Μια ιστορία με δάση και προστιθέμενες αξίες

Πάντα επίκαιρο το κείμενο του Δημήτρη Καμπουράκη/capital.gr (2020)

Ρίξτε μια ματιά στα δεδομένα. Η Ελλάδα έχει 64% δασοκάλυψη. Τα δύο τρίτα της έκτασης της χώρας. Συγκλονιστικό ποσοστό, είμαστε τέταρτοι στην Ευρώπη. Απ’ αυτό, το 25,4% είναι κανονικό δάσος με μεγάλα δέντρα, άλλο ένα 25% είναι δασικές εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση κι ένα 14% βοσκότοποι. Τα δάση μας δεν εξαφανίζονται όπως λένε στα καφενεία, επεκτείνονται ραγδαία λόγω της απερήμωσης της υπαίθρου. Ένα το κρατούμενο.

Δεύτερο κρατούμενο. Κάθε καλοκαίρι η χώρα ταλαιπωρείται από πυρκαγιές. Εκατομμύρια στρέμματα γίνονται στάχτη, αφού όσο μεγαλύτερες είναι οι δασικές εκτάσεις τόσο περισσότερη καύσιμη ύλη συσσωρεύεται. Τα καμένα του καλοκαιριού, τροφοδοτούν τις πλημμύρες του χειμώνα. Ο μόνος τρόπος να περιοριστούν οι καλοκαιρινές φωτιές και οι χειμωνιάτικες πλημμύρες, είναι η διαχείριση των δασών αφενός και των καμένων εκτάσεων αφετέρου. Δηλαδή ο τακτικός και έγκαιρος καθαρισμός τους.

Τρίτο κρατούμενο. Η χώρα έχει πρόβλημα ρύπανσης. Η εποχή του λιγνίτη τελειώνει, πρέπει κατεπειγόντως να παράξουμε καθαρό ρεύμα από φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες και καύση βιομάζας (ξύλου και κλαδιών δηλαδή). Παραλλήλως, είναι μέγα περιβαντολλογικό στοίχημα να σταματήσει η καύση ξύλου στα εκατομμύρια τζάκια των μεγάλων πόλεων και να αρχίσει η καύση pellet που δίνουν τριπλή θερμική ενέργεια και μηδενική ρύπανση.

Τέταρτο κρατούμενο. Η ελληνική βιομηχανία ξύλου ψάχνει απεγνωσμένα για πρώτη ύλη. Σε μια χώρα που τα δυο τρίτα της είναι δασική έκταση, η βιομηχανία της ξύλο ψάχνει και ξύλο δεν βρίσκει για να δουλέψει. Για να φτιάξει έπιπλα, πατώματα, κουζίνες, κουφώματα ή pellets. Καύσιμη ύλη ψάχνουν και οι μονάδες παραγωγής ρεύματος, οι οποίες στηρίζονται κυρίως στα απομεινάρια της βιομηχανίας ξύλου.

Τα πριονιστήρια που παλιότερα υπήρχαν σε κάθε πόλη, σε κάθε γειτονιά, έχουν πια εξαφανιστεί. Γιατί; Μα διότι δεν υπάρχει πρώτη ύλη. Οι ελληνικές βιομηχανίες αναγκάζονται να εισάγουν μεγάλες ποσότητες ξύλου από γειτονικές χώρες και πάλι αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες τους. Το κόστος παραγωγής ανεβαίνει, η παραγωγικότητα τους πέφτει, θέσεις εργασίας χάνονται τσάμπα και βερεσέ.

Πάμε από την αρχή. Η διαχείριση και ο καθαρισμός των δασών (για την πρόληψη των πυρκαγιών) παράγει ξυλεία. Το ίδιο και ο καθαρισμός των φυσικών ρεμάτων και των καμένων (για την πρόληψη των πλημμυρών). Ποιος είναι υπεύθυνος για τον καθαρισμό των δασικών; Το υπουργείο περιβάλλοντος, που δίνει εντολή στα δασαρχεία, τα οποία δίνουν την δουλειά στους δασικούς συνεταιρισμούς. Έτσι ορίζει ο νόμος.

Πόσο κοστίζει αυτό στο κράτος; Από αρκετά μέχρι πολλά, που ποτέ δεν φτάνουν. Και τι ποσοστό δασών μπορεί να καθαρίσει αυτό το οργανωτικό σχήμα κάθε χρόνο; Ούτε το 5% της δασικής κάλυψης. Και τι την κάνουν την ξυλεία που μαζεύουν σ’ αυτό το 5% που μπορούν να καθαρίσουν; Την κάνουν καυσόξυλα που καταλήγουν στις μάντρες των μεγάλων πόλεων για την τροφοδοσία των τζακιών, δίχως την παραμικρή προστιθέμενη αξία και με επιβάρυνση του περιβάλλοντος.

Κι έρχεται τώρα η βιομηχανία ξύλου και λέει: «Δώστε μου εμένα δασικές εκτάσεις που έτσι κι αλλιώς δεν μπορείτε να καθαρίσετε, να κάνω δωρεάν την δουλειά (πάντα με την καθοδήγηση του δασαρχείου) και για πληρωμή να κρατήσω την ξυλεία (είτε κομμένα, είτε πεσμένα, είτε καμένα) που θα μου λύσει το πρόβλημα της πρώτης ύλης. Η απάντηση είναι «όχι».

Και ο υπουργός να θέλει (διότι καταλαβαίνει τι σημαίνει προστιθέμενη αξία, αντιρυπαντική δράση και θέσεις εργασίας), ο κρατικός μηχανισμός από κάτω στυλώνει τα πόδια. Οι δασάρχες προτιμούν να φάνε μια ροπαλιά στο κεφάλι, παρά να δουν ιδιώτη να μπαίνει στο δάσος τους. Ταγμένοι να φυλάνε τα δάση από καταπατητές και οικοπεδοφάγους, τους βάζουν όλους σ’ ένα τσουβάλι. Ο ίδιος δεν έχει κονδύλια για να καθαρίσει την περιοχή ευθύνης του, αλλά αρνείται να τις παραχωρήσει (με την επίβλεψη του) σε επιχειρήσεις που θα κάνουν τον καθαρισμό δωρεάν, μόνο και μόνο για να κρατήσουν την (άχρηστη για κάθε άλλον) ξυλεία. Τελικά, το δάσος θα καεί κάποια χρονιά από την εγκατάλειψη και την συσσώρευση καύσιμης ύλης και θα πάμε στο δεύτερο ερώτημα. Τώρα ποιος θα καθαρίσει τα καμένα για να μην πλημυρίσει ο τόπος; Ο ιδιώτης πάντως, όχι.

Μπορείτε να αντιληφθείτε πόσο αντιπαραγωγικός, αγκυλωτικός και γελοίος είναι αυτός ο φαύλος κύκλος; Όταν κάηκε το Μάτι, χιλιάδες τόνοι καμένων δέντρων που είχαν κοπεί ήταν στοιβαγμένοι σε μερικές περιοχές. Οι βιομηχανίες ξύλου τα ζητούσαν απελπισμένα για να τα μετατρέψουν σε ρεύμα ή σε pellets. Ο Σύριζα άκουγε για επιχειρηματίες ή για ιδιωτικό τομέα κι έφτυνε στον κόρφο του. Τα ‘χε κάνει σαλάτα στο Μάτι, δεν θα χρησιμοποιούσε και τα απομεινάρια του Βατερλό του για να ευνοηθούν οι ταξικοί του αντίπαλοι.

Μόλις βγήκε ο Μητσοτάκης, στην πρώτη του επίσκεψη στα καμένα κατάλαβε ότι αυτοί οι θηριώδεις σωροί θα ξανάκαιγαν την περιοχή αργά ή γρήγορα, οπότε έδωσε εντολή να απομακρυνθούν αμέσως, με κάποια χορηγία ιδιώτη μάλιστα για το κόστος μεταφοράς. Κάηκαν στην Χαλυβουργική, ενώ την ίδια στιγμή οι ελληνικές εταιρείες ξύλου κατέβαζαν από την Βουλγαρία χιλιάδες τόνους αγορασμένου ξύλου για τις ανάγκες τους. Παράνοια.

Τώρα μπαίνουμε σε αντιπυρική περίοδο. Και παραλλήλως προσπαθούμε να δώσουμε ώθηση στην οικονομία. Και είμαστε και υπέρ της οικολογίας. Και θέλουμε και την απολιγνιτοποίηση. Και ψάχνουμε νέες θέσεις εργασίας. Για να δούμε το λοιπόν, πόσες εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δασών θα καούν φέτος και πόσα εκατομμύρια τόνους ξύλο θα εισάγουμε από το εξωτερικό. Για να δούμε…

Το αντίθετο του θάρρους στην κοινωνία μας δεν είναι η δειλία είναι το βόλεμα.

Rolo May. Ο Rollo Reece May ήταν Αμερικανός υπαρξιακός ψυχολόγος και συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου Love and Will. Συχνά συνδέεται με την ουμανιστική ψυχολογία και την υπαρξιστική φιλοσοφία, και μαζί με τον Βίκτορ Φράνκλ, υπήρξε κύριος υποστηρικτής της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας. 

ΠΕΡΙ ΖΩΟΚΛΟΠΩΝ ΕΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΩ…

Δημήτρης Κανελλόπουλος
ΠΕΡΙ ΖΩΟΚΛΟΠΩΝ ΕΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΩ…

Μέσα στὰ εὐεργετήματα ποὺ προσφέρει τὸ Διαδίκτυο στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, εἶναι καὶ τοῦτο: ἡ δυνατότητα γιὰ περιήγηση σὲ ἔντυπα τοῦ παρελθόντος! Μιᾶς καὶ συνεχῶς ψηφιοποιοῦνται διαρκῶς παλιὲς ἐφημερίδες, περιοδικὰ καὶ βιβλία, τέτοιες προσπάθειες, ποὺ ἀξίζουν ἐπαίνου εἶναι μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐκείνη τῆς Βουλῆς, ἐκείνη τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν καθὼς κι ἐκείνη τοῦ Μουσεῖου Τύπου, ἀπ’ ὅπου, περιπλανώμενοι στὴν ἐφημερίδα Νεολόγος Πατρῶν, ἀνακαλύψαμε τὸ πρὸ ἑκατονταετίας καὶ πλέον μικρὸ δημοσίευμα, μὲ τὸν τίτλο ΜΕΓΑΛΗ ΚΛΟΠΗ ΕΝ ΛΑΜΠΕΙΑ, τὸ ὁποῖον καὶ θὰ σχολιάσουμε παρακάτω.

Ἡ ζωοκλοπή, ποὺ κάποια λείψανά της σήμερον, ὑπάρχουν μόνον ἐν Κρήτῃ, ἦταν μία εὐρέως διαδεδομένη πρακτικὴ σὲ ὅλο τὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἀπὸ τὴν ἵδρυση ἀκόμη τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Ἀνήκει κι αὐτὴ, σ’ αὐτὰ ποὺ γεμίζουν τοὺς ρωμηοὺς μὲ ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια. Μαζὶ βέβαια μὲ τὴν ὑλοποίηση τοῦ: ἅρπαξε νὰ φᾶς καὶ κλέψε νάχεις! Στὴν Ἠλεία, ἡ λαίλαπα τῆς ζωοκλοπῆς, πρέπει νὰ ἔσβησε ἐπισήμως λίγο πρὶν τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οἱ ζωοκλέπται τῆς Ἠλείας, ὀργανωμένοι σὲ ὁμάδες ἢ καὶ κατὰ μόνας, ἅρπαζαν ζῷα ἀπὸ τὶς πεδινὲς καὶ ἡμιορεινὲς περιοχὲς καὶ τὰ προωθοῦσαν μέσῳ δύσβατων μονοπατιῶν τοῦ Ἐρυμάνθου, πρὸς τὴν Ἀχαία. Ἐκεῖ πήγαιναν σὲ διάφορα χωριὰ καὶ τὰ πωλοῦσαν. Ἀξιοποιώντας τὸν γυρισμὸ τους πίσω στὴν Ἠλεία, ἅρπαζαν ἀπὸ ἀχαϊκὰ χωριὰ ὅτι ζῷο εὕρισκαν μπροστά τους καὶ πέφτοντας στὸν Κάμπο τῆς Ἠλείας, τὸ πωλοῦσαν κάνοντας χρυσὲς δουλειές.
Κατὰ τὴν παιδική μου ἡλικία, ἄκουγα τὴν λέξη “ἀλογοσούρτης”, ὅταν ὁ παππούς μου συζητοῦσε μὲ τὴν γιαγιά μου κι ἀναφερόταν στὸν Μαρίνη Τσαπάρα, μεγάλο ἀλογοκλέφτη ἀπὸ τὴν Νεμούτα ποὺ πέθανε σὲ μεγάλη ἡλικία, μετὰ τὸν πόλεμο σ’ ἕνα χωριὸ τοῦ Κάμπου, τὸ Γεράκι, ὅπου εἶχε μεταναστεύσει.
Ἀλογοσούρτης! Τί λέξη! Τώρα τελευταία ποὺ ἀποκαλύπτονται λογοκλοπὲς στὴν Λογοτεχνία, θὰ μποροῦσε ὁ δράστης λογοκλόπος, νὰ ὀνομαστεῖ “Λογοσούρτης”.
Ἂν διαβάσει κανεὶς προσεκτικὰ τὸ μικρὸ κείμενο, θὰ δεῖ μέσα σ’ αὐτὸ λέξεις μαγικὲς ποὺ ἔχουν χαθεῖ γιὰ πάντα. Τί μᾶς λέει ἡ εἴδηση; ΜΕΓΑΛΗ ΚΛΟΠΗ ΕΝ ΛΑΜΠΕΙΑ! Πλὴν ὅμως διαβάζοντάς την, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Μεγάλη Κλοπή, δὲν ἔγινε ἐν Λαμπείᾳ, δηλαδὴ στὴν Δίβρη. Ἔγινε “ἐν Κούμανι”. Προφανῶς ὁ ἀνταποκριτὴς τῆς ἐφημερίδος, ἦταν Διβραῖος κι ἀπὸ ἐκεῖ τηλεγραφοῦσε τὴν εἴδηση στὸν Νεολόγο Πατρῶν! Ποὶον τὸ ἀντικείμενον τῆς κλοπῆς; “5 βόες” γράφει ὁ Νεολόγος. Δηλαδὴ πέντε βόδια! Ὅμως ὅταν ξεκινᾶ τὴν περιγραφὴ ὁ ἀνταποκριτής, ἀποδεικνύεται ὅτι μόνον οἱ δυὸ ἤσαν “βόες” καὶ οἱ τρεῖς “ἀγελάδες”. Ἐντυπωσιακὴ εἶναι ἡ περιγραφὴ τῶν βοδιῶν. Ὁ ἕνας εἶναι μελισός-ροῦσος 4 ἢ 5 ἐτῶν ὁ “δὲ ἔτερος” μαῦρος, εἶναι μικρότερος. Μόλις 2-3 ἐτῶν!
Στὴν συνέχεια ἡ εἴδηση ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ δυστυχοῦς μεγαλοτσοπάνη ποὺ ἔπεσε θῦμα κλοπῆς! Ἀνδρέας Τσαγκλῆς! Μεγαλοτσοπάνης, γιατί ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἀκόμη καὶ μία ἀγελάδα, ἦταν μεγάλο περιουσιακὸ στοιχεῖο. Μπῆκα στὸν πειρασμὸ νὰ δῶ ἂν ὑπάρχει ἀπόγονός του “ἐν Κούμανι”. Ἀνέτρεξα στὴν ἰστοσελίδα τῶν τηλεφωνικῶν καταλόγων τοῦ ΟΤΕ. Δὲν ἀπέδωσε οὔτε ἕναν κάτοχο τηλεφώνου μὲ τὸ ὄνομα ΤΣΑΓΚΛΗΣ, ὄχι μόνον “ἐν Κούμανι”, ἀλλὰ οὔτε σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἠλεία, οὔτε στὴν Ἀχαία. Ἀνευρέθησαν δεκαέξι “Τσαγκλῆδες” ἐν Μεσσηνίᾳ, εἰκοσιπέντε ἐν Λακωνίᾳ, δυὸ στὸ χωριὸ Μοῦλκι τῆς Κορινθίας, ἕνας στὴν Ἀρκαδία καὶ εἴκοσι ἕξι στὸ Λεκανοπέδιο τῶν Ἀθηνῶν. Λὲς ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν λῃστεία νὰ πῆρε τὴ φαμελιά του καὶ νὰ ’ριξε μαύρη πέτρα πίσω του ἐγκαταλείποντας γιὰ πάντα τὴν Ἠλεία;
Ἀκολουθεῖ ἡ περιγραφὴ τῶν ἀγελάδων, οἱ ὁποῖες εἶναι καὶ ἐπίτοκοι, γκαστρωμένες δηλαδὴ οἱ δόλιες. Ἡ μία εἶναι μαύρη, “ἄνευ τσεπίων” χωρὶς τσέπια(!), ἕξι ἐτῶν καὶ ἡ ἄλλη “τρυγωνὴ κακαβουέρατη1”, ἐτῶν τεσσάρων καὶ ἡ τρίτη “μελισσὴ” κι αὐτὴ τεσσάρων ἐτῶν!
Ἡ ἐφημερίδα ὁ Νεολόγος Πατρῶν, καλεῖ στὸ τέλος τοῦ δημοσιεύματος, τὸ ἔχει κάνει καὶ ὡς ὑπότιτλο τῆς εἴδησης προηγουμένως, ὅποιον γνωρίζει κάτι, νὰ εἰδοποιήσει τὰ γραφεῖα του καὶ θὰ λάβει τὴν γενναία ἀμοιβὴ τῶν 1.000 δραχμῶν.

  1. παρακαλοῦμε τοὺς ἀναγνῶστες μας, ἂν γνωρίζουν τί ἐννοεῖ ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου μὲ τὴν φράση “τρυγωνὴ κακαβουέρατη” νὰ μᾶς ἐνημερώσουν.

1976

Στη γέφυρα του Στενού νεαροί της εποχής, διακρίνεται στα δεξιά το Μοτέλ του ΕΟΤ. Βυθισμένα εδώ και δεκαετίες. Στα νερά της λίμνης του Μόρνου.