Ιστορική φωτό

1975. Κάτοικοι της κοιλάδας του Μόρνου, στην περιοχή του κάμπου (θέση Τσαμπάδες) του χωριού Κόκκινος, προσπαθούν να πάρουν ό,τι μεταφέρεται γιατί έχει αρχίσει να κατασκευάζεται το φράγμα της λίμνης που τα νερά της θα σκεπάσουν τα πάντα …

Ιδεολογίες

Οι ιδεολογίες είναι υποκατάστατα της αληθινής γνώσης, και οι ιδεολόγοι είναι πάντα επικίνδυνοι όταν έρχονται στην εξουσία, επειδή μια απλοϊκή προσέγγιση του «τα ξέρω όλα» δεν ταιριάζει με την πολυπλοκότητα της ύπαρξης»

Σύγκρινε τον εαυτό σου με αυτό που ήσουν χθες, όχι με αυτό που είναι κάποιος άλλος σήμερα..

Τζόρνταν Πίτερσον Καναδός κλινικός ψυχολόγος, καθηγητής και συγγραφέας.

ΑΡΕΣ ΜΑΡΕΣ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΕΣ

Η Έκφραση προέρχεται από αρχαίες Ελληνικές κατάρες. Στον ενικό η λέξη είναι Κατάρα Κατ-άρα Με την πάροδο των χρόνων για λόγους καθαρά εύηχους και μόνο προσετέθη και το «Μ». Δηλαδή: Κατ-άρα-μάρα. Και έτσι στη νεότερη ελληνική έγινε -αρα-μάρα, άρες μάρες, έβαλαν και την «κούφια» ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρες (κούφια δεν είναι τα κουκουνάρια;)και δημιουργήθηκε αυτή η καινούρια φράση! την λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως ακούσαμε κάτι χωρίς νόημα και χωρίς ουσία!

Ὁ μικρὸς Σαμαράς

Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ὁ μικρὸς Σαμαράς
Ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη συλλογὴ “Στους Κήπους του Δημιουργού”

Ἄκουσα τὸ σφύριγμα τῆς ἄσπλαχνης σφαίρας, τὴν ὥρα ποὺ κινοῦσε ἀπὸ τὴν κάννη τοῦ ὅπλου ποὺ μὲ σημάδευε κατευθεῖαν στὴν καρδιά. Ἔνιωσα ἕνα μούδιασμα. Μιὰ σύγχυση. Δὲν ἔκανα τὴν παραμικρὴ κίνηση γιὰ νὰ τὴν ἀποφύγω. Δὲν μποροῦσα ἄλλωστε νὰ φυλαχτῶ. Ἡ ἐνέδρα ποὺ μᾶς εἶχαν στήσει οἱ ἀπέναντι ἦταν καλὰ ὀργανωμένη. Ὅταν ἡ σφαίρα τρύπησε μὲ βία τὴ σάρκα μου, ψιθύρισα “Μανούλα μου, χάθηκα”.
Ἤμουν τότε εἰκοσι δύο χρόνων. Δὲν εἶχα ἀκόμη ψωμώσει ἀρκετὰ κι ἔδειχνα πολὺ μικρότερος. Λένε ὅτι ἤμουν ὄμορφο καὶ καλὸ παιδί. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ κρίνω. Δὲν ἔχει σημασία αὐτὸ ἄλλωστε. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία, εἶναι πὼς ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο τόσο νωρίς. Ἤθελα νὰ παντρευτῶ, νὰ κάνω οἰκογένεια. Παιδιὰ κι ἐγγόνια. Ἤθελα νὰ σπέρνω, νὰ θερίζω, ν’ ἁλωνίζω… Ἔτσι ἤθελα. Νὰ συνεχίσω μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως οἱ προηγούμενοι. Ὁ πάππος κι ὁ πατέρας μου.
Στὰ γράμματα δὲν τὰ πήγαινα καλά. Μετὰ ἦρθε ὁ πόλεμος καὶ σταμάτησα τὸ σχολεῖο. Βοηθοῦσα τὴν οἰκογένειά μου, ὅπως μποροῦσα. Πότε μὲ λίγα μαρτίνια ποὺ εἴχαμε, πότε στὴ σπορά, στὸ θέρο καὶ στ’ ἁλώνισμα. Καὶ στὶς πεῦκες. Πελεκοῦσα ἀσταμάτητα τὶς πεῦκες ἀπὸ τὸ φεῦγα τῆς ἄνοιξης, ὅλο τὸ καλοκαίρι καὶ μέχρι τὸν Ὀχτώβρη. Μάζευα ρετσίνι. Μύριζα ρετσίνι. Ἡ μυρωδιὰ τοῦ ρετσινιοῦ ἔχει μείνει ἀκόμη πάνω μου. Κατόπι, ἐρχόταν ἡ σπορά, μετὰ τὶς φθινοπωρινὲς βροχές. Ὅλες τὶς δουλειὲς τὶς ἔκανα. Λίγα πράματα ὅμως. Κανεὶς δὲν εἶχε πολλά. Ὅλοι ἔπρεπε νὰ δουλεύουμε στὰ χτήματα σκληρά. Κι ἐκεῖνο τὸ λίγο, ὅταν ὑπῆρχε, μᾶς γέμιζε ὅλους εὐτυχία.
Ἐμεῖς μέναμε σ’ ἕνα χαμόσπιτο στὴν Κάτω Ρούγα. Δὲν εἴχαμε κατώι μὲ βαγένια, ‘τὶ δὲν εἴχαμε ἀμπέλι νὰ κάνουμε κρασί. Τὸ σπίτι μας δὲν ἤτανε δίπατο. Ἕνα ταπεινὸ σπίτι ἦταν. Ἤμασταν ἥσυχοι ἄνθρωποι. Ἕξι νοματαῖοι. Ἡ δόλια μάνα μου, ὁ πατέρας μου κι ἐμεῖς˙ τὰ τέσσερα παιδιά. Δυὸ ἀγόρια καὶ δυὸ κορίτσια. Ποτὲ τὸ ψωμὶ δὲν ἔφτανε. Καὶ πρὶν τὸν πόλεμο θυμᾶμαι, σὰν μεγαλύτερος, τὸ τραπέζι μας ἦταν φτωχικό. Στὸν πόλεμο τὰ πράματα ἔγιναν χειρότερα.
Στὸ σπίτι δὲ μιλούσαμε πολύ. Ὁ πατέρας μου διέταζε. Ὅλοι ὑπακούαμε. Ἦταν ἥσυχος ἄνθρωπος. Δὲν ἦταν ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἔλεγαν πολλά. Δὲν εἶχε λόγο καὶ δὲν τὸν ἐνδιέφερε νὰ ἔχει λόγο στὸ χωριό. Μᾶς μεγάλωνε μὲ σεβασμὸ στὸ Θεό. Νηστεύαμε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ καὶ δὲ χάναμε ποτὲ τὴ λειτουργία. Τηροῦσε τὴν τάξη καὶ τὴν ἱεραρχία. Σεβόταν τοὺς ἄρχοντες τοῦ χωριοῦ καὶ τοὺς τιμοῦσε. Δὲν εἶχε ἔχθρες μὲ κανέναν, ποτὲ δὲν πῆγε σὲ δικαστήριο. Ἔτσι ζούσαμε φτωχικὰ καὶ δὲν πειράζαμε κανέναν. Μήτε μᾶς πείραζε κανείς. Στὴν Κατοχὴ ἀλλάξανε τὰ πράματα. Ἔπρεπε, λέει, νὰ εἶσαι ἢ μὲ τὸν ἕναν ἢ μὲ τὸν ἄλλον.
Ἐγὼ δὲν καταλάβαινα καὶ πολλά. Δὲ γνώριζα τί θὰ πεῖ μίσος. Δὲν πρόλαβα νὰ μισήσω ἢ ν’ ἀγαπήσω. Δὲν ἀγάπησα, ὅσο ἤμουν στὸ χωριό. Κι αὐτό γιατὶ ἔβανα τὸ κεφάλι κάτω καὶ δούλευα. Ὅ,τι δουλειά μοῦ ἔλεγε ὁ πατέρας νὰ κάνω, τὴν ἔκανα χωρὶς ἀντίρρηση. Ποτὲ δὲ μὲ εἶχε μαλώσει. Ποτὲ δὲν τὸν εἶχα πικράνει. Ἤμουν ὁ πρῶτος του, ὁ ἀδερφός μου ὁ Ἀντρέας ἦταν ὁ μικρότερος. Στὴ μέση τὰ κορίτσια.
Στὴν Κατοχὴ ὁ πατέρας μου κράτησε μιὰ ἰσορροπία. Οὔτε μὲ τὸν ἕναν, οὔτε μὲ τὸν ἄλλον. Εἶχε ὅμως κάποια ὑποχρέωση στὴν οἰκογένεια τοῦ Μακελλάριου. Ἕνα δάνειο σὲ δύσκολη στιγμή. Καὶ μυστικὰ μιλοῦσε μαζί του. Ὕστερα, οἱ Σπηλιόπουλοι ἦσαν φερτοί. Δουκαῖοι. Δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ τόπο μας. Δὲν τοὺς ἀντιπαθοῦσε, μὰ εἶχε ἕνα κράτημα ἀπέναντί τους, ὅπως καὶ σὲ κάθε ξένο άλλωστε.
Ὅταν ἔφυγαν οἱ γερμανοί, χαρήκαμε ὅλοι. Δὲν ξέραμε τί ἔρχεται κατόπι. Μιὰ μέρα ἀκούστηκε ὅτι στὴν Ἀθήνα ἔγινε κίνημα, ἐπανάσταση, δὲν ξέρω. Πῆγαν νὰ καταλάβουν τὸ κράτος, λέει, καὶ τὸ κράτος ἀντέδρασε. Τὰ νέα ἦσαν πολλὰ καὶ ὅλο ἄλλαζαν. Ἐμεῖς, τὴ δουλειά μας.
Ἕνα σούρουπο ὁ πατέρας μου πῆγε νὰ πάρει λίγο πετρέλαιο, ν’ ἀνάβουμε τὶς λάμπες. Ὅταν γύρισε σπίτι, εἶπε πὼς κάτι κακὸ θὰ γενεῖ. Μάλωναν ἄσκημα στὸ μαγαζὶ οἱ μὲν μὲ τοὺς δέ.
—Ἀπὸ μᾶς κανεὶς δὲ θὰ ἀνακατευτεῖ, εἴπε. Αὐτὰ τὰ πράματα δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ… Δὲν εἶναι γιὰ μᾶς. Τελεία καὶ παύλα…
Ἐμεῖς, μόνο ἂν ὑπῆρχε ἀνάγκη ἀνεβαίναμε στὴν πλατεία. Δὲν θέλαμε νὰ μπλέξουμε, φυλαγόμασταν. Ὥσπου μία νύχτα, τὴν ὥρα ποὺ τρώγαμε λίγο τραχανά, χτύπησε ἡ πόρτα μας. Ἔγινε σιωπή. Ὁ πατέρας μου εἶπε μὲ ἀπορία:
—Ποιός νά ’ναι;
Σηκώθηκε, πῆρε τὴ λάμπα στὸ χέρι καὶ ρώτησε ποιός εἶναι πρὶν ἀνοίξει τὴν πόρτα.
—Ἄνοιξε, Χρῆστο, ἀκούστηκε μιὰ βραχνὴ φωνή, ὁ Μακελλάριος εἶμαι…
Ὁ πατέρας μου τράβηξε τὸ σύρτη καὶ σήκωσε τὴ λάμπα νὰ φωτίσει τὸ πρόσωπο τοῦ ἐπισκέπτη.
—Καλησπέρα, νὰ μὲ συμπαθᾶτε γιὰ τὴν ἐνόχληση, καλή σας ὄρεξη, βλέπω τρῶτε…, εἶπε ὁ ἐπισκέπτης.
—Γειά σου, Μαρίνη, εἶπε ὁ πατέρας μου, κόπιασε μέσα, ἔλα, τί νὰ σὲ φιλέψουμε γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μᾶς κάνεις;
—Τίποτα, Χρῆστο, δὲν χρειάζεται νὰ μὲ φιλέψετε… Μονάχα δυὸ λόγια θὰ σοῦ πῶ καὶ θὰ φύγω… Ποῦ μποροῦμε νὰ μιλήσουμε;
—Πηγαίνετε ὅλοι στὴν κάμαρη, εἶπε ὁ πατέρας μου, μὴν μᾶς διακόψετε…
Ὁ Μακελλάριος ἔβγαλε μία παλιὰ ρεπούμπλικα ποὺ φοροῦσε, ξεκούμπωσε τὸ χιτώνιο κι ἔκατσε πλάι στὸ παραγώνι χωρὶς νὰ τὸ βγάλει. Ἐγὼ μὲ τὴ μάνα μου καὶ τ’ ἄλλα παιδιὰ πήγαμε δίπλα στὴν κάμαρη ποὺ κοιμόμασταν. Κάναμε ἡσυχία. Ἔβαλα αὐτὶ στὴ μισάντρα καὶ ἄκουγα. Τοῦ μίλησε γιὰ τὴν κατάσταση καὶ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ μᾶς σκοτώσουν ὅλους οἱ μπολσεβίκοι. Ὁ πατέρας μου ἔκανε πὼς δὲν καταλάβαινε. Αὐτὸς ἔγινε πιὸ συγκεκριμένος. Τοῦ εἶπε πὼς τὸ κράτος χρειάζεται βοήθεια κι ἐμεῖς πρέπει νὰ τὴν δώσουμε. Γιὰ νὰ τὸν δελεάσει, τοῦ πρότεινε νὰ μὲ στείλει στὴ χωροφυλακή, ὅπου θὰ παίρνω καὶ μισθό, θὰ εἶμαι δημόσιος ὑπάλληλος. Αὐτὴ ἡ πρόταση ἔβαλε σὲ σκέψεις τὸν πατέρα μου. “Χωροφύλακας τὸ παιδί”. Μεγάλη δουλειὰ νὰ ἔχεις τὴν κορόνα στὸ σπίτι σου. Τὸν ἔπεισε.
Ὅταν ἔφυγε ὁ Μακελλάριος, μᾶς φώναξε ὁ πατέρας μου.
—Τ’ ἀκούσατε μὲ τὰ αὐτιά σας, εἶπε. Ἡ εὐκαιρία μία φορὰ δίνεται. Βέβαια τὰ πράματα εἶναι δύσκολα, μὰ θὰ πήγαινες ἔτσι κι ἀλλιῶς στὸ στρατὸ κι ὁ κίνδυνος ὁ ἴδιος θὰ εἶναι πάλε… Ἐνῶ στὴ χωροφυλακὴ θά ’χεις μισθό… Λέω νὰ πᾶς…
Ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ φύγω ἀπὸ τὸ χωριό. Ἔλα πάλι ποὺ ἤμασταν φτωχοὶ καὶ εἶχα καὶ δυὸ ἀδερφὲς τῆς παντρειᾶς; Εἶπα μεμιᾶς τὸ ναί. Κι ἔτσι βρέθηκα ντυμένος χωροφύλακας. Στὴν Καλαμάτα. Ἐκεῖ ἐκπαιδεύτηκα στὰ ὅπλα, στὶς τακτικές τοῦ ἐχθροῦ… Ἔμαθα πραγματικὰ τί ἤθελε ὁ ἐχθρός, καὶ μετὰ τὴν προπαίδευσή μου ρίχτηκα στὴ μάχη. Γιὰ τὴν πατρίδα! Πῆρα καὶ τὸν πρῶτο μισθὸ καὶ γλέντησα μὲ τοὺς συναδέλφους μου στὴν Τρίπολη, μέχρι τὸ πρωί.
Ἔλεγα πιὸ πρὶν ὅτι δὲ μίσησα. Νὰ τὸ διορθώσω. Ὅσο ἤμουν στὸ χωριό, δὲ μίσησα. Ὅταν ἔπεσα στὴ μάχη, μισοῦσα. Δὲν ξέρω γιατί. Μὲ κυρίευε ἕνα μεγάλο μίσος γιὰ τοὺς ἀπέναντι. Ὄχι ὅτι μοῦ εἶχαν κάνει κάτι προσωπικά. Ὄχι! Δὲν ξέρω. Ἡ ἀγάπη μου γιὰ τὴ ζωὴ μπορεῖ νὰ ἦταν ἡ αἰτία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, πολλὲς φορὲς σκεφτόμουν, γιατί πολεμάω; Τί θὰ κερδίσω ἐγώ, ἂν τὴν πατρίδα δὲν τὴν πάρουν οἱ βούλγαροι;. Δὲ νόγαγα…

Ἐδῶ ποὺ ἦρθα, βρῆκα ἀρκετοὺς χωριανούς μου, συνομήλικους καὶ μή. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἄρχισαν νὰ ἔρχονται ἀργότερα, τὸ ’49. Ἔτρεμαν τὰ μέσα μου ἀπὸ λαχτάρα νὰ μάθω τί γινόταν στὸ χωριό. Πρέπει νὰ πῶ πὼς οἱ περισσότεροι ἦταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Παράξενο πράμα ἡ ζωή, μὰ πιὸ παράξενο πράμα ὁ θάνατος! Ἐκεῖ ποὺ δὲν ἤθελα νὰ ἰδῶ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀπέναντι, μιὰ γλυκιὰ αὔρα περνοῦσε ἀπὸ μέσα μου, ὅταν βρισκόμουν μαζί τους ἐδωπέρα. Ἔλεγα λοιπόν πὼς οἱ πιὸ πολλοὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ δὲν εἶχαν νέα. Ἔλειπαν ἀρκετὸ καιρὸ ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ μᾶς ἔφερναν ἀόριστες πληροφορίες. Ἔλεγαν ὅ,τι εἶχαν ἀκούσει, ὄχι ὅ,τι εἶχαν δεῖ.
Ἡ αἰώνια διάφανη ὕπαρξή μου γνώρισε τώρα τί θὰ πεῖ ἀγάπη. Ἐδῶ, στοὺς «Κήπους τοῦ Δημιουργοῦ». Τώρα ἀγαπάω μὲ ὅλη τὴ δύναμή μου. Ἀγαπάω ὅλους ὅσοι βρέθηκαν ἐδῶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ μένα. Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ πλημμυρίζει τὴ διάφανη ὕπαρξή μου.
Ἐδῶ βρῆκα κι αὐτὸν ποὺ πάτησε τὴ σκανδάλη κι ἔκοψε τὸ νῆμα τῆς προσωρινῆς, γήινης ζωῆς μου. Ἦταν κι αὐτὸς νέος. Ἀμούστακο παιδί. Ἐπιστρατευμένο ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες. Τὸν ἔλεγαν Ἠλία. Ἦταν ἀπὸ τὴν Αἰγείρα τῆς Αἰγιαλίας. Ὅταν τοῦ εἶπα ποιός εἶμαι, μοῦ ζήτησε συγγνώμη. Δὲν ἤξερε πὼς θὰ σκότωνε ἄνθρωπο. Ὁ πατέρας του ἦταν πλανόδιος τσαγκάρης. Γύριζε στὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς Ἀχαΐας καὶ μπάλωνε παπούτσια. Γὶ’ ἀντάλλαγμα, ἔπαιρνε λίγο γέννημα, λίγο ψωμί, λίγο λάδι… Ὅ,τι εἶχαν οἱ χωριάτες. Στὴν Κατοχὴ ἦταν δὲν ἦταν δώδεκα-δεκατριῶν χρονῶν μικρὸ παιδί, τὸ ἔπαιρνε μαζί του, βοηθό του. Ὁ πατέρας του εἶχε κάνει στὴν Ἀθήνα πρὶν τὸν πόλεμο. Δούλευε ἐργάτης σ’ ἕνα βυρσοδεψεῖο στὸν Ταῦρο. Ὅταν ἔγινε ὁ πόλεμος, πῆγε στὴν Ἀλβανία. Ἔξω ἀπ’ τὸ Δέλβινο τραυματίστηκε ἀπὸ μιὰ ὀβίδα, στὸ πόδι. Ἔχασε καὶ τὴν ἀκοή του. Ἡ παράδοση τὸν βρῆκε στὰ Γιάννενα, στὸ νοσοκομεῖο. Τοὺς διώξανε ὅλους πρὶν καλά-καλὰ κλείσουν οἱ πληγές. Κατέβηκε ἀπὸ τὰ Γιάννενα στὴ Ναύπακτο μὲ τὰ πόδια. Κουτσαίνοντας. Ἀπὸ κεῖ πέρασε στὸ Αἴγιο μ’ ἕνα ψαροκάικο καὶ μιὰ νύχτα ἔφτασε στὸ σπίτι του κι ἀντάμωσε μὲ τὴ φαμελιά του. Ἡ πείνα τὸν ἔκανε παπουτσή. Πῆρε καὶ τὸ μεγάλο γιὸ μαζί του.
Ἕνα ἀπόβραδο, μαυρισμένοι ἀπὸ τὴν πείνα, φτάσανε στὴ Στρέζοβα. Ζήτησαν καταφύγιο σ’ ἕνα γνωστό του ποὺ ἐμπορευόταν γουρνόπουλα πρὶν τὸν πόλεμο. Σακκιὰ τὸν λέγανε. Ὁ ἄνθρωπος τοὺς καλοδέχτηκε καὶ τοὺς παραχώρησε ἕνα χῶρο, νὰ περάσουν τὴ νύχτα. Τοὺς ἔδωκε κι ἕνα ξεροκόμματο ψωμὶ καὶ δυὸ κρεμμύδια, νὰ λησμονήσουν τὴν πείνα τους. Τὸ πρωὶ μπῆκαν στὸ χωριὸ ἀντάρτες. Τοὺς μάζεψαν ὅλους στὴν πλατεία καὶ τοὺς μίλησαν. Θὰ ἔκαναν ἐπιστράτευση. Ἔτσι τὸν πῆραν καὶ τὸν Ἠλία μαζί τους, μὲ ἄλλα ὀχτὼ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ. Μάταια ὁ πατέρας του ἔκλαψε, διαμαρτυρήθηκε, ἐπικαλέστηκε τὴν ἀναπηρία του. Τίποτα. Οἱ ἀντάρτες ἐπιστράτευσαν τὸν Ἠλία. Τὸν ἔστειλαν στὴν Κερπινή, μαζὶ μ’ ἄλλα παιδιά, στὰ ἔμπεδα, ὅπως τὰ λέγανε, νὰ κάνουν τὴν προπαίδευση. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸν ἔριξαν στὴ μάχη. Τυχαία ἔγινε ἀντάρτης, ἂν καὶ ἡ οἰκογένειά του συμπαθοῦσε τοὺς ἀντάρτες. Τυχαία βρέθηκε στὴ μάχη ἐκείνη, ἔξω ἀπὸ τὴ Βυτίνα, καὶ δὲ σημάδευε κανέναν, ὅταν πάτησε τὴ σκανδάλη. Ἡ τύχη τό ’φερε νά ’ναι καὶ συνονόματός μου.
Ἐδῶ ἔκανα πολὺ παρέα μαζί του. Αὐτός μοῦ μιλοῦσε γιὰ τὴ θάλασσα ποὺ ἔβρεχε τὸ χωριό του, κι ἐγὼ τοῦ μιλοῦσα γιὰ τὶς μυρωδιὲς καὶ τοὺς ἤχους τῶν δασῶν ποὺ ἔζωναν τὸ δικό μου.
Ἐπειδὴ ἐδῶ οἱ ὧρες μου περνοῦν μὲ οὐράνιες μουσικὲς καὶ μιὰ ἀπροσδιόριστη εὐτυχία διαπερνᾶ τὸ ἄυλο σῶμα μου, πολὺ θά ’θελα νὰ βρεθῶ, πρᾶγμα ἀδύνατον, στὴ Νεμούτα γιὰ λίγο, νὰ μιλήσω στὸν κόσμο γιὰ τὶς εὐεργετικὲς συνέπειες τῆς ἔλλειψης μίσους ἀπὸ τὴν ψυχή. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ. Μὲ πιάνει ὅμως μιὰ βαθιὰ νοσταλγία, νὰ μάθω γιὰ τοὺς δικούς μου καὶ γιὰ τοὺς συγχωριανούς μου. Τί γίνονται, πῶς ζοῦν… Πολλὲς φορές, καρτερῶ μὲ λαχτάρα στὶς Πύλες τῆς Μετάβασης, νὰ μάθω νέα ἀπὸ τὸν «κάτω κόσμο», ἔτσι λέμε ἐμεῖς τὸν γήινο κόσμο. Τὸν Ἅδη τὸν ἀποκαλοῦμε: «παρακάτω κόσμο»…
Γιὰ πολλὰ χρόνια δὲν εἶχε ἔρθει κανείς. Ἕνα καλοκαίρι πριν λίγα χρόνια, ὅμως, ἄκουσα ἀπὸ τὸ Γιατρὸ πὼς ἔφτασε ἕνα παιδὶ συγχωριανοῦ μας. Ἔτρεξα ἀμέσως στὶς Πύλες τῆς Μετάβασης, ἀλλὰ ἐπικρατοῦσε γαλήνη καὶ γύρισα πίσω στὶς αἴθουσες Εὐτυχοῦς Σωματικῆς Ἀποκατάστασης. Ἐκεῖ ἔμαθα πὼς πρόκειται γιὰ τὸ ἐγγόνι ἑνὸς γείτονά μου. Ἔτρεχε μὲ τὴ μηχανὴ στὴν ἐθνικὴ Πατρῶν-Πύργου κι ἕνα μεγάλο φορτηγό τοῦ ἔκλεισε τὸ δρόμο. Τὸν ἀνάγκασε νὰ βγεῖ στὸ ἀπέναντι ρεῦμα κυκλοφορίας κι ἕνα αὐτοκίνητο ποὺ ἐρχόταν ἀντίθετα τὸν ἔστειλε κατευθεῖαν σὲ μᾶς.
Ὅλοι οἱ πατριῶτες περίμεναν μὲ ἀγωνία νὰ μάθουν νέα. Ὅταν τὸ παιδὶ συνῆλθε καὶ μποροῦσε νὰ μᾶς μιλήσει, ἀπογοητευτήκαμε. Δὲν εἶχε ἀκούσει τίποτε γιὰ κανέναν, οὔτε γιὰ μένα ποὺ τὰ σπίτια μας βρίσκονταν δίπλα-δίπλα. Μοῦ εἶπε βέβαια γιὰ τὸν ἀδερφό μου, ὅτι εἶχε ἀσπρίσει, ὅτι εἶχε δυὸ ἐγγόνια ἀπὸ τὸ μεγάλο του γιό. Δὲν θυμόταν τὴν ὕπαρξη τοῦ πατέρα μου, οὔτε τῆς μάνας μου.
Μᾶς μολόγησε καὶ περίεργα πράματα. Ὅτι τὸ χωριὸ ἦταν γεμάτο αὐτοκίνητα, καινούρια σπίτια, νέους ἀνθρώπους νύφες καὶ γαμπροὺς ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ ἄλλους τόπους… Ρωτήσαμε γιὰ τοὺς πολὺ γνωστούς, τοὺς ἄρχοντες.
—Ποιούς ἄρχοντες; ρώτησε τὸ παιδί.
Εἴπαμε κάνα δυὸ ὀνόματα, τοὺς Μακελλάριους, τὸν Περιστέρη, τὸ Μετζελόπουλο… Κάτι εἶχε πάρει τ’ αὐτί του, κάτι εἶχε ἀκούσει, ἀλλὰ τέτοιες οἰκογένειες δὲν ὑπῆρχαν πιὰ στὸ χωριό. Ἄλλοι ἔκαναν κουμάντο τώρα. Εἶπε ὀνόματα. Ἦταν ἀπίστευτο. Σὰ νὰ εἶχαν σηκωθεῖ τὰ πόδια στὸ κεφάλι. Τίποτα δὲν θύμιζε τὴν ἐποχή μου, ποὺ κοιτάγαμε νὰ μαζέψουμε καὶ τὶς ντροῦδες ἀπὸ τὸ τραπέζι. Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ζήτησα ἀπὸ τὴν Ὑπηρεσία Μετανάστευσης νὰ μὲ στείλει στοὺς “Ἔξω Κήπους τοῦ Δημιουργοῦ”, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἔχω ἐπαφὴ μὲ τοὺς νεοεισερχόμενους. Ἡ αἴτησή μου ἔγινε δεκτὴ καὶ τώρα πιὰ ἀπολαμβάνω τὴν οὐράνια γαλήνη ταυτόχρονα μὲ τὴ διαδικασία τῆς “Σταδιακῆς Ἐξάλειψης τῆς Ἀνθρώπινης Μνήμης”. Δὲν μαθαίνω νέα ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀπὸ ὅπου ἦρθε ἡ ἐφήμερη ὕπαρξή μου, ἐνῶ ἀργά-ἀργὰ σβήνει ἀπὸ τὴ μνήμη μου καθετί ποὺ θυμίζει τὸ γήινο παρελθόν μου. Δὲν ὑπάρχει πιὰ ἡ Αἰωνία Μνήμη, καθὼς βυθίζομαι ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὸ Βασίλειο τῆς Αἰώνιας Ἀνυπαρξίας.

Δημήτρης Κανελλόπουλος

Φίλαθλοι του Ολυμπιακού έδειραν μέλη της Χεζμπολαχ!

Σύμφωνα με την Νίκη Τζαβελα:

ΙΣΤΟΡΙΑ
Χρόνια πριν, ο Ολυμπιακός έπαιζε στο Τελ Αβιβ με την Μακάμπι. Οι «άγριοι» του Ολυμπιακού, πήγανε να προσκυνήσουν στην ΒΗΘΛΕΕΜ.
Τους περικύκλωσε ομάδα Παλαιστίνιων ( τους πέρασαν για συνήθεις τουρίστες) φορωντας τα πρασινα διακριτικά της Παλαιστινης

Οι Ολυμπιακοί τους πέρασαν για Παναθηναϊκους. Ακολούθησε άγρια συμπλοκή με τους Ολυμπιακούς να κατατροπώσουν γερα τους Παλαιστινίους ..
Ο Διοικητής αστυνομίας του Τελ Αβιβ, κάλεσε κ συνεχάρη διακριτικά τον Πρόεδρο του Ολυμπιακού :

« « Οι οπαδοί σας χτύπησαν άγρια σκληροπυρηνική ομάδα της Χεζμπολαχ , κανεις μέχρι τώρα δεν μπορούσε να τους μαζέψει », του είπε κατάπληκτος .
« Επιτίθενται συνεχώς σε λεωφορεία τουριστών κ τους ξυλοκοπούνε».

Μετά την ανάρτηση μου αυτή, υπερασπιστές της Χαμάς εδώ μέσα, μου επιτίθενται ότι είναι ψεύτικη .
Δεν θέλουν να ξέρουν ότι αυτά τα αναδρα ψοφίμια που τρομοκρατούν Ισραηλινούς κ Παλαιστινίους, έφαγαν γερό ξυλο από μια ομαδα φανατικών οπαδών του Ολυμπιακού .

Η Νίκη Τζαβέλλα, υπήρξε στενή συνεργάτιδα του Σωκράτη Κόκκαλη, τότε πρόεδρο του ολυμπιακού, άρα σίγουρα γνωρίζει εάν υπήρξε το συγκεκριμένο τηλεφώνημα…

Η μεγάλη φρίκη…Χαμας

•Το θηριώδες και αποτρόπαιο του ρέιβ πάρτυ σκέπασε το ακόμα πιο θηριώδες και αποτρόπαιο του κιμπουτς.Μπούκαραν σε μια μικρή αγροτική κοινότητα,σκότωσαν άνανδρα ολόκληρες ειρηνικές οικογένειες,πάνω από 200 ανθρώπους,μεταξύ δε αυτων 40 βρέφη,τα οποία βρέθηκαν αποκεφαλισμένα.Δεν τολμάς να πιστέψεις αυτή τη φρικη αν δεν επιβεβαιωνόταν από ανεξάρτητες πηγές.

Δείχνει τι εστι Χαμας και πως αντιλαμβάνεται το κόσμο και την κυριαρχία της.Ναζί στη κυριολεξία του όρου.Το τρελό είναι πως δεν το κρύβουν.Θέλουν να το δείχνουν και επαίρονται.Να αυτό είμαστε μας λένε.Τι περιμένουν άραγε;Με διεστραμμένα μυαλά άκρη δεν βγάζεις.Η λογική ανάλυση συναντά τα όρια της.


•Τα ισραηλινα κιμπουτς ήταν κάποτε,στα νιάτα μας,πηγή φαντασιακής σοσιαλιστικής ονειροπόλησης.Ότι είναι εφικτό το σοσιαλιστικό ιδανικό.Μικρές αυτοδιαχειριζόμενες αγροτικές κοινότητες που πρασίνιζαν και γονιμοποιούσαν την άγονη γη.Δεν ξέρω πως εξελίχθηκαν και αν και πόσο αντέχουν.Είναι όμως ο ορισμός μιας ειρηνικής απλής και παραδοσιακής διαβίωσης με αξονα την γη και την εργασία.Είναι στη σφαίρα της πιο ακραίας νοσηρότητας αυτοί οι οικισμοί να προκαλούν μισος.Οι δολοφονοι είναι αληθινά τέρατα.


•Δεν είναι εύκολο να ζεις στη Γαζα.Καθόλου εύκολο.Είναι όμως ήδη 18 χρόνια υπό τη διοίκηση της Χαμάς μετά από εμφύλιο με την PLO και τις συμφωνίες ειρήνευσης που τις τορπίλισε.Κανείς δεν λέει ότι την πόρτα προς τη λωρίδα ,από προφανή φόβο,την έχει κλείσει και η Αίγυπτος παρά το ομοθρηκον.
.Ποιος φταίει για το χαλι της και την απομόνωση της αν όχι οι επιλογες της Χαμάς και η επιβολή της στον πληθυσμό.Οι πράξεις της νομιμοποιούν τους φόβους των Ισραηλινών.Αν ανοίξει η πόρτα της ανοίγουν οι πύλες της κολάσεως.Φαύλος κύκλος.Καλά τα μαθήματα της ανοιχτής κοινωνιας αρκεί να μη ζεις εκεί κοντά.


•Δεν ξερω πως θα εξελιχθεί όλο αυτό.Αληθινά δεν ξέρω.Όμως για τους Ισραηλινούς είναι ,το γε νυν εχον ,μονόδρομος.Αυτό είναι σαφες.Η αλλαγή του χάρτη όμως δείχνει να είναι προσδοκία εν θερμω.Εν πολλοίς για εσωτερική κατανάλωση.Ίσως και μαξιμαλιστική προσδοκία της σημερινής ηγεσίας του Ισραηλ.Ισως και η ευκαιρία της διαφιλονικούμενης από το προοδευτικό Ισραήλ ισχύος της.Δεν αλλάζει τόσο εύκολα ο χάρτης.Καταλαμβάνεις τη Γάζα.Μετά;Η ασφάλεια των Ισραηλινών είναι το διακύβευμα όχι ο χάρτης.Ιδιαίτερο διακύβευμα η Χαμάς όχι ο πληθυσμός.Πολύπλοκη και δυσχερής υπόθεση συμμαχιών και διευθετήσεων η αειπαγής πόλεμος με κάθε πιθανή και απίθανη μορφή.Ίσως όμως να είναι αναποφευκτος.Ποιος μπορεί να προδικάσει τη μορφή του πολέμου και το αποτέλεσμα.Κανείς.

Πάνος Μπιτσαξής

Ο χαρακτήρας σου = τα αποτελέσματά σου

Ο χαρακτήρας σου = τα αποτελέσματά σου. Αν τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που θες, μάλλον δεν κάνεις κάτι καλά. Και όλα ξεκινούν από τον χαρακτήρα. «Όλα τα αποτελέσματα έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα σας. Διορθώστε τον χαρακτήρα σας και τα αποτελέσματά θα έρθουν σε εσάς».

Ο πρόεδρος του Σαλβδόρ Ναγίμπ Μπουκέλε

Ο πρόεδρος του Σαλβδόρ Ναγίμπ Μπουκέλε υπενθύμισε την παλαιστινιακή καταγωγή του και χαρακτήρισε εγκληματία το ισλαμιστικό κίνημα Χαμάς, την εξαφάνιση του οποίου ευχήθηκε, μετά την αιματηρή επίθεση στο Ισραήλ.

“Ως Σαλβαδοριανός παλαιστινιακής καταγωγής, είμαι βέβαιος ότι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί στον παλαιστινιακό λαό είναι η πλήρης εξαφάνιση της Χαμάς”, δήλωσε χθες, Κυριακή, ο Μπουκέλε σε ανάρτησή του στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης X. “Αυτά τα κτήνη δεν αντιπροσωπεύουν τους Παλαιστινίους”.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ηθική συνείδηση και τα προβλήματά της» του Ευ. Π. Παπανούτσου.

Αντιγραφή από το περιοδικό: ασφαλιστική αγορά

«Η ορμή που βαθύτερα από κάθε άλλην αποτελεί και εκφράζει τον άνθρωπο, είναι η ορμή της κοινωνικότητας. Ως «κοινωνικόν» ή «πολιτικόν» ον (όπως τον λέγει ο Αριστοτέλης) εκδηλώνεται σε όλους τους χώρους της ζωής του πάντοτε με αυτή την διάσταση: τη διάσταση των σχέσεων προς τους συνανθρώπους. Δεν εννοείται χωρίς τον συνάνθρωπο, χωρίς τους συνανθρώπους. Είναι πάντοτε ενυφασμένος, εντεταγμένος μέσα σ’ ένα ανθρώπινο σύνολο. Όχι μόνο στο βιολογικό και στο οικονομικό, αλλά και στο πνευματικό επίπεδο ο άνθρωπος συναλλάσσεται. Η συναλλαγή είναι ένας γενικός χαρακτηρισμός του. Βιολογικά συναλλάσσεται με το άλλο φύλο (ερωτικός διάλογος). Οικονομικά συναλλάσσεται όταν τελεί τις πράξεις της οικονομικής ζωής. Και πνευματικά συναλλάσσεται καθώς πραγματώνει τον εαυτό του στην ιστορία τη δική του και του γένους ολόκληρου.

Αυτή την πνευματική συναλλαγή θα ήθελα να σας την εξηγήσω με λίγα λόγια. Ο θεωρητικός τύπος του ανθρώπου, ο επιστήμων, φλέγεται από την ορμή της ανακοίνωσης των ερευνών, των μεθόδων και των ευρημάτων του. Όταν ερευνήσει και βρει, ή όταν ερευνήσει και δεν βρει, όταν επιτύχει ή όταν αποτύχει στις προσπάθειές του τις θεωρητικές, αισθάνεται ακατανίκητη την ανάγκη ν’ ανακοινώσει τα αποτελέσματα της εργασίας του στους ομοτέχνους του, αλλά και στους άλλους ανθρώπους. Τούτο δεν το κάνει από απλή ματαιοδοξία. Το κάνει από την ανάγκη να βεβαιωθεί ο ίδιος γι’ αυτό που κάνει. Γιατί δημοσιεύοντας τα ευρήματά του τα θέτει υπό των έλεγχο των άλλων, υπό τη δοκιμασία τους, υπό την έγκρισή τους. Όταν πεισθούν εκείνοι, πείθεται κι εκείνος περισσότερο. Όσο βεβαιώνονται εκείνοι, τόσο πιο σίγουρη βλέπει την αλήθεια και αυτός. Τόσο στερεώτερο αισθάνεται το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Ουδείς ερευνά και κλείνει στο συρτάρι τις εργασίες του. Σπεύδει να τις ανακοινώσει. Όχι για να ζητήσει τίτλους και αμοιβές, αλλά γιατί θέλει να ολοκληρώσει μια πράξη που άρχισε. Η ανακοίνωση ολοκληρώνει τη θεωρητική πράξη.

Το ίδιο κάνει και ο καλλιτέχνης με τα πλάσματά του. Είναι αδύνατον να ζήσει εντελώς το έργο του ο καλλιτέχνης εάν δεν του δώσει δημοσιότητα. Εάν είναι έργο εικαστικό, θα το εκθέσει. Εάν είναι έργο μουσικό, θα το εκτελέσει. Εάν είναι έργο θεατρικό, θα το δώσει να παιχτεί. Εάν είναι έργο ποίησης, θα το τυπώσει. Είναι βαθύτατη αυτή η ορμή της ανακοίνωσης. Πολλές φορές την εξηγούν επιπόλαια οι ψυχολόγοι της Τέχνης ή και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Τη λένε ματαιοδοξία, επιδειξιομανία. Δεν υπάρχει όμως στο βάθος (χωρίς ν’ αποκλείεται να παρουσιαστεί στον δρόμο το στοιχείο τούτο). Στο βάθος υπάρχει κάτι άλλο, το εξής: τη συγκίνησή μας την αισθανόμαστε ολόκληρη και πλήρη, τη χαιρόμαστε, όταν την αισθάνονται και οι άλλοι. Τη χαρά μας και τη λύπη μας ολόκληρη και πλήρη την αισθανόμαστε όταν τη μεταδώσουμε στους άλλους και ιδούμε ν’ ακτινοβολείται απ’ αυτούς παραπέρα. Τότε είναι σαν να μας έρχεται απ’ τους άλλους ένα περίεργο ρευστό, να μας διαποτίζει, να μας ενώνει με τον συνάνθρωπο. Μια «αίσθηση» δική μας τότε μόνο φτάνει στο πλήρωμά της, όταν γίνεται συλλογική. Το ίδιο και ο ηθικός άνθρωπος, δεν θέλει την αρετή κτήμα και προνόμιο μόνο δικό του. Αυτό που ο ίδιος πέτυχε, την προσωπική του κατάκτηση, θέλει να την κάμει κατάκτηση και των άλλων. Και η αρετή ακτινοβολεί με τη διδαχή και προπάντων με το παράδειγμα. Με τον «λόγο», αλλά κυρίως με το «έργο». Αυτή την πνευματική ακτινοβολία του ανθρώπου πρέπει πολύ να την προσέξομε. Ο ηθικός άνθρωπος είναι σαν τον μαχητή που θέλει να παρασύρει και τους άλλους στον αγώνα, για να μοιραστεί μαζί τους τη δύσκολη νίκη. Και γι’ αυτό επιμένει. Προσπαθεί με όλους τους τρόπους να τους πάρει μαζί του, να τους κερδίσει. Εδώ έχει την αρχή της η αποστολική διάθεση του πνευματικού ανθρώπου».

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ηθική συνείδηση και τα προβλήματά της» του Ευ. Π. Παπανούτσου*.

Δημήτρης Ρουχωτάς

Ευάγγελος Παπανούτσος (Πειραιάς, 27 Ιουλίου 1900 – Αθήνα, 2 Μαΐου 1982) ήταν σημαντικός Έλληνας παιδαγωγός, φιλόσοφος, θεολόγος και δοκιμιογράφος- κειμενογράφος του 20ου αιώνα. Η καταγωγή του ήταν από το Σοπωτό της Αχαΐας. Η συμβολή του στη λειτουργία και στην ανακαίνιση της Ελληνικής Παιδείας είναι ευρέως γνωστή.

Πριν 170 χρόνια: Το κλίμα της Αττικής και τα δάση που καίγονταν ή υλοτομούνταν!

Η κλιματική κρίση (ή αλλαγή) βρίσκεται στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Πώς όμως ήταν το κλίμα της Αθήνας πριν από 170 χρόνια; Ο Αμπού, που έφτασε στην πρωτεύουσα τον Φεβρουάριο του 1852 γράφει ότι τη δεύτερη κιόλας μέρα που έμεινε στην πόλη φύσηξε ένας δυνατός βοριάς που έσειε τα δέντρα, χτυπούσε τα σπίτια τόσο που νόμιζε κανείς ότι θα τα γκρεμίσει και έφερνε μαζί του από τα χιόνια της Θράκης «ένα τόσο δυνατό και τσουχτερό κρύο που μας έκανε να τρέμουμε στη γωνιά της φωτιάς κουκουλωμένοι στα πανωφόρια μας». Ο χειμώνας, κατά τον Αμπού, διαρκεί μόνο 15 μέρες. Μα όταν «πιάνει είναι φοβερός».

Όσο για τον αέρα που έφερνε στην πόλη το τσουχτερό κρύο από τα χιόνια της Θράκης, πρόκειται προφανώς για ΒΑ άνεμο και για κύμα ψύχους από τη Ρωσία, το οποίο κάνει την εμφάνισή του, σχεδόν αδιάλειπτα, κάθε χειμώνα στην Ελλάδα. Ο Αμπού γράφει ότι «το χιόνι το έχουν μόνο ακουστά (ενν. οι Αθηναίοι). Μια φορά στα είκοσι χρόνια έπεσε πάγος στην πεδιάδα των Αθηνών και το θερμόμετρο κατέβηκε δύο βαθμούς κάτω από το μηδέν. Ήταν τον Ιανουάριο του 1850, κατά τον αποκλεισμό του ναυάρχου Πάρκερ». 

old-athens-12

Και για τις βροχές στην Αθήνα κάνει αναφορά ο Αμπού:

«Η Αθήνα είναι ίσως η πόλη της Ελλάδας με τις λιγότερες βροχές. Δεν πρέπει επομένως να μας κάνει εντύπωση που η Αττική είναι πιο ξερή από τη Λακωνία, την Αργολίδα ή τη Βοιωτία».

Οι εμπρησμοί και οι καταστροφές των δασών δεν είναι μόνο σημερινό φαινόμενο. Όπως γράφει ο Αμπού: «Οι χωρικοί δεν δείχνουν σεβασμό για την εθνική ιδιοκτησία, λες και ανήκει στους Τούρκους. Δεν πιστεύουν ότι κάνουν μια κακή πράξη ή κακό υπολογισμό όταν προκαλούν ζημιά χιλίων δραχμών στο κράτος, αν αυτό τους αποφέρει και μια δεκάρα μόνο. Στο όνομα αυτής της αρχής οι βοσκοί καίνε συστηματικά τις λόχμες (δασοτόπια) για να είναι σίγουροι πως τα κοπάδια τους θα βρουν νέα βλαστάρια να βοσκήσουν την άνοιξη. Αυτοί οι αφελείς εμπρηστές δεν βάζουν κρυφά τις φωτιές.

Πέφτετε συχνά στις εξοχές των Αθηνών πάνω σε μεγάλα μαύρα σημάδια που καλύπτουν το τετραγωνικό μισής λεύγας και λέτε: «Δεν είναι τίποτα, ένας βοσκός έφτιαξε χορτάρι για τα πρόβατά του». Οι καλλιεργητές αφιερώνουν κι εκείνοι λίγο χρόνο για να απαλλάξουν το έδαφος από όλα τα δέντρα που το βαραίνουν. Αυτοί δεν κάνουν καταστροφές για το συμφέρον αλλά για λόγους υγιεινής. Είναι πεπεισμένοι ότι το δέντρο είναι κάτι το ανθυγιεινό και ότι κανείς δεν θα είχε πια πυρετό αν η χώρα τα ξεφορτωνόταν μια και καλή. Να γιατί ο απρόσεκτος που πάει και κάνει φυτείες βρίσκει μερικές φορές τα δέντρα του κομμένα από τον κορμό ή με γδαρμένο τον φλοιό τους.

Άλλοι, τέλος, καταστρέφουν είτε γιατί δεν έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν είτε για τη χαρά της καταστροφής. Πιστεύουν ότι το δικό μας καλό είναι συνδεδεμένο με το κακό του άλλου. Είναι η ίδια ιδέα που διέπει τη συμπεριφορά των πιθήκων, των πιο έξυπνων από τα κακόβουλα ζώα».

«Τισμερού αλ ατσμεχέμ». Η τελευταία ευχή.
The last wish. “Tishmerou al atsmechem”.

Από τον Μίνο Μωϋσή

Είδε κανείς σας την κόρη μου τη Χαγκίτ, να εδώ στη φωτογραφία, της μίλησα τελευταία φορά την Παρασκευή το βράδυ, είπαμε Σαμπάτ Σαλόμ και μου είπε ότι ήταν παρέα με τις φίλες της και τους φίλους της στο φεστιβάλ. Την είδε κανείς από τότε; Στο τηλέφωνό της δεν απαντάει. Ούτε στα μηνύματα. Βοηθήστε με να τη βρω. Δεν μπορεί κάποιος θα την είδε, 17 ετών, μελαχρινή, φορούσε μια μαύρη μπλούζα και τζην παντελόνι.

Είδα σε ένα βίντεο το γιό μου τον Ίλαν να τρέχει προς τα αυτοκίνητα για να σωθεί. Να εδώ αυτός, με τα μακριά μαλλιά και τα γυαλιά, έτρεχε ανάμεσα σε άλλους. Τον είδε κάποιος από εκείνη την ώρα; Είχε έρθει με φίλους του, μόλις πριν μια εβδομάδα είχαν τελειώσει τη θητεία τους στο στρατό. Ψάχνω παντού, δεν μπορώ να τον βρω.

Ψάχνω για την Όρλυ, τη Μάγια και τον Γκιλάντ, τα τρία παιδιά μου, τα κορίτσια είναι δίδυμα και μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, βοηθήστε με κανείς τους δεν απαντάει στο τηλέφωνο, τους είδατε κάπου; Είχαν έρθει με ένα άσπρο SUV Mazda, είχαν μαζί τους και δύο φίλους τους από τη γειτονιά στο Τελ Αβίβ, τον Έντεν και τη Σιράν. Ο Γκιλάντ είναι πολύ ψηλός, κοντά δύο μέτρα δεν περνάει απαρατήρητος, δείτε-δείτε εδώ, βοηθήστε με, δεν είναι δυνατόν κάποιος θα τους έχει δει.

Αναζητώ την κόρη μου, το γαμπρό μου και τα δύο εγγόνια μου, από τη Χάιφα. Μύριαμ, Ιλάϊ, Ορί και Ορτάλ Κοέν, ήρθαν εδώ στο Κιμπούτς για να περάσουν με τους φίλους τους τη γιορτή του Σιμχά Τορά, οικογένεια Ραμπινόβιτς οι φίλοι τους, Εστέρ και Γκάϊ Ραμπινόβιτς, ο Γκάϊ είναι ο γιατρός του Κιμπούτς. Εσείς, εσείς εδώ στο Κιμπούτς μένετε, δεν τους είδατε;

Αναζήτηση στο κενό, ελπίδα χωρίς ελπίδα. Από το ένα πτώμα στο επόμενο από τα πολλά που κείτονται στο άνυδρο χώμα της ερήμου, εκεί που κάποιες ώρες πριν νέες και νέοι διασκέδαζαν στους ρυθμούς της μουσικής. Κι όταν τελειώσουν τα πτώματα, η αγωνία χτυπάει κόκκινο, δεν είναι ανάμεσά τους, όμηροι κάπου μέσα στη Γάζα, λάφυρα ζωντανά.

Μια μάνα, κοκκαλώνει πάνω από μια σακούλα, σκύβει, χαϊδεύει το πρόσωπό του, ξεσπά αλλά δεν ακούγεται, χάνονται οι λυγμοί της από τις κραυγές ανείπωτου θρήνου και οργής του διπλανού πατέρα που γίνεται ένα με το άψυχο κορμί της κόρης του.

Σοκάρεστε; Κι όμως είναι η πραγματικότητα που βιώνουν εκατοντάδες οικογένειες Ισραηλινών από το Σάββατο. Απόγνωση. Είδαν τα παιδιά τους τελευταία φορά την Παρασκευή, έφευγαν χαμογελαστά και χαρούμενα για το μουσικό φεστιβάλ στην έρημο, τους συνόδευσαν στην πόρτα με το κλασσικό στο Ισραήλ κατευόδιο, «τισμερού αλ ατσμεχέμ», να προσέχετε.

Μικρά παιδιά, 16, 17, 18 ετών που θα γύριζαν το Σάββατο βράδυ για να πάνε στο σχολείο τους την Κυριακή το πρωί. «Τισμερού αλ ατσμεχέμ», γιατί στο Ισραήλ όλοι είναι εξοικειωμένοι με τον κίνδυνο, ζουν μαζί του κάθε μέρα, κάθε ώρα και μαθαίνουν να προσέχουν, να είναι ασφαλείς, μαθαίνουν να φυλάγονται, να ανιχνεύουν τον κίνδυνο και να τον αποφεύγουν. Καθημερινότητα.

Πως να φυλαχθούν όμως από τον ορκισμένο να τους σκοτώσει; Έτρεξαν, κρύφτηκαν, κάποιοι έδωσαν μάχη να προστατεύσουν τον εαυτό τους και την οικογένειά τους. Τους σκότωσαν πισώπλατα κυνηγώντας τους. Τους σώριασαν στο δρόμο όπου τους έβρισκαν. Τους δολοφόνησαν μέσα στα σπίτια τους. Κι όσους δεν σκότωσαν εν ψυχρώ, τους μάζεψαν βίαια και τους πήραν μαζί τους, ασπίδα τους και λάφυρο για την επόμενη μέρα.

Και για όσους έχουν ακόμα ερωτηματικά και αμφιβολίες για το από ποια μεριά να σταθούν. Κάντε μια παύση, γίνετε εσείς για λίγα μόνο δευτερόλπετα η μάνα, ο πατέρας, ο αδελφός, η αδελφή. Κάτι σαν τα δικά μας παιδιά στο rockwave festival στη Μαλακάσα ήταν. Χωρίς επιστροφή.

Δεν είναι ώρες αυτές ούτε για πολιτική αποτίμηση της κατάστασης, ούτε για την ανάλυση του πως και γιατί φτάσαμε εδώ. Αυτές είναι μόνον ώρες για να ανταμώσουμε με τα βλέμματα και την ψυχή των οικογενειών που θρηνούν τους πεθαμένους τους και αγωνιούν για τους δικούς τους που ήδη ζουν το δράμα της ομηρείας.

«Τισμερού αλ ατσμεχέμ». Η τελευταία ευχή. Δεν έπιασε.

Μίνος Μωυσής

Μήνυμα Ε Αγάθη

Καλημέρα σας ,

Πλειοψηφήσαντες και μειοψηφήσαντες μένουμε στον ίδιο τόπο , από σήμερα ξεκινάει μία μέρα που θα είμαστε και πάλι όλοι μαζί , στην καθημερινότητα στις χαρές και στις λύπες .
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει !
Καλή επιτυχία στους πλειοψηφήσαντες , καλή δύναμη και να φέρουν εις πέρας το δύσκολο έργο της καθημερινότητας και του μέλλοντος .
Να είστε όλοι καλά !

Με εκτίμηση

Ευάγγελος Αγάθης

Πρώην Δήμαρχος Δερβενοχωρίων