ΣΤΟΝ ΕΜΠΕΣΟ
ΤΟΥ ΟΡΕΙΝΟΥ ΒΑΛΤΟΥ
Κούρος (το κούρεμα των ζώων)
Κούρος. Έτσι έλεγαν οι παλιοί κτηνοτρόφοι μας το κούρεμα του κοπαδιού των γιδιών και των προβάτων.
Κι έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα απ’ το ξεκίνημα με τ’ αστεία και τα πειράγματα, ως τον τελειωμό, που άναβε το γλέντι.
Όταν και τα τελευταία ζώα έφευγαν από τα χέρια των κουρευτάδων έτοιμα, και τα ψαλίδια σταμάταγαν, έπεφταν οι πρώτες ντουφεκιές, για τη χαρά της νέας εποχής με τις ευχές «καλό καλοκαίρι», «και του χρόνου» .
Δίπλα σ’ ένα ίσιωμα, κάτω απ’ τα σκιερά πλατάνια, όπου γίνονταν ο κούρος, ήταν στρωμένο το τραπέζι με σούβλες κοκορέτσια, χλωρόπιτες, γιαούρτες και ψητά αρνιά ή συνήθως κριάρι ολόκληρο και μπόλικο κρασί.
Τα μικρά παιδιά, που γύριζαν τις σούβλες και οι γυναίκες, οι οποίες ποτέ δεν κούρευαν, τα είχαν όλα έτοιμα γι’ αυτή τη γιορτινή ώρα.
Εκεί, καθισμένοι γύρω-γύρω σταυροπόδι, έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν ως αργά το απόγευμα.
«Σε τούτη ντάβλα πούμαστε, σε τούτο το τραπέζι…»,
«Φίλοι μ’, καλωσορίσατε να φάμε και να πιούμε…»
Κι άλλα δημοτικά, συνήθως κλέφτικα τραγούδια αντηχούσαν ως εκδήλωση χαράς, για το χειμώνα που άφηναν πίσω, και ευχής για καλό ξεκαλοκαίριασμα στα βουνά που θα ανέβαιναν σε λίγες μέρες.
Είχε το δικό της νόημα και τον ξεχωριστό της συμβολισμό αυτή η αυθόρμητη, φυσική και πατροπαράδοτη γιορτή στον κούρο.
ΤΟΥ ΟΡΕΙΝΟΥ ΒΑΛΤΟΥ
Κούρος (το κούρεμα των ζώων)
Κούρος. Έτσι έλεγαν οι παλιοί κτηνοτρόφοι μας το κούρεμα του κοπαδιού των γιδιών και των προβάτων.
Κι έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα απ’ το ξεκίνημα με τ’ αστεία και τα πειράγματα, ως τον τελειωμό, που άναβε το γλέντι.
Όταν και τα τελευταία ζώα έφευγαν από τα χέρια των κουρευτάδων έτοιμα, και τα ψαλίδια σταμάταγαν, έπεφταν οι πρώτες ντουφεκιές, για τη χαρά της νέας εποχής με τις ευχές «καλό καλοκαίρι», «και του χρόνου» .
Δίπλα σ’ ένα ίσιωμα, κάτω απ’ τα σκιερά πλατάνια, όπου γίνονταν ο κούρος, ήταν στρωμένο το τραπέζι με σούβλες κοκορέτσια, χλωρόπιτες, γιαούρτες και ψητά αρνιά ή συνήθως κριάρι ολόκληρο και μπόλικο κρασί.
Τα μικρά παιδιά, που γύριζαν τις σούβλες και οι γυναίκες, οι οποίες ποτέ δεν κούρευαν, τα είχαν όλα έτοιμα γι’ αυτή τη γιορτινή ώρα.
Εκεί, καθισμένοι γύρω-γύρω σταυροπόδι, έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν ως αργά το απόγευμα.
«Σε τούτη ντάβλα πούμαστε, σε τούτο το τραπέζι…»,
«Φίλοι μ’, καλωσορίσατε να φάμε και να πιούμε…»
Κι άλλα δημοτικά, συνήθως κλέφτικα τραγούδια αντηχούσαν ως εκδήλωση χαράς, για το χειμώνα που άφηναν πίσω, και ευχής για καλό ξεκαλοκαίριασμα στα βουνά που θα ανέβαιναν σε λίγες μέρες.
Είχε το δικό της νόημα και τον ξεχωριστό της συμβολισμό αυτή η αυθόρμητη, φυσική και πατροπαράδοτη γιορτή στον κούρο.