Γενάρης τοῦ 1919. Ὁ Μεγάλος Πόλεμος ἔχει τελειώσει, ὁ Κάιζερ ἐκθρονιστεῖ, ἡ Δημοκρατία τῆς Βαϊμάρης εἶναι στὰ σπάργανα, οἱ μπολσεβίκοι ἔχουν δεκατέσσερις μῆνες ποὺ καβάλησαν τὴν ἐξουσία στὴ Ρωσσία, οἱ ὁμοΐδεάτες τους σπαρτακιστὲς μόλις δοκίμασαν νὰ τοὺς μιμηθοῦν στὴ Γερμανία. Σ’ αὐτὴ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, ὁ μεγαλύτερος πολιτικὸς στοχαστὴς τῆς ἐποχῆς, ἀπὸ τοὺς μέγιστους στὴ διαχρονία, καλεῖται ἀπὸ ἕναν φοιτητικὸ σύλλογο νὰ δώσει στὸ Μόναχο μιὰ διάλεξη γιὰ τὴν πολιτική.
Τὸ νεανικὸ ἀκροατήριό του, τὸ ξέρει, σὲ μεγάλο βαθμὸ εἶναι διαβρωμένο ἀπὸ τὸν τυφλὸ ἠθικισμό. Ὁ ἀκραῖος πασιφισμὸς ἔχει ζευγαρώσει μὲ τὴ σοσιαλίζουσα στράτευση καὶ μὲ θέρμη θρησκευτικὴ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ τοὺς πολιτικοὺς νὰ κάνουν δυνατὰ τὰ ἀδύνατα, νὰ πραγματώσουν τὰ ἐξωπραγματικά.
Ὁ ὁμιλητής, ποὺ ὡς δάσκαλος ἀκαδημαϊκὸς γνωρίζει καλὰ αὐτὰ τὰ παιδιὰ καὶ δὲν ἔχει παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν προσπάθεια νὰ τὰ συνετίσει, δὲν θὰ μασήσει τὰ λόγια του. «Κοκορόμυαλους», «ἀνθρώπους χωρὶς ψυχικὴ σταθερότητα», θὰ ἀποκαλέσει ὅσους νομίζουν ὅτι εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπιβάλουν στὴν πολιτικὴ πράξη τὴν ἰδεαλιστικὴ ἠθικὴ τοῦ φρονήματοςἀπὸ τὴν ὁποία διακατέχονται. Ὁ πολιτικὸς ὀφείλει νὰ δρᾶ μὲ βάση τὴν ρεαλιστικὴ ἠθικὴ τῆς εὐθύνης, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν του τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὶς ἀδυναμίες της. Νὰ μὴ φλερτάρει μὲ τὶς «δαιμονικὲς δυνάμεις» ποὺ ξεμυαλίζουν τοὺς πολλοὺς πετῶντας τους σὰν δόλωμα τὰ ἰδεώδη, γιὰ νὰ τοὺς ρίξουν μετὰ στὸ βάραθρο.
«Ὁ εἰρηνιστὴς ποὺ πράττει κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο τὰ ὅπλα θὰ τὰ ἀρνηθεῖ ἢ θὰ τὰ καταθέσει, ὅπως τὸ πρότειναν μερικοὶ στὴ Γερμανία, ὡς χρέος του ἠθικὸ γιὰ νὰ βάλει τέλος στὸν πόλεμο καί, μαζὶ μ’ αὐτόν, σὲ κάθε πόλεμο. Ὁ πολιτικὸς θὰ πεῖ: μόνο ἀσφαλὲς μέσον γιὰ νὰ ἀποκλειστεῖ ὁ πόλεμος στὸ προβλεπτὸ μέλλον θὰ ἦταν ἡ διηνεκὴς εἰρήνευση ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ παρόντος status quo. Τότε οἱ λαοὶ θὰ ρωτοῦσαν: πρὸς τί ὁ πόλεμος ἀφοῦ ἡ παροῦσα κατάσταση ἔτσι κι ἀλλιῶς δὲν ἀλλάζει; Ἡ διεξαγωγή του θὰ ὁδηγοῦσε ad absurdum – πράγμα ποὺ τώρα δὲν συμβαίνει. Διότι γιὰ τοὺς νικητές –ἂν μή τι ἄλλο, γιὰ ἕνα τμῆμα τους– ὁ πόλεμος πολιτικὰ συμφέρει. Καὶ φταίει σ’ αὐτὸ ἐκείνη ἡ στάση ποὺ μᾶς ἀπαγόρευσε νὰ τοὺς ἀντισταθοῦμε. Καὶ ἔτσι, ὅταν πιὰ θὰ ἔχει παρέλθει ἡ περίοδος τῆς τωρινῆς ἐξουθένωσης, ἀπαξιωμένη θὰ εἶναι ἡ εἰρήνη, ὄχι ὁ πόλεμος: εἶναι κι αὐτὴ μιὰ συνέπεια τῆς ἀπόλυτης ἠθικῆς.»
Μὲ τὴ στάση σας, λέει στοὺς ἠθικιστές, στρώνετε τὸν δρόμο στὴν Ἀντίδραση, νομιμοποιεῖτε τὴ βία τὴν ὁποία ὑποτίθεται ὅτι ἀντιμάχεστε, δίνετε τὴν ἐξουσία στοὺς τυράννους, ἐπιτυγχάνετε τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο αὐτοῦ ποὺ ἐπιδιώκετε. «Θὰ τὰ ξαναποῦμε σὲ δέκα χρόνια», καταλήγει.
«Ἐμπρός μας δὲν ἔχουμε τὴν ἀνθοφορία τοῦ θέρους, ἀλλὰ μιὰ πολικὴ νύχτα παγερῆς σκοτεινιᾶς καὶ σκαιότητας, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ παράταξη ποὺ φαίνεται σήμερα ὅτι θὰ ἐπικρατήσει. Διότι ἐκεῖ ὅπου τίποτε πιὰ δὲν ὑπάρχει, δὲν χάνει μόνο ὁ Kάιζερ, ἀλλὰ καὶ ὁ προλετάριος τὸ δίκιο του. Ὅταν ἡ νύχτα αὐτὴ σιγὰ σιγὰ διαλυθεῖ, ποιός θὰ ἔχει μείνει ζωντανὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἄνθιζαν τόσο περίλαμπρα πρῶτα;»
Ὁ Μὰξ Βέμπερ τὴν ὑπόσχεση πρὸς τοὺς φοιτητές του δὲν τὴν τήρησε. Πέθανε μόλις τὴν ἑπόμενη χρονιά, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1920, θῦμα κι αὐτὸς –ὅπως κι ἄλλοι σπουδαῖοι: ὁ Γκυγιὼμ Ἀπολλιναίρ, ὁ Γκούσταφ Κλίμτ, ὁ Ἔγκον Σίλε– μιᾶς ἐπιδημίας, τῆς ἱσπανικῆς γρίπης τοῦ Μεσοπολέμου. Ὅμως σὲ ὅλα τὰ ἄλλα βγῆκε ἀληθινός. Ὁ ἀνεδαφικός, ἀνυποχώρητος ἰδεαλισμὸς τῆς «καθαρῆς» ἀριστερᾶς, ἀφοῦ πρῶτα παρέδωσε στὸ μαχαίρι τοῦ Στάλιν τὴ Ρωσσία, ἄνοιξε τὸν δρόμο στὸν Χίτλερ. Αὐτοῦ τοῦ τελευταίου πάλι, οὐσιώδης ἀρωγὸς στάθηκε ἡ μωρία ἑνὸς ἄλλου καθαροῦ δόγματος, τοῦ ἀποχαλινωμένου καπιταλισμοῦ καὶ τῶν χρηματιστηριακῶν του κατορθωμάτων ἐκείνη τὴν ἀποφράδα Πέμπτη τοῦ 1929.
Κάθε φορὰ ποὺ ἡ ἠθικὴ ἀκτινοβολία ἑνὸς «καθαροῦ ἰδεώδους» μᾶς τυφλώνει, ἡ κατάληξη εἶναι ἡ ἴδια: τὰ ἐρείπια. Τότε ἦταν τὸ καθαρὸ ἰδεῶδες τοῦ Τέλους τῆς Ἱστορίας ποὺ ὁδήγησε, ἐμμέσως ἢ ἀμέσως, στὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα τῆς ἱστορίας. Σήμερα εἶναι ἄλλα «καθαρὰ» ἰδεώδη. Τὸ ἀνεγκέφαλο «πιστεύω εἰς μίαν ἐλευθέραν καὶ ἀναμάρτητον ἀγορά», ἀπὸ τὴ μιά, καὶ ἡ κουφιοκέφαλη ὀρθοπολιτικὴ τοῦ τύπου «κανεὶς ἄνθρωπος δὲν εἶναι παράνομος» ἀπὸ τὴν ἄλλη, ποὺ ἀνοίγουν τὸν δρόμο στὶς δαιμονικὲς δυνάμεις: στὴ βία, τὴ μισαλλοδοξία, τὸν ζηλωτισμό.
Ἡ Πολιτικὴ ὡς ἐπάγγελμα τοῦ Μὰξ Βέμπερ δὲν εἶναι καμιὰ διακήρυξη ἀπὸ αὐτὲς τοῦ συρμοῦ. Εἶναι ἕνα ἀντιμανιφέστο. Ἕνα δριμὺ κατηγορῶ κατὰ τοῦ ἰστριονισμοῦ καὶ τῆς ἀνευθυνότητας. Κατὰ τῶν τυφλῶν ποὺ παριστάνουν τοὺς ὁραματιστὲς καὶ τὴν ἀνθρωπιά τους ἔχουν βαλθεῖ νὰ τὴ διαδώσουν μὲ τὴν ξιφολόγχη.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ