ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟY

Ευρισκόμενος στα πρόθυρα του θανάτου, ο Μέγας Αλέξανδρος συγκάλεσε τους στρατηγούς του και τους κοινοποίησε τις τρεις τελευταίες επιθυμίες του. 1] Να μεταφερθεί το φέρετρό του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της εποχής.
2] Τους θησαυρούς που είχε αποκτήσει [ασήμι, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους] να τους σκορπίσουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον τάφο του.
3] Τα χέρια του να μείνουν να λικνίζονται στον αέρα, έξω από το φέρετρο, σε θέα όλων.
Ένας από τους στρατηγούς, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι.
Ο Αλέξανδρος του εξήγησε:
1] Θέλω οι πιο διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να μπορούν να δείξουν με αυτό τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στο θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύουν!
2] Θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν!
3] Θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ότι ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για εμάς ο πιο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο χρόνος!

“ Ο ΧΡΟΝΟΣ” είναι ο πιο πολύτιμο θησαυρό που έχουμε, γιατί είναι περιορισμένος. Μπορούμε να δημιουργήσουμε χρήμα, αλλά όχι περισσότερο χρόνο. Όταν αφιερώνουμε χρόνο σε ένα πρόσωπο, του παραχωρούμε ένα μέρος από τη ζωή μας που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να αναπληρώσουμε.

Ο χρόνος είναι η ζωή μας.
ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΩΡΟ που μπορείς να δώσεις σε κάποιον είναι ο χρόνος σου !!!

ΣΤΟΝ ΕΜΠΕΣΟ
ΤΟΥ ΟΡΕΙΝΟΥ ΒΑΛΤΟΥ
Κούρος (το κούρεμα των ζώων)
Κούρος. Έτσι έλεγαν οι παλιοί κτηνοτρόφοι μας το κούρεμα του κοπαδιού των γιδιών και των προβάτων.
Κι έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα απ’ το ξεκίνημα με τ’ αστεία και τα πειράγματα, ως τον τελειωμό, που άναβε το γλέντι.
Όταν και τα τελευταία ζώα έφευγαν από τα χέρια των κουρευτάδων έτοιμα, και τα ψαλίδια σταμάταγαν, έπεφταν οι πρώτες ντουφεκιές, για τη χαρά της νέας εποχής με τις ευχές «καλό καλοκαίρι», «και του χρόνου» .
40
Δίπλα σ’ ένα ίσιωμα, κάτω απ’ τα σκιερά πλατάνια, όπου γίνονταν ο κούρος, ήταν στρωμένο το τραπέζι με σούβλες κοκορέτσια, χλωρόπιτες, γιαούρτες και ψητά αρνιά ή συνήθως κριάρι ολόκληρο και μπόλικο κρασί.
Τα μικρά παιδιά, που γύριζαν τις σούβλες και οι γυναίκες, οι οποίες ποτέ δεν κούρευαν, τα είχαν όλα έτοιμα γι’ αυτή τη γιορτινή ώρα.
Εκεί, καθισμένοι γύρω-γύρω σταυροπόδι, έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν ως αργά το απόγευμα.
«Σε τούτη ντάβλα πούμαστε, σε τούτο το τραπέζι…»,
«Φίλοι μ’, καλωσορίσατε να φάμε και να πιούμε…»
Κι άλλα δημοτικά, συνήθως κλέφτικα τραγούδια αντηχούσαν ως εκδήλωση χαράς, για το χειμώνα που άφηναν πίσω, και ευχής για καλό ξεκαλοκαίριασμα στα βουνά που θα ανέβαιναν σε λίγες μέρες.
Είχε το δικό της νόημα και τον ξεχωριστό της συμβολισμό αυτή η αυθόρμητη, φυσική και πατροπαράδοτη γιορτή στον κούρο.
41
02