Το ακούω και το ξεχνώ, το βλέπω και το θυμάμαι, το κάνω και το καταλαβαίνω…

Να μην ακούγεται ..

…Στη δίκη
τον ρώτησαν, τον ξαναρώτησαν
Εκείνος ούτε λέξη…
Τότε ο πρόεδρος
χτύπησε το κουδούνι δυνατά, φώναξε οργίστηκε:
να γίνει ησυχία
να μην ακούγεται η σιωπή του κατηγορουμένου!

     (Μαρτυρίες Α‘, 1963)

Γ. ΡΙΤΣΟΣ

Πυροσβεστικό αεροσκάφος στις ΗΠΑ.
Κατασκευασμένο το 1943 (80 ετών)
Mε χωρητικότητα ΥΠΕΡΔΙΠΛΑΣΙΑ από ενός Beriev (27,2 τόνους, έναντι 12 του Beriev), κάνει διαβροχή 16 στρεμμάτων σε μία μόνο ρίψη.

Ακόμα σβήνει φωτιές, αλλά φαίνεται ότι οι Αμερικανοί είναι φτωχαδάκια και δεν έχουν χρήματα να το αντικαταστήσουν, βάσει της λογικής κάποιων συμπατριωτών μας…..

“Να πιστεύεις μόνο τα μισά από αυτά που βλέπεις και τίποτα από αυτά που ακούς”.

Άλαν Πόε

Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός (διήγημα)

Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός του Δημήτρη Κανελλόπουλου

ΕΠΙΝΑ τὸ ἐ­σπρε­σά­κι μου στὸ κα­φὲ «Πί­κο­λο», στὸ ἐμ­πο­ρι­κὸ κέν­τρο «Ἰ­ου­λί­ους Μόλ», δι­α­βά­ζον­τας τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες. Ἦ­ταν τέ­λος Ὀ­κτώ­βρη, ἀλ­λὰ τὸ κλί­μα εἶ­χε ἀλ­λά­ξει. Δὲν ἦ­ταν βα­ρὺς ὁ χει­μώ­νας ὅ­πως πα­λιά. Εἶ­χε μιὰ λαμ­πε­ρὴ λι­α­κά­δα. Ἔ­πι­α­σα θέ­ση πλά­ι στὴν τζα­μα­ρί­α καὶ ἀ­πο­λάμ­βα­να τὴν ὀ­μορ­φιὰ τῆς λί­μνης, μὲ τὰ κτί­ρια ποὺ εἶ­χαν φύ­τρω­σει γύ­ρω της. Ἔ­νι­ω­θα νο­σταλ­γί­α. Θυ­μό­μουν πα­λιὰ στὶς ὄ­χθες τῆς ἀ­πε­ρι­ποί­η­της λί­μνης τὸ μο­να­δι­κὸ κτί­ριο, ἕ­να πα­λιὸ ἐρ­γο­στά­σιο πά­γου, καὶ τὰ τα­πει­νὰ σπι­τά­κια γύ­ρω της. Ἐ­κεῖ, νω­ρὶς τὸ κα­λο­και­ρά­κι, ἀ­γο­ρά­ζα­με ντο­μά­τες, κα­στρα­βέ­τσια κι ἄλ­λα ζαρ­ζα­βα­τι­κὰ ποὺ καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν οἱ κά­τοι­κοι, ὅ­ταν αὐ­τὰ ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν ἀ­πὸ τὴν ἀ­γο­ρά. Μέ­σα σὲ τριά­ντα χρό­νια ὅ­λα εἶ­χαν ἀλ­λά­ξει. Τώ­ρα γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ λί­μνη εἶ­χαν χτι­στεῖ κα­λαί­σθη­τα με­σο­α­στι­κὰ σπί­τια στὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ στὶλ τῆς Τραν­συλ­βα­νί­ας. Στὸ βά­θος ὑ­πῆρ­χαν καὶ με­ρι­κὲς κομ­ψὲς πο­λυ­κα­τοι­κί­ες.

       Εἶ­χα ἀ­γο­ρά­σει κά­ποι­α βι­βλί­α τοῦ ποι­η­τῆ Μα­ρὶν Σο­ρέ­σκου ἀ­πὸ τὸ πα­λαι­ο­πω­λεῖ­ο «Σώ­κρα­τες», ποὺ βρι­σκό­ταν στὸν πρῶ­το ὄ­ρο­φο τοῦ «Μόλ». Ἄ­φη­σα τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες κι ἄρ­χι­σα νὰ ξε­φυλ­λί­ζω τὶς κα­λαί­σθη­τες ἐκ­δό­σεις τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970. Ὑ­πο­ψι­α­ζό­μουν πὼς ὁ Μα­ρὶν Σο­ρέ­σκου δὲν ἄ­φη­νε τὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν βι­βλί­ων του σὲ ἄλ­λους. Σκε­φτό­μουν πὼς αὐ­τὲς οἱ ἄρ­τι­ες, ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς, ἐκ­δό­σεις τῶν βι­βλί­ων του δὲν ἦ­ταν, προ­φα­νῶς, ἁ­πλὰ καὶ μο­νὸ ἐκ­δό­σεις φρον­τι­σμέ­νες ἀ­πὸ ἕ­ναν εὐ­φάν­τα­στο ἐ­πι­με­λη­τή, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­γρα­φό­ταν στὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ταυ­τό­τη­τα τῶν βι­βλί­ων. Κι αὐ­τὸ για­τὶ τὰ βι­βλί­α ποὺ εἶ­χα ἀ­γο­ρά­σει ἦ­ταν τρί­α καὶ τὸ κα­θέ­να εἶ­χε ἐκ­δο­θεῖ ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἐκ­δο­τι­κὸ οἶ­κο! Ἀλ­λὰ καὶ τὰ τρί­α ἔ­μοια­ζαν κα­τα­πλη­κτι­κὰ με­τα­ξύ τους ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς αἰ­σθη­τι­κῆς.

       Ξα­να­πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Ἀν­τε­βά­ρουλ (Ἡ Ἀ­λή­θεια). Αἴφ­νης ἡ μα­τιά μου ἔ­πε­σε σὲ ἕ­να ἄρ­θρο ποὺ ξε­κι­νοῦ­σε μὲ μιὰ ἄ­γνω­στη λέ­ξη. «Grofii unguruii primesc inapoi misiile.» [«Οἱ Οὖγ­γροι γαι­ο­κτή­μο­νες παίρ­νουν πί­σω τὶς πε­ρι­ου­σί­ες τους.»] Δι­α­βά­ζον­τάς το, κα­τά­λα­βα ὅ­τι μι­λοῦ­σε γιὰ τοὺς Οὔγ­γρους εὐ­γε­νεῖς ποὺ εἶ­χαν χά­σει τὶς πε­ρι­ου­σί­ες τους τὸ 1945-48. Δι­ά­βα­σα μο­νο­ρού­φι τὸ κεί­με­νο. Ἀ­να­φε­ρό­ταν στοὺς εὐ­γε­νεῖς ἐ­κεί­νους ποὺ θε­ω­ρή­θη­κε ὅ­τι συ­νερ­γά­στη­καν, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ πο­λέ­μου, μὲ τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ οὐγ­γρι­κὰ στρα­τεύ­μα­τα κα­το­χῆς τῆς Τραν­συλ­βα­νί­ας. Ἀλ­λὰ στὴ συ­νέ­χεια μι­λοῦ­σε καὶ γιὰ τὶς με­γά­λες ρου­μα­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἀ­κό­μη καὶ γιὰ ἐ­κεῖ­νες μὲ φα­να­ρι­ώ­τι­κη κα­τα­γω­γή. Ὀ­νό­μα­τα γνω­στὰ καὶ οἰ­κεί­α ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α περ­νοῦ­σαν μπρο­στά μου: Καν­τα­κου­ζη­νός, Γκί­κας, Σοῦ­τσος, Στούρ­τζας, Μαυ­ρο­γέ­νης… Ὅ­λοι αὐ­τοὶ κέρ­δι­ζαν τὶς ἀ­γω­γὲς ποὺ εἶ­χαν κά­νει ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ρου­μα­νι­κοῦ κρά­τους κι ἔ­παιρ­ναν πί­σω πα­λά­τια, οἰ­κή­μα­τα γε­νι­κῶς, τε­ρά­στι­ες ἐ­κτά­σεις γῆς, δά­ση, ἀ­γρούς… Ἕ­νας ἐξ αὐ­τῶν πῆ­ρε πί­σω ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο χω­ριό, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὸ σχο­λεῖ­ο του.

       Τὸ θέ­μα μὲ εἶ­χε κα­θη­λώ­σει. Πα­ρήγ­γει­λα καὶ δεύ­τε­ρο ἐ­σπρέ­σο. Θυ­μή­θη­κα μί­αν ἱ­στο­ρί­α ποὺ εἶ­χα ἀ­κού­σει τριά­ντα χρό­νια πρὶν ἀ­πὸ τὸν Φέ­ρι Μπά­τσι(1), τὸν κα­λο­κά­γα­θο γέ­ρον­τα φω­το­γρά­φο ποὺ ἔ­με­νε στὴν ὁ­δὸ Χαζ­ντέ­ου 16(2), στὴν πα­λιὰ μο­νο­κα­τοι­κί­α κά­τω ἀ­πὸ τὴ φοι­τη­τι­κὴ ἑ­στί­α. Ἦ­ταν ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, τοῦ ἰ­δι­ο­κτή­τη μιᾶς ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­ας στὸ Κλοὺζ(3).

       «Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, ἀ­γα­πη­τέ», ἔ­λε­γε ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, «εἶ­χε μιὰ μι­κρὴ ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­α στὸ Γκε­ορ­γκέ­νι(4), λί­γο πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ πα­λιὸ πα­γο­ποι­εῖ­ο, ἐ­νῶ στὴν Πλα­τεί­α Ἴ­στβαν Ζέ­τσε­νυι(5) δι­α­τη­ροῦ­σε ἕ­να ἀ­ρω­μα­το­πω­λεῖ­ο, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξέ­θε­τε καὶ πω­λοῦ­σε τὰ προ­ϊ­όν­τα του. Πά­νω ἀ­πὸ τὸ ἀ­ρω­μα­το­πω­λεῖ­ο ἦ­ταν τὸ σπί­τι του. Κα­τοι­κοῦ­σε ἐ­κεῖ μὲ τὴ σύ­ζυ­γο καὶ τὶς δύ­ο ὄ­μορ­φες κό­ρες του. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ἦ­ταν ἀ­πὸ τὶς πιὸ πα­λι­ὲς στὸ Κλοὺζ καί, πα­ρό­τι δὲν εἶ­χε με­γά­λους τί­τλους εὐ­γε­νεί­ας, ἦ­ταν ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς πό­λης σε­βα­στός, για­τὶ ἔ­κα­νε μὲ συ­νέ­πεια αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χαν ξε­κι­νή­σει οἱ προ­γο­νοί του ἀ­πὸ αἰ­ῶ­νες.

       »Μὲ τὸν νό­μο 119 τῆς 11ης Ἰ­ου­νί­ου 1948 γιὰ τὶς ἐ­θνι­κο­ποι­ή­σεις, αὐ­τὸς ὁ ἥ­συ­χος ἄν­θρω­πος, ποὺ φρόν­τι­ζε νὰ τρο­φο­δο­τεῖ μὲ ἀ­ρώ­μα­τα ὅ­λες τὶς γυ­ναῖ­κες τῆς πό­λης, ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρα­δώ­σει στὸ κρά­τος τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κή του ἐ­πι­χεί­ρη­ση. Αὐ­τὸ δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε κα­θό­λου! Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τα­λά­βει τί δου­λειὰ θὰ ἔ­κα­νε καὶ πῶς θὰ ζοῦ­σε ἀ­πο­δῶ καὶ στὸ ἑ­ξῆς τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του… Δὲν ἦ­ταν νέ­ος, βά­δι­ζε στὸ 65ο ἔ­τος τῆς ἡ­λι­κί­ας του.

       »Τὸν ἐ­κνευ­ρι­σμό του ἐ­πέ­τει­νε ἡ ἔλ­λει­ψη ψυ­χραι­μί­ας τῆς συ­ζύ­γου του ἡ ὁ­ποί­α, και­ρὸ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ νό­μου, ὅ­ταν στὴν ἀ­γο­ρὰ εἶ­χαν ἀρ­χί­σει νὰ ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται τὰ τρό­φι­μα, τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε προ­βλή­μα­τα λὲς κι ἔ­φται­γε αὐ­τὸς γιὰ ὅ­λα: γιὰ τὸν πό­λε­μο, τοὺς βομ­βαρ­δι­σμοὺς ποὺ εἶ­χαν γί­νει πο­λὺ κον­τὰ στὸ σπί­τι τους, τὶς δι­α­κο­πὲς τοῦ ἠ­λε­κτρι­κοῦ καὶ τοῦ φυ­σι­κοῦ ἀ­ε­ρί­ου, τὴν ἔλ­λει­ψη τρο­φί­μων, γιὰ ὅ­λα…

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι ἀ­να­ζη­τοῦ­σε δια­ρκῶς πλη­ρο­φο­ρί­ες ἀ­πὸ τοὺς ἐ­πί­ση­μους φο­ρεῖς, ἀλ­λὰ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε χά­ος. Οἱ “ἐ­πί­ση­μοι” ἄλ­λα­ζαν σχε­δὸν κά­θε μέ­ρα. Κα­νεὶς δὲν ἤ­ξε­ρε νὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σει γιὰ τὸ τί πρέ­πει νὰ κά­νει. Τὰ πε­ρι­ου­σια­κὰ στοι­χεῖ­α ὅ­λων των ἑ­ται­ρει­ῶν περ­νοῦ­σαν στὸ κρά­τος! ὅ­πως καὶ τὰ χρή­μα­τα ποὺ αὐ­τὲς εἶ­χαν ὡς κα­τα­θέ­σεις στὶς τρά­πε­ζες. Ἔ­τσι, πε­ρί­με­νε ἄ­πρα­κτος ἀ­κο­λου­θών­τας τὴ μοί­ρα του. Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι πο­τὲ δὲν εἶ­χε ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὴν πο­λι­τι­κή. Πάν­το­τε κοί­τα­ζε τὴ δου­λειά του καὶ τὸ χόμ­πι του: τὴ φω­το­γρα­φί­α! Ἦ­ταν κά­το­χος μιᾶς φω­το­γρα­φι­κῆς μη­χα­νῆς Leice O-Serie! Ἐ­μεῖς οἱ ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες τὸν ζη­λεύ­α­με… Μα­ζί του, παι­δί μου, ἐ­γώ, ποὺ ἤ­μουν ἕ­νας τα­πει­νὸς νε­α­ρὸς φω­το­γρά­φος, εἶ­χα φω­το­γρα­φί­σει γυ­μνὲς τὶς 25 πιὸ ὄ­μορ­φες γυ­ναῖ­κες τοῦ Κλούζ, τὸ 1939. Ἕ­να χρό­νο πρὶν ἀ­πὸ τὸν πό­λε­μο. Μὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ μη­χα­νή…

       »Ἡ μι­κρὴ βι­ο­τε­χνί­α του ὑ­πο­λει­τουρ­γοῦ­σε ὅ­ταν τὸν Αὔ­γου­στο τοῦ 1948 ἐμ­φα­νί­στη­κε στὴν εἴ­σο­δό της ἡ Κρα­τι­κὴ Ἐ­πι­τρο­πὴ ποὺ θὰ ἀ­να­λάμ­βα­νε τὴ δι­α­χεί­ρι­σή της. Χω­ρὶς πε­ρι­στρο­φὲς τοῦ ἔ­δω­σαν νὰ ὑ­πο­γρά­ψει κά­τι χαρ­τιά, τοῦ ζή­τη­σαν τὰ κλει­διὰ ὅ­λων των χώ­ρων τῆς πα­ρα­γω­γῆς καὶ τῶν γρα­φεί­ων καὶ τοῦ δή­λω­σαν ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ νὰ τὸν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ἡ πα­τρί­δα ἂν δε­χτεῖ νὰ συ­νερ­γα­στεῖ.

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι κού­νη­σε κα­τα­φα­τι­κά το κε­φά­λι, ὑ­πο­νο­ών­τας πὼς κα­τά­λα­βε καὶ κα­τό­πιν ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὸν ὁ­δη­γό του νὰ τὸν με­τα­φέ­ρει στὸ σπί­τι. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ αὐ­τό, τοῦ εἶ­πε:

       »— Τὸ ἀ­πό­γευ­μα κα­τὰ τὶς πέν­τε, ἔ­λα πά­λι, νὰ μὲ πᾶς πί­σω νὰ πά­ρω τὰ πράγ­μα­τά μου…

       »— Μά­λι­στα, Κύ­ρι­ε, εἶ­πε ὁ ὁ­δη­γός.

       Στὴ γυ­ναί­κα καὶ στὶς κό­ρες του δὲν ἀ­νέ­φε­ρε τὸ πα­ρα­μι­κρό. Κλεί­στη­κε στὸ δω­μά­τιό του λέ­γον­τας νὰ μὴν τὸν ἐ­νο­χλή­σει κα­νείς. Κά­θι­σε στὸ γρα­φεῖ­ο του καὶ ἔ­γρα­ψε δύ­ο ἐ­πι­στο­λές. Μί­α πρὸς τὴ σύ­ζυ­γό του καὶ μί­α πρὸς τὶς θυ­γα­τέ­ρες του. Ὕ­στε­ρα ἄ­νοι­ξε τὸ βα­ρὺ ξυ­λό­γλυ­πτο ἐν­τοι­χι­σμέ­νο ντου­λά­πι, πῆ­ρε ἕ­ναν χον­τρὸ φά­κε­λο καὶ κά­θι­σε ἐ­πὶ ὧ­ρες μπρο­στά του, με­λε­τών­τας καὶ γρά­φον­τας. Ἐ­να­πό­θε­σε τὶς ἐ­πι­στο­λὲς πά­νω στὸ πρὲς πα­πι­ὲ καὶ κα­τό­πιν ξά­πλω­σε στὸ κρε­βά­τι του κοι­τά­ζον­τας τὸ τα­βά­νι. Ἔ­μει­νε ἔ­τσι ἀ­κί­νη­τος ὣς τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀν­τε­λή­φθη ὅ­τι σὲ λί­γο θὰ ἐρ­χό­ταν ὁ ὁ­δη­γός του γιὰ νὰ τὸν πά­ρει. Ση­κώ­θη­κε καὶ ἑ­τοι­μά­στη­κε βι­α­στι­κά.»

       Ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, ποὺ κα­θό­ταν πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο ὅ­ση ὥ­ρα μι­λοῦ­σε, ἔ­στρε­ψε δα­κρυ­σμέ­νος τὸ κε­φά­λι του στὸν λα­σπω­μέ­νο δρό­μο.

       «Ἔχ, τί χρό­νια κι αὐ­τά… Κα­νεὶς δὲν ἤ­ξε­ρε τί θὰ ξη­με­ρώ­σει…»

       Ἤ­πι­ε δυ­ὸ γου­λι­ὲς κα­φὲ κι ὕ­στε­ρα ἀ­κού­στη­κε ἡ φω­νὴ τῆς συ­ζύ­γου του ἀ­πὸ τὴν κου­ζί­να:

       «Τί κά­νεις ἐ­κεῖ μὲ τὸν Ἕλ­λη­να; Ὅ­λο γιὰ τὶς πόρ­νες ποὺ γύ­ρι­ζες στὰ νιά­τα σου τοῦ λές;»

       «Ὁ ζό­νιατ πί­τσα­γιο»(6), ψι­θύ­ρι­σε σχε­δὸν μέ­σα ἀπ’ τὰ χεί­λη του ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι καὶ γυ­ρί­ζον­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου συ­νέ­χι­σε: «Στὶς πέν­τε ἡ ὥ­ρα ὁ ὁ­δη­γὸς του ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὴ σκά­λα στὴν ὥ­ρα του. Ἔ­κα­νε τὸν γύ­ρο τοῦ αὐ­το­κι­νή­του, ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα καὶ κά­θι­σε στὸ μπρο­στι­νὸ κά­θι­σμα.

       »— Πᾶ­με, παι­δί μου, εἶ­πε, δὲν θὰ σὲ κα­θυ­στε­ρή­σω… Ἐ­γὼ θὰ μεί­νω στὸ ἐρ­γο­στά­σιο, ἐ­σὺ μπο­ρεῖς νὰ ἀ­πο­χω­ρή­σει γιὰ σή­με­ρα.

       »— Μά­λι­στα, Κύ­ρι­ε, ἀ­πάν­τη­σε ὁ ὁ­δη­γός.

       » Ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στὸ ἐρ­γο­στά­σιο, μὲ ἔκ­πλη­ξη εἶ­δαν μιὰ τε­ρά­στια ταμ­πέ­λα μὲ κόκ­κι­να γράμ­μα­τα στὴν πρό­σο­ψη. Ἐ­πι­κά­λυ­πτε τὴν ἐ­πω­νυ­μί­α ποὺ εἶ­χε μέ­χρι τὸ με­ση­μέ­ρι τὸ μι­κρὸ ἐρ­γο­στά­σιο. Ἐ­κεῖ ὅ­που βρι­σκό­ταν ἡ ἐ­πι­γρα­φὴ “Ὄλ­μα­σι, Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­α”, τώ­ρα ἔ­γρα­φε: “Ἐρ­γο­στά­σιο Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ΐ­ας: Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός”.

       »Ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν ὁ­δη­γὸ καὶ τοῦ εἶ­πε:

       »— Πή­γαι­νε, παι­δί μου, δὲν σὲ χρει­ά­ζο­μαι ἄλ­λο. «Ὕ­στε­ρα, βά­δι­σε πρὸς τὴν εἴ­σο­δο. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ κοι­τά­ξει κα­θό­λου πρὸς τὴν πρό­σο­ψη. Τὸν ἐ­νο­χλοῦ­σε πο­λὺ ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε τὸ ὄ­νο­μα τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς του ἐ­κεῖ. Ξε­κλεί­δω­σε τὴν πόρ­τα, μπῆ­κε μέ­σα στὸν χῶ­ρο πα­ρα­γω­γῆς καὶ ξα­να­κλεί­δω­σε πί­σω του.

       »Ξέ­χα­σα νὰ σοῦ πῶ πὼς ἦ­ταν σπου­δαῖ­ος χη­μι­κός. Εἶ­χε σπου­δά­σει στὴ Βι­έν­νη. Ἀ­ρι­στοῦ­χος! Ὁ ἴ­διος ὁ Φραγ­κί­σκος Ἰ­ω­σὴφ Α’ τοῦ ἔ­δω­σε τὸ δί­πλω­μα καὶ ἕ­να χρυ­σὸ δα­χτυ­λί­δι μὲ τὸ μο­νό­γραμ­μά του…

       »Μπῆ­κε λοι­πὸν μέ­σα καὶ πῆ­γε κα­τευ­θεί­αν ἐ­κεῖ ποὺ βρί­σκον­ταν τὰ ντε­πό­ζι­τα μὲ τὶς πρῶ­τες ὕ­λες. Πῆ­ρε δύ­ο μπι­τό­νια γε­μά­τα βεν­ζί­νη καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τὴ χύ­νει στὸν χῶ­ρο. Κυ­ρί­ως ἐ­κεῖ ὅ­που βρί­σκον­ταν οἱ δε­ξα­με­νὲς μὲ τὸ ὑ­γρὸ ἀ­πό­σταγ­μα τῆς ρη­τί­νης. Κα­τό­πιν ἔ­βα­λε φω­τιά. Μιὰ τε­ρά­στια μπλὲ φλό­γα ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει στὸ πά­τω­μα ἀρ­χι­κά, ὕ­στε­ρα ὑ­ψώ­θη­κε στὸν οὐ­ρα­νό, τὴν ὥ­ρα ποὺ σου­ρού­πω­νε, κι ἕ­νας δαι­μο­νι­κὸς θό­ρυ­βος δι­α­πέ­ρα­σε τὴν πό­λη ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λὴ πρὸς τὴ Δύ­ση. Με­τά, ἦλ­θε μιὰ μυ­ρω­διὰ ἀμ­μω­νί­ας καὶ ἐ­πι­κά­θι­σε γιὰ μέ­ρες πά­νω της. Ἡ μι­κρὴ βι­ο­τε­χνί­α, “Ὁ Κόκ­κι­νος Ἀ­ρω­μα­το­ποι­ός”, ἔ­γι­νε στά­χτες κι ὁ Μί­κλος Ὄλ­μα­σι, ἕ­νας ἥ­συ­χος ἄν­θρω­πος, ποὺ τὸ ἐ­πώ­νυ­μό του ἦ­ταν γνω­στὸ ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες στὴν πό­λη, δὲν βρέ­θη­κε πο­τὲ ὅ­ταν οἱ πυ­ρο­σβέ­στες κα­τά­φε­ραν νὰ σβή­σουν τὴ φω­τιά…»

       Ὁ Φέ­ρι Μπά­τσι, συγ­κι­νη­μέ­νος, κάρ­φω­σε τὸ βλέμ­μα του στὸν δρό­μο καὶ σι­ώ­πη­σε. Ἔ­ξω εἶ­χε πέ­σει σκο­τά­δι κι ἐ­γὼ κα­τά­λα­βα πὼς ἔ­πρε­πε νὰ φύ­γω.

       Σή­κω­σα τὸ κε­φά­λι μου καὶ κοί­τα­ξα τὰ γα­λή­νια νε­ρὰ τῆς λί­μνης. Τὸν κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νὸ πά­νω ἀ­πὸ τὶς ὄ­μορ­φες στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν καὶ σκέ­φτη­κα πῶς ἀλ­λά­ζουν τὰ πράγ­μα­τα ξαφ­νι­κὰ στὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων. Πῶς ἡ μοί­ρα τους ἀλ­λά­ζει χω­ρὶς τὴ θέ­λη­σή τους. Μά­ζε­ψα τὰ βι­βλί­α καὶ τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες ποὺ εἶ­χα ἁ­πλώ­σει γύ­ρω καὶ κα­τέ­βη­κα στὸ ρε­στο­ρὰν «Τὸ Χά­νι τῶν Δρά­κων». Ἐ­κεῖ μὲ πε­ρί­με­νε ὁ φί­λος μου ὁ Ὀ­βίν­τιου, νὰ μοῦ κά­νει τὸ τρα­πέ­ζι.

(1) Φέ­ρι Μπά­τσι : Μπάρ­μπα-Φέ­ρι [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(2) ὁ­δὸς Χαζ­ντέ­ου : (ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὸν λό­γιο Μπογ­κντὰν Πε­τρι­τσέ­ι­κου Χαζ­ντέ­ου (1838-1907): ὁ δρό­μος ποὺ κα­τὰ πλά­τος του ἐ­κτεί­νον­ταν τὰ κτί­ρια τῶν φοι­τη­τι­κῶν ἑ­στι­ῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Κλούζ. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(3) Κλούζ : ἡ πό­λη Κλοὺζ Νά­πο­κα τῆς Ρου­μα­νί­ας, τὴν ὁ­ποί­α οἱ Οὖγ­γροι ἀ­πο­κα­λοῦν Κό­λοζ­βαρ. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(4) Γκε­ορ­γκέ­νι : συ­νοι­κί­α τοῦ Κλούζ, ἡ ὁ­ποί­α δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1960 καὶ κα­τὰ τὰ ἔ­τη τῶν φοι­τη­τι­κῶν μου σπου­δῶν (1978-1983). [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(5) Πλα­τεί­α Ἴ­στβαν Ζέ­τσε­νυι : Ἡ Πλα­τεί­α Μι­χά­ι Βι­τε­ά­ζουλ (Μι­χα­ὴλ τοῦ Γεν­ναί­ου). [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]
(6) Ὄ ζό­νιατ πί­τσα­γιο : ρου­μα­νι­κὴ βρι­σιά, ἀν­τί­στοι­χη μὲ τὴν ἑλ­λη­νι­κή: τῆς μά­νας σου. [Σημ. τοῦ Συγ­γρα­φέ­α]

ΠΗ­ΓΉ: ΣΤᾺ ΧΡΌ­ΝΙΑ ΤΟΥ͂ ΚΌΚ­ΚΙ­ΝΟΥ ΚΌ­Μ (Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­ΕΣ, ἘΚΔ. ΚΑ­ΣΤΑ­ΝΙ­Ώ­ΤΗΣ, 2022).

Ὁ ΔΗ­ΜΉ­ΤΡΗΣ ΚΑ­ΝΕΛ­ΛΌ­ΠΟΥ­ΛΟΣ:

ΓΕΝ­ΝΉ­ΘΗ­ΚΕ ΤῸ 1954 ΣΤῊ ΝΕ­ΜΟΎ­ΤΑ Ἠ­ΛΕΊ­ΑΣ, Ἀ­ΠῸ ΤῊΝ Ὁ­ΠΟΊ­Α ἘΚ­ΠΑ­ΤΡΊ­ΣΤΗ­ΚΕ ΤῸ 1958 Ἀ­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΏΝ­ΤΑΣ ΤῊΝ ΟἸ­ΚΟ­ΓΈ­ΝΕΙΆ ΤΟΥ ΣΤῊΝ Ἀ­ΘΉ­ΝΑ. ΣΠΟΎ­ΔΑ­ΣΕ Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­Α ΚΑῚ ΦΙ­ΛΟ­ΣΟ­ΦΊ­Α ΣΤῸ ΠΑ­ΝΕ­ΠΙ­ΣΤΉ­ΜΙΟ ΜΠΆΜ­ΠΕΣ ΜΠΌ­ΓΙΑ­Ϊ ΣΤῊΝ ΠΌ­ΛΗ ΚΛΟῪΖ ΝΑ­ΠΌ­ΚΑ ΤΗ͂Σ ΡΟΥ­ΜΑ­ΝΊ­ΑΣ ΚΑῚ ΕἾ­ΝΑΙ Ἀ­ΠΌ­ΦΟΙ­ΤΌΣ ΤΟΥ Ἱ­ΣΤΟ­ΡΙ­ΚΟΥ͂-ἈΡ­ΧΑΙ­Ο­ΛΟ­ΓΙ­ΚΟΥ͂ ΤΜΉ­ΜΑ­ΤΟΣ ΤΟΥ͂ ΕΚΠΑ. ἘΡ­ΓΆ­ΣΤΗ­ΚΕ ὩΣ Ὑ­ΠΆΛ­ΛΗ­ΛΟΣ ΣῈ ἘΚ­ΔΟ­ΤΙ­ΚΟῪΣ ΟἼ­ΚΟΥΣ ΚΑῚ ὩΣ ΦΙ­ΛΌ­ΛΟ­ΓΟΣ ΣΤῊΝ Ἰ­ΔΙ­Ω­ΤΙ­ΚῊ ἘΚ­ΠΑΊ­ΔΕΥ­ΣΗ. ΔΗ­ΜΟ­ΣΊ­ΕΥ­ΣΕ ΤῚΣ ΠΟΙ­Η­ΤΙ­ΚῈΣ ΣΥΛ­ΛΟ­Ὁ­ΜΊ­ΧΛΗ ΠΈ­ΤΡΙ­ΝΗ (Ἠ­ΡΙ­ΔΑ­ΝΌΣ, 1986), ΣΚΥ­ΘΙ­ΚῈΣ Ἐ­ΡΗ­ΜΊ­ΕΣ (ΚΟ­ΛΩ­ΝΌΣ, 1996), ΣΙ­ΓῊ Ἀ­ΣΥΡ­ΜΆ­ΤΟΥ (ΚΟ­ΛΩ­ΝΌΣ, 2005), ΜΝΉ­ΜΗ ΣΠΌ­ΡΟΥ ΚΑ­ΛΉ (Ὀ­ΡΟ­ΠΈ­ΔΙΟ, 2010) ΚΑῚ ΤῸ ΦΡΆΓ­ΜΑ ΤΗ͂Σ ΜΝΉ­ΜΗ (Ὀ­ΡΟ­ΠΈ­ΔΙΟ, 2017), ΚΑ­ΘῺΣ ΚΑῚ ΤῊ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓῊ ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΆ­ΤΩΝ Ὁ ΘΆ­ΝΑ­ΤΟΣ ΤΟΥ͂ Ἀ­ΣΤΡΊ­ΤΗ ΚΑῚ ἌΛ­ΛΕΣ Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­Ε (ΚΊ­ΧΛΗ, 2018), ΓΙᾺ ΤῊΝ Ὁ­ΠΟΊ­Α Ἔ­ΛΑ­ΒΕ ΤῸ ΚΡΑ­ΤΙ­ΚῸ ΒΡΑ­ΒΕΙ͂­Ο ΔΙ­Η­ΓΉ­ΜΑ­ΤΟΣ ΤῸ 2019. ΠΟΙ­Ή­ΜΑ­ΤΑ ΚΑῚ ΔΙ­Η­ΓΉ­ΜΑ­ΤΆ ΤΟΥ Ἔ­ΧΟΥΝ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΥ­ΤΕΙ͂ ΣῈ ἙΛ­ΛΗ­ΝΙ­ΚᾺ ΚΑῚ ΞΈ­ΝΑ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΆ. Ἀ­ΠῸ ΤῸ 2006 ἘΚ­ΔΊ­ΔΕΙ ΤῸ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚὈ­ΡΟ­ΠΈ­ΔΙΟ.

Πηγή:neoplanodion.gr

Δ. Κανελλόπουλος photo by cbertsias
Ο βραβευμένος συγγραφέας Δ.Κανελλόπουλος συναντά τον αρχιτσέλιγκα της Βόρειας Πάρνηθας!

“Ζούμε σε έναν κόσμο που πληρώνεις και παίρνεις. Κάποιες φορές πληρώνεις λίγο. Συνήθως πληρώνεις πολλά. Κάποιες φορές όμως δίνεις όλα όσα έχεις”

Stephen King

που βρίσκεται η σοφία;

-Δάσκαλε, που βρίσκεται η σοφία;

-Η σοφία είναι παντού γύρω σου. Απλά δεν έχεις μάθει να κοιτάς. Πρέπει να κοιτάς με το βλέμμα του παρατηρητή και όχι με τα μάτια του κριτή.