FT

ΕΦΤΑΣΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ…

Τους τελευταίους οχτώ μήνες πριν ξεσπάσει η κυπριακή κρίση, πολλοί μου υπενθύμιζαν συχνά, αρκετές φορές με ένα μειδίαμα, μια πρόβλεψη που…
είχα κάνει στα τέλη του Νοεμβρίου του 2011. Σε αυτές εδώ τις σελίδες, είχα διακηρύξει ότι οι ηγέτες της ευρωζώνης έχουν 10 μέρες να σώσουν το ευρώ.

Είχα κάνει μια παρόμοια, αν και λιγότερο δραματική πρόβλεψη το 2006, όταν είχα γράψει ότι η κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι προσέφερε στην Ιταλία την τελευταία ευκαιρία να διατηρήσει μια βιώσιμη θέση στην ευρωζώνη.

Η κυβέρνηση του κ. Πρόντι δεν έκανε τίποτα. Οι 10 μέρες το 2011 πέρασαν χωρίς αποτέλεσμα. Είναι 2013, το ευρώ είναι ακόμα εδώ, η Ιταλία είναι ακόμα εντός – και ακόμα κάνω προβλέψεις.

Χωρίς δισταγμό, αποφασίζω σήμερα «να παίξω τα ρέστα μου».

Μια ευρωζώνη που περιλαμβάνει χώρες τόσο διαφορετικές όσο η Γερμανία και η Κύπρος δεν μπορεί να είναι βιώσιμη, ακόμα και αν η ΕΕ και η Κύπρος καταφέρουν να φτάσουν σε ένα συμβιβασμό της τελευταίας στιγμής.

Μια τραπεζική ένωση που θα συνδύαζε εποπτεία, εξυγίανση και εγγύηση καταθέσεων θα αποτελούσε μια ελάχιστη ικανή συνθήκη για να επιτρέψει σε ένα ανομοιογενές νομισματικό σύστημα να προχωρήσει ενάντια στα προγνωστικά.

Θα είχε λύσει σίγουρα τα προβλήματα των κυπριακών τραπεζών. Αλλά η ευρωζώνη δεν έχει μια τέτοια τραπεζική ένωση. Δεν θα έχει μια τέτοια τραπεζική ένωση σε πέντε χρόνια. Η Γερμανία την απορρίπτει γιατί είναι πολύ ακριβή για τον Γερμανό φορολογούμενο. Είναι ειρωνικό, αλλά θα την απέρριπτε και η Κύπρος, γιατί θα σκότωνε το επιχειρηματικό μοντέλο της χώρας ως ένα offshore κέντρο για ξένους καταθέτες.

Όποια τραπεζική ένωση και αν δημιουργηθεί τελικά στο μέλλον, θα είναι άσχετη με την κρίση.

Αυτό που συνέβη στην Κύπρο την περασμένη εβδομάδα δεν έχει κάποια βαθιά αιτία. Αλλά αποτελεί μια τέλεια αντανάκλαση του προβλήματος συλλογικής δράσης της ευρωζώνης. Αυτή η τελευταία κλιμάκωση ξεκίνησε από μια επικίνδυνη συμφωνία να γίνει bail – in σε ανασφάλιστους καταθέτες. Οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης μπορεί να μην γνωρίζουν πολλά από οικονομικά αλλά στα νομικά είναι εξαιρετικά καταρτισμένοι. Η σπουδαία ιδέα ήταν να μην επιβληθεί κούρεμα στις καταθέσεις κάτω από 100.000, αλλά να φορολογηθούν. Δεν συνειδητοποίησαν ότι αν πάρουν πίσω την υπόσχεση που ενυπάρχει στην εγγύηση καταθέσεων, βρίσκονται σε χρεοκοπία (default) και σε κίνδυνο να ξεσπάσει bank run.

Το κυπριακό κοινοβούλιο είχε δίκιο που απέρριψε ως τρελή την συμφωνία αυτή.

Αλλά στη συνέχεια η κυπριακή κυβέρνηση προέβη σε τρία διαδοχικά λάθη. Το πρώτο ήταν η απόφαση του προέδρου Νίκου Αναστασιάδη να ζητήσει βοήθεια από τη Ρωσία. Αντί να εργαστεί με την ευρωζώνη, εργάστηκε ενάντια σε αυτήν. Οι Γερμανοί ειδικότερα, αντιμετώπισαν την κίνηση αυτή ως ιδιαίτερα εχθρική. Επίσης, ήταν μια άστοχη κίνηση γιατί οι Ρώσοι απέρριψαν την προσφορά.

Το δεύτερο ήταν η απόφαση να μην επικοινωνήσουν με τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης και το euro working group κατά τη διάρκεια τριών κρίσιμων ημερών της προηγούμενης εβδομάδας.

Το τρίτο ήταν η πρόταση της κυπριακής κυβέρνησης την Τρίτη να δημιουργήσει ένα ταμείο αλληλεγγύης με μια επιδρομή στα ασφαλιστικά ταμεία και άλλα κρατικά περιουσιακά στοιχεία.

Την Παρασκευή απορρίφθηκε από την Άγκελα Μέρκελ με συνοπτικές διαδικασίες.

Αυτό που συνέβη την προηγούμενη εβδομάδα είναι ότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες, ακολουθώντας στενά εθνικά συμφέροντα, απέτυχαν να υπερασπιστούν το κοινό καλό. Ωστόσο, ο βασικός κίνδυνος που θέλω να τονίσω, δεν είναι κάποιο μεγάλο ατύχημα. Δεν αποκλείεται βέβαια να συμβεί. Αλλά υποψιάζομαι ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από τις επανειλημμένα λανθασμένες πολιτικές αποφάσεις της ευρωζώνης. Οι επιπτώσεις είναι αργές αλλά αθροιστικές.

Από αυτές, η πιο επιβλαβής είναι η πολιτική της ασύμμετρης προσαρμογής μέσω της λιτότητας. Οι τράπεζες στην Κύπρο αποτυγχάνουν τώρα γιατί νωρίτερα απέτυχαν το ελληνικό κράτος και οι ελληνικές τράπεζες και γιατί η ευρωζώνη επέβαλε την συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Αλλά και στην Ιταλία ήταν η λιτότητα που μετέτρεψε την ύφεση σε βαθιά οικονομική κρίση. Και αυτή με τη σειρά της μεταμόρφωσε ένα αντιευρωπαϊκό, αντικαθεστωτικό κίνημα διαμαρτυρίας στο μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα στο ιταλικό κοινοβούλιο στις τελευταίες ιταλικές εκλογές.

Υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες ο ηγέτης του, ο Μπέπε Γκρίλο, να καταλήξει με την απόλυτη πλειοψηφία, αν διενεργηθεί νέος γύρος εκλογών αργότερα το 2013.Αν τουλάχιστον η λιτότητα στο Νότο είχε αντισταθμιστεί με δημοσιονομική επέκταση στο Βορρά, η συνολική δημοσιονομική στάση της ευρωζώνης θα ήταν σε μακροοικονομικό επίπεδο ουδέτερη. Αλλά από τη στιγμή που ο Βορράς ακολούθησε και αυτός τη λιτότητα, η ευρωζώνη κατέληξε σε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα εν μέσε ύφεσης.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η οικονομική προσαρμογή δεν μπορεί να επιτευχθεί. Χωρίς αυτή, δεν μπορεί να υπάρξει λύση στην κρίση.

Πιστεύω εδώ και καιρό ότι είναι αδύνατο για τη Γερμανία, τη Φινλανδία και την Ολλανδία να είναι μαζί σε μια νομισματική ένωση με την Κύπρο, την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Είτε οι δύο πλευρές θα συμφωνήσουν να προσαρμοστούν με πιο συμμετρικό τρόπο, πολιτικά και οικονομικά ή το πείραμα αυτό θα λάβει τέλος.

Η πρόβλεψη που έκανα το Νοέμβριο του 2011 και την οποία επαναλαμβάνω και σήμερα, είναι ότι κάποια μέρα πιθανότητα θα λήξει, αν και η μέρα αυτή μπορεί να είναι ακόμα μακριά. Δεν μπορώ να αποκλείσω την πιθανότητα οι διάφορες κυβερνήσεις να κάνουν τελικά το σωστό, αλλά τρία χρόνια διαχείρισης της κρίσης οδηγούν σε άλλο συμπέρασμα. Με την τρέχουσα πολιτική, θα αναγκαστούν δύναμη για να συνεχίσουν να πηγαίνουν ενάντια στα συμφέροντα των λαών.

Δεν χρειάζεται να είσαι ευρωσκεπτικιστής για να καταλήξεις ότι μια τέτοια νομισματική ένωση είναι και βαθύτατα ανήθικη.

O ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΤΗΝ ΠΝΥΚΑ , 8 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 1838

προς τους μαθητές του Γυμνασίου Αθηνών
Παιδιά μου,
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους..
οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ’ απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα• διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!
Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε• και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!

25η Μαρτίου

Πώς και πότε γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25η Μαρτίου
Προστέθηκε από 24grammata
24grammata.com/ ιστορία

α) Γιορτάστηκε το 1838 με πρωτοβουλία του Δημάρχου, ενώ η Κυβέρνηση δεν εκπροσωπήθηκε επίσημα.
β) Ο Όθων ήταν αντίθετος να συνδυαστεί η επανάσταση με την εκκλησιαστική γιορτή του Ευαγγελισμού.
γ) Το παλάτι δεν επιθυμούσε έξοδα γιορτές την εποχή που οι Αγωνιστές δεν είχαν να φάνε.
δ) Το “υπερθέαμα”: εκατοντάδες νέοι με δαδιά ή λαδοφάναρα σχημάτισαν το “εν τούτω Νίκα” στο Λυκαβηττό, ενώ οι θεατές παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι.
ε) Λέγεται ότι για την πρώτη γιορτή της 25ης Μαρτίου δαπανήθηκε μέρος των χρημάτων, που προοριζόταν για την ανέγερση του Πανεπιστημίου.

γράφει ο Γιώργος Δαμιανός
Η 25η Μαρτίου, ως ημέρα της εθνικής παλιγγενεσίας, γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα του 1838 και από τότε καθιερώθηκε με θρησκευτική ευλάβεια σε όλο το πανελλήνιο. Η καθιέρωση της εορτής οφείλεται στην επιμονή και το πείσμα του Δημάρχου της Αθήνας Δημ. Καλλιφρονά ( 1805 – 1879) [1]. Ο Δήμαρχος ήρθε σε ρήξη με τη βαυαρική διοίκηση και συγκεκριμένα με το Υπουργείο των Εσωτερικών το οποίο δεν επιθυμούσε έξοδα για γιορτές, όταν οι αγωνιστές δεν είχαν να φάνε. Κατά μία άλλη εκδοχή το Παλάτι, μάλλον, δεν επιθυμούσε να συνδέσει την εθνική εορτή με την Ορθοδοξία, για να μη δώσει την ευκαιρία στην Εκκλησία να καπηλευτεί την επανάσταση των Ελλήνων. Τελικά, ο Δήμαρχος θα οργανώσει μόνος του [2] τον εορτασμό και εκ του αποτελέσματος κατάφερε να δώσει πανηγυρική ατμόσφαιρα, που ευχαρίστησε τους 17.000 Αθηναίους, οι οποίοι κατοικούσαν, τότε, στην πρωτεύουσα. Συγκεκριμένα, σημαιοστόλισε την πόλη και καθάρισε τις (λιγοστές) πλατείες. Ο εορτασμός άρχισε την παραμονή το βράδυ με 21 κανονιοβολισμούς. Και την άλλη μέρα, Παρασκευή πρωί, ανήμερα του Ευαγγελισμού, η Αθήνα ξύπνησε με 21 νέους κανονιοβολισμούς. Αριθμός συμβολικός , που συνδυάζεται με το ’21 της επαναστασης. Άρχισαν, έπειτα, να χτυπούν πανηγυρικά οι καμπάνες των εκκλησιών.
Το πρωί, της 25ης Μαρτίου 1838, εψάλη δοξολογία στον, τότε, Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης (στην οδό Αιόλου), στην οποία, και μόνο εκεί, παραβρέθηκε και ο Όθων ντυμένος με την παραδοσιακή φουστανέλα. Το απόγευμα οργανώθηκε από το Δήμο χορός στην πλατεία των παλαιών Ανακτόρων στον οποίο συμμετείχαν όλοι οι νέοι της πόλης ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη και τους παρακολούθησαν πολλοί από τους Αγωνιστές του 1821. Τη νύχτα ο Δήμαρχος, πάντα, φωταγώγησε με λαδοφάναρα[3] τους κεντρικούς δρόμους και την Ακρόπολη.
Τέλος, οι Αθηναίοι έμειναν αποσβολωμένοι από το υπερθέαμα, όταν αντίκρισαν στο Λυκαβηττό φαναράκια που τα κρατούσαν νεολαίοι της εποχής και σχημάτιζαν ένα τεράστιο φωτεινό σταυρό με τις λέξεις «Εν τούτω Νίκα»[4]. Έτσι, το 1838 γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25 Μαρτίου, ως μέρα μνήμης των Ελλήνων Αγωνιστών του 1821. Και τούτη η γιορτή έγινε με γκρίνια, με διαφωνίες και με πλουσιοπάροχη μεγαλοπρέπεια (ενώ χρήματα δεν υπήρχαν), κατά την πατροπαράδοτη συνήθεια μας. Οι κακές γλώσσες λένε ότι για τη γιορτή ετούτη δαπανήθηκε μέρος των χρημάτων, που προοριζόταν για την ανέγερση του Πανεπιστημίου.