μήνας του Γρηγοριανού Ημερολογίου, με διάρκεια 31 ημερών. Πήρε το όνομά του από τον Ιούλιο Καίσαρα, δημιουργό του Ιουλιανού Ημερολογίου…

το παιδί που ξεδιψούσε τα πουλιά

Πηγή:planodion.gr

Ἰούν. 30

Το παιδι που ξεδιψούσε τα πουλιά

ΤΗ ΜΑΚΡΙΝΗ Ζαν­σκάρ, στὰ Ἰ­μα­λά­ϊ­α, σχε­δὸν τέσ­σε­ρις χι­λιά­δες μέ­τρα πά­νω ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα βρί­σκε­ται τὸ χω­ριὸ ποὺ γεν­νή­θη­κε ὁ μι­κρὸς Κεν­ράπ. Τὰ κα­λο­καί­ρια ὁ Κεν­ρὰπ θέ­ρι­ζε χόρ­τα στὰ πλα­τώ­μα­τα τρι­γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ χω­ριό του μα­ζὶ μὲ τὰ με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­δέλ­φια του, τοὺς γο­νεῖς του καὶ τὴν ὀ­γδον­τά­χρο­νη τυ­φλὴ για­γιά του. Ὅ­πως ἄλ­λω­στε καὶ ὅ­λοι στὸ χω­ριό του. Ἀ­πὸ τὸ πρω­ῒ ὣς τὸ βρά­δι, χω­ρὶς στα­μα­τη­μὸ θέ­ρι­ζαν καὶ ἔ­φτια­χναν δε­μά­τια. Νὰ προ­λά­βουν πρὶν τοὺς βροῦν τὰ χι­ό­νια τοῦ Σε­πτέμ­βρη νὰ μα­ζέ­ψουν ἀρ­κε­τὰ χόρ­τα καὶ νὰ τὰ στοι­βά­ξουν πά­νω στὶς στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν τους. Μὰ τὰ δε­μά­τια δὲν ἦ­ταν πο­τὲ ἀρ­κε­τά, κι ἂς ἔ­μοια­ζαν τὰ σπί­τια καὶ τὸ χω­ριὸ ὁ­λό­κλη­ρο κα­μιὰ φο­ρὰ χορ­τα­ρέ­νιοι λό­φοι ἀ­π’ τὸ ὑ­περ­βο­λι­κὸ φορ­τί­ο τους. Κι αὐ­τὸ σή­μαι­νε πὼς ὅ­ταν τὸ χι­ό­νι θὰ γι­νό­ταν βα­θὺ καὶ τὰ γιὰκ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν πιὰ νὰ βροῦν τί­πο­τα νὰ βο­σκή­σουν καὶ τὸ χορ­τά­ρι στὸ χω­ριὸ θά ’­χε σω­θεῖ, τό­τε, τὰ γιὰκ θὰ πέ­θαι­ναν. Κι ἂν πέ­θαι­ναν τὰ γιὰκ τό­τε θὰ πει­νοῦ­σε καὶ ἴ­σως νὰ πέ­θαι­νε κι­ό­λας ὁ­λό­κλη­ρο τὸ χω­ριό. Ἀ­φοῦ ἡ μό­νη τρο­φὴ ποὺ ὑ­πῆρ­χε γιὰ νὰ τοὺς θρέ­ψει ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ γά­λα τους ἦ­ταν τὸ κρι­θά­ρι.

       Για­τὶ ἡ ζω­ὴ στὰ ἀ­πο­μο­νω­μέ­να χω­ριὰ τῶν Ἰ­μα­λα­ΐ­ων δὲν συγ­χω­ροῦ­σε λά­θη καὶ δὲν σ’ ἄ­φη­νε ν’ ὀ­νει­ρευ­τεῖς. Κι ἂς ἦ­ταν τοῦ­το τὸ μέ­ρος τό­σο πο­λὺ κον­τὰ στὸν οὐ­ρα­νό. Ὁ Κεν­ρὰπ λοι­πὸν κά­θε πρω­ῒ ὅ­λο το κα­λο­καί­ρι κρα­τών­τας μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὴν τυ­φλὴ για­γιὰ καὶ μὲ τὸ ἄλ­λο τὸ μι­κρὸ δρε­πά­νι ποὺ τοῦ ’­χε χα­ρί­σει ὁ πα­τέ­ρας του μό­λις ἔ­γι­νε τεσ­σά­ρων χρο­νῶν ἔ­βγαι­νε νὰ θε­ρί­σει.

       Μὰ ἕ­να πρω­ὶ ξύ­πνη­σε ἀλ­λι­ώ­τι­κος. Δὲν εἶ­χε ὄ­ρε­ξη νὰ φά­ει τὸν κρι­θα­ρέ­νιο χυ­λὸ μὲ γι­α­ούρ­τι ποὺ τοῦ ’­χε ἑ­τοι­μά­σει ἡ μά­να του. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­κουμ­πή­σει τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του δρε­πά­νι καὶ δὲν ἄ­κου­γε τὶς προ­τρο­πὲς τῆς τυ­φλῆς για­γιᾶς του. Δὲν θέ­λη­σε κὰν νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸ σπί­τι καὶ ὅ­λοι νό­μι­σαν πὼς ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος.

       Ὅ­μως, ὁ Κεν­ρὰπ εἶ­χε δεῖ ἕ­να ὄ­νει­ρο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε κά­τι νὰ θυ­μη­θεῖ…

       Ἔ­τσι τὸ βρά­δι ὅ­ταν γύ­ρι­σε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­π’ τὸ θέ­ρι­σμα καὶ κά­θι­σαν ὅ­λοι γύ­ρω ἀ­π’ τὴ χα­μη­λὴ σόμ­πα γιὰ νὰ βρά­σουν τὸν χυ­λό τους εἶ­πε πὼς θὰ πή­γαι­νε σὲ μο­να­στή­ρι. Σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ κον­τι­νὸ μο­να­στή­ρι ποὺ ἦ­ταν καὶ ὁ θεῖ­ος του μο­να­χὸς καὶ ποὺ γιὰ νὰ πᾶς ἔ­πρε­πε νὰ περ­πα­τή­σεις πολ­λὲς ὧ­ρες ἀ­κο­λου­θών­τας ἕ­να ἐ­πι­κίν­δυ­νο στε­νὸ μο­νο­πά­τι πά­νω στὸ φρύ­δι τοῦ γκρε­μοῦ κα­τὰ μῆ­κος τοῦ με­γά­λου πο­τα­μοῦ. Σὲ κεῖ­νο τὸ μο­να­στή­ρι τοὺς εἶ­πε πὼς κά­τι εἶ­χε ξε­χά­σει, πὼς εἶ­χε ἀ­φή­σει μιὰ δου­λειὰ στὴ μέ­ση κι ἔ­πρε­πε ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ τὴ συ­νε­χί­σει. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του δὲν λυ­πή­θη­κε κα­θό­λου. Δὲν ἔ­δω­σαν βέ­βαι­α με­γά­λη ση­μα­σί­α στὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ παι­διοῦ μὰ στὸ μο­να­στή­ρι ἡ ζω­ή του θὰ ἦ­ταν πιὸ ἄ­νε­τη καὶ πιὸ ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­νη. Κι ὕ­στε­ρα δὲν θὰ ἦ­ταν μό­νο του. Καὶ θὰ ’ρ­χό­ταν του­λά­χι­στον μιὰ φο­ρὰ τὸ χρό­νο νὰ τοὺς δεῖ ὅ­πως κά­νουν ὅ­λοι οἱ μο­να­χοὶ στὰ χω­ριὰ τῶν Ἰ­μα­λα­ΐ­ων.

       Ἀ­φοῦ ἦρ­θε τὸ παι­δὶ στὸ μο­να­στή­ρι οἱ με­γα­λύ­τε­ροι στὴν ἡ­λι­κί­α μο­να­χοὶ πα­ρα­ξε­νεύ­τη­καν ὅ­ταν ἕ­να πρω­ῒ εἶ­δαν τὸν Κεν­ρὰπ νὰ παίρ­νει τὸ με­γά­λο πλα­στι­κὸ μπι­τό­νι, νὰ κα­τε­βαί­νει στὴν πη­γή, νὰ τὸ γε­μί­ζει κι ὕ­στε­ρα νὰ τὸ κου­βα­λᾶ καὶ νὰ τὸ ἀ­δειά­ζει σὲ πολ­λὰ μι­κρὰ δο­χεῖ­α στὸν πιὸ ψη­λὸ ἐ­ξώ­στη τοῦ μο­να­στη­ριοῦ. Ἐ­κεῖ ποὺ κά­πο­τε, ὅ­ταν ζοῦ­σε ἐ­κεῖ­νος ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος μο­να­χὸς ποὺ τὸν κα­τά­πι­ε ἡ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα, πή­γαι­ναν τὰ που­λιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σουν. Οἱ μο­να­χοὶ κοι­τά­χτη­καν με­τα­ξύ τους μὲ νό­η­μα κι ὅ­ταν τέ­λει­ω­σε ὁ μι­κρὸς Κεν­ρὰπ τὸν φώ­να­ξαν κον­τά τους.

       — Πῶς ἤ­ξε­ρες ποῦ εἶ­ναι ἡ πη­γή, Κεν­ράπ; Καὶ για­τί ἀ­νέ­βα­σες τὸ νε­ρὸ στὸν ἐ­ξώ­στη; Καὶ για­τί τὸ ἄ­δεια­σες μέ­σα στὰ πή­λι­να; τὸν ρώ­τη­σαν.

       Κι ἔ­πει­τα προ­σποι­ού­με­νοι πὼς εἶ­χαν θυ­μώ­σει μα­ζί του τοῦ εἶ­παν:

       — Δὲν ἔ­μα­θες, Κεν­ράπ, πὼς τὸ νε­ρὸ δὲν σπα­τα­λι­έ­ται ἔ­τσι ἄ­σκο­πα;

       Ὁ Κεν­ρὰπ ὄ­χι μό­νο δὲν τοὺς φο­βή­θη­κε μὰ γέ­λα­σε κι­ό­λας μα­ζί τους μ’ ὅ­λη του τὴν καρ­διά. Κι ἀ­φοῦ κου­ρά­στη­κε πιὰ νὰ γε­λᾶ τοὺς εἶ­πε:

       — Μο­να­χοί, μά ἐ­πι­τέ­λους τί ἔ­χε­τε πά­θει; Δὲν μὲ θυ­μᾶ­στε; Εἶ­μαι ἐ­γὼ ὁ χα­μέ­νος σας ἀ­δελ­φὸς ποὺ μὲ κα­τά­πι­ε ἐ­κεῖ­νο τὸ βα­ρὺ χει­μώ­να ἡ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα! Δὲν ἄ­κου­σα τὶς συμ­βου­λές σας καὶ σᾶς λύ­πη­σα. Ὅ­μως νὰ ποὺ τώ­ρα γύ­ρι­σα καὶ σᾶς ζη­τῶ νὰ μὲ συγ­χω­ρέ­σε­τε καὶ νὰ μὲ δε­χτεῖ­τε πά­λι ἀ­νά­με­σά σας. Γύ­ρι­σα γιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σω τὰ που­λιά.

Ἰ­Ω­ΆΝ­ΝΑ ΓΑ­ΛΑ­ΝΆ­ΚΗ. ΓΕΝ­ΝΉ­ΘΗ­ΚΕ ΚΑῚ ΜΕ­ΓΆ­ΛΩ­ΣΕ Σ’ Ἕ­ΝΑ ΜΙ­ΚΡῸ ΧΩ­ΡΙῸ ΚΟΝ­ΤᾺ ΣΤᾺ ΧΑ­ΝΙΆ. ΣΠΟΎ­ΔΑ­ΣΕ Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­Α, ἈΡ­ΧΑΙ­Ο­ΛΟ­ΓΊ­Α ΚΑῚ Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­Α ΤΗ͂Σ ΤΈ­ΧΝΗΣ ΣΤῸ ΠΑ­ΝΕ­ΠΙ­ΣΤΉ­ΜΙΟ Ἀ­ΘΗ­ΝΩ͂Ν. ἘΡ­ΓΆ­ΣΤΗ­ΚΕ ὩΣ ἈΡ­ΧΑΙ­Ο­ΛΌ­ΓΟ­Σ ΚΑῚ Ἐ­ΡΕΥ­ΝΉ­ΤΡΙΑ. ΣΥ­ΝΈ­ΧΙ­ΣΕ ΤῚΣ ΣΠΟΥ­ΔΈΣ ΤΗΣ ΜῈ Ὑ­ΠΟ­ΤΡΟ­ΦΊ­ΕΣ ΣΤῊΝ ἈΓ­ΓΛΊ­Α. Ἔ­ΧΕΙ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΎ­ΣΕΙ ΜΙᾺ ΠΟΙ­Η­ΤΙ­ΚῊ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓῊ Ἀ­ΡΑ­ΔΉΝ). ΠΟΙ­Ή­ΜΑ­ΤΆ ΤΗΣ Ἔ­ΧΟΥΝ Ἐ­ΠΊ­ΣΗΣ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΥ­ΤΕΙ͂ ΣΤῸ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΌΝΈΑ ΕΥ̓­ΘΎ­Ν. Ἔ­ΧΕΙ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΆ­ΣΕΙ ΚΑῚ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΎ­ΣΕΙ ΣΤῸ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΌ ΤῸ ΔΈΝ­ΤΡΟ ΠΟΊ­Η­ΣΗ ΤΗ͂Σ ΣΎΓ­ΧΡΟ­ΝΗΣ Ἀ­ΜΕ­ΡΙ­ΚΑ­ΝΊ­ΔΑΣ ΠΟΙ­Ή­ΤΡΙΑ­Σ JES­SI­CA GREEN­BA­UM. ΜΙ­ΚΡᾺ ΔΙ­Η­ΓΉ­ΜΑ­ΤΆ ΤΗΣ Ἔ­ΧΟΥΝ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΥ­ΤΕΙ͂ ΣΤΠΛΑ­ΝΌ­ΔΙΟΝ-Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­ΕΣ ΜΠΟΝ­ΖΆ­Ι ΚΑῚ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΜΈ­ΝΑ ΣΤᾺ ἈΓ­ΓΛΙ­ΚᾺ ΣΤῸ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΌ TWO WORDS FOR. ΚΕΊ­ΜΕ­ΝΆ ΤΗΣ Ἔ­ΧΟΥΝ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΥ­ΤΕΙ͂ ΣΤᾺ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΆLI­FO, MO­NU­MEN­TA ΚΑῚ ΣΕ BLOGS. ΑΥ̓­ΤῊΝ ΤῊΝ ΠΕ­ΡΊ­Ο­ΔΟ ΖΕΙ͂ ΣΤῸ ΣΑ­ΟΥ­ΘΆΜ­ΠΤΟΝ ΤΗ͂Σ ἈΓ­ΓΛΊ­ΑΣ ΚΑῚ Ἑ­ΤΟΙ­ΜΆ­ΖΕΙ ΜΙᾺ ΜΙ­ΚΡῊ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓῊ ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΆ­ΤΩΝ ΓΙᾺ ΔΗ­ΜΟ­ΣΊ­ΕΥ­ΣΗ.