Του Λευτέρη Π. Παπαδόπουλου
Σαράντα χρόνια φούρναρης (στην πραγματικότητα 53) κι ακόμα δεν έχω
συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι τη Μεγάλη Πέμπτη πρέπει να παραδίδω χρονογραφήματα
για τη Μ. Παρασκευή, το Μ. Σάββατο, την Ανάσταση, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα και
την Τρίτη να γράφω για την Τετάρτη. Ηγουν, τη 18η Απριλίου! Χαίρε επικαιρότητα.
Αλλά, τι να κάνω; Στον πόλεμο, όπως στον πόλεμο, που λένε κι οι Γάλλοι…
Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν παίζω τάβλι, δεν παίζω χαρτιά, πηγαίνω στον Επιτάφιο
της γειτονιάς μου, ψέλνω μαζί με τους ψαλτάδες και τον κόσμο το «Ω γλυκύ μου
έαρ» και γενικώς προσπαθώ να κάνω ό,τι ζήτησε ο Ιησούς από τον Πέτρο και τους
υπόλοιπους μαθητές του: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις
πειρασμόν• το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής».
Ολα αυτά, από την εποχή της εφηβείας μου. Τότε που χιλιάδες άνθρωποι
μαζευόμασταν γύρω από τον Αγιο Παντελεήμονα και ακολουθούσαμε τον Επιτάφιο στην
οδό Αλκιβιάδου, την Παρρασίου, την Αχαρνών, την Κοδριγκτώνος, τη Φυλής, ενώ
μοσκομύριζαν οι νεραντζιές και τα κοριτσόπουλα, με τα λευκά μπλουζάκια και τις
μπλε φούστες και οι νεαροί φαντάροι, κολλητά στα πεζοδρόμια, με τα όπλα υπό
μάλης, έριχναν κλεφτές ματιές για να μην τους πάρουν χαμπάρι οι αξιωματικοί τους
και τους τιμωρήσουν.
Περνώντας έξω από το ιστορικό καφενείο του Βυζούρη, οι Γλένηδες και οι
υπόλοιποι πρωταθλητές του μπιλιάρδου παράταγαν σε μιαν άκρη τις στέκες τους,
στέκανε «προσοχή» και σταυροκοπιόντουσαν, διώχνοντας από το μυαλό τους τη σκέψη
πώς θα παιχτεί η επόμενη καραμπόλα, που ενίοτε ήταν πολύ δύσκολη. Με συγκίνηση
θυμάμαι τον Σπύρο Γλένη, που ήταν ο άσος των άσων εκείνη την εποχή. Είχε κι έναν
γιο, που για ένα διάστημα ήταν συμμαθητής μου. Μένανε στην οδό Ιουλιανού, κοντά
στην Αριστοτέλους.
Το Μεγάλο Σάββατο που οφείλω να συμπεριλάβω στο σημερινό χρονογράφημα,
σχετίζεται πάντοτε με την προετοιμασία για το βράδυ της Ανάστασης. Αρκετοί
συμπατριώτες μας που αντέχει το πορτοφόλι τους, έχουν φύγει ήδη από την Αθήνα
για κοντινά νησιά ή για τους τόπους καταγωγής τους. Παλιά, δεν ήταν έτσι. Δεν
είχαμε ανακαλύψει ακόμα τα «τριήμερα» και τις διακοπές. Σήμερα περπάτησα στη
Διονυσίου Αρεοπαγίτου και διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε ψυχή, που λέει ο λόγος. Ως
και οι πλανόδιοι οργανοπαίκτες, που βρίσκονται εκεί κάθε μέρα, έλειπαν! Οχι για
να πάνε αλλού, να γιορτάσουν το Πάσχα. Προφανώς, λόγω Ιησού Χριστού, που είναι
ώς τώρα «εν τάφω» και θα αναστηθεί τα μεσάνυχτα του Μ. Σαββάτου.
Προσπαθούσα, καθώς βάδιζα, να μη σκέφτομαι τα οικονομικά και τους πολιτικούς,
ιδίως τους πολιτικούς, που έχουν αποθρασυνθεί λόγω προεκλογικής περιόδου και
λένε ό,τι φτάσουν για να αρπάξουν την ψήφο μας και να μας… ξανασώσουν! Αυτοί
που μας έριξαν στον γκρεμό! Κάποια στιγμή, πέρασε από το μυαλό μου ο Σόιμπλε.
Κάθετος και απειλητικός. Τι άνθρωπος! Η Γερμανία τα δύο τελευταία χρόνια κέρδισε
από τη ναυαγισμένη Ελλάδα 400 εκατομμύρια από τόκους και μας ζητάει να σφίξουμε
πιο σφιχτά τη θηλιά στον λαιμό του κοσμάκη, που ψάχνει φαγητό στους
σκουπιδοτενεκέδες!
Καλή Ανάσταση…
Μεγάλη Παρασκευή
Η Εκκλησία θυμάται τα Άγια Πάθη.
Το πρωί γίνεται o στολισμός του Επιταφίου. Αρχικά ψάλλονται οι Μεγάλες Ώρες, που περιέχουν ψαλμούς, τροπάρια, Αποστόλους, Ευαγγέλια και Ευχές. Στη συνέχεια ψάλλεται ο Εσπερινός της Μεγάλης Παρασκευής και γίνεται η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου. Ακολούθως, τοποθετείται στο Ιερό Κουβούκλιο ένα ύφασμα πάνω στο οποίο έχει κεντηθεί ή ζωγραφιστεί ο Κύριος, νεκρός. Το ύφασμα αυτό λέγεται Επιτάφιος.
Το βράδυ ψψάλλεται ο όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου και η υμνολογία είναι σχετική με την ταφή του Κυρίου από τους Ιωσήφ και Νικόδημο και την κάθοδο της ψυχής Του στα σκοτεινά βασίλεια του Άδη.
“Όταν ο Κύριος απέθανε το σώμα Του μπήκε στον τάφο, η δε ψυχή του ενωμένη με την Θεότητά του κατήλθε στον Άδη και αφού τον νίκησε απελευθέρωσε τις ψυχές. Και την τρίτη ημέρα ενώθηκε και πάλι η Ψυχή με το Σώμα και το Σώμα «Ανέστη εκ Νεκρών». Έτσι νικήθηκε ο Άδης και ο θάνατος.”
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας ψάλλονται σε τρεις στάσεις (μέρη) τα λεγόμενα Εγκώμια, μικρά τροπάρια πολύ αγαπητά στο λαό, αγνώστου ποιητού. Τα πιο γνωστά:
- «Η ζωή εν τάφω…»
- «Άξιον εστί μεγαλύνειν…»
- «Αι γενεαί πάσαι…»
- «Ω γλυκύ μου Έαρ…»
Στη συνέχεια γίνεται η Περιφορά του Επιταφίου, εκτός του ναού και στα όρια της Ενορίας.