Ο ΦΕΡΜΑΣ (διήγημα)

Ο ΦΕΡΜΑΣ

‘Ηταν μία γνωριμία τυχαία.

Καθόταν στο πλαϊνό μου τραπέζι ενός καφενείου απ’ αυτά της Ομόνοιας, που συχνάζουν ηθοποιοί.

Μόλις είχ’ αφήσει τη βραδινή εφημερίδα που διάβαζα, στο μάρμαρο του τραπεζιού και άκουσα μια φωνή βραχνιασμένη να μιλάη σιμά μου.

–  Τι διαβολεμένο κρύο που κάνει!..

–  Κρυώνετε;… είπα για να πω κάτι επειδή με κοιτούσε στα μάτια, περιμένοντας απάντηση.

–  Αν κρυώνω!..  Τα πόδια μου δεν τα νοιώθω… Μα είναι κρύο το φετινό!..

‘Hταν ένα λιγνό κορίτσι με πρόσωπο χλωμό και παιδιάστικο που τόσο ερχότανε σε αντίθεση με τη χονδρή εκείνη φωνή της.

–  Τι;  σεις δεν κρυώνετε;…

–  Δεν κρυώνω τόσο, όσο πονάν τα μάτια μου απ’ τις καπνούρες των τσιγάρων, που καπνίζει εδώ τόσος κόσμος…

–  Και μένα μου πονάν τα μάτια… είπε ζαρώνοντας τα βλέφαρά της, σαν να ‘θελε να προφυλαχθεί από καμιά φωτεινή αντηλιά.

Κι επειδή εκείνης της επονούσαν τα πόδια από το κρύο, κι εμένα τα μάτια από τον καπνό του καφενείου, βγήκαμε έξω συντροφιά να περπατήσουμε.  Μόλις βγήκαμε στο δρόμο, φύσηξε και μας περιέλουσε ένα κύμα ψυχρού αέρα.

Και το φουστάνι της συνοδού μου φορμαρίστηκε πάνω στο απαλόγραμμο σώμα της.

–  Ξέρεις μένω στη Λαχαναγορά, κάτω… μού’πε δυναμώνοντας τη φωνή της, γιατί ο αέρας σκορπούσε τις λέξεις.

–  Στη Λαχαναγορά!  Σαν πολύ μακριά είπα και σκεφτόμουνα αν θ’ άξιζε τον κόπο να πήγαινα με τόσο κρύο ως εκεί κάτω, για μερικές στιγμές της γυναίκας αυτής.

Αν μου ‘λεγε να μείνω τη νύχτα όλη μαζί της, θα ‘μενα;

–  Βρίσκουμε στο δωμάτιο του Φέρμα προς το παρόν… συμπλήρωσε απότομα την προηγούμενη φράση της.

–  Πώς;… Δεν άκουσα καλά!…  φώναξα μέσ’ απ’ το ξεροβόρι, σιμώνοντάς την.

–  Τον Φέρμα τον ξέρεις…  Σας είδα το μεσημέρι στο καφενείο μαζί να κουβεντιάζετε.

–  Ε και τι έχει να κάνει ο Φέρμας;

–  Σου είπα.  Μένω μαζί του…  Ήρθα προχτές από την «τουρνέ» που έκανα με το θιάσο που ‘μουνα και θυμήθηκα τα παλιά με το Φέρμα…  Έφερα και μερικά λεφτά, και καπνίζουμε αράδα κάθε βράδυ τσιγαριλίκια.

–  Τι;  τσιγαριλίκια!…  Ώστε κάπνιζε κι αυτή χασίς, όπως ο Φέρμας.

–  Τι είπες;  Δεν τον ξέρεις τον Φέρμα;…  με σίμωσε για να καταλάβει τι έλεγα, γιατί ο αέρας δεν άφηνε καμιάα λέξη ν’ ακουστεί σωστή.

Κι εγώ, ναι, ήξερα το Φέρμα, το μαυριδερό πρόσωπό του, που όταν γελούσε δεν ακουγόταν κανένας ήχος, αλλά μόνο το κεφάλι του πετούσε μπρος κι εζάρωνε λίγο το στόμα του.  Γι’ αυτόν τον είχαν βγάλει και «Φέρμα».

Φτάσαμε στο δωμάτιο.

‘Ητανε σε μια αυλή μέσα, ισόγειο, που όμοια μ’ αυτό θα ‘σαν γύρω κι άλλα δέκα κοντά νοικιασμένα όλα από επαρχιωτόπουλα φοιτητές.

Άνοιξε η πόρτα και μέσα είδα τον Φέρμα μ’ έναν άλλο να κάθουνται, που αργότερα μου τον σύστησε για φοιτητή της ιατρικής – γιατρό.

–  Σου φέρνω κι ένα σου φίλο!…  φώναξε μπαίνοντας εκείνη.

–  Βρε Δώρα, πού τους ξετρυπώνεις και γνωρίζεις όλο ανθρώπους «καθώς πρέπει»!…  της είπε ο Φέρμας, πρόσχαρος, με διάθεση να την πειράξει, που, καθώς φαίνεται, θα ‘χε καπνίσει πολύ, γιατί όλο το δωμάτιο μύριζε από χασίς –μια μυρωδιά πούρχονταν και γαργάλευε ηδονικά τη μύτη.

Κάθισα σε μια κασέλα.

Ο γιατρός κάπνιζε απλά τσιγάρα και, καθώς φαίνεται, δεν ήξερε «τι καπνό φούμαραν» οι γύρω του και κάθε τόσο έλεγε ν’ ανοίξουν την πόρτα να πάρει αέρα, γιατί άρχισε να του πονάει το κεφάλι.

–  Γιατρέ, του ‘λεγε ο Φέρμας, κοιτάζοντας με τα θολά του μάτια, δεν σου πονάει η καρδιά για να πειράζεσαι στο κεφάλι απ’ τον καπνό μας.!…

–  Κάνε μας τίποτα, κανένα φακιρικό… είπα στο Φέρμα, που τον ήξερα για ηθοποιό και στις επαρχίες  για ηθοποιό – φακίρη σε αποτυχημένες «τουρνέ».

–  Τι να κάνω;… είπε και χαμογέλασε σκεφτικά.

–  Τη νοομαντεία κάνε μας!… του λέγει η Δώρα.

–  Νοομαντεία…  κάτι έκανε να πει ο γιατρός που κοιτούσε εντατικά τη Δώρα, που κάθουνταν πλάι μου στην κασέλα μα τον διάκοψε ο Φέρμας.

–  Αφήστε με βρε παιδιά…  κι είμαι και γω βαρεμένος…

–  Θα καπνίσεις;…  μου βάζει η Δώρα στο στόμα ένα τσιγάρο.

–  Πρέπει να ξεχνάει κανείς…  ανάβει το τσιγάρο μου απ’ τ’ αναμμένο το δικό της.

Πώς λάμπουν τα μάτια αυτού του κοριτσιού!

Ξάφνου βλέπω τ’ αριστερό πόδι του Φέρμα νάναι δεμένο μ’ έναν επίδεσμο, μέσ’ από την κάλτσα και να μη φορεί παπούτσι όπως στο άλλο του το πόδι, αλλά παντούφλα.

–  Τι έχει το πόδι σου, Φέρμα;

Μ’ αυτός μου χαμογελάει μυστηριωδώς και δεν μ’ απαντάει

– Κι εγώ του ‘πα να το κοιτάξω το πόδι του, μα δεν μ’ αφήνει,…  λέει ο γιατρός, δίχως να μπορή να ξεκολλήσει το μάτι του από τα κάπως αμέριμνα ξεσκέπαστα πόδια της Δώρας.

–  Ναι. Να το ιδείς, όπως το δόντι μου, που γι’ αυτό με μαχαίρωσες και δεν μπορώ να φάω δέκα μέρες!…

–  Εγώ έκανα απλώς μια «τομή»…  Τι να σου πω εγώ, αν εσύ το μόλυνες ύστερα;…

–  ‘Ασ’ τα αυτά! τον αποπαίρνει ο Φέρμας και για ν’ αποφύγει το θέμα του ποδιού του έρχεται στα πειράματα.

–  Βλέπετε, κύριοι…  μιλάει με φωνή επίσημη σαν να βρίσκεται μπρος σε πολυπληθές ακροατήριο.  –  Βλέπετε αυτή την εφημερίδα…  Λοιπόν, την κάνουμε

έτσι, την κάνουμε αλλοιώς, την κάνουμε, κι έτσι…

–  Τι έχει το πόδι του Φέρμα;…  σκύβω και ρωτάω σιγά τη Δώρα γιατί κάτι υποψιάζουμαι.

Μ’ αυτή με πλησιάζει, βάζει το στόμα της απάνω στ’ αυτί μου και μου λέει, ψιθυριστά, πως του Φέρμα δεν του πονάει το πόδι, αλλά του ‘χει λιώσει πιότερο τ’ αριστερό του παπούτσι, και γι’ αυτό…

Και ξεσπάμε κι οι δύο σε κάτι γέλια, τρελά, παράξενα.

Κι ο Φέρμας, που κατάλαβε την αιτία των γέλιων μας, μας κοιτάει χαμογελώντας.

–  Ορίστε, για τον κόπο σου!…  προσφέρει στη Δώρα μια χάρτινη ανθοδέσμη, που τελείωσε με την εφημερίδα.

Κι’ ύστερα ξαπλώνει κι’ αυτός στο χαμηλό του κάθισμα κι αρχίζει ένα γέλιο όμοιο με το δικό μας, μα βουβό και ήρεμο.

Ο γιατρός μας κοιτάει παραξενεμένος και κουνάει το κεφάλι του πάνω κάτω.

Ύστερα νευριάζεται μη ξέροντας τι να κάνει, πού να ρίξει τη ματιά του, κι έτσι κόβει και σε μας την όρεξη που ‘χαμε να γελάμε, καθώς τον βλέπουμε.

Γέρνει η Δώρα το κεφάλι της ζαλισμένη, κοιτώντας με.

Το ‘να της χέρι είναι ριγμένο στον ώμο μου και με τραβάει σιμά της.

Αχ, εκείνα τα μάτια της πόσο είναι μεγάλα!…  Ένας σωστός λαβύρινθος…

Πώς εκείνος ο Φέρμας γελάει εκείνο το γέλιο του το άφωνο!…

Ο γιατρός μας καλονυχτίζει και φεύγει.

Πώς έχει γίνει τόσο μικρός σα νάνος;…  Τι γελοία εμφάνιση που έχει λάβει…

Και μόλις κλείνει η πόρτα πίσω του, νιώθω δυο χείλια να ενώνουνται καυτερά πάνω στα δικά μου.

……………………………………………………………………………………………………………………………………..

–  Ξέρεις τι γούστο πο’χει ο γιατρός!…

Κάθε βράδυ φεύγει από δω μέσα «ντουμάνι» απ’ τα τσιγαριλίκια που καπνίζουμε κι ο «λελές» δεν καταλαβαίνει τίποτα.  Και με ρωτάει γιατί, λέει, το πρωί τού πονάει το κεφάλι…  Σήμερα ήρθε και μου ‘πε, ότι είναι βέβαιος, πως έχει η Αθήνα ελώδεις πυρετούς και γι΄αυτό του πονάει το κεφάλι, και πως από αύριο θαρχίση να παίρνει κινίνο…

Καλύτερα να μιλάη ο Φέρμας έτσι παρά να γελάει εκείνο το γέλιο του.

–  Να ξέρατε τι μου θυμίζει όποτε τον βλέπω;  Θυμάμαι βρε παιδιά, σαν τον βλέπω ένα φίλο μου στο στρατό, στη Μικρά Ασία… τον είδα στην οπισθοχώρηση να πεθαίνει πλάι μου, και φύλαξα να ξεψυχήσει για να του βγάλω τ’ άρβυλά του, που ‘σαν γερά πιότερο απ’ τα δικά μου για να μπορώ να τρέχω.  Μα νόμισα, σε μια στιγμή, εκεί που τον έσερνα, τραβώντας για να του τα βγάλω, πως μ’ αγριοκοίταζε με τα γουρλωμένα μάτια του…  Και πήρα ένα δρόμο!  Ωχ!…

Κοιτούσε ο Φέρμας εμπρός τρομαγμένος σα να ‘βλεπε κάτι το τρομερό ν’ αναδεύει μέσα στη θαμπή ατμόσφαιρα του δωματίου.

Κι’ απλώθηκε γύρω μας η σιωπή.

Κι’ από δίπλα μου, εγώ, ένοιωθα δυο άγρια μάτια να προβάλλουν και να ‘ρχονται, να’ ρχονται σιμά μου…  Γύριζα να τα ιδώ για να τ’ αποφύγω και ξάφνου με σίμωσαν, σαν αστραπή, κι’ έμπαιναν μέσ’ στα δικά μου και γίνονταν ένα.  Κι αυτό διαρκώς επαναλαμβανόνταν.  Αχ, τι εφιάλτης!

Η γυναίκα, καθισμένη πλάι μου στην ίδια κασέλα, σφίγγουνταν και πάλι πάνω μου.

Κι’ εγώ σφιγγόμουνα σιμά της, με δέος και πόθο μαζί.

–  ‘Αλλοτε μ’ αυτόν το φίλο μου, είχαμε τρυπώσει σ’ ένα σπίτι, για να ζητήσουμε ψωμί, γιατί είχαμε περιπλανηθεί μακρυά απ’ τους δικούς μας. Όταν ξάφνου, βρεθήκαμε σ’ ένα δωμάτιο με μια λιμνίτσα στη μέση που πλένονταν τρεις γυναίκες, με πέντε κοριτσόπουλα… Μπήξανε ξεφωνητά σαν τρομαγμένα πουλιά…  Εμείς μόνο λίγο ψωμί θέλουμε!… τους φωνάξαμε…  Κι οι άνδρες τους, που ‘χαν κρυφτεί, μόλις μας είδανε, βγήκαν και μας έδωσαν λίγο ψωμί…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Τραβάω και την τελευταία ρουφηξιά του τσιγάρου μου και το πετάω κάπου, δεν ξέρω πού.

Κλείνουν τα μάτια μου βαριά.

… Τι ήσαν αυτές οι φωνές, που ‘βγαιναν απ’ τον θερμό λουτρώνα;

Μα πως νόμισα πως οι γυναίκες ξεφώνισαν μόλις μ’ είδαν με το σύντροφό μου πλάι;  Να, που αυτές χαμογελούν έτσι ολόγδυτες που τις βλέπω.  Και τα νερά χαμογελούν άλλη μια φορά, που τις καθρεφτίζουν απ’ τη μέση κι απάνω, όσο είναι έξω.

Και βγαίνει μια από δαύτες μέσ’ από το νερό και πατάει ντροπαλά χάμω τις μωσαϊκές πλάκες με το λεπτό της ποδάρι.

Κι έρχεται για μένα, λικνιστή έτσι, που κάνει να τρέμουν τα γιομάτα μπούτια της και τα μελαψά της στήθη.

Έρχεται αυτή για μένα και στο δρόμο της αφίνει τ’ αχνάρια της βρεγμένης πατούσας της απάνω στα μωσαϊκά… που, αχ!  Θε μου, έχουν ένα τέτοιο πολυποίκιλο σχέδιο με κόκκινες γραμμές, που όσο το κοιτάω ζαλίζουμαι.

Νιώθω να μ’ αγκαλιάζει αυτή και να με φιλεί στα χείλη…

Μα τώρα δεν είμαι εγώ ο στρατιώτης, αλλά η γυναίκα που βγήκε μέσ’ απ το λουτρό…  Νοιώθω τα νερά να στεγνώνουν απάνω μου κι ανατριχιάζω και κρυώνω, σα να πεθαίνω…  Και πεθαίνω… κι είμαι γω τώρα ο στρατιώτης, που σέρνει ο Φέρμας στο χώμα χάμου, κάτω απ’ τον φλογερό ήλιο, για να μου βγάλει τα παπούτσια…  Κι εγώ είμαι αυτός, που κοιτάω με θυμωμένα μάτια…  Με τραβάει και με σέρνει ο Φέρμας απ’ τα πόδια…

Όταν βλέπω γύρω μου όλα να ‘ναι αχνόφωτα.

Και τα μάτια μου τα νιώθω τώρα, καθώς τ’ ανοιγοκλείνω και καίνε.

–  Βρε, τι έπαθες και κλοτσάς!…  ακούω σιμά μια γνωστή μου φωνή – το Φέρμα – να φωνάζει.

‘Εχει αρχίσει να γλυκοχαράζει πια.

Τι εφιάλτες, Θεέ μου, που μ’ ετυράννησαν όλη τη νύχτα!

Η Δώρα κοιμάται ακόμη μισόγυμνη και ξετραχηλωμένη, ακουμπώντας απάνω μου.

Κι ο Φέρμας, βρίσκεται πεσμένος απ’ το χαμηλό του κάθισμα, κάτω στα πόδια μας.

Τα μάτια μου καίνε.  ‘Ολο μου το σώμα είναι κομμένο και κρυώνω, γιατί έξω μουγκρίζει ένας τέτοιος βοριάς!

–  Καλημέρα!…

Σηκώνεται η Δώρα να μας ψήσει τον καφέ!

–  Ε, κοιμόσαστε ακόμα;…  άνοιξε το θυρόφυλλο και μπήκε ο γιατρός.

–  Κλείσε γρήγορα την πόρτα, γιατί φυσάει!

–  Δεν ξέρω τι σόι αρρώστεια να ‘ναι αυτή.  Απόψε, όλο το βράδυ, μου πονούσε το κεφάλι κι έβλεπα και κάτι όνειρα…

–  ‘Ετσι, ε;…  γελάει ο Φέρμας.

–  Πήρα τρία κουφέτα κινίνο και το κεφάλι μου πάει να φύγει…

–  Ελονοσία που ‘χει η Αθήνα!…

– ‘Ετσι, ε;…

Πηγή: sarantskos.Wordpress.com

Κακοκαιρία Daniel: Άλλαξε ο χάρτης της Θεσσαλίας – Πέντε ποτάμια συναντήθηκαν

Κακοκαιρία Daniel: Άλλαξε ο χάρτης της Θεσσαλίας – Πέντε ποτάμια συναντήθηκαν

Κακοκαιρία Daniel: Άλλαξε ο χάρτης της Θεσσαλίας – Πέντε ποτάμια συναντήθηκαν
Κακοκαιρία Daniel: Άλλαξε ο χάρτης της Θεσσαλίας – Πέντε ποτάμια συναντήθηκαν

Ο χάρτης της Θεσσαλίας άλλαξε μετά την επέλαση της κακοκαιρίας Daniel που αποδείχτηκε τρεις φορές πιο καταστροφικός από τον «Ιανό», ενώ βάσει των δορυφορικών δεδομένων, το μεγαλύτερο τμήμα των νομών Τρικάλων και Καρδίτσας έχει κατακλυστεί από τα νερά χειμάρρων και παραποτάμων του Πηνειού. 
 
Στη δορυφορική εικόνα, που ανέλυσε το κέντρο BEYOND του Αστεροσκοπείου Αθηνών, φαίνεται ότι η έκταση που πλημμύρισε από την κακοκαιρία Daniel (με το γαλάζιο και μπλε χρώμα) είναι τριπλάσια σε σύγκριση με την έκταση που είχε κατακλυστεί από τον Ιανό (με το μοβ χρώμα). 

Υπολογίζεται ότι ενώ ο Ιανός κατέστρεψε 150.000 στρέμματα, αυτή τη φορά πλημμύρισαν περίπου 450.000 στρέμματα εκ των οποίων το 97% καλλιεργήσιμη γη, γεγονός που προκαλεί προβληματισμό για την επόμενη μέρα ως προς την επάρκεια τροφίμων. 


Το ιδιαίτερο γνώρισμα της Θεσσαλίας είναι ότι εκεί συναντιούνται 5 ποτάμια. Ο Ενιπέας (10ος σε μέγεθος ποταμός της χώρας) έρχεται από τα ανατολικά του Παλαμά, μαζεύει νερά από όρος Όρθρυς στη Φθιώτιδα, βγαίνει στον θεσσαλικό κάμπο και εκεί  συναντά τον ποταμό Σοφαδίτη που έρχεται από Σοφάδες. Και οι δύο διέρχονται ανατολικά του Παλαμά και κατευθύνονται προς Πηνειό.
Δυτικά του χωριού Παλαμάς είναι ο Καλέντζης και Καράμπαλης και επίσης κατευθύνονται στον Πηνειό.
Όλοι αυτοί οι 4 συναντιούνται μεταξύ τους και πριν τη Μεταμόρφωση μπαίνουν στον Πηνειό, μαζί με τα νερά των χειμάρρων πάνω από τα Φάρσαλα.
Όλοι αυτοί οι ποταμοί φούσκωσαν από το μεγάλο ύψος βροχής, με αποτέλεσμα τις εικόνες αποκάλυψης που είδαμε. 

Η βροχή ήταν πρωτοφανής στα χρονικά, από την εποχή που συλλέγονται δεδομένα, περίπου 150 ετών και δεν θα μπορούσε να συγκρατηθεί ούτε αν τα αντιπλημμυρικά έργα ήταν τέλεια, πόσο μάλλον όταν υπάρχουν τέτοιες ελλείψεις.

Συγκεκριμένα: 

  • λείπουν πολλά αντιπλημμυρικά έργα, κυρίως φράγματα συγκράτησης στα βουνά και έργα διευθέτησης στις ορεινές λεκάνες 
  • τα υφιστάμενα αντιπλημμυρικά είναι λάθος διαστασιολογημένα 
  • αναχωματα, τάφροι και κανάλια, αρδευτικά και μη, είναι κατασκευασμένα με παρωχημένα δεδομένα 
  • λείπουν αναλυτικοί χάρτες πλημμυρικού κινδύνου και όσοι υπάρχουν δεν έχουν υπολογίσει τα φερτά υλικά αλλά μόνο τον όγκο του νερού
  • δεν έχουν γίνει διανοίξεις σε κοίτες ποταμών και εκβαθύνσεις ώστε να μπορούν να συγκρατούν περισσότερο νερό 

Πηγή: ΕΡΤ 

Ρεπορτάζ: Κατερίνα Χριστοφιλίδου

«Τελειωμένα»

Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο•
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μας συνεπαίρνει.

Κ.Καβάφης

Στο μοιρολατρικό «Τελειωμένα» ο Καβάφης καταγράφει τη διαρκή κατάσταση επαγρύπνησης στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι, καθώς αισθάνονται πως δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη σκληρότητα της πραγματικότητας και πως αργά ή γρήγορα θα έρθουν αντιμέτωποι με κάποιο χτύπημα της μοίρας…

Τα χεις μπερδέψει χοντρά Νίκο Δένδια

Μόλις μου ήρθε ένα tweet του Νικου Δένδια. «Ενημερώθηκα απο τον ΑΓΕΕΘΑ για τη συνδρομή του στρατού στους πολιτες κλπ».

Μας κάνεις πλάκα Νίκο Δενδια;Δεν είσαι εκεί για να «ενημερώνεσαι».Είσαι για να αποφασίζεις. Να συντονίζεις.Να δίνεις εντολές.Είσαι εν ολίγοις Υπουργος Εθνικής Άμυνας.Με όλη την ευθύνη.Αν δεν μπορείς καμία δουλειά δεν είναι ντροπη.Συνάδελφοι είμαστε.Ακου «ενημερώθηκα».Αυτή η έμμεση αποποίηση ευθύνης είναι εξοργιστική.

Ενημερώνεται ο Πρωτοσαλτε όχι ο Υπουργός.Ταχετε μπερδέψει χοντρά εκεί πέρα.

Πάνος Μπιτσαξής

Σήμερα ακόμα ψάχνουμε να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στις παράνομες ενέργειες των μεν και τις καταχρηστικές παραλείψεις των δε, αρνούμενοι να παρα-δεχτούμε ότι κοινός παρονομαστής είναι η απουσία ανθρωπιάς και η αίσθηση κοινής μοίρας.

Γιάννης Πανούσης καθηγητής εγκληματολογίας.

Δεν έχασες τίποτα σπουδαίο

Ένα αδέσποτο τσούρμο ήταν

Όλοι κι όλοι μιά μαύρη ομπρέλα…

Νιόβη Ιωάννου, Μία ομπρέλα ανοιχτή

ο Θεός μας ξέχασε επειδή ήμασταν φτωχοί!

Από:neoskosmos.com


6 September 2023

Ο Peter και η αδελφή του ως παιδιά, ντυμένοι με ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές, μαζί με τη μητέρα τους. Φώτο: Supplied

Ο βραβευμένος συγγραφέας Peter Polites, ο οποίος έχει γράψει τα γνωστά Down The Hume και The Pillars, επιστρέφει με ένα τρίτο μυθιστόρημα, το οποίο αφορά την οικογένεια.

Το God Forgets About the Poor αποτελεί μια ιστορία αγάπης προς τη μητέρα του, η οποία ήταν μετανάστρια. Μία ιστορία η οποία ήταν σημαντική για εκείνον να ειπωθεί.

Ο τίτλος προέρχεται από μια φράση της μητέρας του.

«Ξεκίνα την ιστορία από τότε που γεννήθηκα. Περιέγραψε το χωριό και το πόσο όμορφο ήταν. Στην πλαγιά ενός βουνού αλλά στη μέση ενός δάσους», θυμάται να του λέει.

«Αν περπατούσαμε σε ένα συγκεκριμένο σημείο στην άκρη της πλαγιάς, αποκτούσαμε θέα πάνω από την κοιλάδα και βλέπαμε τα σύννεφα βροχής να πλησιάζουν. Μερικές φορές βλέπαμε μια γάτα σε μια στέγη, και το ερμηνεύαμε ως προειδοποίηση για καταιγίδα. Όταν κοιτούσαμε κάτω, βλέπαμε το χώμα, το οποίο ήταν εξίσου πλούσιο με τον ουρανό. Το νησί μου, το νησί σου, το νησί μας».

«Μερικές φορές νομίζω ότι ο Θεός μας ξέχασε επειδή ήμασταν φτωχοί».

Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία της ζωής της μητέρας του Polites, η οποία ξεκινά από το χωριό της στη Λευκάδα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και συνεχίζει με την αιματηρή αδελφοκτονία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, τον χρόνο που πέρασε η ίδια στο νοσοκομείο, σε ηλικία τεσσάρων ετών – μετά από μια ασθένεια που άφησε το ένα πόδι παραμορφωμένο – καταλήγοντας στη ζωή της ως πλέον ενήλικη στην Αθήνα και χωρίς οικογένεια, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών ανέλαβε την εξουσία το 1967.

Η σύγκρουση ήταν κυρίαρχη στη ζωή της και την ακολούθησε έως την Αυστραλία.

Μαζί με τις πέντε αδελφές της, γεννήθηκε σε μία κοινωνία, που «ανύψωνε» το ανδρικό φύλο, με την μητέρα της να απαντά «δεν έχω παιδιά, μόνο κόρες», όποτε ερωτώταν.

Ο Polites εξηγεί στον «Νέο Κόσμο» τους λόγους για τους οποίους επιθυμούσε να αφηγηθεί την ιστορία της μητέρας του, και μοιράζεται ένα κοινό στερεότυπο.

«Νομίζω ότι όλοι έχουν μια ιστορία να πουν και νομίζω ότι πολλές φορές δεν ξέρουμε πώς να την πούμε», δήλωσε.

«Αυτό που πραγματικά με ενέπνευσε να γράψω αυτό το μυθιστόρημα ήταν η ιδέα ότι οι ιστορίες μιας συγκεκριμένης γενιάς Ελληνίδων μεταναστριών έχουν μείνει στην αφάνεια», πρόσθεσε και συνέχισε λέγοντας:

«Αυτές οι Ελληνίδες αντιμετωπίζονται ως αστείο, ως ατάκα. Νομίζω ότι αυτές οι γυναίκες κρύβουν πολύ ενδιαφέρουσες εμπειρίες και ιστορίες.

Υπάρχει ένα ανέκδοτο για τις ηλικιωμένες Ελληνίδες ότι πάντα προσφέρουν φαγητό και ότι γενικά επικρατεί έντονα η νοοτροπία του «φάε, φάε, φάε»… αλλά αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι μεγάλωσαν κατά τη διάρκεια του λιμού».

Ο Polites, επισημαίνει ότι «δεν μιλούν πολλοί άνθρωποι για το λόγο που προσφέρουν φαγητό και γιατί το φαγητό αποτελεί ένα τέτοιο σύστημα αξιών ή ένα πολιτιστικό προϊόν».

«Είναι επειδή λιμοκτονούσαν. Έτσι, ήθελα να διορθώσω τις αναπαραστάσεις αυτών των γυναικών», εξηγεί.

Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για το βιβλίο, ο Polites εξέτασε Έλληνες ακαδημαϊκούς σε όλη την Αγγλία και την Ευρώπη, οι οποίοι μελετούσαν τα τρόφιμα που κατανάλωναν οι ‘Έλληνες την περίοδο του λιμού, και κατέληξε στο εξής συμπέρασμα σχετικά με την ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας:

«Αυτό που βρήκα ενδιαφέρον ήταν ότι η διαφορά μεταξύ του τι έτρωγαν κατά τη διάρκεια του λιμού και του του τι τρώγαμε εμείς μεγαλώνοντας στην Αυστραλία, δεν ήταν τόσο μεγάλη».

«Μιλάω για τα χόρτα, τις φακές, το ψωμί, τη ρεβιθάδα, βασικά δηλαδή ελληνικά τρόφιμα. Για το γεγονός ότι είμαστε μια χώρα με πληθώρα επιλογών, αλλά ακολουθούμε ένα μοντέλο διατροφής το οποίο στηρίζεται στην πρόσληψη των βασικών θρεπτικών συστατικών που είναι απαραίτητα για την επιβίωσή μας, το οποίο είναι μάλιστα πιο υγιές σε σχέση με το τι τρώνε οι περισσότεροι άνθρωποι».

Αυτή η διαπίστωση αποτελεί απόδειξη του πολιτισμικού jet lag που ζούμε εμείς οι Ελληνοαυστραλοί. Όταν οι Έλληνες ήρθαν στην Αυστραλία, έφεραν μαζί τους τα έθιμα και τον πολιτισμό τους, και καθώς ο χρόνος περνούσε, τα έθιμα αυτά πέρασαν στις επόμενες γενιές.

Στην Ελλάδα, οι καιροί έχουν αλλάξει, αλλά στην Αυστραλία, ενώ προφανώς υπάρχουν αλλαγές, πολλές παλιές παραδόσεις έχουν διατηρηθεί

«Λιμοκτονούσαμε στην Ελλάδα και λιμοκτονούσαμε για την Ελλάδα στην Αυστραλία», λέει η μητέρα του Polites, και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια.

«Δεν ξέρεις το παραμικρό για μένα. Ένας γιος δεν μπορεί ποτέ να δει τη μητέρα του ως γυναίκα. Θα με δεις μόνο σε σχέση με σένα. Έχω ζήσει χίλιες ζωές πριν καν συλληφθείς εσύ ως ιδέα».

Αυτή η συγγραφική εμπειρία έμαθε στον Polites περισσότερα για τη μητέρα και τη γιαγιά του μέσω της θείας του και των εξαδέλφων του, ενώ τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι η μητέρα του, προτού γίνει μητέρα, ήταν ένας άνθρωπος που είχε διαμορφωθεί πλήρως σε ατομικό επίπεδο, και ότι ο ίδιος, δεν ήταν η αιτία των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι γονείς του.

«Το λέω με μία δόση χαράς, ότι η οικογένειά μου είναι ως ένα βαθμό δυσλειτουργική, όπως οι οικογένειες όλων μας, και χαίρομαι που έμαθα ότι η οικογένειά μου ξεκίνησε πολύ πριν καν γεννηθώ».

«Αυτό αποτελεί μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διαπίστωση, και κάτι που αξίζει να σκεφτείς όταν νομίζεις ότι είσαι η αιτία όλων των προβλημάτων, κάτι που κάνουμε συχνά όλοι ως έφηβοι. Και νομίζω ότι κάποιοι άνδρες και κάποιες γυναίκες δεν το ξεπερνούν ποτέ αυτό.

«Δεν βλέπουν ποτέ τους γονείς τους ως ξεχωριστές οντότητες που είχαν διαφορετικές ελπίδες και όνειρα για τους εαυτούς τους».

Τα τελευταία κεφάλαια του God Forgets About the Poor παρουσιάζονται από την οπτική γωνία του Polites και της αδελφής του, και περιέχουν ανατροπές, χωρίς όμως να ξεφεύγουν από την αρχική ιστορία.

Οι αιχμηρές παρατηρήσεις της πρωταγωνίστριας για τα παιδιά της, δεν αναιρούν την υπερηφάνεια που νιώθει τελικά ως μητέρα. Κάτι με το οποίο μπορούν να ταυτιστούν πολλοί αναγνώστες.

Περιγράφει τον Peter ως ένα «ήσυχο μωρό» το οποίο «δεν έκλαιγε ποτέ, κοιμόταν στην ώρα του και έτρωγε», λέγοντας ταυτόχρονα στον εαυτό της « ‘Γι’ αυτό οι Έλληνες αγαπούν τα αγόρια! Αλλά μετά κατέληξες γκέι».

Η αδελφή του από την άλλη, τη γλίτωσε πιο φθηνά.

«Η αδελφή σου… Τώρα είναι μεγάλη δικηγόρος και κέρδισε μια υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο στην Καμπέρα. Αλλά κοίταξε γύρω σου το χάλι. Το Ανώτατο Δικαστήριο θα σκουπίσει;»

Ο Polites λέει ότι ήταν σημαντικό να παρουσιαστεί η προοπτική τους, επειδή τα παιδιά αποτελούν προέκταση των γονέων τους.

«Η οικογένεια ήταν ένα τόσο καθορισμένο σύστημα αξιών για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινότητας, δεν βλέπω τόσο πολύ το διαχωρισμό μεταξύ μητέρας και παιδιών. Απλά πιστεύω ότι είμαστε μέρος, κατά κάποιο τρόπο, ενός οργανισμού».

«Αυτό που μου αρέσει στους παραδοσιακούς Έλληνες είναι ότι δεν βλέπουν τον εαυτό τους ως μία ξεχωριστή οντότητα από την μονάδα της οικογένειας. Έτσι, αν κάποιος κάνει κάτι κακό ή καλό, τότε αυτό έχει αντίκτυπο σε όλη την οικογένεια. Και αυτό είναι και καλό και κακό με διαφορετικούς τρόπους».

Ο Polites φέρνει στο φως την ιστορία της μητέρας του, μιας μετανάστριας που έζησε πολλές ζωές, σίγουρα μια συνηθισμένη ιστορία στην ελληνική κοινότητα, και ενώ ο τίτλος υποδηλώνει ότι ο θεός μπορεί να ξεχάσει τους φτωχούς, ο Polites θέλει να βεβαιωθεί ότι ο Κόσμος δεν πρόκειται να το κάνει.

Blue Horizon: Η διαφήμιση των Blue Star Ferries με τον καπετάνιο να περιμένει τον αργοπορημένο επιβάτη

Ο καπετάνιος του πλοίου περιμένει μέχρι να μπει και ο τελευταίος επιβάτης. Αυτήν την εικόνα πρόβαλε η Blue Star Ferries για την εξυπηρέτηση των επιβατών

«Τους περιποιούμαστε, τους φροντίζουμε, μας ενώνουν στιγμές όμορφες αλλά και δύσκολες» αναφέρει ένα διαφημιστικό σποτ της Blue Star Ferries το 2017. Οι δύσκολες στιγμές για τις οποίες μιλά ο αφηγητής ντύνονται με τα σχετικά πλάνα.

Σε αυτά βλέπουμε έναν αργοπορημένο επιβάτη με κοστούμι και χαρτοφύλακα να τρέχει να προλάβει το καράβι που ετοιμάζεται να φύγει. Αφού μπαίνει μέσα ακόμα ένας αργοπορημένος, αυτή τη φορά φαντάρος με τη στολή του και τον χαρακτηριστικό σάκο «λουκάνικο» τρέχει να προλάβει.

Ο καπετάνιος παρατηρεί και περιμένει να επιβιβαστεί και ο τελευταίος επιβάτης για να δώσει το σήμα να ξεκινήσει το καράβι. Εξάλλου τους έχει χαιρετήσει όλους προσωπικά πιο πριν.

Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν μόνο στις διαφημίσεις. Τη φρικτή πραγματικότητα την είδαμε στα βίντεο των επιβατών και την ακούσαμε από τους μάρτυρες που φώναζαν ότι ο 36χρονος Αντώνης κινδυνεύει να πνιγεί και χτυπούσαν την πόρτα του καπετάνιου χωρίς ανταπόκριση.

Τα ωραία λόγια της διαφήμισης ηχούν σήμερα τραγικά

Γιατί προτεραιότητα ήταν όπως φαίνεται, το καράβι να συνεχίσει απρόσκοπτα το δρομολόγιό του για να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του, ακόμα κι αν μόλις ένας άνθρωπος βρέθηκε στη θάλασσα όχι μόνος του όπως ειπώθηκε αρχικά, αλλά μετά από τις σπρωξιές μελών του πληρώματος.

«Το σπίτι μας είναι ανοικτό σε όλους» λέει ο ηθοποιός που υποδύεται τον καπετάνιο στο διαφημιστικό σποτ, φράση που ηχεί τραγικά σήμερα.

H πλοιοκτήτρια εταιρεία Attica Group χρειάστηκε πάνω από 12 ώρες από τη δολοφονία για να βγάλει μία λιτή ανακοίνωση 29 λέξεων κάνοντας λόγο για τραγικό συμβάν.

Και μετά την κατακραυγή χρειάστηκαν άλλες περίπου πέντε ώρες για να εκδώσει νέα ανακοίνωση όπου χαρακτηρίζει τις σκηνές αδιανόητες που «δεν συνάδουν με τις αξίες του Ομίλου και δεν εκφράζουν ούτε στο ελάχιστο το ήθος και τον επαγγελματισμό, όχι μόνο των πληρωμάτων μας, αλλά και της ελληνικής ναυτοσύνης στο σύνολό της».

πηγή:in.gr

Τι στην ευχή μας έχει συμβεί σε αυτή τη χώρα και έχουμε απαξίωση τόσο την ανθρώπινη ζωή;

Το περιστατικό με τον επιβάτη που πέταξαν στη θάλασσα στον Πειραιά 2 μέλη του πληρώματος του blue Orizon με αποτέλεσμα να σκοτωθεί είναι ένα ακόμη τραγικό σύμπτωμα μιας κοινωνίας σε πλήρη αποσύνθεση…

LIFO. gr /Θοδωρής Αντωνόπουλος