Η Οικογένεια Γκικα»: Γενάρχης της Ηγεμονικής
Οικογένειας Γκικα είναι ο Γεώργιος Γκικας,γιος του Ματθαιου
Γκικα.Βορειοηπειρώτης,κατ’αλλους από το χωριό Κιοπρου,κατ’αλλους από το
Λαμποβο,(το χωριο του Ζαππα),και όφειλε την ανάρρηση του στους θρόνους της
Μολδοβλαχιας στην υποστήριξη του αλβανικής καταγωγής Μεγάλου Βεζίρη Μεχμετ
Κιοπρουλη.Κατα τον Αλεξ.Στουρτζα,υπήρξε συνταξιδιώτης του και έφθασαν μαζί στην
Κων/πολη,όπου χάσανε ο ένας τον άλλον για αρκετά χρόνια.Ο Μεχμετ μπήκε στην
Σουλτανικη υπηρεσία κι έγινε κάποτε Μεγάλος Βεζίρης,ο δε Γκικας έγινε μανάβης
και αργότερα προμηθευτής λαχανικών της Σουλτανικής Αυλής.
Μια μέρα ο Γκικας
έφερε στο παλάτι κάμποσα λαχανικά κι εκεί που περίμενε να πληρωθεί ακούει δίπλα
του κάποιον να τον φωνάζει με τ’ονομα του.Γυρίζει το μαναβακι και βλέπει έναν
παλατιανό ντυμένο πλούσια.Για μια στιγμή τον κοίταξε απορώντας,αλλά σε λίγο τον
αναγνωρίζει.Είναι ο πατριώτης του ο Μεχμετης που είχαν έρθει μαζί στην Πόλη και
που τώρα έχει γίνει μέγας και τρανός.Ο Γεωργιος Γκικας βρίσκεται μπροστά στον
περίφημο Βεζίρη Μεχμετη Κιοπρουλη κλπ,κλπ.
«Ετσι από ‘δω και
πέρα αρχίζει η ιστορία της ηγεμονικής οικογένειας Γκικα.Μιας γενιάς που έστειλε
στους ηγεμονικούς θρόνους της Βλαχιας και της Μολδαβιας,επι 200 περίπου χρόνια
δέκα ηγεμόνες από τους όποιους οι εφτά πρώτοι είχαν είχαν ελληνική εθνική
συνειδηση».(ΣΗΜ.οι τελευταίοι τρεις συνδέονται με τη δημιουργία του Ρουμάνικου
Κράτους κι επομένως έχουν Ρουμάνικη συνείδηση)*.
Τέλος,για την
καταγωγή των Γκικαιων,ο Κων.Παπαρρηγοπουλος αναφέρει τα εξής στην «Ιστορια του
Ελληνικού Εθνους»:
«Μεταξυ των
Ελλήνων Μεγάλων Διερμηνέων συγκαταλεγομεν και τους Γκικας,καίτοι βραδύτερων άπας
ο οίκος τούτος εξεβλαχισθη.Η οικογένεια όμως αυτή η εξ Αλβανίας καταγόμενη,εν τη
παρελθούσης εκατονταετηρίδα (1700-1800) ου μόνον ελαλει ελληνικως αλλα και
ελληνοπρεπώς επολιτευετο,ο δε εξ αυτής διερμηνεύς Γρηγοριος Γκικας έσωσε την
νήσον Ροδον από των βεζυρικων κατασχεσεων…»
*
οχυρό στην περιοχή της δυτικής Πάρνηθας. Έλεγχε μία
από τις κύριες ορεινές διαβάσεις από την Αττική προς τη Βοιωτία. Την περίοδο
του Πελοποννησιακού
πολέμου, στη φάση του Αρχιδάμειου πολέμου, καταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες
και τους Βοιωτούς, αλλά
επιστράφηκε στους Αθηναίους το
421 π.Χ. καθώς ήταν ένας από τους βασικούς όρους της ειρήνης του Νικία. [1]
Για τη θέση του υπήρξε διαμάχη μεταξύ των ιστορικών. Μία άποψη το συνδέει με
το Γυφτόκαστρο που διασώζεται σε καλή κατάσταση στην περιοχή των Ελευθερών,
αλλά η επικρατέστερη άποψη το τοποθετεί στην περιοχή του οροπεδίου των Δερβενοχωρίων
ανάμεσα στα χωριά Πάνακτο
και Πράσινο.
[2] Σε
ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή των Δερβενοχωρίων, κοντά στο χωριό Πράσινο, τη
δεκαετία του 1980 βρέθηκε επιγραφή που ταυτίζει το αρχαίο φρούριο με τη θέση
αυτή, δίνοντας λύση στη διαμάχη. [3]
Ευρισκόμενος στα πρόθυρα του θανάτου, ο Μέγας Αλέξανδρος συγκάλεσε τους στρατηγούς του και τους κοινοποίησε τις τρεις τελευταίες επιθυμίες του. 1] Να μεταφερθεί το φέρετρό του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της εποχής.
2] Τους θησαυρούς που είχε αποκτήσει [ασήμι, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους] να τους σκορπίσουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον τάφο του.
3] Τα χέρια του να μείνουν να λικνίζονται στον αέρα, έξω από το φέρετρο, σε θέα όλων.
Ένας από τους στρατηγούς, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι.
Ο Αλέξανδρος του εξήγησε:
1] Θέλω οι πιο διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να μπορούν να δείξουν με αυτό τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στο θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύουν!
2] Θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν!
3] Θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ότι ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για εμάς ο πιο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο χρόνος!